Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Anton Bruckner (1824-1896): Συμφωνία αρ. 7, σε Μι-μείζονα

Η Έβδομη συμφωνία του Anton Bruckner αποτελεί αναμφίβολα μία από τις δημοφιλέστερες και συχνότερα εκτελούμενες συνθέσεις του· γράφηκε σε διάστημα δύο περίπου ετών, από τις 23 Σεπτεμβρίου 1881 έως τις 5 Σεπτεμβρίου 1883, παράλληλα με το αριστουργηματικό του Te Deum, και παραδίδεται ουσιαστικά σε μία και μοναδική εκδοχή, αφού, πέραν από μικρές αλλαγές στην ενορχήστρωση και τις ενδείξεις χρονικής αγωγής που έγιναν κυρίως με αφορμή την πρώτη έκδοση της παρτιτούρας το 1885, ο Bruckner δεν προέβη εν προκειμένω στις εκτεταμένες αναθεωρήσεις που σημάδεψαν το πεπρωμένο σχεδόν όλων των υπολοίπων συμφωνιών του. Καθοριστική ως προς αυτό ήταν ασφαλώς η ανεπιφύλακτα θετική εντύπωση που απεκόμισαν εξ αρχής από το νέο αυτό έργο οι έμπιστοι μαθητές του συνθέτη Joseph Schalk και Ferdinand Löwe, οι οποίοι δεν άργησαν να το προωθήσουν και στον φημισμένο αρχιμουσικό Arthur Nikisch, υπό την διεύθυνση του οποίου η Έβδομη συμφωνία του Bruckner γνώρισε την παρθενική της εκτέλεση στην Λειψία, στις 30 Δεκεμβρίου 1884. Αν και η υποδοχή του έργου υπήρξε μάλλον αμφιλεγόμενη στην αρχή, η δεύτερη εκτέλεσή του από τον Hermann Levi, στις 10 Μαρτίου 1885 στο Μόναχο, απετέλεσε ίσως τον μεγαλύτερο θρίαμβο από τους ευάριθμους που γνώρισε εν ζωή ο συνθέτης και έδωσε το έναυσμα για πολλές άλλες επιτυχημένες παρουσιάσεις της συμφωνίας αυτής στα σπουδαιότερα μουσικά κέντρα της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής.

Παρά την γαλήνια έναρξή του με ένα απέριττο μοτίβο που αναδύεται μέσα από ηχητική αχλή, το κύριο θέμα του Allegro moderato σε Μι-μείζονα δεν αργεί να αποκαλύψει και την άλλη πλευρά του χαρακτήρα του, που ρέπει προς το θρηνώδες και διαθέτει μεγάλη εσωτερική δύναμη. Μια παρηλλαγμένη επανάληψη του κυρίου θέματος από ολόκληρη την ορχήστρα οδηγεί κατόπιν στην εμφάνιση της – στοχαστικής αλλά και αρκετά ευέλικτης συνάμα – πλάγιας θεματικής ιδέας, η οποία, με τονικότητα αναφοράς την Σι-μείζονα, εξυφαίνεται επί μακρόν, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις έντονα φυγόκεντρες αρμονικές τάσεις που την διακατέχουν. Με την μεσολάβηση μιας εντυπωσιακής κλιμάκωσης, εξ άλλου, η καταληκτική περιοχή της εκθέσεως εισέρχεται ακολούθως, κατά τρόπον “αρνητικό”, στην σκοτεινή σι-ελάσσονα, με ένα ζωηρό μοτίβο που γνωρίζει πολλές αρμονικές περιπέτειες και διέρχεται από σημεία μεγάλης εντάσεως, προτού αποκαταστήσει με χάρη και πραότητα τον μείζονα τρόπο. Παρακάτω, η ενότητα της επεξεργασίας ανοίγει πολύ ήσυχα, εναλλάσσοντας παραθέσεις του επικεφαλής μοτίβου του κυρίου θέματος σε αναστροφή με αναδρομές στο καταληκτικό μοτίβο της εκθέσεως από το φλάουτο, έπειτα παρέχει χώρο σε περαιτέρω εξυφάνσεις του πλαγίου θεματικού υλικού (δίνοντας και σε αυτήν την περίπτωση έμφαση στην αναστροφή της βασικής μελωδικής του γραμμής) και τελικά αναπλάθει με σχεδόν χορευτική διάθεση τα διαθέσιμα καταληκτικά στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά, η επεξεργασία δεν ολοκληρώνεται δίχως την επιβλητική αντιστικτική ανακατασκευή και αλυσιδοποίηση του πρώτου τμήματος του κυρίου θέματος, στο πλαίσιο μιας αρμονικής ανόδου από την τραγική ντο-ελάσσονα μέχρι την αιθέρια Μι-μείζονα, όπου το κύριο θέμα επανεκτίθεται πλέον στην ολότητά του, έχοντας μάλιστα αφομοιώσει και τις υφολογικές “εμπειρίες” που απεκόμισε κατά την αμέσως προηγούμενη ανέλιξή του. Τουναντίον, τόσο η πλάγια θεματική ιδέα, όσο και το καταληκτικό υλικό, υπόκεινται σε νέους αναπτυξιακούς μετασχηματισμούς κατά την “επανέκθεσή” τους, φθάνοντας σε συναρπαστικές δυναμικές κορυφώσεις και – το κυριότερο – ακολουθώντας μια δαιδαλώδη αρμονική πορεία που καθιστά τελείως ανέφικτη την αποκατάσταση της αρχικής τονικότητος πριν την έλευση της coda. Σε αυτήν λοιπόν την τελική ενότητα, πάνω από τον υπόκωφο βόμβο του τυμπάνου (το οποίο αξιοποιείται για πρώτη φορά σε αυτό ακριβώς το σημείο), ο συνθέτης αναλογίζεται κατ’ αρχάς το θρηνητικό δεύτερο τμήμα του κυρίου θέματος, προκειμένου να άρει κατόπιν την αποπνικτικά δραματική του ένταση μέσα από μια γιγαντιαία ορχηστρική κλιμάκωση που απολήγει σε εκθαμβωτική αποθέωση του εναρκτήριου μοτίβου του μέρους – καταθέτοντας τοιουτοτρόπως μια συγκλονιστική “ομολογία πίστεως” που σπανίως απουσιάζει από την συμφωνική του δημιουργία.

Η ενασχόληση του Bruckner με το αργό μέρος της συμφωνίας ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1883, σε εποχή κατά την οποίαν ο συνθέτης διακατεχόταν από ανησυχητικά προαισθήματα για την ζωή του μεγάλου του ινδάλματος, του Richard Wagner. Προς τιμήν του, μάλιστα, στο μέρος αυτό χρησιμοποίησε – για πρώτη φορά στο συμφωνικό του έργο – τέσσερεις “τούμπες Wagner”, όπως ονομάζονται οι τούμπες σε έκταση τενόρου και μπάσσου που σχεδιάσθηκαν ειδικά για τις ανάγκες του βαγκνερικού Δακτυλιδιού του Νίμπελουνγκ και έκτοτε ενισχύουν περιστασιακώς το σώμα των χάλκινων πνευστών μιας ορχήστρας (όπως δηλαδή συμβαίνει στα αργά αλλά και στα τελικά μέρη των τριών τελευταίων συμφωνιών του Bruckner). Με τις τέσσερεις αυτές τούμπες, από κοινού και με την συνήθη κοντραμπάσσα τούμπα, η πρώτη ενότητα του Adagio: sehr feierlich und sehr langsam (πολύ επιβλητικά και πολύ αργά) ανοίγει λοιπόν με μιαν ιδέα στην ντο-δίεση-ελάσσονα που παραπέμπει σε πένθιμο εμβατήριο, ενώ τα έγχορδα αντιπαραθέτουν με σφρίγος σε αυτήν ένα μοτίβο που προέρχεται από το Te Deum και συγκεκριμένα από την ύστατη παράκληση “non confundar in aeternum” («[Επί σοι, Κύριε, ήλπισα·] μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα»), προτού νέα μοτίβα αλλά και αναδρομές στα δύο αυτά εναρκτήρια θεματικά στοιχεία εξυφανθούν περαιτέρω σε μεγάλη έκταση, περνώντας από πληθώρα τονικών περιοχών και διαμορφώνοντας μια πρώτη ορχηστρική κλιμάκωση, την οποία πάντως διαδέχεται ξανά στο τέλος η ζοφερή εσωστρέφεια των χάλκινων πνευστών. Την εξέλιξη αυτή διακόπτουν τα παρηγορητικά περιεχόμενα της δεύτερης ενότητος (Moderato), ενός τριμερούς αργού Ländler στην Φα-δίεση-μείζονα που παρουσιάζεται κυρίως από τα έγχορδα, γεμάτο θέρμη και νοσταλγική διάθεση. Στην συνέχεια, ωστόσο, ο συνθέτης επανέρχεται στις δύο βασικές ιδέες της πρώτης δομικής ενότητος και τις αναπτύσσει διεξοδικά, πρώτα την μία και έπειτα την άλλη, οδηγώντας τες αμφότερες σε νέες δυναμικές κορυφώσεις και θέτοντας με αυτόν τον τρόπο στο περιθώριο την μετέπειτα επαναφορά του υλικού της δεύτερης ενότητος εν είδει απλής παραλλαγής στην Λα-ύφεση-μείζονα, η οποία μάλιστα απομένει και ημιτελής. Έτσι, η πενταμερής δομική οργάνωση του αργού αυτού μέρους ολοκληρώνεται με μιαν ύστατη ενότητα παρηλλαγμένης επαναφοράς και ανάπτυξης των δύο εναρκτήριων θεματικών στοιχείων και δη του δεύτερου από αυτά, που εδώ – εκτοπίζοντας πλέον τελείως το πρώτο – διογκώνεται αργά και σταδιακά και μέσα από μια πληθωρική αρμονική πορεία καταλήγει στο θριαμβικό επιστέγασμα ολόκληρης της συνθέσεως στην τονικότητα της Ντο-μείζονος! Ο Bruckner είχε ήδη φθάσει στο τελικό στάδιο της υλοποίησης του Adagio, όταν πληροφορήθηκε την δυσάρεστη είδηση του θανάτου του Wagner, στις 13 Φεβρουαρίου 1883 στην Βενετία· συγκλονισμένος, λοιπόν, προσέθεσε μια coda στο μεγαλειώδες αυτό αργό μέρος, η οποία ξεκινά με τις πέντε τούμπες αλλά και δύο κόρνα να αποτίνουν συμβολικά, με τον βαθύτατα ελεγειακό “στοχασμό” τους, έναν ύστατο φόρο τιμής στον εκλιπόντα, προτού η ανάκληση δευτερευόντων μοτίβων από την πρώτη ενότητα οδηγήσει τελικά σε έναν ήπιο αποχαιρετισμό δια της εξαϋλώσεως της εναρκτήριας θεματικής ιδέας στην “υπερβατική” Ντο-δίεση-μείζονα.

Το ενεργητικό Scherzo: sehr schnell (πολύ γρήγορα) σε λα-ελάσσονα συνιστά κατ’ ουσίαν μια μονοθεματική μορφή σονάτας: περιοριζόμενος σε μια ζωηρή περιστροφική συνοδευτική φιγούρα καθώς και σε μια βασική θεματική ιδέα με δύο στοιχειώδη μοτίβα-φράσεις (που αρχικά εκφέρονται εναλλάξ από την τρομπέτα και από τα βιολιά με την προσθήκη ενός κλαρινέττου), ο συνθέτης διαμορφώνει πρώτα μία δυναμικά κλιμακούμενη έκθεση που καταλήγει στην ντο-ελάσσονα, έπειτα μία πειστικότατη – μετατροπική και εν μέρει αντιστικτικής υφής – επεξεργασία και, τέλος, μία πλήρη επανέκθεση που αποκαθιστά κατά τα ειωθότα την αρχική τονικότητα. Κατά παρόμοιον τρόπο, εξ άλλου, και το λυρικότατο Trio: etwas langsamer (κάπως πιο αργά) εκθέτει την μοναδική μελωδική του ιδέα εξυφαίνοντάς την από την Φα-μείζονα προς την Ρε-μείζονα, στην συνέχεια την αναπτύσσει υποβάλλοντάς την σε αναστροφή και σε αλυσιδωτές αρμονικές προόδους και τελικά την επανεκθέτει ολόκληρη στην Φα-μείζονα. Το μέρος ολοκληρώνεται, βέβαια, με μιαν αυτούσια (“da capo”) επαναφορά του scherzo.

Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει κατά κανόνα στις συμφωνίες του Bruckner, το Finale: bewegt, doch nicht schnell (ανήσυχα, αλλά όχι γρήγορα) της Έβδομης συμφωνίας του είναι πολύ πιο σύντομο από το πρώτο της μέρος, με το οποίο εντούτοις συνδέεται θεματικά, αφού το σπινθηροβόλο βασικό μοτίβο του κυρίου θέματος του τελικού αυτού μέρους συνιστά μια γεμάτη ζωτικότητα ρυθμική μεταμόρφωση του εναρκτήριου μοτίβου ολόκληρου του έργου. Με αφετηρία την Μι-μείζονα, το παρεστιγμένο αυτό μοτίβο εξυφαίνεται εδώ για κάποιο διάστημα, έως ότου “εξαντληθεί” και παραχωρήσει την θέση του σε μιαν ήπια πλάγια θεματική ιδέα, η οποία ξεκινά από την Λα-ύφεση-μείζονα με μια φράση που παραπέμπει σε εκκλησιαστικό χορικό μέλος και επαναλαμβάνεται πολλάκις ακολουθώντας μια δαιδαλώδη τονική διαδρομή. Μολαταύτα, την παράσταση κλέβει η καταληκτική περιοχή της εκθέσεως, καθώς επανεισάγει με τρομακτική σφοδρότητα από ολόκληρη την ορχήστρα το αρχικό παρεστιγμένο μοτίβο και το αναπτύσσει μετατροπικά, διατηρώντας την δυναμική της επίταση επί μακρόν, προτού τελικά καταλαγιάσει στην Ντο-μείζονα. Παρ’ ότι μέχρι αυτό το σημείο η εξέλιξη του μέρους συμβαδίζει απόλυτα με τις προδιαγραφές μιας μορφής σονάτας της ύστερης ρομαντικής περιόδου, στην συνέχεια ο συνθέτης “αποδομεί” το μορφολογικό αυτό πρότυπο και ενσωματώνει κατά τρόπον αναπάντεχο αναπτυξιακές και επανεκθεσιακές λειτουργίες σε μιαν ενιαία δεύτερη μακροδομική ενότητα. Έτσι, οι γαλήνιοι μετασχηματισμοί του βασικού μοτίβου που εμφανίζονται αμέσως μετά την έκθεση δεν αργούν – φυσιολογικά – να οδηγήσουν σε μιαν ανασύσταση του αρχικού θέματος σε αναστροφή, προκειμένου αυτή να χρησιμεύσει ως πρότυπο για περαιτέρω ανάπτυξη και δη αντιστικτικής υφής. Όμως η διαδικασία αυτή, επιχειρώντας να αποτινάξει την μυστικοπαθή διάθεσή της, ανακαλεί σύντομα ως δυναμικό επιστέγασμά της το πρώτο τμήμα της καταληκτικής περιοχής της εκθέσεως, το οποίο προσέτι ακολουθείται άμεσα και από την παρηλλαγμένη και τονικώς ακαθόριστη επαναφορά του πλαγίου θεματικού υλικού! Και ενώ λοιπόν φαίνεται πως από ένα σημείο και πέρα τα πράγματα έχουν πάρει ξανά τον δρόμο τους, με αποτέλεσμα να αναμένει πλέον κανείς την επανεμφάνιση και του κυρίου θέματος στο πλαίσιο μιας πλήρως “αντικατοπτρικής επανεκθέσεως”, το βασικό του μοτίβο έρχεται τώρα να συνεχίσει την ανάπτυξή του και μάλιστα κατά τρόπον ιδιαίτερα εμφαντικό και επιβλητικό, προτού το ίδιο το κύριο θέμα – εσωτερικά διευρυμένο και πληθωρικά ενορχηστρωμένο – ανακατασκευασθεί εν τέλει στην αρχική τονικότητα. Το σπουδαίο αυτό έργο ολοκληρώνεται κατόπιν τούτου με μια coda ακράδαντα θεμελιωμένη στην Μι-μείζονα, όπου το βασικό μοτίβο ανυψώνεται διθυραμβικά, “αντικρίζοντας” το αντίστοιχο μνημειώδες απόγειο του πρώτου μέρους.

10.08.2008


© Ιωάννης Φούλιας