Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Πρελούδιο και φούγκα σε Σολ-μείζονα, BWV 550

Το Πρελούδιο και φούγκα σε Σολ-μείζονα, BWV 550, είναι ένα νεανικό έργο του Bach, η σύνθεση του οποίου τοποθετείται δίχως απόλυτη βεβαιότητα στην περίοδο προ της Βαϊμάρης, δηλαδή έως το 1708 περίπου. Ο φιλόδοξος νεαρός οργανίστας και συνθέτης ενσωματώνει λίγο μετά την έναρξη του πρελουδίου ένα εκτενές πέρασμα στα ποδόπληκτρα, ο βαθμός δεξιοτεχνίας του οποίου είναι μεν αξιοπρόσεκτος για την εποχή εκείνη, αλλά βέβαια σύντομα έμελλε να ξεπερασθεί από τον ίδιο τον Bach… Ολόκληρο το πρελούδιο βασίζεται σε μια σύντομη ποικιλματική φιγούρα που αναπτύσσεται σε όλες τις φωνές· παράλληλα, ο τονικός σχεδιασμός του κομματιού αυτού επικεντρώνεται για πολύ ώρα στην τονική: η μόνη αρμονική παρέκκλιση εμφανίζεται λίγο μετά το μέσον της συνολικής του εκτάσεως προς την σχετική μι-ελάσσονα, ενώ κατόπιν αυτής το πρελούδιο επιστρέφει δίχως καθυστέρηση στην Σολ-μείζονα, όπου και καταλήγει. Μέσω ενός σύντομου ομοφωνικού περάσματος, ωστόσο, το θέμα της τετράφωνης φούγκας ξεκινά από την δεσπόζουσα και κατευθύνεται προς την τονική. Η χαρακτηριστική εναλλαγή τετάρτων και ογδόων ανά μέτρο, τόσο στο θέμα όσο και στο – ρυθμικώς συμπληρωματικό προς αυτό – αντίθεμα, διατηρείται καθ’ όλην την διάρκεια της φούγκας· η σχετικώς γοργή χρονική αγωγή της, εξ άλλου, συνδυάζεται με αργό αρμονικό ρυθμό, ενώ δεν είναι λίγα τα σημεία εκείνα, στα οποία η αντιστικτική κίνηση των φωνών δημιουργεί μια μάλλον ομοφωνική ύφανση! Το θέμα, συνοδευόμενο διαρκώς από το αντίθεμά του, παρουσιάζεται με μεγάλη συχνότητα σε διάφορα τονικά κέντρα· σε γενικές γραμμές, εντούτοις, αυτή η γεμάτη ενέργεια σύνθεση δεν βρίσκει στην εξέλιξή της κάποιο στοιχείο δομικής ή υφολογικής διαφοροποίησης, γεγονός που τελικά επιφέρει την γρήγορη εξάντληση του υλικού της και που αιτιολογεί επίσης την μικρή σχετικά διάρκειά της (σε σύγκριση βέβαια με ανάλογες συνθέσεις του Bach για εκκλησιαστικό όργανο και όχι για τσέμπαλο ή άλλον ενόργανο είτε φωνητικό συνδυασμό).

13.10.2003


© Ιωάννης Φούλιας