Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johannes Brahms (1833-1897): Τέσσερα χορικά πρελούδια για όργανο, opus 122 αρ. 3, 4, 9 και 10 & Χορικό πρελούδιο και φούγκα σε λα-ελάσσονα πάνω στο “O Traurigkeit, o Herzeleid”, WoO 7

Η ενασχόληση του Brahms με το όργανο περιορίζεται σε δύο σύντομες χρονικές περιόδους της ζωής του. Η πρώτη από αυτές ανάγεται στα 1856-1858 περίπου, όταν ο νεαρός τότε πιανίστας και συνθέτης δοκίμασε τις ερμηνευτικές και συνθετικές δυνατότητές του και στο όργανο, αλλά σχετικά σύντομα εγκατέλειψε την προσπάθεια αυτή. Μια πρώτη εκδοχή του χορικού πρελουδίου “O Traurigkeit, o Herzeleid” (WoO 7 / I) ετοιμάσθηκε κατά πάσαν πιθανότητα το 1857, ενώ λίγο αργότερα – μάλλον την άνοιξη του 1858 – συνετέθη η φούγκα πάνω στο ίδιο χορικό (WoO 7 / II) και αναθεωρήθηκε ελαφρώς το χορικό πρελούδιο. Το έργο ως σύνολο παρέμεινε πάντως ανέκδοτο μέχρι το 1882, οπότε πέραν της δημοσίευσής του χωρίς αριθμό opus έλαβε χώραν και η πρώτη (εξακριβωμένη) δημόσια εκτέλεσή του. Οι πέντε φράσεις της μελωδίας του χορικού (που παραδίδεται ανώνυμα σε μια συλλογή θρησκευτικών ασμάτων του 1628) παρατίθενται στο πρελούδιο σχεδόν αυτούσιες και με σύντομες ενδιάμεσες παύσεις στην υψηλότερη από τις τέσσερεις φωνές, ενώ οι υπόλοιπες τρεις διαμορφώνουν ένα συνεχές συνοδευτικό υπόστρωμα με γοργότερη ρυθμική κίνηση· κατά τρόπον ενδιαφέροντα όμως, ο Brahms ολοκληρώνει την τελευταία φράση με μια απατηλή πτώση και κατόπιν επανεισάγει σε μεταφορά την έναρξη του χορικού άσματος, εξυφαίνοντάς την ελεύθερα μέχρι το τέλος του κομματιού. Ένα παράλλαγμα της αρχικής φράσεως του χορικού χρησιμεύει επίσης ως θέμα της ακόλουθης φούγκας, το οποίο απαντάται άμεσα σε αναστροφή και συνδυάζεται με δύο αντιθέματα. Στην εξέλιξη της φούγκας, το θέμα είτε παρατίθεται από κοινού με τα δύο αντιθέματα, είτε αναπτύσσεται εν είδει stretto και εξυφαίνεται ελεύθερα στις τρεις υψηλότερες φωνές· παράλληλα όμως, η μελωδία του χορικού εισάγεται πλήρης κατά διαστήματα ως cantus firmus στα ποδόπληκτρα, επιβάλλοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό έναν αρκετά “συγκρατημένο” συνολικό αρμονικό σχεδιασμό.

Στην δύση του βίου του ο Brahms εξεδήλωσε για δεύτερη φορά το ενδιαφέρον του για το όργανο, με την σύνθεση ένδεκα χορικών πρελουδίων που επρόκειτο τελικά να καταστούν το ύστατο έργο του. Τα κομμάτια αυτά γράφηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1896 και ορισμένα από αυτά ερμηνεύθηκαν από τον ίδιο τον Brahms ενώπιον στενού φιλικού κύκλου, κατά τον ενταφιασμό της Clara Schumann στα τέλη Μαΐου του ιδίου έτους· η πρώτη έκδοσή τους, ωστόσο, υπήρξε μεταθανάτια και συνέπεσε με την πρώτη δημόσια εκτέλεσή τους, τον Απρίλιο του 1902. Το χορικό μέλος Herzlich thut mich verlangen του Hans Leo Haßler (1601) αποτέλεσε την βάση δύο διαφορετικών επεξεργασιών στο “κύκνειο άσμα” του Brahms. Στην πρώτη από αυτές (opus 122 αρ. 9), η μελωδία εμφανίζεται παρηλλαγμένη στην υψηλότερη φωνή και αξιοποιεί το ίδιο μοτιβικό υλικό με τις υπόλοιπες δύο φωνές στα μανουάλια, πλέκοντας έναν ημι-αντιστικτικό ιστό που ενισχύεται αρμονικά από σύντομες παρεμβάσεις του μπάσσου (στα ποδόπληκτρα)· αυτά όμως ισχύουν μόνο για τα ταυτόσημα δύο πρώτα ζεύγη φράσεων καθώς και για το τέταρτο και τελευταίο, διότι το τρίτο ζεύγος διαμορφώνει ένα μεσαίο αντιθετικό τμήμα με πιο ομοιογενή τετράφωνη ύφανση, διαφορετική μετρική και ρυθμική οργάνωση αλλά και ηχοχρωματική-δυναμική διαφοροποίηση. Η δεύτερη επεξεργασία της ίδιας μελωδίας (opus 122 αρ. 10) είναι πιο απλή αλλά και εσωστρεφής: το πρωτογενές υλικό παρατίθεται αυτούσιο κατά διαστήματα στα ποδόπληκτρα, συνοδευόμενο από μια συνεχή ομοφωνική εξύφανση (στις μελωδικές φράσεις υπ’ αρ. 1-2, 3-4 και 7-8) και εναλλακτικά από την ανάπτυξη ενός μιμητικού μοτίβου (στο τρίτο ζεύγος φράσεων) στα μανουάλια. Το άσμα Herzlich thut mich erfreuen, που παραδίδεται ανώνυμα σε μια συλλογή του 1552, αποτελεί την βάση του τέταρτου χορικού πρελουδίου του Brahms. Και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχουν τέσσερα ζεύγη φράσεων, οι αντιθέσεις όμως δημιουργούνται τώρα ανάμεσα σε κάθε ένα εξ αυτών και στην άμεση επανάληψή του: για την ακρίβεια μάλιστα, η τετράφωνη πεποικιλμένη εναρμόνιση κάθε ζεύγους φράσεων έπεται ενός μονόφωνου, δίφωνου ή τρίφωνου παραλλάγματος του ιδίου εν είδει “τονικής απαντήσεως” (κατά την ορολογία της φούγκας)! Το αμέσως προηγούμενο χορικό πρελούδιο (opus 122 αρ. 3) βασίζεται στην μελωδία O Welt, ich muß dich lassen που προήλθε από το (σχεδόν ομότιτλο) κοσμικό τραγούδι “Innsbruck, πρέπει να σε αφήσω” του Heinrich Isaak (1539). Ο Brahms τοποθετεί εδώ την μελωδία στην υψηλότερη φωνή ενός πεντάφωνου πλέγματος και ενίοτε την παραλλάσσει κατά τα μοτιβικά περιεχόμενα των συνοδευτικών φωνών, οι οποίες πριν από κάθε μια εκ των έξι συνολικά φράσεων του χορικού εισάγονται κατά τρόπον μιμητικό ή εξυφαίνουν ομοφωνικά το ήδη υφιστάμενο υλικό τους.

21.12.2004


© Ιωάννης Φούλιας