Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ludwig van Beethoven (1770-1827): Ένδεκα χοροί, WoO 17

Η σύνθεση αυτού του ευκαιριακού έργου έλαβε χώραν το καλοκαίρι του 1819, ενόσω ο Beethoven βρισκόταν στο Mödling, ένα θέρετρο στο δάσος της Βιέννης. Από το τοπωνύμιο τούτο, η εν λόγω σειρά χορών είναι γνωστή και ως “Mödlinger Tänze”. Σύμφωνα με τον Anton Schindler, γραμματέα του συνθέτη κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, το έργο υπήρξε προϊόν παραγγελίας μιας επταμελούς μουσικής εταιρίας που έδρευε στο Mödling, την περίοδο κατά την οποία ο Beethoven ήταν απασχολημένος με το Credo της Missa Solemnis· ο συνθέτης υπέκυψε τελικά στις συνεχείς και πιεστικές κρούσεις των ερασιτεχνών μουσικών για δημιουργία χορευτικής μουσικής και ετοίμασε τόσο την συνολική παρτιτούρα όσο και τις πάρτες. Μετά τον θάνατό του, ωστόσο, δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός των χειρογράφων αυτών, με αποτέλεσμα το έργο να θεωρείται χαμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μόλις το 1905 ο Hugo Riemann ευτύχησε να ανακαλύψει στην Λειψία ένα ανυπόγραφο αντίγραφο των παρτών από την εποχή της δημιουργίας των χορών και κατόρθωσε έτσι, έπειτα και από την απαραίτητη επαλήθευση της γνησιότητός τους, να ετοιμάσει προς δημοσίευση την πλήρη παρτιτούρα, υπό τον τίτλο 11 βιεννέζικοι χοροί (Elf Wiener Tänze).

Η εκτέλεση των ένδεκα χορών απαιτεί ένα μικρό οργανικό σύνολο, αποτελούμενο από 2 κλαρινέττα, 2 κόρνα, 2 βιολιά και μπάσσο (αρ. 1 και 3-8), 2 φλάουτα, 2 κόρνα και τα προαναφερόμενα έγχορδα (αρ. 9-11), είτε ακόμη – σε μία μεμονωμένη περίπτωση – 1 φλάουτο, 1 κλαρινέττο, 2 κόρνα, 1 φαγγόττο, 2 βιολιά και μπάσσο (αρ. 2)· το κατά πόσον οι φωνές των εγχόρδων μπορούν να αποδοθούν και από μια ορχήστρα εγχόρδων, είναι ένα ζήτημα που παραμένει ανοικτό σε κάθε νέα ερμηνεία των χορών. Οι χοροί υπ’ αριθμόν 1, 3, 10 και 11 επιγράφονται ως “βαλς” (Walzer), οι υπ’ αρ. 2, 4, 5, 7 και 9 ως “μενουέττα”, ενώ οι υπ’ αρ. 6 και 8 χαρακτηρίζονται ως “Länderer” (το Ländler ήταν ένας δημοφιλής αυστριακός χορός σε τρίσημο μέτρο και σε σχετικώς αργή χρονική αγωγή). Όλοι είναι μικροί στην έκτασή τους και τριμερείς στην δομή τους, με την παρεμβολή ενός trio και την “da capo” επανάληψη της πρώτης ενότητος. Πρόκειται εν γένει για μουσική απλή και ευχάριστη: η αρμονική σκέψη είναι σαφής, τα ρυθμικά μοτίβα στυλιζαρισμένα, οι μελωδικές γραμμές σύντομες και εύκαμπτες, περιορισμένες ως προς το τονικό τους εύρος, ενώ η ενορχήστρωση προσδίδει μια φρεσκάδα με την ποικιλία των εναλλαγών και την επιτυχή αξιοποίηση των οργάνων προς τον σκοπό της γλαφυρής αναδείξεως του περιεχομένου κάθε μιας εκ των μελωδικών ή συνοδευτικών οργανικών φωνών.

17.05.2000


© Ιωάννης Φούλιας