Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Κοντσέρτο για βιολί αρ. 1 σε λα-ελάσσονα, BWV 1041

Τα προβλήματα χρονολόγησης της ενόργανης μουσικής του J. S. Bach συχνά αποδεικνύονται δυσεπίλυτα, καθ’ ότι πολλά έργα του διασώθηκαν όχι στο πρωτότυπο χειρόγραφο αλλά σε μια σειρά από μεταγενέστερα αντίγραφα. Το κοντσέρτο για βιολί σε λα-ελάσσονα (το πρώτο από τα δύο γνωστά κοντσέρτα για ένα βιολί του συνθέτη) υποθέτουμε ότι γράφηκε στο Köthen περί το 1720, με μόνο κριτήριο ουσιαστικά το ότι την ίδια περίοδο ήλθαν στο φως τα περισσότερα από τα υπόλοιπα ορχηστρικά έργα του Bach. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι το κοντσέρτο αυτό δεν δημοσιεύθηκε παρά μόνο έναν περίπου αιώνα μετά τον θάνατο του δημιουργού του καθώς επίσης ότι ο ίδιος ο Bach το μετέγραψε για τσέμπαλο και ορχηστρικό σύνολο (σε σολ-ελάσσονα, BWV 1058) κάπου ανάμεσα στα έτη 1727 και 1736, στην Λειψία.

Όλα τα μέρη του έργου ακολουθούν την αρχή του σόλο κοντσέρτου του μπαρόκ, καθένα από αυτά όμως την πραγματώνει κατά τρόπον διαφορετικό. Το ορχηστρικό ritornello του γρήγορου πρώτου μέρους περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο του θεματικού υλικού που αξιοποιείται στην συνέχεια, ενώ αξίζει να παρατηρηθεί η κατάληξή του στην δεσπόζουσα, που έχει ως αποτέλεσμα την άμεση σύνδεσή του με το πρώτο σολιστικό τμήμα. Η ανάδειξη της κύριας γραμμής των πρώτων βιολιών γίνεται με φιγούρες δεκάτων-έκτων που δεν απομακρύνονται από το περιβάλλον της τονικής. Αμέσως μετά την αναφορά στην αρχική ιδέα όμως, το σολιστικό βιολί εισάγει ένα νέο ρυθμικό μοτίβο και οδηγεί στην σχετική Ντο-μείζονα, όπου σε συνδυασμό με την ορχήστρα παραφράζει και διευρύνει ολόκληρο το εναρκτήριο ritornello, φθάνοντας τελικά σε μια πτώση στην μι-ελάσσονα. Στο σημείο αυτό ξεκινά η δεύτερη ενότητα του μέρους, το πρώτο ήμισυ της οποίας χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη του αρχικού θεματικού υλικού και πολλές μετατροπίες που οδηγούν τελικά πίσω στην λα-ελάσσονα. Το σολιστικό βιολί έχει επί μακρόν τον πρώτο λόγο σε αυτήν την εξέλιξη, επισκιάζοντας ακόμη και την ορχηστρική επαναφορά της εναρκτήριας θεματικής ιδέας στην αρχική τονικότητα· ό,τι ακολουθεί μετά από αυτήν συνίσταται σε μεταφορά στην τονική του δευτέρου ημίσεως της πρώτης ενότητας του μέρους, πράγμα που συνεπάγεται μια συμμετρική διμερή μακροδομή.

Το αργό μέρος του κοντσέρτου (Andante) διαθέτει ως ιδιαίτερο γνώρισμά του ένα χαρακτηριστικό μοτίβο στην γραμμή του μπάσσου, που επανέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως “επίμονο βάσιμο”. Από την άλλη πλευρά, ο δομικός σχεδιασμός του μέρους αυτού διαθέτει τρεις ενότητες, η διάκριση των οποίων καθίσταται εφικτή μόνο σε τονικό και μικροδομικό επίπεδο, αφού όλες τους βασίζονται κατά τα άλλα σε κοινό θεματικό απόθεμα. Όσον αφορά στην συνολική τονική πλοκή, η πρώτη ενότητα επικεντρώνεται στην Ντο-μείζονα και μόνο προς το τέλος της στρέφεται προς την τονικότητα της δεσπόζουσας και καταλήγει σε αυτήν· από την Σολ-μείζονα ξεκινά κατόπιν η δεύτερη ενότητα, η οποία όμως σύντομα οδηγείται στην ρε-ελάσσονα και έπειτα στην λα-ελάσσονα, για να ολοκληρωθεί στην συνέχεια με ένα μετατροπικό τμήμα, το οποίο οδηγεί πίσω στην αρχική τονικότητα για μια συνοπτική επαναφορά της πρώτης ενότητας. Από την άλλη πλευρά, η μικροδομική οργάνωση του μέρους είναι εκπληκτική: οι εξωτερικές ενότητες ακολουθούν βασικά μια ευθύγραμμη πορεία, από τις εναλλαγές ορχηστρικών και σολιστικών τμημάτων μέχρι την τελική ένωση της μελωδικής ιδιοσυγκρασίας του σολιστικού βιολιού με την λακωνικότητα του ορχηστρικού συνόλου· η μεσαία ενότητα αντιθέτως, διαρθρώνεται συμμετρικά υπό μορφήν αψίδας, τα πρωτίστως σολιστικά άκρα της οποίας ταυτίζονται θεματικά, ενώ στο επίκεντρο τίθεται ο “ιδεώδης” συνδυασμός του σολίστα με την ορχήστρα, που κατά τα λοιπά πραγματώνεται μόνο στις καταλήξεις των δύο εξωτερικών ενοτήτων του μέρους.

Το εναρκτήριο ritornello του τρίτου μέρους (Allegro assai), σε αντίθεση με το αντίστοιχο του πρώτου, συνίσταται σε ένα κλειστό όλον υπό μορφήν φουγκάτο, το οποίο αρχίζει από την λα-ελάσσονα και καταλήγει σε αυτήν, γι’ αυτό και έχει την δυνατότητα πλήρους επαναφοράς στο τέλος του κομματιού. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα σταθερό μακροδομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο παρέχεται ο απαιτούμενος χώρος για την ανάδειξη της σολιστικής δεξιοτεχνίας. Κατ’ αρχάς λοιπόν, το σολιστικό βιολί εκθέτει θεματικές ιδέες διαφορετικές από της ορχήστρας, μετατρέποντας παράλληλα προς την δεσπόζουσα, όπου ακολούθως λαμβάνει χώραν μια ορχηστρική αναδρομή στο κύριο θέμα του ritornello. Έπειτα επαναλαμβάνεται η ίδια σολιστική διαδικασία με προσανατολισμό προς την Ντο-μείζονα, στην οποία η σχετικώς εκτενής ορχηστρική παρέμβαση συνδυάζεται έξοχα με την συγκρατημένη πλέον σολιστική γραμμή. Έπεται μια μετατροπική μετάβαση προς την αρχική τονικότητα, στην οποία η γραφή για το σολιστικό βιολί καθίσταται ολοένα και πιο εντυπωσιακή· εντούτοις, η κορύφωση της δεξιοτεχνίας φυλάσσεται για το τελευταίο σολιστικό τμήμα, που πολύ γρήγορα εγκαταλείπει το κατ’ εξοχήν “σολιστικό” θέμα και επιδίδεται σε μιαν ακολουθία αρπισμών. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στο τρίτο αυτό μέρος ο Bach, δίχως να υπερβαίνει τις προδιαγραφές του κοντσέρτου της εποχής του, προαναγγέλλει ως ένα βαθμό την δεξιοτεχνική μετεξέλιξη του είδους κατά την κλασσική και κυρίως την ρομαντική περίοδο.

23.01.2003


© Ιωάννης Φούλιας