Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Max Bruch (1838-1920): Kol Nidrei, για βιολοντσέλλο και ορχήστρα, opus 47

Ο γερμανός ρομαντικός συνθέτης και καθηγητής Max Bruch είναι σήμερα γνωστός κυρίως για το πρώτο από τα τρία κοντσέρτα του για βιολί, που έχει καθιερωθεί ως ένα από τα αριστουργήματα του είδους του. Εκτός από αυτό, όμως, συνέθεσε και πολλά άλλα έργα για σολιστικά όργανα και ορχήστρα, εκ των οποίων τουλάχιστον το Kol Nidrei, opus 47, αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στο ρεπερτόριο του βιολοντσέλλου. Το συγκεκριμένο έργο, που γράφηκε το καλοκαίρι του 1880 και εκδόθηκε τον αμέσως επόμενο χρόνο με αφιέρωση στον τσελλίστα και φίλο του συνθέτη Robert Hausmann, αποτελεί καρπό του ζωηρού ενδιαφέροντος που επεδείκνυε ο Bruch για την λαϊκή μουσική ευρωπαϊκών και εξωευρωπαϊκών πολιτισμών, όπως άλλωστε μαρτυρούν τόσο ο τίτλος όσο και ο – ακόμη πιο διαφωτιστικός – υπότιτλός του, «Adagio πάνω σε εβραϊκές μελωδίες». “Κολ νιντρέ” σημαίνει στα αραμαϊκά «Όλα τα τάματα» και με αυτά τα λόγια αρχίζει μία πολύ διαδεδομένη προσευχή που ψάλλεται στις εβραϊκές συναγωγές κατά τον “εσπερινό” (την παραμονή) της μεγάλης ιουδαϊκής εορτής του “Γιομ Κιππούρ”, ήτοι της «Ημέρας του Εξιλασμού». Η απαγγελτική αυτή μελωδία συνιστά το πρώτο από τα δύο θέματα που εκμεταλλεύεται ο Bruch στο σύντομο αυτό έργο του, ενώ το δεύτερο προέρχεται από την περίφημη συλλογή των Εβραϊκών μελωδιών που δημοσιεύθηκε το 1815 ως απότοκο της αγαστής συνεργασίας του συνθέτη Isaac Nathan με τον ποιητή Λόρδο Βύρωνα.

Το Kol Nidrei του Bruch προσλαμβάνει την μορφή ενός “διπτύχου”, στην πορεία του οποίου το τσέλλο έχει κατά κανόνα τον πρώτο λόγο. Έτσι, έπειτα από μια βραχύτατη εισαγωγή, η μελωδία της ομώνυμης προσευχής παρατίθεται εν είδει σολιστικής ελεγείας στην ρε-ελάσσονα, κατά τρόπον τελείως απέριττο και υπό την διακριτική συνοδεία των εγχόρδων της ορχήστρας. Περισσότερο δεξιοτεχνική καθίσταται η γραφή για το σολιστικό όργανο στο μεσαίο και πιο φωτεινό δομικό τμήμα της πρώτης αυτής ενότητος, η οποία πάντως ολοκληρώνεται με την τυπική επαναφορά της αρχικής μελωδίας και την ήρεμη περαιτέρω εξύφανσή της. Η έτερη εβραϊκή μελωδία, απεναντίας, εισάγεται γαλήνια στην Ρε-μείζονα από την ορχήστρα, με την προσθήκη των πνευστών και την εξέχουσα σύμπραξη της άρπας, προτού επαναληφθεί με ιδιαίτερο λυρισμό από το σόλο τσέλλο. Και η δεύτερη ενότητα του έργου διαμορφώνεται τριμερώς, με ένα μεσαίο δομικό τμήμα που λειτουργεί περισσότερο ως αναπτυξιακή προέκταση του πρώτου παρά ως ένα κατ’ εξοχήν “αντιθετικό” στοιχείο, ενώ την επαναφορά της ηπιότατης μελωδικής της ιδέας διαδέχεται μια καταληκτική προέκταση, η οποία οδηγεί εν τέλει το υλικό της σε μακάρια εξάλειψη.

08.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας