Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Hector Berlioz (1803-1869): Εισαγωγή της όπερας Benvenuto Cellini, opus 23

Ο Benvenuto Cellini είναι η πρώτη από τις τρεις ολοκληρωμένες όπερες του γάλλου συνθέτη Hector Berlioz. Το λιμπρέττο ετοιμάσθηκε από τους Léon de Wailly και Auguste Barbier την περίοδο 1834-1836 και βασίζεται έως έναν βαθμό στα Απομνημονεύματα του περιώνυμου αυτού ιταλού χρυσοχόου και γλύπτη του 16ου αιώνος. Ο Berlioz συνέθεσε την μουσική από το 1836 έως το 1838 και έτσι το δίπρακτο αυτό έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Παρισινή Όπερα στις 10 Σεπτεμβρίου του 1838, σημειώνοντας όμως παταγώδη αποτυχία. Η επόμενη παράσταση του Benvenuto Cellini πραγματοποιήθηκε μόλις το 1851 στην Βαϊμάρη, με πρωτοβουλία του Franz Liszt, ο οποίος μάλιστα παρακίνησε τον συνθέτη να αναθεωρήσει το έργο του ούτως, ώστε αυτό να παρουσιασθεί ξανά τον αμέσως επόμενο χρόνο στην ίδια πόλη σε μια νέα, τρίπρακτη εκδοχή. Μολαταύτα, η εν λόγω όπερα ουδέποτε είχε ιδιαίτερη απήχηση στο κοινό και έως σήμερα παραμένει στο περιθώριο του λυρικού δραματολογίου, γνωρίζοντας μόνο περιστασιακές αναβιώσεις. Αντιθέτως, η ορχηστρική της εισαγωγή, που γράφηκε το 1838, ευτύχησε να καταστεί ένα εκλεκτό κομμάτι του συναυλιακού ρεπερτορίου, όπως άλλωστε και η ανεξάρτητη συναυλιακή εισαγωγή Το ρωμαϊκό καρναβάλι, opus 9, την οποία ο Berlioz συνέθεσε κατά τα έτη 1843-1844, δανειζόμενος θέματα από την αποτυχημένη αυτήν όπερά του.

Η εισαγωγή της όπερας Benvenuto Cellini επιχειρεί να ξεκινήσει απ’ ευθείας με το φρενήρες πρώτο κύριο θέμα της στην Σολ-μείζονα, το οποίο όμως διακόπτεται σύντομα από δύο άλλες “προπαρασκευαστικές” ιδέες που εναλλάσσονται σε αργή χρονική αγωγή: μάλιστα, η πρώτη από αυτές μόλις που γίνεται αντιληπτή όταν εισάγεται από τα βαθύφωνα έγχορδα, σε αντίθεση με την δεύτερη, η λυρική μελωδία της οποίας εντυπώνεται άμεσα με την εμφάνισή της στα ξύλινα πνευστά και την ευρύτερη μετεξέλιξή της στα έγχορδα· σε δεύτερη φάση, όμως, η πρώτη “προπαρασκευαστική” ιδέα αποκτά περισσότερο όγκο και μεγαλύτερη έκταση καθώς εκφέρεται από βαθύφωνα πνευστά και συνοδεύεται από αραβουργήματα σε υψηλή ηχητική περιοχή, ενώ η δεύτερη ιδέα περιορίζεται τώρα στο να δώσει απλά την απαραίτητη ώθηση, προκειμένου το πρώτο κύριο θέμα της εισαγωγής να επανέλθει στο προσκήνιο και να εκπληρώσει τις προσδοκίες που δημιούργησε με την προηγούμενη “βιαστική” είσοδό του. Πράγματι, η έκθεση μιας μορφής σονάτας ανοίγει πλέον με μιαν ολοκληρωμένη εκδοχή του θέματος αυτού, συνεχίζεται με ένα δεύτερο, ακόμη πιο δαιμονιώδες κύριο θέμα καθώς και με ένα μεταβατικό παράγωγό του, ενώ καταλαγιάζει κάπως τον οίστρο της με ένα λιγότερο ζωηρό πλάγιο θέμα στην Ρε-μείζονα, το οποίο πάντως δεν μπορεί να απαλλαγεί από το έμμονο μοτιβικό ίχνος του πρώτου κυρίου θέματος, που εν τέλει λειτουργεί ως θρυαλλίδα για την απότομη έναρξη της επεξεργασίας με αλλεπάλληλες αναδρομές στον πυρήνα αμφοτέρων των κυρίων θεματικών ιδεών. Η παράφορη ρευστοποίηση του υλικού αυτού δεν αργεί να κορυφωθεί δυναμικά και αμέσως μετά να καταποντισθεί ακαριαία, προκειμένου το πλάγιο θέμα να επανεκτεθεί στην συνέχεια κατά τρόπον μάλλον αναπάντεχο, εκκινώντας από την ομώνυμη σολ-ελάσσονα και στρεφόμενο αργότερα προς την Σολ-μείζονα. Με την σταδιακή ενσωμάτωση και των ενεργητικών φιγούρων του πρώτου κυρίου θέματος, εξ άλλου, η αντικατοπτρική αυτή επανέκθεση επανακτά όλο της το σθένος για να προχωρήσει στην επαναφορά του μεταβατικού υλικού, ενώ με την μεσολάβηση και νέων κλιμακώσεων αποκαθιστάται εν τέλει τόσο το πρώτο κύριο θέμα (στην αρχική του μορφή), όσο και το δεύτερο και δη σε αντιστικτικό συνδυασμό με την πλήρη ανάπτυξη της πρώτης “προπαρασκευαστικής” ιδέας, η οποία έχει και τον ύστατο λόγο στο καταληκτικό επιστέγασμα αυτής της τόσο σφριγηλής και ορμητικής εισαγωγής.

06.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας