Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johannes Brahms (1833-1897): Συμφωνία αρ. 2, σε Ρε-μείζονα, opus 73

Σε αντίθεση με την Πρώτη συμφωνία του (opus 68), η περάτωση της οποίας απαίτησε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια (από το 1862 έως το 1876), ο γερμανός συνθέτης Johannes Brahms άρχισε να γράφει την Δεύτερη συμφωνία του, opus 73, κατά τις θερινές του διακοπές στις Άλπεις το 1877 και την ολοκλήρωσε μόλις το φθινόπωρο του ιδίου έτους. Χαριτολογώντας, μάλιστα, στις 22 Νοεμβρίου περιέγραφε σε επιστολή του προς τον εκδότη και φίλο του Fritz Simrock το νέο του αυτό έργο ως ιδιαίτερα μελαγχολικό, αν και στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη συμφωνία απομακρύνεται εντελώς από την τραγικότητα της αμέσως προηγούμενης, καθώς διαπνέεται ως επί το πλείστον από εύθυμη, ήπια και ποιμενική διάθεση – δεν είναι άλλωστε λίγοι εκείνοι που την παραλληλίζουν με την “Ποιμενική” Έκτη συμφωνία του Ludwig van Beethoven. Η πρώτη εκτέλεση της Δεύτερης συμφωνίας του Brahms πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στις 30 Δεκεμβρίου 1877 στην Βιέννη, από την περίφημη Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλεως υπό την διεύθυνση του Hans Richter, ενώ και η παρτιτούρα του έργου εκδόθηκε δίχως σημαντική χρονική καθυστέρηση, το 1878.

Το πρώτο μέρος, Allegro non troppo σε Ρε-μείζονα, ανοίγει με ένα εξαιρετικά γαλήνιο κύριο θέμα, το οποίο εξυφαίνεται ήρεμα από τα κόρνα και τα ξύλινα πνευστά υπό την διακριτική συνοδεία των βαθύφωνων εγχόρδων. Περισσότερη κινητικότητα παρατηρείται μόνον αφού η εναρκτήρια αυτή ιδέα σβήσει ολότελα και έλθει στο προσκήνιο ένα μεταβατικό τμήμα, στο οποίο πρωταγωνιστούν αφ’ ενός μεν μια ευέλικτη νέα μελωδική φιγούρα και αφ’ ετέρου ευφάνταστες ρυθμικές μεταπλάσεις του συνοδευτικού μοτίβου του κυρίου θέματος. Η πλάγια θεματική ομάδα εισάγεται κατόπιν στην φα-δίεση-ελάσσονα, με μια λυρική ιδέα που εκφέρεται πολύ εκφραστικά από τα τσέλλα και τις βιόλες προτού διαχυθεί και στην υπόλοιπη ορχήστρα, ενώ η μετέπειτα τονική στροφή προς την Λα-μείζονα επικυρώνεται με την εμφάνιση και άλλων δευτερευουσών μελωδικών ιδεών, πιο ενεργητικών και εξωστρεφών από την προηγούμενη, η οποία παρ’ όλα αυτά επανέρχεται στο τέλος της εκθέσεως, προσδίδοντας στην κατάληξή της έναν ιδιαίτερα νοσταλγικό τόνο. Η επεξεργασία, απεναντίας, αν και ξεκινά την πλούσια μετατροπική της πορεία ανακαλώντας εκ νέου το κύριο θέμα, σύντομα αναπτύσσει αντιστικτικά και κατόπιν ρευστοποιεί κατά τρόπον διεξοδικό το υλικό του, μεταβάλλοντας εκ βάθρων τον χαρακτήρα του και υλοποιώντας μια σειρά δραματικών εξάρσεων με συχνές αναδρομές και στα περιεχόμενα της μεταβάσεως της εκθέσεως. Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αργότερα, η – ελαφρώς αναζωογονημένη από ρυθμικής επόψεως και ελεύθερα επεκτεινόμενη από ένα σημείο και έπειτα – επανέκθεση του κυρίου θέματος, παρακάμπτοντας καθ’ ολοκληρίαν το μεταβατικό τμήμα, οδηγεί απ’ ευθείας στην αυτούσια επαναφορά της πλάγιας θεματικής ομάδος από την σι-ελάσσονα προς την Ρε-μείζονα. Τέλος, ο Brahms προσθέτει μιαν αρκετά εκτενή coda, στην οποία – κατ’ αναλογίαν προς την επεξεργασία – λαμβάνουν χώραν πολλαπλές αναφορές αλλά και προεκτάσεις τόσο του κυρίου θέματος όσο και στοιχείων προερχόμενων από την μετάβαση· βέβαια, αυτό που διαφοροποιεί ριζικά την εν λόγω coda από την κεντρική ενότητα του μέρους δεν είναι άλλο από τον πράο χαρακτήρα της, που ενσωματώνει και αρκετές χαριτωμένες στιγμές.

Με έναν έξοχο “στοχασμό” των βιολοντσέλλων – που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην δεσπόζουσα και την τονική της Σι-μείζονος, προτού τελικά καταλήξει στην μέση βαθμίδα – το αργό μέρος της συμφωνίας (Adagio non troppo) ξεκινά την δική του πορεία, αναπτύσσοντας περαιτέρω τα μοτιβικά στοιχεία της αρχικής του ιδέας με ηπιότητα, μελαγχολία αλλά και δυναμισμό. Σχεδόν ανεπαίσθητα, η τονική πορεία της πρώτης αυτής ενότητος οδηγεί στην Φα-δίεση-μείζονα, όπου τα ξύλινα πνευστά παρουσιάζουν κατ’ αρχάς μιαν ανάλαφρη νέα ιδέα, η οποία στην συνέχεια εξυφαίνεται με την αποφασιστική συμβολή και των εγχόρδων. Ενώ όμως η μεσαία μακροδομική ενότητα του αργού αυτού μέρους φαίνεται παρακάτω έτοιμη να ολοκληρωθεί με την εμφάνιση ενός ήσυχου καταληκτικού στοιχείου, στην πραγματικότητα οδηγείται πλέον σε ένα αναπάντεχα τραγικό ξέσπασμα αναπτυξιακής υφής! Η απρόσμενη αυτή εξέλιξη αφήνει προσέτι την “σφραγίδα” της και κατά την μετέπειτα επαναφορά των αρχικών θεματικών περιεχομένων, τα οποία ακόμη και αφού επαναπροσεγγίσουν μέσα από πολλές αρμονικές περιπέτειες την τονική τους αφετηρία, υπόκεινται σε νέες παραλλαγές και τροποποιήσεις και τελικά οδεύουν με μεγάλη ελευθερία προς μια σφοδρά αρνητική κορύφωση. Έτσι, η Σι-μείζονα χρήζει νέας παλινορθώσεως στην coda του μέρους, όπου το “καταληκτικό” μοτίβο της μεσαίας ενότητος ανακαλείται δίχως πλέον να επιφέρει άλλες επιπλοκές, παρά προλειαίνοντας μονάχα το έδαφος για μιαν ύστατη αναδρομή στην εναρκτήρια ιδέα, που αργοσβήνει βυθισμένη σε ενδελεχή περισυλλογή.

Το τρίτο μέρος της συμφωνίας, Allegretto grazioso (quasi andantino), είναι ένα μάλλον ασυνήθιστο scherzo σε Σολ-μείζονα, όπως μαρτυρεί το ποιμενικού – και ενδεχομένως ειδυλλιακού – χαρακτήρος βασικό του θέμα, το οποίο εξυφαίνεται με αρκετές αρμονικές φωτοσκιάσεις στα ξύλινα πνευστά υπό την λεπτότατη νυκτή συνοδεία των τσέλλων. Κατά τρόπον αξιοπαρατήρητο, το ενεργητικότερο πρώτο “τρίο” (Presto ma non assai) που ακολουθεί βασίζεται σε ένα ζωηρότερο χορευτικό παράλλαγμα του αρχικού σκοπού, που συνδυάζεται και με νέα εύθυμα μοτίβα στην Ντο-μείζονα, προτού εξυφανθεί περαιτέρω στο περιβάλλον της μι-ελάσσονος. Από εκεί και ύστερα, εξ άλλου, η συνοπτική πρώτη επαναφορά του “scherzo” δίνει επίσης ιδιαίτερη έμφαση στην μι-ελάσσονα, το δεύτερο “τρίο” παραλλάσσει το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου με καινούργιο ρυθμικό παλμό και εκκινώντας απρόσμενα από την Λα-μείζονα, ενώ η δεύτερη και τελική επαναφορά του “scherzo” είναι μεν πλήρης, αλλά και αυτή ξεκινά κατά τρόπον ακόμη πιο αναπάντεχο από την Φα-δίεση-μείζονα, προτού εδραιώσει οριστικά την Σολ-μείζονα με την βοήθεια και μιας επιπρόσθετης καταληκτικής προεκτάσεως.

Το τελικό Allegro con spirito παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το πρώτο μέρος, αν και η κατασκευή του είναι εμφανώς απλούστερη. Το κύριο θέμα στην Ρε-μείζονα, παρ’ ότι ξεκινά χαμηλόφωνα την εύθυμη και ενεργητική μελωδική του ροή, βυθίζεται σταδιακά σε ένα τέλμα, από το οποίο αναδύεται ακαριαία ώστε να προβληθεί εν τέλει με όλον τον δυναμισμό που του αρμόζει. Αλλά και η περαιτέρω εξύφανση του μοτιβικού του υλικού στην μετάβαση χάνει επίσης βαθμιαία την λαμπρότητα και την κινητικότητά της, οδηγώντας έτσι ομαλά στην εμφάνιση του ηπιότερου πλαγίου θέματος στην Λα-μείζονα, το οποίο κατόπιν προεκτείνεται με αυξανόμενη δραματική ένταση και τελικά συνδέεται με την εκτενή και εξωστρεφή καταληκτική ομάδα της εκθέσεως, που αποτελείται από πληθωρικές ρυθμικές αναπλάσεις του κυρίου θεματικού υλικού. Η ακόλουθη επανέναρξη του κυρίου θέματος στην αρχική τονικότητα δίνει για μια στιγμή την εντύπωση ότι η έκθεση της μορφής σονάτας πρόκειται να επαναληφθεί ή ίσως ότι η μακροδομή του τελικού αυτού μέρους τείνει να προσλάβει και στοιχεία ρόντο. Κανένα όμως από τα δύο αυτά ενδεχόμενα δεν επαληθεύεται: τουναντίον, ο συνθέτης απλώς μας παραπλανά σε αυτό το σημείο, ξεκινώντας με αυτόν τον αρκετά ασυνήθιστο τρόπο την ενότητα της επεξεργασίας και ρευστοποιώντας πολύ εμφαντικά το κύριο (αλλά και μεταβατικό) θεματικό υλικό μέσα από μιαν αλληλουχία ελασσόνων τονικοτήτων που διαμορφώνει μιαν εξόχως ορμητική κλιμάκωση. Παρ’ όλα αυτά, ένα νέο παράγωγο του κυρίου θέματος εξυφαίνεται από εκεί και πέρα κατά τρόπον γαλήνιο, συμπαρασύροντας και τα υπόλοιπα μοτίβα, με τα οποία αυτό εναλλάσσεται, σε αδράνεια και στασιμότητα. Καθώς λοιπόν όλη η προηγούμενη ένταση έχει πλέον αρθεί, το κύριο θέμα μπορεί τώρα να επανεκτεθεί σε μια συνοπτικότερη εκδοχή και να ακολουθηθεί από το σύνολο των πλαγίων και καταληκτικών θεματικών ιδεών σε μεταφορά στην Ρε-μείζονα. Στην τελική coda, εξ άλλου, νέα παραλλάγματα του πλαγίου θέματος οδηγούν σε μια σύντομη αναδρομή στο χαρακτηριστικό παράγωγο του κυρίου θέματος που εισήχθη για πρώτη φορά προς το μέσον της επεξεργασίας, ενώ η γεμάτη ζωντάνια – και ολίγον χιουμοριστική – ανακατασκευή των διαθέσιμων καταληκτικών μοτίβων που την διαδέχεται επιστεγάζεται με αγλαές θριαμβικές υπομνήσεις του πλαγίου θέματος από τα χάλκινα πνευστά.

23.10.2008


© Ιωάννης Φούλιας