Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ludwig van Beethoven (1770-1827): Έξι μπαγκατέλλες, opus 126

Τα σύντομα αυτά “κομμάτια χαρακτήρος” για πιάνο γράφηκαν από τα τέλη του 1823 έως τις αρχές του 1824, ενώ η πρώτη τους έκδοση ακολούθησε το 1825. Το είδος της μπαγκατέλλας, δηλαδή μιας “ασημαντότητας” (“Kleinigkeiten”, σύμφωνα με τον τίτλο του χειρογράφου), παραπέμπει γενικά σε μουσική σύντομη, απλή και ψυχαγωγική· στο συγκεκριμένο έργο του, εντούτοις, ο Beethoven αίρει την όποια επίφαση απλότητος μέσω αναπάντεχων μουσικών συμβάντων, της δομικής πολυπλοκότητος και διαφόρων αντινομιών, που έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία “σκίτσων” πειραματικού χαρακτήρος αλλά και υψηλής τέχνης. Οι τονικότητες των κομματιών διατάσσονται κατά μεγάλες τρίτες σε κατιούσα πορεία (Σολ-μείζονα, σολ-ελάσσονα, Μι-ύφεση-μείζονα, σι-ελάσσονα, Σολ-μείζονα και Μι-ύφεση-μείζονα), γεγονός που ενισχύει την κυκλική τους θεώρηση.

Ήδη στην πρώτη μπαγκατέλλα (Andante con moto, cantabile e compiacevole), η απλή τετράμετρη εναρκτήρια μελωδία συνδυάζεται με μια αινιγματική αρμονία, ενώ στην συνέχεια η ίδια ιδέα εμφανίζεται άλλες τρεις φορές σε αντίστιξη και παραλλαγή. Στην μεσαία ενότητα, η σταδιακή υφολογική πύκνωση καταλήγει σε τρίλλιες καθώς και σε μια καντέντσα, ακριβώς πριν την διπλή επαναφορά της αρχικής ιδέας στην Σολ-μείζονα, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να εκφέρεται σε νέα πάντοτε αρμονικά και υφολογικά συμφραζόμενα· το κομμάτι ολοκληρώνεται τελικά με μια σύντομη μιμητική κατακλείδα. Ο χαρακτήρας της δεύτερης μπαγκατέλλας (Allegro) καθορίζεται πρωτίστως από τις απότομες μεταπτώσεις ανάμεσα σε δυναμικά ξεσπάσματα και σε ήρεμα μελωδικά τμήματα. Η μορφή της είναι εξαιρετικά ιδιάζουσα, στον βαθμό που μετά από την εμφάνιση δύο αντιθετικών μεταξύ τους τμημάτων ακολουθεί μια αναπτυξιακή ενότητα επί τη βάσει των περιεχομένων του πρώτου τμήματος καθώς και μια κατακλείδα: συνεπώς, το μουσικό υλικό εκτίθεται, αναπτύσσεται, αλλά ουδέποτε επανεκτίθεται! Στην τρίτη μπαγκατέλλα (Andante cantabile e grazioso) κυριαρχούν οι αντιθέσεις ανάμεσα στην χαμηλή και την υψηλή περιοχή του οργάνου, ενώ η αρχή της παραλλαγής εφαρμόζεται με εξαιρετικά καλλιτεχνικά αποτελέσματα κατά την επαναφορά του εναρκτήριου τμήματος, έπειτα από μια ενδιάμεση ενότητα που εμπεριέχει ορισμένα περάσματα σχεδόν αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρος. Η τέταρτη μπαγκατέλλα (Presto) επικεντρώνεται στην διπλή αντιπαράθεση ανάμεσα σε μια δυναμική ιδέα, η οποία αναπτύσσεται άλλοτε ομοφωνικώς και άλλοτε αντιστικτικώς, και σε μια ελαφράς διαθέσεως musette που διακόπτεται όμως κατά διαστήματα, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση όχι μόνο την ουσία του περιεχομένου της αλλά ακόμη και την ίδια την υπόστασή της… Χωρίς σημαντικές εσωτερικές αντιθέσεις και σε απλή τριμερή μορφή, η πέμπτη μπαγκατέλλα (Quasi allegretto) προσεγγίζει περισσότερο από κάθε άλλη τον ελαφρύ χαρακτήρα που είναι συμβατός με τις προδιαγραφές του είδους της. Η έκτη μπαγκατέλλα (Presto – Andante amabile e con moto – Tempo I), τέλος, ανοίγει παραδόξως με μιαν εμφαντική καταληκτική χειρονομία που λειτουργεί εξίσου ως εισαγωγή όπως και ως κατακλείδα, πλαισιώνοντας κατά τρόπον ειρωνικό ένα κομμάτι πολύ εσωτερικευμένης εκφράσεως· η “τυπική” τριμερής δομή του τελευταίου συνδυάζεται περαιτέρω με αναπάντεχα γεγονότα, όπως την διάρθρωση των φράσεων ανά τρίμετρα, τις ξαφνικές επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις του αρμονικού ρυθμού ή την παρηλλαγμένη επαναφορά του πρώτου τμήματος από την περιοχή της υποδεσπόζουσας.

05.09.2002


© Ιωάννης Φούλιας