Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ludwig van Beethoven (1770-1827): Μεγάλη φούγκα, σε Σι-ύφεση-μείζονα, opus 133

Η Μεγάλη φούγκα, για κουαρτέττο εγχόρδων, του Ludwig van Beethoven δεν σχεδιάσθηκε εξ αρχής ως αυτόνομο έργο, αλλά ως έκτο και τελευταίο μέρος του Κουαρτέττου εγχόρδων σε Σι-ύφεση-μείζονα, opus 130, του τρίτου δηλαδή από τα ισάριθμα κουαρτέττα που συνετέθησαν το 1825 για τον ρώσο πρίγκηπα Νικολάι Γκαλίτσιν. Το υπερβολικά εκτενές αυτό έργο ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1825 και εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 21 Μαρτίου 1826 από το Κουαρτέττο Schuppanzigh, προξενώντας ποικίλες αντιδράσεις. Ειδικά όμως το τελευταίο του μέρος φάνηκε τελείως ακατάληπτο και ανυπόφορο στους κριτικούς της εποχής, γεγονός που ώθησε τον εκδότη Matthias Artaria να προτείνει στον συνθέτη την αντικατάστασή του από ένα νέο finale και την ξεχωριστή έκδοσή του έναντι πρόσθετης χρηματικής αμοιβής. Πράγματι, ο Beethoven πείσθηκε τελικά να αποδεσμεύσει την Μεγάλη φούγκα από το υπόλοιπο κουαρτέττο και να επιτρέψει την ανεξάρτητη δημοσίευσή της υπό τον αριθμό opus 133, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1827, λίγο μετά τον θάνατό του και με αφιέρωση στον μεγάλο του ευεργέτη, τον Αρχιδούκα Ροδόλφο της Αυστρίας.

Καθ’ όλην την διάρκεια του 19ου αιώνος, η Μεγάλη φούγκα αντιμετωπιζόταν με δέος αλλά και με έντονη αποστροφή, ως μουσική προορισμένη για τα μάτια, μάλλον, παρά για τα αυτιά! Ως εκ τούτου, η τολμηρή αρμονική της γλώσσα αλλά και η ανυπέρβλητη δομική της πολυπλοκότητα άρχισαν να εκτιμώνται μόλις κατά τον 20ό αιώνα, όταν δηλαδή συνειδητοποιήθηκε με θαυμασμό η επικαιρότητα του κατ’ εξοχήν πρωτοποριακού αυτού μουσικού έργου. Στην πραγματικότητα, η Μεγάλη φούγκα δεν είναι καν φούγκα, αφού τα επιμέρους φουγκοειδή της χαρακτηριστικά υποσκελίζονται από μια σονατοειδή μακροδομική διάρθρωση που ενσωματώνει επιπλέον στοιχεία παραλλαγών, scherzo και finale. Το βασικό της θέμα παρουσιάζεται κατ’ αρχάς σε τέσσερεις διαφορετικές εκδοχές σε ένα εισαγωγικό τμήμα, το οποίο ουσιαστικά συνοψίζει την περαιτέρω εξέλιξη του κομματιού, αν και σε αντίστροφη φορά. Έπειτα, η κύρια θεματική περιοχή μιας εκθέσεως σονάτας προσλαμβάνει συγχρόνως την μορφή μιας φούγκας με δύο θέματα αλλά και ενός “θέματος” με τρεις – έντονα διαφοροποιημένες (σε ρυθμικό επίπεδο) μεταξύ τους – παραλλαγές, διατηρώντας επί μακρόν στο περιβάλλον της Σι-ύφεση-μείζονος τον εντυπωσιακό δυναμισμό και την ακατάλυτη ορμή της. Από την άλλη πλευρά, στην πλάγια θεματική περιοχή που ακολουθεί στην Σολ-ύφεση-μείζονα, όλες οι μουσικές συνιστώσες χαλαρώνουν απότομα και ένα νέο θεματικό στοιχείο έρχεται να συνδυασθεί με την βασική ιδέα, σε μια λυρική εναλλαγή τμημάτων ομοφωνικής και αντιστικτικής υφής. Ο τρίτος μετασχηματισμός του βασικού θέματος προσλαμβάνει κατόπιν τα χαρακτηριστικά ενός scherzo στην Σι-ύφεση-μείζονα, η κεντρική αναπτυξιακή ενότητα του οποίου ταυτίζεται με εκείνη της υπερκείμενης μορφής σονάτας και υλοποιείται σε μιαν ακολουθία έξι επιμέρους φουγκοειδών τμημάτων, η προϊούσα ένταση και αιχμηρότητα των οποίων κορυφώνεται σε έναν εκστατικό συνδυασμό και των τριών θεματικών ιδεών του έργου, που όμως “κατακρημνίζεται” σε ένα διστακτικό πέρασμα. Από εκεί και ύστερα, η τελική επαναφορά του “scherzo” ανοίγει μια πολύ ευρύτερη καταληκτική ενότητα, στο πλαίσιο της οποίας η παλαιά μιμητική γραφή αφομοιώνεται προοδευτικά από το κλασσικό ομοφωνικό ύφος, αλλά παράλληλα οι δύο θεματικές ομάδες της μορφής σονάτας αποτυγχάνουν παταγωδώς να επανεκτεθούν και περιορίζονται σε αποσπασματικές υπομνήσεις, λίγο πριν την αποφασιστική ομοφωνική περάτωση αυτής της τόσο πολυσήμαντης συνθέσεως – μιας μοναδικής (ακόμη και στο ύστερο έργο του Beethoven) διαλεκτικής υπέρβασης αντιτιθέμενων τεχνοτροπιών και διαφορετικών εποχών.

11.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας