Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Johannes
Brahms (1833-1897): Σονάτα για
βιολοντσέλλο και πιάνο αρ. 1, σε μι-ελάσσονα, opus 38
Η πρώτη από τις δύο σονάτες του Johannes Brahms για βιολοντσέλλο και πιάνο, opus 38, είναι ένα από τα έργα εκείνα που σηματοδοτούν την μετάβαση από την νεανική του δημιουργία στα χρόνια της ωριμότητος. Η σύνθεσή της ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1862, στην λουτρόπολη του Münster am Stein, όπου ο Brahms ολοκλήρωσε τα δύο πρώτα μέρη καθώς και ένα αργό· ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν φάνηκε να τον ικανοποιεί και έτσι άφησε στην άκρη ό,τι είχε ετοιμάσει μέχρι το καλοκαίρι του 1865, όταν καταπιάσθηκε εκ νέου με την συγκεκριμένη σονάτα στο Lichtental του Baden-Baden, γράφοντας το τελικό της μέρος, αναθεωρώντας το πρώτο και αποσύροντας το αργό (το οποίο αρκετοί ερευνητές ταυτίζουν με το Adagio affettuoso της δεύτερης σονάτας του για τσέλλο και πιάνο, opus 99, ενώ άλλοι θεωρούν ότι καταστράφηκε από τον συνθέτη). Στην τριμερή οριστική του εκδοχή, λοιπόν, το έργο αυτό δημοσιεύθηκε το 1866 από τον Fritz Simrock στο Βερολίνο, με αφιέρωση στον Δρ. Josef Gänsbacher, ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Brahms, καθηγητής στην Ακαδημία Τραγουδιού της Βιέννης αλλά και ερασιτέχνης τσελλίστας. Εντούτοις, η πρώτη επίσημη συναυλιακή παρουσίαση της σονάτας πραγματοποιήθηκε μόλις στις 14 Ιανουαρίου του 1871, στην Λειψία, από τον τσελλίστα Emil Hegar και τον Carl Reinecke στο πιάνο.
Το εναρκτήριο Allegro non troppo σε μι-ελάσσονα είναι μια βαθιά μελαγχολική σύνθεση σε μορφή σονάτας, όπως ευθύς εξ αρχής φανερώνει το τριμερές κύριο θέμα της, μια ελεγειακή μπαλλάντα – ούτως ειπείν – για τσέλλο, στην οποία το πιάνο προσφέρει επί μακρόν την ασθμαίνουσα συνοδεία του, προτού έλθει σε ισότιμο διάλογο με τον “συνομιλητή” του. Η εξύφανση του θέματος αυτού στην ακόλουθη μετάβαση ξεκινά από την Ντο-μείζονα και με τις ζωηρότερες φιγούρες τριήχων στο μέρος του πιάνου δίνει την αίσθηση ότι μπορεί όντως να αποτινάξει την αρχική καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Όχι όμως για πολύ, αφού η αποφασιστική στροφή προς την σκοτεινή σι-ελάσσονα ανοίγει τον δρόμο σε ένα ιδιαίτερα παθητικό πλάγιο θέμα, το οποίο αμέσως μετά επαναλαμβάνεται παρηλλαγμένο, έχοντας κιόλας καταστεί μια θλιβερή σκιά του εαυτού του! Τελικά, μια σύντομη καταληκτική ιδέα στην Σι-μείζονα παρέχει, εκτός από την πολύτιμη και ζεστή παρηγοριά της, και ένα νέο συνοδευτικό ρυθμικό μοτίβο, το οποίο συνδυάζεται αδιάλειπτα με την βασική ιδέα του κυρίου θέματος κατά την διεξοδική της ανάπτυξη στην μετέπειτα επεξεργασία. Η σταδιακή ρευστοποίηση του θεματικού αυτού υλικού προσλαμβάνει προσέτι πολύ μεγάλη ένταση, καταλήγοντας σε μιαν ορμητική παράθεση του πλαγίου θέματος με περαιτέρω εξύφανση του μοτιβικού του αποθέματος, η οποία σταδιακά καταπραΰνεται και ενώνεται με ένα συνδετικό πέρασμα προς την επανέκθεση, που ενσωματώνει μειλίχιες αναφορές και στην καταληκτική θεματική ιδέα. Εξ άλλου, η ρευστή συνοδευτική φιγούρα του περάσματος αυτού εμπλουτίζει στην συνέχεια και την πιανιστική συνοδεία του επανεκτιθέμενου κυρίου θέματος, ενώ η επαναφορά της μεταβάσεως από την Φα-μείζονα επιτρέπει κατόπιν στο πλάγιο θέμα να επανέλθει ουσιαστικά αυτούσιο στην μι-ελάσσονα· τουναντίον, η καταληκτική ιδέα διευρύνεται τώρα κατά τι στην Μι-μείζονα και οδηγεί σε μια γαλήνια μετάπλαση των εναρκτήριων περιεχομένων της επεξεργασίας στην coda του μέρους, που ολοκληρώνεται αποστασιοποιούμενη πλήρως από την συναισθηματική φόρτιση όλων των προηγουμένων ενοτήτων.
Το Allegretto quasi menuetto σε λα-ελάσσονα θα μπορούσε ίσως να προσδιορισθεί ως ένα “ευγενές και συναισθηματικό βαλς”. Η εύθραυστη μελωδία του διέπεται από απλότητα και ελαφρά μελαγχολία στα εξωτερικά τμήματα της τριμερούς δομής του, ενώ στο μεσαίο του τμήμα προσλαμβάνει μιαν “αρχαϊκή” αύρα, καθώς μοιάζει να αναπολεί με νοσταλγία το πιο ανέμελο ύφος των μενουέττων των αρχών του 18ου αιώνος. Από την άλλη πλευρά, το τρίο σε φα-δίεση-ελάσσονα είναι ένα γνήσιο κομμάτι χαρακτήρος της ρομαντικής περιόδου, διμερούς δομής και λυρικής διαθέσεως, η “γλυκόπικρη” και ομαλή μελωδική ροή του οποίου άλλοτε υπόκειται σε λεπταίσθητες μετρικές μεταβολές και άλλοτε πάλι διαρρηγνύεται από βαθύτατα εκφραστικές τομές.
Τόσο η καταφανής ομοιότητα του αρχικού θέματος του τελευταίου μέρους της σονάτας (Allegro) με το θέμα του “Contrapunctus XIII” (inversus) της μνημειώδους Τέχνης της φούγκας του Johann Sebastian Bach, όσο και ο έκδηλα αντιστικτικός χειρισμός του, έχουν παρασύρει αρκετούς σχολιαστές του έργου στην έωλη διαπίστωση ότι το συγκεκριμένο finale είναι γραμμένο σε μορφή φούγκας. Στην πραγματικότητα, ο Brahms υλοποιεί εν προκειμένω μια σπάνια και πολύ ενδιαφέρουσα μορφή σονάτας, που είναι βέβαια βαθιά εμποτισμένη από την τεχνική της φούγκας. Έτσι, το ορμητικό κύριο θέμα της εκτίθεται στην μι-ελάσσονα ως τρίφωνο φουγκάτο με δύο αντιθέματα, αλλά μετά την “υπεράριθμη” τέταρτη εμφάνισή του αρχίζει να εξυφαίνει ελεύθερα το αντιθεματικό υλικό του, έως ότου επικεντρωθεί στα δικά του μοτιβικά στοιχεία για να εδραιώσει με σφοδρότητα την βασική τονικότητα αλλά και να διαμορφώσει μιαν ομαλή μετατροπική μετάβαση προς το λυρικό – και ενίοτε πνευματώδες – πλάγιο θέμα στην σχετική Σολ-μείζονα, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί παράγωγο του πρώτου αντιθέματος, που εδώ εξυφαίνεται σε ομοφωνικό πλέον ύφος. Η ενότητα της επεξεργασίας δεν αργεί, ωστόσο, να διαδεχθεί αυτήν την εκφραστική “όαση”, αναπτύσσοντας με αντιστικτική δεινότητα και πολύ δυναμισμό το μοτιβικό υλικό του αρχικού θέματος, στο οποίο έρχεται έπειτα από αρκετή ώρα να αντιπαρατεθεί με λυρισμό το δεύτερο αντίθεμα και να εναλλαχθεί δύο φορές με αυτό, προτού η ακατάπαυστα μετατροπική πορεία καταλήξει σε έναν ισοκράτη επί της δεσπόζουσας της μι-ελάσσονος. Στο σημείο αυτό συμβαίνει όμως κάτι αναπάντεχο: μια συνοπτική αναδρομή στο πλάγιο θέμα επεκτείνει τον δεδομένο ισοκράτη, με αποτέλεσμα το κύριο θέμα να επανεκτίθεται μετά από αυτό (ακολουθώντας, δηλαδή, περίπου τις προδιαγραφές μιας “αντικατοπτρικής” επανεκθέσεως) στην πληρότητά του και να οδηγεί απ’ ευθείας σε μια θυελλώδη μετάπλαση των μοτιβικών του συστατικών, στο πλαίσιο της λυσσαλέας coda του μέρους (Più presto) που επιστεγάζει δραματικά το συνολικό έργο.
19.11.2008
© Ιωάννης Φούλιας