Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ernest Bloch (1880-1959): Schelomo, εβραϊκή ραψωδία για σόλο βιολοντσέλλο και ορχήστρα

Παρά το γεγονός ότι ο – ελβετικής καταγωγής – αμερικανός συνθέτης Ernest Bloch υπήρξε πολυγραφότατος, οι περισσότερες αναφορές στο όνομά του γίνονται πλέον με αφορμή ένα και μόνον έργο του: το Schelomo (την εβραϊκή εκδοχή του Σολομώντος), που έχει καθιερωθεί ως ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια για βιολοντσέλλο και ορχήστρα του 20ού αιώνος. Αυτή η “εβραϊκή ραψωδία”, όπως ειδικότερα την προσδιόρισε ο δημιουργός της, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνθέσεων εμπνευσμένων από τον ιουδαϊσμό, που άσκησε βαθιά επίδραση στον Bloch ιδίως κατά την δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνος. Το έργο γράφηκε την περίοδο 1915-1916, λίγο προτού ο συνθέτης εγκαταλείψει την Ελβετία για να εγκατασταθεί στην Αμερική, και οφείλει την σύλληψή του στον Εκκλησιαστή της Παλαιάς Διαθήκης, βιβλίο το οποίο αποδίδεται παραδοσιακά στον βασιλέα Σολομώντα. Μάλιστα, η αρχική πρόθεση του Bloch ήταν να γράψει ένα φωνητικό έργο πάνω σε αυτό το θέμα, όμως μια συνάντησή του με τον ρώσο τσελλίστα Αλεξάντρ Μπαριάνσκι (στον οποίο και αφιερώθηκε τελικά το Schelomo) τον έπεισε να αναθεωρήσει τα σχέδιά του και να αναθέσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πληθωρική “φωνή” του βιολοντσέλλου, η οποία αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Σολομώντα, εν αντιθέσει προς την ορχήστρα που εκπροσωπεί τον κόσμο αλλά και την εποχή του σοφού και μελαγχολικού ιουδαίου βασιλιά.

Η δομή του έργου είναι όντως ραψωδική, καθ’ ότι βασίζεται σε συνεχείς αναδρομές και αναπτύγματα ενός περιορισμένου αριθμού μοτιβικών ιδεών, οι οποίες μπορεί να μην ανάγονται ευθέως σε γνήσιες εβραϊκές μελωδίες, αλλά είναι γραμμένες σύμφωνα με το πνεύμα και τα χαρακτηριστικά της εβραϊκής μουσικής παραδόσεως. Το Schelomo ανοίγει με έναν εισαγωγικό μελισματικό θρήνο του τσέλλου, λίγο προτού κάνει την παρθενική της εμφάνιση η βασικότερη θεματική ιδέα της ραψωδίας, η οποία φέρει όλα τα ιδιαίτερα (χρωματικά – τροπικά) μελωδικά και (αιχμηρά) ρυθμικά γνωρίσματα της εβραϊκής μουσικής, εξυφαίνεται εν είδει σολιστικής καντέντσας και αργότερα αναπτύσσεται ελεύθερα, διαρκώς εξελισσόμενη με την συνδρομή πλούσιων “εξωτικών” ορχηστρικών ηχοχρωμάτων και με χαρακτήρα που ρέπει άλλοτε προς το επικό και άλλοτε προς το ελεγειακό. Μέσα από εναλλασσόμενα εκφραστικά σολιστικά περάσματα, διαλογικά τμήματα καθώς και σύντομες ορχηστρικές κλιμακώσεις με νέα θεματικά παράγωγα αλλά και σαφείς αναφορές στην βασική ιδέα, μια πρώτη ενότητα μοιάζει να βρίσκει το οδυνηρό ορχηστρικό επιστέγασμά της με την παρουσίαση μιας εξέχουσας κατιούσας φιγούρας, στην οποία το τσέλλο έρχεται κατόπιν να προσθέσει ως σχόλιο μια μικρή καντέντσα. Ακολούθως, προβάλλει ένα καινούργιο λαϊκότροπο θεματικό στοιχείο, με ζωηρούς επαναλαμβανόμενους φθόγγους και διατονική διαύγεια, το οποίο πάντως δεν αργεί να συνυφανθεί με την περαιτέρω ανάπτυξη του βασικού θεματικού υλικού αλλά και την έντονη κατιούσα φιγούρα που προαναφέρθηκε. Η εξόχως ελεγειακή επαναφορά των εισαγωγικών σολιστικών χειρονομιών, εξ άλλου, οδηγεί σε μια νέα φάση εξέλιξης του κομματιού, κατά την οποίαν όλο το διαθέσιμο μοτιβικό υλικό υπόκειται σε καινοφανείς συνδυασμούς και τελικά φθάνει στην κορύφωσή του με τις ύστατες εμφαντικές αναπολήσεις της βασικής ιδέας αλλά και της δραματικής κατιούσας φιγούρας της ορχήστρας. Παρ’ όλα αυτά, το έργο ολοκληρώνεται περίπου όπως άρχισε, με έναν τελευταίο σολιστικό στοχασμό του τσέλλου που σβήνει αποκαρδιωτικά, σαν να αναλογίζεται την περίφημη ρήση του Εκκλησιαστή, «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»…

06.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας