Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johannes Brahms (1833-1897): Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 3 σε ρε-ελάσσονα, opus 108

Η σύνθεση της τρίτης από τις σονάτες για βιολί και πιάνο του Brahms ξεκίνησε παράλληλα με την δημιουργία της δεύτερης (opus 100) το καλοκαίρι του 1886, ολοκληρώθηκε όμως μόλις το 1888, οπότε και παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στο κοινό της Βουδαπέστης από τον βιολονίστα Jenö Hubay και τον συνθέτη στο πιάνο. Η πρώτη της έκδοση ακολούθησε το 1889, με τον αριθμό opus 108 και αφιέρωση στον Hans von Bülow.

Το κύριο θέμα του εναρκτήριου Allegro διακατέχεται από την ήρεμη μελωδικότητα του βιολιού και την μυστηριακή, γεμάτη συγκοπές, πιανιστική συνοδεία. Η υποβόσκουσα ένταση εκδηλώνεται στην μετάβαση προς το πλάγιο θέμα στην Φα-μείζονα, το οποίο αρχικά παρουσιάζεται μόνο από το πιάνο και έπειτα ανατίθεται στο βιολί. Παραδόξως, η παραδοσιακά μετατροπική επεξεργασία στην παρούσα περίπτωση βασίζεται εξ ολοκλήρου σε έναν ισοκράτη επί της δεσπόζουσας, όπου η αποκλειστική ανάπτυξη του κυρίου θέματος επιβάλλει μια στατική, ομοιογενή κίνηση ογδόων. Χωρίς κάποια αλλαγή στην ήδη διαμορφωθείσα ύφανση, επανεκτίθεται κατόπιν το κύριο θέμα στην ρε-ελάσσονα, ακολουθούμενο από το ενεργητικό μεταβατικό τμήμα καθώς και από το πλάγιο θέμα σε μεταφορά στην Ρε-μείζονα. Το βάρος της συνολικής μορφής μετατίθεται ωστόσο στην coda, όπου μια σύντομη αναδρομή στο τμήμα της μεταβάσεως οδηγεί κατ’ αρχάς σε επιπρόσθετη επαναφορά του κυρίου θέματος (αυτήν την φορά όμως στην πρωτότυπη εκδοχή της εκθέσεως) και ακολούθως σε περαιτέρω ανάπτυξη του υλικού του κατά το πρότυπο της επεξεργασίας, αν και πάνω σε έναν ισοκράτη επί της τονικής πλέον· τελικά, το κύριο θέμα του μέρους αποσυντίθεται και ο ήχος σβήνει.

Τα δύο ενδιάμεσα μέρη της σονάτας έχουν δευτερεύοντα ρόλο στον συνολικό κύκλο. Το Adagio σε Ρε-μείζονα περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη μελωδική ιδέα με συγκρατημένη συνοδεία καθώς και μια εξόχως λυρική κατακλείδα: τα στοιχεία αυτά συνδιαμορφώνουν μια πρώτη ενότητα, η οποία κατόπιν επαναλαμβάνεται τροποποιημένη σε σημαντικό βαθμό, διαθέτοντας πλέον περισσότερη κίνηση και ενέργεια μέχρι την σύντομη κατάληξη του μέρους. Το “σκιώδες” τρίτο μέρος (Un poco presto e con sentimento), στην φα-δίεση-ελάσσονα, έχει χαρακτήρα scherzo, αλλά στερείται εκτεταμένων εκφραστικών κλιμακώσεων. Το θεματικό υλικό του πρώτου του τμήματος αναπτύσσεται στην μεσαία, πιο εξωστρεφούς χαρακτήρος, ενότητα και τελικά επαναλαμβάνεται χωρίς ουσιαστικές αποκλίσεις από την αρχική του εκδοχή.

Ο υφέρπων δυναμισμός των τριών προηγουμένων μερών δικαιώνεται πλήρως στο τελευταίο μέρος (Presto agitato) που επιστρέφει στην ρε-ελάσσονα. Ήδη το κύριο θέμα του finale είναι πολύ ορμητικό και παθητικό· η μετέπειτα εκτόνωσή του οδηγεί σε ένα πλάγιο θέμα στην Ντο-μείζονα σε ύφος ύμνου, πλην όμως σύντομα εισάγεται ένα καταληκτικό θέμα στην λα-ελάσσονα, το οποίο επαναφέρει την ρυθμική κινητικότητα του κυρίου θέματος σε συνδυασμό όμως και με πιο μελωδικά περιεχόμενα. Η ανάπτυξη του κυρίου θέματος στην ιδιαίτερα μετατροπική επεξεργασία πραγματοποιείται μέσα από μια πλούσια εναλλαγή διαθέσεων που βρίσκει το επιστέγασμά της σε μια συγκλονιστική πορεία κλιμάκωσης. Η επανέκθεση ξεκινά απ’ ευθείας με το πλάγιο θέμα στην Φα-μείζονα και συνεχίζεται χωρίς ουσιαστικές τροποποιήσεις με την επανεμφάνιση του καταληκτικού θέματος στην ρε-ελάσσονα, διαφυλάσσοντας έτσι για το τέλος την επαναφορά του κυρίου θέματος, ο έντονος χαρακτήρας του οποίου επιβάλλεται τώρα και στην σύντομη κατακλείδα του τελικού αυτού μέρους του έργου.

06.09.2002


© Ιωάννης Φούλιας