Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ludwig van Beethoven (1770-1827): Σονάτα για βιολοντσέλλο και πιάνο αρ. 2, σε σολ-ελάσσονα, opus 5 αρ. 2

Με τις δύο πρώτες σονάτες του για βιολοντσέλλο και πιάνο, opus 5, ο Ludwig van Beethoven καθιέρωσε ένα νέο είδος στον χώρο της μουσικής δωματίου, αποδεσμεύοντας οριστικά το τσέλλο από τον μέχρι πρότινος αμιγώς συνοδευτικό του ρόλο (στο πλαίσιο της πρακτικής του basso continuo) και αντιμετωπίζοντάς το τελείως ισότιμα με το πιάνο. Οι δύο αυτές σονάτες γράφηκαν το καλοκαίρι του 1796 στο Βερολίνο, τον τελευταίο σταθμό μιας πολύμηνης καλλιτεχνικής περιοδείας του Beethoven στην κεντρική Ευρώπη, προς τιμήν του βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέλμου Β΄ της Πρωσσίας, ο οποίος έπαιζε με ευχέρεια τσέλλο, ανέθετε τακτικά σε επιφανείς συνθέτες να εμπλουτίσουν το ρεπερτόριο του προσφιλούς του οργάνου και, επιπλέον, είχε στην υπηρεσία του δύο εξαίρετους τσελλίστες, τους αδελφούς Jean-Pierre και Jean-Louis Duport. Με τον δεύτερο από αυτούς, ο συνθέτης συνέπραξε πιθανότατα στις πρώτες εκτελέσεις των δύο αυτών σονατών στην αυλή του Βερολίνου, ενώ η πρώτη τους έκδοση ακολούθησε το 1797 στην Βιέννη, με αφιέρωση στον πρώσσο ηγεμόνα.

Αμφότερες οι σονάτες του opus 5 αποτελούνται από δύο μονάχα, αλλά ιδιαίτερα μεγάλης εκτάσεως και άκρως απαιτητικά γοργά μέρη, το πρώτο εκ των οποίων διαθέτει προσέτι μιαν εκτενέστατη αργή εισαγωγή. Έτσι, η Δεύτερη σονάτα, σε σολ-ελάσσονα, ανοίγει με ένα Adagio sostenuto e espressivo, το οποίο, ναι μεν, στερείται της δομικής αυτοτέλειας, όχι όμως και της χρονικής διάρκειας ενός πληθωρικού “αργού μέρους”, που παρουσιάζει εν είδει διαλόγου δύο έντονα αντιθετικού χαρακτήρος ιδέες – μία πρώτη, αρκετά επιβλητική, καθώς και μία δεύτερη, πολύ πιο μελωδικά προσανατολισμένη και λυρική – προκειμένου στην συνέχεια να τις αναπτύξει διεξοδικά με την ίδια σειρά, προτού τελικά οδηγηθεί στην αρμονική προετοιμασία του ακόλουθου Allegro molto più tosto presto. Το κύριο θέμα της τριμερούς αυτής σονάτας παραπέμπει ίσως περισσότερο στην αρχική ιδέα ενός scherzo, η σοβούσα ένταση του οποίου εκδηλώνεται με αστείρευτο πάθος στην μετάβαση προς την σχετική Σι-ύφεση-μείζονα, όπου αργότερα εκτίθεται η κατ’ εξοχήν λυρική πλάγια θεματική ιδέα από το πιάνο. Κατά την επανάληψή της όμως από το τσέλλο, η ιδέα αυτή στρέφεται απρόσμενα – λίγο πριν την ολοκλήρωσή της – προς τον ελάσσονα τρόπο και περατώνεται με την προσθήκη ενός εντυπωσιακού πτωτικού περάσματος που βρίθει δυναμικών και δεξιοτεχνικών χειρονομιών, όπως άλλωστε και ολόκληρη η κατακλείδα της εκθέσεως, η οποία περιλαμβάνει από εκεί και ύστερα πολλές και ποικίλες άλλες ιδέες. Η τελευταία, μάλιστα, εξ αυτών ανοίγει κατόπιν και την επεξεργασία, η οποία ωστόσο σύντομα εστιάζεται με σφοδρότητα στην ενδελεχή ανάπτυξη της μεταβατικής ιδέας, έως ότου φθάσει σε έναν ισοκράτη επί της δεσπόζουσας της σολ-ελάσσονος, που προαναγγέλλει την επανέκθεση. Εδώ λοιπόν, το κύριο θέμα επανεμφανίζεται αυτούσιο, ενώ η μετάβαση περικόπτεται δραστικά· επίσης, το πλάγιο θέμα επανεκτίθεται μεν στην ομώνυμη Σολ-μείζονα, αλλά η απότομη στροφή του στον ελάσσονα τρόπο αποδεικνύεται πλέον δεσμευτική τόσο για την ορμητική συνέχισή του, όσο και για το σύνολο των καταληκτικών ιδεών, που μεταφέρονται στην σολ-ελάσσονα με αρκετές τροποποιήσεις και επεκτάσεις. Η coda, τέλος, παρ’ ότι ξεκινά την πορεία της όπως και η επεξεργασία, δεν αργεί να επαναφέρει στο προσκήνιο μία από τις χαρακτηριστικές μελωδικές φράσεις του κυρίου θέματος, η εξύφανση της οποίας συνδέεται με μιαν ελεύθερη καταληκτική προέκταση, που σταδιακά γίνεται όλο και πιο ήρεμη, προκειμένου να δοθεί η προσήκουσα έμφαση στην ύστατη αναδρομή στην εναρκτήρια φράση του κυρίου θέματος και στις αλλεπάλληλες καταλήξεις της στην συγχορδία της Σολ-μείζονος.

Το δεύτερο και τελευταίο μέρος του έργου, ένα Rondo: allegro σε Σολ-μείζονα, εμπεριέχει στην πραγματικότητα και στοιχεία σονάτας, ενώ το χαριτωμένο τριμερές κύριο θέμα του παρουσιάζεται κατ’ αρχάς σχεδόν αποκλειστικά από το πιάνο, με την προοπτική όμως της ουσιαστικής συμπράξεως του τσέλλου σε όλες τις μετέπειτα επανεμφανίσεις αυτής της “επωδού”. Το τσέλλο δίνει επίσης το αποφασιστικό έναυσμα για την μετάβαση προς την Ρε-μείζονα, στην οποίαν αργότερα επαναλαμβάνει με απαράμιλλο λυρισμό την “μοτσάρτιας” εμπνεύσεως πλάγια θεματική ιδέα που έχει προηγουμένως εισαχθεί με λεπτότητα από το πιάνο και η οποία παραδόξως ακολουθείται από μια περιπαθή καταληκτική ιδέα στην ρε-ελάσσονα, που τελικά μετεξελίσσεται σε συνδετικό πέρασμα προς την πρώτη επαναφορά του κυρίου θέματος. Με μια σύντομη ανάπτυξη του υλικού του μεσαίου τμήματος της “επωδού” και ένα αρκετά θεαματικό πέρασμα του πιάνου, το κεντρικό επεισόδιο εμφανίζεται κατόπιν στην Ντο-μείζονα με μια νέα τριμερή θεματική ιδέα, που αποπνέει αυτοπεποίθηση και δίνει ίσες ευκαιρίες στα δύο όργανα ώστε να αναδειχθούν σολιστικά. Αφού δε ολοκληρωθεί και αυτή, το επικεφαλής μοτίβο του κυρίου θέματος αναλαμβάνει με κάπως περιπετειώδη τρόπο να οδηγήσει στην δεύτερη επαναφορά της “επωδού”, την οποία τώρα διαδέχεται μια συντομότερη ανακατασκευή της μεταβάσεως προς το πλάγιο και το καταληκτικό θέμα, που επανεκτίθενται δίχως ουσιαστικές μεταβολές στην Σολ-μείζονα και την σολ-ελάσσονα, αντιστοίχως. Ως εκ τούτου, ο μείζων τρόπος αποκαθίσταται στην εκτενή coda του μέρους, η οποία μάλιστα, πέραν της αρχικής αναδρομής της στο πρώτο τμήμα του κυρίου θέματος αλλά και της περαιτέρω αναπτυξιακής της εξέλιξης, ενσωματώνει και μία πλήρη παραλλαγή της “επωδού”, προτού αποδυθεί σε μια σειρά λαμπερών αλλά και χιουμοριστικών κατακλείδων.

19.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας