Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Πρελούδιο και φούγκα σε ντο-ελάσσονα, BWV 546

Το συγκεκριμένο έργο προέκυψε από την συνένωση δύο κομματιών που ο J. S. Bach συνέθεσε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Η φούγκα (BWV 546 / II), κατ’ αρχάς, παραδίδεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1710 (όταν ο Bach υπηρετούσε στην αυλή της Βαϊμάρης) μαζί με την φαντασία σε ντο-ελάσσονα BWV 562· περί το 1730, εντούτοις, ο τότε κάντορας του Αγίου Θωμά της Λειψίας διέσπασε το προϋπάρχον ζεύγος μερών, προκειμένου να δημιουργήσει από αυτό δύο παρεμφερείς νέες συνθέσεις: έτσι, η μεν φούγκα συνδέθηκε με ένα καινούργιο πρελούδιο (BWV 546 / I), ενώ η φαντασία συνταιριάστηκε με μια νέα πεντάφωνη φούγκα, η οποία όμως δεν διασώθηκε πλήρης.

Το πρελούδιο της τελικής σύνθεσης υπό τον αριθμό καταλόγου έργων Bach 546 είναι αντιπροσωπευτικό του ώριμου συνθετικού ύφους του δημιουργού του και ακολουθεί δομικές προδιαγραφές που εφαρμόζονται κατά κανόνα σε κοντσέρτα του όψιμου μπαρόκ. Το εκτάσεως 24 μέτρων ritornello ανοίγει με ηχηρές αντιφωνικές χειρονομίες, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος του περιλαμβάνει βηματικές φιγούρες ογδόων και τριήχων ογδόων που σε ομοφωνικά συμφραζόμενα οριοθετούν με σαφήνεια το περιβάλλον της ντο-ελάσσονος. Στην εξέλιξη του μέρους, ωστόσο, το υλικό του ritornello διασπάται σε τρία προοδευτικώς εκτενέστερα τμήματα (των 4, 8 και 12 μέτρων) τα οποία παρατίθενται με επουσιώδεις τροποποιήσεις στους σημαντικούς αρμονικούς σταθμούς της σολ-ελάσσονος (τα δύο πρώτα) και της φα-ελάσσονος (το τρίτο), ενώ η οριστική επαναπροσέγγιση της ντο-ελάσσονος στο τέλος του πρελουδίου επικυρώνεται με μια “da capo” επαναφορά ολόκληρου του ritornello. Σε αυτόν τον δομικό σκελετό παρεμβάλλονται τέσσερα “σολιστικά” τμήματα, τα οποία από υφολογικής επόψεως δεν διαφοροποιούνται βέβαια ιδιαίτερα ως προς τα ritornelli, πλην όμως τόσο η αδιάλειπτη ροή τριήχων ογδόων όσο και ο μετατροπικός αρμονικός τους σχεδιασμός καθιστούν εμφανή την λειτουργική τους ετερότητα προς εκείνα (την οποία ο ερμηνευτής καλείται να αποσαφηνίσει με την χρήση διαφορετικών ρετζίστρων και μανουαλίων).

      Στην πεντάφωνη φούγκα σε ντο-ελάσσονα ο Bach εκθέτει το θέμα ανά ζεύγη φωνών στα μανουάλια και σταδιακά πυκνώνει την ρυθμική κίνηση κατευθυνόμενος προς την σολ-ελάσσονα. Με αρκετή καθυστέρηση, το θέμα παρουσιάζεται έπειτα και στα ποδόπληκτρα, αρχικά στην σολ-ελάσσονα και λίγο αργότερα ξανά στην ντο-ελάσσονα, οδηγώντας σε μια τέλεια πτώση που επισφραγίζει το κλείσιμο της πρώτης ενότητος. Ακολουθεί ένα εκτενές επεισόδιο για τρεις μόνο φωνές, στο οποίο μια αντιθεματική φιγούρα ογδόων αναπτύσσεται διεξοδικά κυρίως στο περιβάλλον της σχετικής Μι-ύφεση-μείζονος, ενώ στο αμέσως επόμενο τμήμα η επανεμφάνιση των ποδοπλήκτρων αυξάνει τον αριθμό των φωνών σε τέσσερεις και συνδυάζεται με ορισμένες ακόμη παραθέσεις του θέματος στην ντο- και την σολ-ελάσσονα, στην Μι-ύφεση-μείζονα και τελικά στην φα-ελάσσονα. Ένα δεύτερο εκτενές επεισόδιο μόνο για τα μανουάλια διαφοροποιείται μεν έντονα από τον περίγυρό του ως προς την ομοφωνική του ύφανση, αλλά από αρμονικής πλευράς θέτει ως μοναδικό του στόχο την επαναπροσέγγιση της αρχικής τονικότητος, η οποία εδραιώνεται με την τελική επαναφορά του θέματος στα ποδόπληκτρα και μια καταληκτική προέκταση που ενεργοποιεί το σύνολο των διαθέσιμων φωνών.

21.12.2004


© Ιωάννης Φούλιας