Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ludwig van Beethoven (1770-1827): Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 4, σε Σολ-μείζονα, opus 58

Μεταξύ των περίφημων κοντσέρτων του Beethoven για πιάνο, το τέταρτο είναι από πολλές επόψεις το πλέον ρηξικέλευθο και συγκαταλέγεται στα κορυφαία έργα του ρεπερτορίου για πιάνο και ορχήστρα. Γράφηκε κατά τα έτη 1805-1806 και παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1807, σε ιδιωτική συναυλία στο παλάτι του πρίγκηπα Lobkowitz. Ακολούθησαν, το 1808, τόσο η πρώτη δημόσια εκτέλεση του έργου, στο πλαίσιο μιας μνημειώδους συναυλίας με έργα Beethoven που δόθηκε στις 22 Δεκεμβρίου στο Theater an der Wien, όσο και η πρώτη έκδοση της παρτιτούρας, με αφιέρωση στον Αρχιδούκα Ροδόλφο της Αυστρίας. Παρ’ όλα αυτά, η επιδείνωση της ακουστικής ικανότητος του συνθέτη που έθεσε οριστικό τέλος στην πιανιστική του σταδιοδρομία, καθώς και οι αυξημένες τεχνικές και ερμηνευτικές απαιτήσεις του μέρους του πιάνου που απεθάρρυναν κάθε απόπειρα παρουσίασής του από άλλους σολίστες, οδήγησαν έκτοτε σε παρατεταμένη αφάνεια το σπουδαίο αυτό έργο, έως ότου ένας μουσικός της ολκής του Felix Mendelssohn-Bartholdy το επανέφερε οριστικά στο συναυλιακό προσκήνιο από το 1836 και έπειτα.

Η έναρξη του Allegro moderato από το πιάνο και όχι από την ορχήστρα, ως είθισται στα κοντσέρτα της κλασσικής περιόδου, είναι ενδεικτική της ευρύτερης αναθεώρησης της μορφής της σονάτας κοντσέρτου στο πρώτο αυτό μέρος, προς την κατεύθυνση της (μερικής) άρσης της παραδοσιακής αντιπαράθεσης αμιγώς ορχηστρικών τμημάτων (ritornelli) και σολιστικών ενοτήτων. Έτσι, το εναρκτήριο ορχηστρικό ritornello έπεται ενός σολιστικού “προοιμίου” και το κατ’ εξοχήν κύριο θέμα υποχρεώνεται σε τονική περιπλάνηση, προτού παρουσιασθεί στην βασική τονικότητα της Σολ-μείζονος! Αλλά και η περαιτέρω εξέλιξη του εναρκτήριου ritornello περιλαμβάνει αρκετές – μάλλον απροσδόκητες – μετατροπίες, ενώ οι καταληκτικές του ιδέες αδυνατούν να οδηγήσουν σε μια τέλεια πτώση, αναθέτοντας έτσι στο επανεμφανιζόμενο πιάνο έναν διαμεσολαβητικό ρόλο προς την σολιστική έκθεση. Στην πρώτη αυτή δομική ενότητα, τα θεματικά στοιχεία του ritornello παραλλάσσονται και εμπλουτίζονται από τον σολίστα, ενώ από τις επιπρόσθετες ιδέες ξεχωρίζει το γαλήνιο πρώτο πλάγιο θέμα στην Ρε-μείζονα. Οι καταληκτικές ιδέες της εκθέσεως διατυπώνονται κατόπιν κατά τρόπον σολιστικό αλλά και ορχηστρικό, ενώ το δεύτερο ritornello διακόπτεται, όπως και το πρώτο, από την επανείσοδο του πιάνου για την έναρξη της επεξεργασίας. Η πρώτη φάση θεματικής ανάπτυξης, που συνδυάζει γνωστές και νέες μοτιβικές φιγούρες, καταλήγει “εξουθενωμένη” στην απομεμακρυσμένη περιοχή της ντο-δίεση-ελάσσονος, ενώ η ανάκληση του αρχικού μοτίβου του κυρίου θέματος δίνει ακολούθως νέα ώθηση για την σφριγηλή επαναπροσέγγιση της βασικής τονικότητος. Η επανέκθεση βασίζεται αρχικά στα περιεχόμενα του εναρκτήριου ritornello, αν και εδώ τίθεται πλέον στο προσκήνιο η αδιάλειπτη παρουσία του σολίστα· από ένα σημείο και έπειτα, εξ άλλου, η τρίτη ενότητα ακολουθεί επακριβώς την πορεία της εκθέσεως και συνδέεται ανεπαίσθητα με την έναρξη του καταληκτικού ritornello που οδηγεί άμεσα στην σολιστική καντέντσα (για την οποία ο Beethoven κατέγραψε τρεις διαφορετικές εκδοχές). Παρ’ όλα αυτά, το πιάνο εξακολουθεί να συμπράττει με την ορχήστρα και μετά το πέρας της καντέντσας, στο δεύτερο τμήμα του καταληκτικού ritornello, υπογραμμίζοντας την επίτευξη της πτωτικής ολοκλήρωσης της ύστατης καταληκτικής ιδέας.

Το αργό μέρος του κοντσέρτου, ένα Andante con moto σε μι-ελάσσονα, χάρη στις απότομες εναλλαγές σφοδρών περασμάτων στα έγχορδα και λυρικότατων μελωδικών αναπτυγμάτων στο πιάνο, ερμηνεύθηκε ευφάνταστα από θεωρητικούς και μουσικούς των μέσων του 19ου αιώνος ως ηχητική αναπαράσταση της επιτυχούς προσπάθειας του Ορφέα να κατευνάσει τα δαιμονικά πνεύματα του κάτω κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα αινιγματικό μέρος, το οποίο βασίζεται σε μια διμερή ασματική μορφή, με παρηλλαγμένες και εντυπωσιακά ανεπτυγμένες επαναλήψεις, καθώς και με μια εξόχως βαρύθυμη κατακλείδα. Η υπέρβαση της ζοφερής αυτής ατμόσφαιρας δραματοποιείται κατόπιν στην έναρξη του τρίτου μέρους (Rondo: vivace), με την σταδιακή προσέγγιση της βασικής τονικότητος της Σολ-μείζονος στο πλαίσιο του διαλογικού κυρίου θέματος, που μάλιστα βρίσκει την κορύφωσή του σε ένα δυναμικό ορχηστρικό ξέσπασμα. Το μέρος αυτό ακολουθεί τις προδιαγραφές μιας μορφής σονάτας-ρόντο και αντιπαραθέτει στην ζωτικότητα του κυρίου θέματος ένα τρυφερό πλάγιο θέμα αλλά και λαμπερά δεξιοτεχνικά περάσματα. Η πρώτη επαναφορά του κυρίου θέματος λειτουργεί στην συνέχεια ως καλή αφορμή για μια μακρά και διεξοδική ανάπτυξη του μοτιβικού του υλικού, ενώ η κεντρική αυτή ενότητα της επεξεργασίας ακολουθείται από μιαν ευφάνταστη επανέκθεση, στο πλαίσιο της οποίας τα δύο βασικά θέματα δεν αρκούνται μόνο στην τελική τους επαναφορά στην αρχική τονικότητα – και μάλιστα σε αντίστροφη διαδοχή – αλλά υπόκεινται και σε επιπρόσθετες αναπτυξιακές διαδικασίες! Παρά την πλήρη αφομοίωση ορχηστρικών τμημάτων και σολιστικών ενοτήτων στην μακροδομή του τελικού αυτού μέρους, ο σολίστας διατηρεί τελικά την δυνατότητα πραγματοποίησης μιας καντέντσας (για την οποία είναι διαθέσιμες τρεις πρωτότυπες εκδοχές), ενώ, όπως περίπου και στο πρώτο μέρος, το πιάνο εξακολουθεί να συμπράττει με την ορχήστρα στην coda που ακολουθεί, οδηγώντας – μέσα από συνεχείς αναφορές στα περιεχόμενα του κυρίου θέματος – σε ένα ορμητικό καταληκτικό επιστέγασμα.

11.07.2008


© Ιωάννης Φούλιας