Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Παρτίτα αρ. 2 σε ντο-ελάσσονα, BWV 826 (Klavierübung I)

Από τις εκατοντάδες των έργων του J. S. Bach ελάχιστα μόνο εξεδόθησαν κατά την διάρκεια της ζωής του, μεταξύ των οποίων δεσπόζουν τα τέσσερα τεύχη των Klavierübungen. Ο όρος αυτός (Clavir-Übung, σύμφωνα με την ιστορική ορθογραφία της εποχής του Bach) σημαίνει “άσκηση για πληκτροφόρο” και προσδιορίζει την βασική σκοπιμότητα της εκδόσεως, που δεν είναι βεβαίως άλλη από την παιδαγωγική διάσταση των περιλαμβανομένων σε αυτήν κομματιών. Πριν τον Bach, μάλιστα, ο ίδιος όρος είχε χρησιμοποιηθεί από τον προκάτοχό του στην θέση του κάντορος του Αγίου Θωμά της Λειψίας, Johann Kuhnau, σε δύο τεύχη που περιείχαν από 7 σονάτες για πληκτροφόρο το καθένα.

      Το πρώτο λοιπόν τεύχος των Ασκήσεων για πληκτροφόρο του Bach εξεδόθη το 1731 στην Λειψία ως το υπ’ αριθμόν opus 1 του συνθέτη και περιελάμβανε 6 παρτίτες, δηλαδή σουΐτες χορών ή κατά την έκφραση του συνθέτη «Πρελούδια, Allemanden, Couranten, Sarabanden, Giguen, Μενουέττα και άλλα κομψοτεχνήματα». Αν θεωρήσουμε ως πιθανό πρότυπο τις εκδόσεις του Kuhnau, τότε η παρούσα συλλογή θα έπρεπε ίσως να περιλαμβάνει 7 παρτίτες, κάθε μία σε διαφορετική τονικότητα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, γνωρίζουμε ότι οι παρτίτες αυτές δημοσιεύονταν κατ’ αρχάς ξεχωριστά και μάλιστα στην πλειονότητά τους λίγο μετά την σύνθεσή τους: η πρώτη το 1726, οι δύο επόμενες το 1727, η τέταρτη το 1728, η πέμπτη το 1730 και τελικά μόνον η έκτη εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην συνολική (επαν-)έκδοση του 1731, αν και μαζί με την τρίτη εντοπίζεται ήδη σε μια πρώτη εκδοχή στο υπ’ αριθμόν 2 Μικρό βιβλίο για πληκτροφόρο για την Anna Magdalena Bach (Klavierbüchlein II für A. M. Bach) – την δεύτερη σύζυγο του συνθέτη – του 1725.

Η δεύτερη παρτίτα σε ντο-ελάσσονα, BWV 826, γράφηκε λοιπόν κατά πάσαν πιθανότητα εντός του 1727 και περιλαμβάνει έξι μέρη: Sinfonia, Allemande, Courante, Sarabande, Rondeaux και Capriccio. Παρά τον ιταλικό της τίτλο, η Sinfonia αποτελεί μιαν ανάμειξη της γαλλικής εισαγωγής (Ouverture) και του ιταλικού κοντσέρτου. Η πρώτη της ενότητα (Grave adagio) παρουσιάζει τον χαρακτηριστικό παρεστιγμένο ρυθμό της γαλλικής εισαγωγής και συγχορδιακή υφή, με αρμονική πορεία από την τονική προς την δεσπόζουσα. Στην συνέχεια θα έπρεπε φυσιολογικά να ακολουθήσει μια γρήγορη ενότητα υπό μορφήν φουγκάτο. Αντ’ αυτού όμως ο Bach προτιμά να παρεμβάλει στο σημείο αυτό ένα Andante με υφολογικά χαρακτηριστικά αργού μέρους ενός ιταλικού κοντσέρτου για ένα σολιστικό όργανο: η ευλύγιστη μελωδική γραμμή στο δεξί χέρι αντιπροσωπεύει το μελωδικό όργανο (π.χ. ένα βιολί ή ένα όμποε), ενώ η σταθερά κινούμενη συνοδεία της στο αριστερό χέρι παραπέμπει στο basso continuo. Η μετατροπική πορεία της ενότητος αυτής προσλαμβάνει προοδευτικά ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ενώ η προετοιμασία για την τελική πτώση στην δεσπόζουσα τονίζεται έντονα από την ταυτόχρονη εκφραστική κορύφωση της μελωδικής γραμμής εν είδει μικρής σολιστικής καντέντσας. Κατόπιν ξεκινά μια τρίτη ενότητα (Allegro), όπου το αναμενόμενο γρήγορο μέρος της γαλλικής εισαγωγής μεταστοιχειώνεται ουσιαστικά σε μια δίφωνη φούγκα. Η “υπεράριθμη” έκθεση του ισορροπημένου ως προς την μελωδική του κατεύθυνση θέματος περιλαμβάνει τρεις παραθέσεις του ιδίου, ενώ στην διάρκειά της δεν διαμορφώνεται κάποιο αντίθεμα που να συνοδεύει σε μόνιμη βάση το δεδομένο θέμα. Στην περαιτέρω εξέλιξή της δε, η φούγκα προσεγγίζει τις περιοχές της ελάσσονος δεσπόζουσας και της υποδεσπόζουσας για περαιτέρω παραθέσεις του αρχικού της θέματος, ενώ ανάμεσα σε αυτές καθώς και στην οριστική επαναφορά της αρχικής τονικότητος η μετατροπική πορεία ακολουθεί τον ξέφρενο ρυθμό αναπτυξιακής εξύφανσης του υλικού του θέματος.

Η Allemande παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από δομικής πλευράς, καθώς προσεγγίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την διμερή “προκλασσική” μορφή σονάτας. Στην πρώτη ενότητα διακρίνεται ένα κατ’ αρχήν δίφωνο κύριο θεματικό στοιχείο που εξελίσσεται και ολοκληρώνεται με τέλεια πτώση στην ντο-ελάσσονα, το οποίο κατόπιν ακολουθείται από ένα μετατροπικό τμήμα με νέο ρυθμικομοτιβικό υλικό που οδηγεί στην τονικότητα της σολ-ελάσσονος για μια καταληκτική ανάπλαση του εναρκτήριου μοτίβου. Αντίστοιχα, η δεύτερη ενότητα ανοίγει με την αλυσιδωτή ανάπτυξη του “κυρίου θέματος”, η οποία σύντομα επικεντρώνεται και τελικά καταλήγει στην υποδεσπόζουσα φα-ελάσσονα, ενώ η περαιτέρω πορεία επαναπροσέγγισης της αρχικής τονικότητος επισφραγίζεται τελικά με την επαναφορά των καταληκτικών θεματικών στοιχείων της πρώτης ενότητος, η οποία μάλιστα πραγματοποιείται με την διασταύρωση του περιεχομένου των δύο χεριών.

Το εντυπωσιακότερο στοιχείο της Courante είναι η πλούσια πολυφωνική της διάσταση, που επιτρέπει την ανάπτυξη της πολύ ενεργητικής εναρκτήριας χειρονομίας σε όλο το διαθέσιμο ηχητικό φάσμα, τόσο σε ευθεία κίνηση (στην πρώτη ενότητα) όσο και σε αναστροφή (κατά προτίμηση στην δεύτερη ενότητα). Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στο αμέσως προηγούμενο μέρος της παρτίτας, το καταληκτικό τμήμα της πρώτης ενότητος στην σολ-ελάσσονα μεταφέρεται στο τέλος της δεύτερης στην ντο-ελάσσονα, ολοκληρώνοντας έτσι μιαν απολύτως συμμετρική διμερή μακροδομική κατασκευή, τα πρώτα τμήματα της οποίας επικεντρώνονται τυπικά στην αρχική τονικότητα και στην υποδεσπόζουσα, αντιστοίχως.

      Η δίφωνη Sarabande της παρτίτας σε ντο-ελάσσονα βασίζεται στην πολύ συγκεκριμένη διμερή μορφή που κατά κανόνα διαθέτει αυτός ο μάλλον ισπανικής προελεύσεως τρίσημος αργός χορός: η πρώτη οκτάμετρη ενότητα μετατρέπει από την τονική στην σχετική μείζονα, ακολουθούμενη από την διπλάσια σε μέγεθος και συμμετρικώς διαρθρωμένη δεύτερη ενότητα, η οποία κατευθύνεται αρχικά προς την υποδεσπόζουσα και τελικά προς την τονική· στις καταλήξεις του δεύτερου και του τρίτου οκταμέτρου τμήματος, μάλιστα, η κύρια φωνή καθίσταται ιδιαίτερα εκφραστική, χάρη στην ενσωμάτωση χρωματικών περιστροφών και περασμάτων στην μελωδική πορεία προς την εκάστοτε πτώση.

Το Rondeaux, που ακολουθεί ως πέμπτο μέρος, συνιστά ένα κατ’ εξοχήν γαλλικό στοιχείο που προσδίδει ιδιαίτερη ζωντάνια στο συνολικό έργο. Το κύριο θέμα λαμβάνει την μορφή μιας ολοκληρωμένης δεκαεξάμετρης περιόδου και χαρακτηρίζεται από ρυθμική κίνηση ογδόων και αλυσιδωτά κατιόντα άλματα εβδόμης στην βασική μελωδική γραμμή. Τουναντίον, τα τρία επεισόδια που εναλλάσσονται με αυτό και θέτουν στο επίκεντρό τους τα τονικά κέντρα της υποδεσπόζουσας, της σχετικής μείζονος και της ελάσσονος δεσπόζουσας, αντίστοιχα, δίνουν έμφαση στην ρυθμική ροή δεκάτων-έκτων, η οποία μάλιστα δεν αφήνει τελικά ανεπιρρέαστο ούτε το κύριο θέμα, όταν αυτό επανεισάγεται παρηλλαγμένο κατά το ήμισυ στην τρίτη και καθ’ ολοκληρίαν στην τέταρτη και τελευταία εμφάνισή του.

      Το τελευταίο μέρος της παρτίτας BWV 826 παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεδομένου άλλωστε και του ότι ο όρος “Capriccio” έχει χρησιμοποιηθεί από τον Bach σε μόλις τρεις περιπτώσεις στο σύνολο της δημιουργίας του. Πρέπει ωστόσο να θεωρήσουμε δεδομένη την επιρροή του έργου του Girolamo Frescobaldi, τα καπρίτσια του οποίου συνιστούν άμεσους προάγγελους της φούγκας του ώριμου και όψιμου μπαρόκ. Στην συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση ο Bach δεν αντικαθιστά απλώς την gigue, με την οποία κατά κανόνα ολοκληρώνονται οι σουΐτες του, αλλά την συνδυάζει με την φούγκα. Έτσι, το θέμα με τα ιδιότροπα άλματα 10ης (που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν επίσης τον όρο “capriccio” από αισθητικής πλευράς) εμφανίζεται αρκετές φορές στην πορεία του κομματιού μέχρι την πτώση στην δεσπόζουσα, όπου ολοκληρώνεται η πρώτη δομική ενότητα του χορού. Στην δεύτερη πάλι, το ίδιο θέμα χρησιμοποιείται στην ανεστραμμένη εκδοχή του (πράγμα που συνηθίζεται γενικότερα στις giguen των σουϊτών του Bach), αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται υπό την προοπτική της μορφής της φούγκας και τελικά, λίγο πριν την ολοκλήρωση του θαυμάσιου αυτού κομματιού, η επαναπροσέγγιση της αρχικής τονικότητος συνδυάζεται με την επανεμφάνιση της κεφαλής του θέματος στην αρχική εκδοχή του.

15.12.2000


© Ιωάννης Φούλιας