Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Κοντσέρτο για τσέμπαλο σε φα-ελάσσονα, BWV 1056

Το είδος του κοντσέρτου για τσέμπαλο υπήρξε μια καινοτομία για το ύστερο μπαρόκ που κατά τα φαινόμενα δημιουργήθηκε από την ανάγκη του Bach να προσφέρει έργα προς εκτέλεση αφ’ ενός μεν στους υιούς του, οι οποίοι καταγίνονταν (μεταξύ άλλων) με την μελέτη των πληκτροφόρων οργάνων, και αφ’ ετέρου στο οργανικό σύνολο Collegium Musicum του Πανεπιστημίου της Λειψίας, το οποίο ο κάντορας του Αγίου Θωμά διηύθυνε μεταξύ των ετών 1729-1737 και 1739-1741. Τα κοντσέρτα για ένα τσέμπαλο και ορχήστρα (BWV 1052-1059) σώζονται όλα μαζί σε μια χειρόγραφη πηγή που χρονολογείται περί το 1738, αλλά τα περισσότερα εξ αυτών συνιστούν διασκευές προγενέστερων έργων του συνθέτη που ανάγονται στα χρόνια της Βαϊμάρης (1708-1717) και του Köthen (1717-1723). Έτσι το κοντσέρτο σε φα-ελάσσονα, BWV 1056, προήλθε πιθανότατα από ένα μάλλον πρώιμο και σήμερα χαμένο πλέον κοντσέρτο για βιολί ή για όμποε (όπως μαρτυρεί η φύση της μελωδικής γραμμής ειδικά του μεσαίου μέρους).

      Στο γρήγορο πρώτο μέρος είναι χαρακτηριστική η συνεχής επαναφορά του εναρκτήριου μοτίβου, ενώ παράλληλα εντυπωσιάζει η σολιστική παρουσία του τσεμπάλου ήδη εντός του πρώτου ορχηστρικού ritornello. Η εξέλιξη μετά απ’ αυτό διαιρείται σε δύο μεγάλες ενότητες: στην πρώτη εξ αυτών περιλαμβάνονται δύο σολιστικά μετατροπικά τμήματα, ένα σύντομο ενδιάμεσο ritornello στην σχετική μείζονα, καθώς και ένα τμήμα στην υποδεσπόζουσα με ανάπτυξη του αρχικού υλικού και περισσότερο ισορροπημένη παρουσία του σολίστα και της ορχήστρας· στην δεύτερη ενότητα, εξ άλλου, επιχειρείται η σταδιακή επαναφορά και επικύρωση της αρχικής ελάσσονος τονικότητος, εκ νέου κατά την διάρκεια δύο σολιστικών τμημάτων, ενώ τρία εναλλασσόμενα με αυτά ορχηστρικά τμήματα αναπαράγουν χωριστά την αρχή, την μέση και το τέλος του εκτενούς πρώτου ritornello.

      Η θαυμάσια μελωδική γραμμή του Largo, πλούσια καλλωπισμένη με φιγούρες και γρήγορα περάσματα, εξυφαίνεται υπό την λιτότατη συνοδεία των εγχόρδων με pizzicati. Σε δομικό επίπεδο, διακρίνεται ένα πρώτο τμήμα που από την μείζονα σχετική τονικότητα καταλήγει σε πτώση στην δεσπόζουσά της, ένα μεσαίο τμήμα με πυκνότερη μελωδική και αρμονική συνάμα κίνηση, καθώς και μια συντομευμένη επαναφορά του πρώτου τμήματος στην αρχική τονικότητα της Λα-ύφεση-μείζονος, με περαιτέρω παραλλαγή και καλλωπισμό της μελωδίας. Μετά από τέλεια πτώση δε, ακολουθεί ένα συνδετικό πέρασμα που – μέσω κατάληξης στην δεσπόζουσα της βασικής τονικότητος του έργου – επιτρέπει την άμεση διασύνδεση του αργού μέρους με το γρήγορο τελικό.

      Το Presto έχει σχετικώς ανάλαφρο χαρακτήρα, καθώς ο τρίσημος ρυθμός του παραπέμπει σε χορούς της εποχής. Στο εναρκτήριο ritornello διακρίνονται τρία οκτάμετρα τμήματα, το δεύτερο εκ των οποίων μετατρέπει στην σχετική και κατά συνέπειαν υποχρεώνει το επόμενο να οδηγήσει ξανά πίσω στην αρχική ελάσσονα τονικότητα. Ακολουθεί ένα πρώτο σολιστικό τμήμα με αποσπασματική παρεμβολή του ritornello και κατάληξη στην σχετική μείζονα, στην οποία επανέρχονται ολοκληρωμένα μόνο τα δύο πρώτα τμήματα του ritornello και μάλιστα χωρισμένα από ένα σολιστικό πέρασμα! Το δεύτερο σολιστικό τμήμα κινείται από την περιοχή της υποδεσπόζουσας προς εκείνη της ελάσσονος δεσπόζουσας, όπου στην συνέχεια το τρίτο ritornello συνίσταται σε έναν συνδυασμό του πρώτου με το τρίτο τμήμα του εναρκτήριου. Το επόμενο σολιστικό τμήμα αντιστοιχεί επακριβώς στο “πρώτο σόλο”, σε τονική μεταφορά που οδηγεί στην σχετική της (ελάσσονος) δεσπόζουσας, απ’ όπου στην συνέχεια εκκινεί η “κορωνίδα” του μέρους, ένας μετατροπικός διάλογος ανάμεσα στα έγχορδα και το τσέμπαλο πάνω στην πρώτη τετράμετρη φράση του ritornello και δη με επικαλύψεις. Η περαιτέρω εξέλιξη βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε επανεκτιθέμενο υλικό, και συγκεκριμένα στο δεύτερο ritornello (σε μεταφορά από την υποδεσπόζουσα στην μείζονα σχετική της), στο “δεύτερο σόλο” (με μια σύντομη προέκταση που ενισχύει την δεσπόζουσα και οδηγεί σε μια προαιρετική καντέντσα για τον σολίστα) και τέλος στο εναρκτήριο ritornello, που μόνο σε αυτό το σημείο επανεμφανίζεται πλέον πλήρες, περιλαμβάνοντας μάλιστα και μια προέκταση της κατάληξης του πρώτου τμήματός του, η οποία νωρίτερα είχε κάνει την εμφάνισή της μονάχα στο πλαίσιο του τρίτου ritornello. Σε μακροσκοπικό λοιπόν επίπεδο, το τρίτο μέρος του κοντσέρτου αποτελείται από δύο μεγάλες ενότητες, εκ των οποίων η δεύτερη συνιστά κατ’ ουσίαν μια τονικώς μετατοπισμένη επαναφορά της πρώτης που διευρύνεται περαιτέρω από εμβόλιμα νέα στοιχεία.

03.09.2003


© Ιωάννης Φούλιας