Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Johann
Sebastian Bach (1685-1750): Πρελούδιο και φούγκα σε Ρε-μείζονα, BWV 532
Η ιστορία του συγκεκριμένου έργου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τόσο το πρελούδιο όσο και η φούγκα φαίνεται πως είχαν γραφεί έως το 1710, όμως σε αρκετές χειρόγραφες πηγές εμφανίζονται ως δύο ανεξάρτητα κομμάτια και ειδικά η φούγκα παραδίδεται και σε μια δεύτερη, πιο πρώιμη και λιγότερο ανεπτυγμένη εκδοχή (BWV 532a / II). Μοιάζει λοιπόν πολύ πιθανό ο Bach να τα συνέθεσε αρχικά ως αυτόνομα έργα για όργανο και αργότερα να τα συγχώνευσε ο ίδιος σε ένα ευρύτερο ενιαίο “δίπτυχο”. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται, μάλιστα, από το γεγονός ότι η τελική διευρυμένη εκδοχή της φούγκας ενσωματώνει προς το τέλος της περάσματα με αρπισμούς που παραπέμπουν εμμέσως πλην σαφώς στα πρώτα μέτρα του πρελουδίου, πράγμα που δεν μπορεί βέβαια να ερμηνευθεί ως απλή σύμπτωση.
Το πρελούδιο διαθέτει πάντως την δική του αυθύπαρκτη υπόσταση: ουσιαστικά, οι εναρκτήριες πομπώδεις χειρονομίες γαλλικού τύπου (ανιούσες κλίμακες, αρπισμοί και – από ένα σημείο και έπειτα – αιχμηρός παρεστιγμένος ρυθμός) και η καταληκτική αρμονική πρόοδος που προσλαμβάνει έντονα δραματικό χαρακτήρα περιβάλλουν ένα ομοφωνικής υφής τετράφωνο alla breve, που οφείλει πολλά στην ιταλική τεχνοτροπία της τρίο-σονάτας αλλά και του concerto grosso περί το 1700. Άξια μνείας, προσέτι, είναι η έμφαση που δίνεται σε κατιούσες βηματικές αρμονικές αλυσίδες με αλλεπάλληλες καθυστερήσεις και λύσεις σε μία από τις βασικές μελωδικές γραμμές, διότι το στοιχείο αυτό παίζει κυρίαρχο ρόλο και στην ακόλουθη φούγκα.
Το θέμα της φούγκας είναι πολύ ιδιαίτερο: ξεκινά με επαναλαμβανόμενες μελωδικές περιστροφές και έπειτα από μια σχετικώς μακρά παύση-τομή εξυφαίνει την κατιούσα μελωδική του ροή καταλήγοντας σε τέλεια πτώση. Η προαναφερθείσα τομή συμπληρώνεται πάντοτε από παρεμφερείς “έμμονες” αντιθεματικές φιγούρες κατά τρόπον αντιφωνικό· αλλά και το υπόλοιπο αντιθεματικό υλικό εξυπηρετεί πρωτίστως την ανάδειξη της φραστικής πληρότητος του θέματος με έκδηλα ομοφωνική ύφανση, γεγονός που περιορίζει δραστικά την συμβατική αντιστικτική αυτονομία των μελωδικών φωνών στην εν λόγω φούγκα. Από αρμονικής και δομικής πλευράς διακρίνονται τρεις ευρύτερες ενότητες: στην πρώτη δεσπόζουν οι συχνές παραθέσεις του θέματος, εναλλάξ σε τονική και δεσπόζουσα και με ελεύθερες προεκτάσεις που προοδευτικά καθίστανται εκτενέστερες· η δεύτερη ενότητα διερευνά επί μακρόν και κατά τον ίδιο περίπου τρόπο μια σειρά από ελάσσονες τονικότητες σε κατιούσα διαδοχή (την σχετική, την σχετική της δεσπόζουσας και την σχετική της διπλής δεσπόζουσας), ενώ στην τρίτη ενότητα ο μείζων τρόπος ανακτάται αντιστρέφοντας την πορεία της αλυσιδωτής αυτής αλληλουχίας (διπλή δεσπόζουσα – δεσπόζουσα – τονική) και φέρνοντας συγχρόνως στο προσκήνιο τις απώτατες συνέπειες της σταδιακής διεύρυνσης των “επεισοδιακών” τμημάτων, τα οποία ωθούν πλέον τις θεματικές παραθέσεις στο περιθώριο (ενώ παράλληλα τα ποδόπληκτρα διεκδικούν από τα μανουάλια και όντως επιτυγχάνουν να έχουν αυτά τον τελευταίο επιδεικτικό “λόγο” στο κομμάτι).
02.02.2008
© Ιωάννης Φούλιας