Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Σονάτα για φλάουτο και “υποχρεωτικό” τσέμπαλο σε σι-ελάσσονα, BWV 1030

Η συγκεκριμένη σονάτα είναι ένα από τα εκτενέστερα και από τα πλέον μεγαλεπήβολα κομμάτια μουσικής δωματίου που έγραψε ποτέ ο Bach. Η σύνθεσή της ανάγεται κατ’ αρχάς στην περίοδο κατά την οποίαν ο δημιουργός δρούσε στην αυλή του Köthen: η πρώτη μάλιστα εκδοχή της είναι γραμμένη στην σολ-ελάσσονα, αλλά από αυτήν σώζεται μόνο το μέρος του τσεμπάλου (στις μέρες μας, βέβαια, έχει “αποκατασταθεί” και το μέρος του πνευστού οργάνου για όμποε). Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1730, εντούτοις, ο ευρισκόμενος στην Λειψία πλέον συνθέτης καταπιάσθηκε εκ νέου με την σονάτα αυτή και την μετέφερε στην σι-ελάσσονα, που είναι πιο ταιριαστή τονικότητα για την έκταση του φλάουτου.

Η υπόδειξη περί του “υποχρεωτικού” μέρους του τσεμπάλου αφορά στην διάκριση ανάμεσα στο “cembalo obbligato” και το “basso continuo”. Στην δεύτερη περίπτωση, ο ρόλος του τσεμπάλου είναι συνοδευτικός του μελωδικού οργάνου (εν προκειμένω του φλάουτου), καθώς περιορίζεται μόνο στην πραγματοποίηση του ενάριθμου βάσιμου, η μελωδική γραμμή του οποίου διπλασιάζεται παράλληλα από μια viola da gamba ή άλλο βαθύφωνο όργανο. Αντιθέτως, το “obbligato” μέρος του τσεμπάλου υποκαθιστά ουσιαστικά δύο από τα μελωδικά όργανα μιας τρίο-σονάτας: η δεύτερη κύρια μελωδική φωνή μεταφέρεται εδώ στο δεξί χέρι του πληκτροφόρου, ενώ στο αριστερό χέρι ανατίθεται η γραμμή του μπάσσου. Αν και αμφότερες οι προαναφερόμενες τεχνικές δυνατότητες αξιοποιούνται κατά διαστήματα στο πλαίσιο του παρόντος έργου, ωστόσο διαπιστώνεται ότι το φλάουτο και το τσέμπαλο έχουν ως επί το πλείστον ισότιμη συμμετοχή στο συνθετικό γίγνεσθαι. Εξ άλλου, η τριμερής διαδοχή γρήγορου – αργού – γρήγορου μέρους, η οποία προκύπτει από την τετραμερή τρίο-σονάτα με την απάλειψη του πρώτου αργού μέρους και ταυτίζεται με την συνηθέστερη διάρθρωση της μεταγενέστερης σονάτας του κλασσικισμού, εφαρμόζεται στην παρούσα σονάτα με μια κατά παρέκκλιση υποκατάσταση του γρήγορου πρώτου μέρους από ένα “σχετικώς γρήγορο”, που στην πραγματικότητα είναι απλώς λιγότερο αργό από το κατ’ εξοχήν αργό μεσαίο μέρος.

Το μεγαλειώδες αυτό Andante ακολουθεί μιαν ιδιότυπη “εξελικτική” τριμερή δόμηση, στην οποία το πλούσιο μοτιβικό υλικό και η αντιμετώπισή του στο πλαίσιο κάθε προηγούμενης μακροδομικής ενότητος συνιστούν την βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη της εκάστοτε επόμενης· ο Bach φαίνεται ουσιαστικά να εφαρμόζει εδώ σε ευρεία κλίμακα δυνατότητες που απορρέουν από τις – ως επί το πλείστον – πειραματικού μακροδομικού σχεδιασμού inventiones για πληκτροφόρο της περιόδου του Köthen! Στην πρώτη ενότητα κάνουν διαδοχικά την εμφάνισή τους στην σι-ελάσσονα α) ένα πρώτο θέμα, το οποίο παρουσιάζεται εναλλάξ υπό μορφήν μελωδίας με συνοδευτικό βάσιμο (με καταγεγραμμένη εναρμόνιση στο μέρος του τσεμπάλου) και εν είδει τρίο-σονάτας (με την εξύφανση μιας δεύτερης αυτόνομης μελωδικής φωνής στο τσέμπαλο επί της χαρακτηριστικής κατιούσας χρωματικής γραμμής του μπάσσου), β) ένα δεύτερο θέμα με ευέλικτη κύρια μελωδική γραμμή και συνοδεία διαδοχικών επερείσεων στο τσέμπαλο, γ) μια τρίτη χαρακτηριστική φιγούρα (η οποία πάντως εξάγεται μοτιβικά από την αρχική ιδέα), που παρουσιάζεται με την μορφή πυκνών μιμήσεων μεταξύ των δύο βασικών μελωδικών γραμμών, καθώς και δ) ένα τέταρτο στην σειρά μελωδικό στοιχείο, το οποίο συνίσταται κατά βάση σε μιαν ιδιαιτέρως εύπλαστη ροή δεκάτων-έκτων στο μέρος του φλάουτου και συνοδεύεται κατά τρόπον εμφανώς ομοφωνικό από το τσέμπαλο σε ρόλο συνεχούς βασίμου (στο μέρος του οποίου, άλλωστε, συχνά καταγράφεται μονάχα μια “ξερή” διαδοχή συγχορδιών)· μάλιστα, η περαιτέρω ανάπτυξη του τελευταίου αυτού στοιχείου μόνο στο μέρος του πληκτροφόρου οδηγεί κατόπιν προς την περιοχή της ελάσσονος δεσπόζουσας. Στην φα-δίεση-ελάσσονα, τώρα, οι τρεις πρώτες θεματικές-μοτιβικές ιδέες αναπτύσσονται σε αλληλοπλεκόμενη διαδοχή, οριοθετώντας έτσι την έναρξη της δεύτερης ενότητος, η οποία ακολούθως, με την ανάκληση και του τέταρτου θεματικού στοιχείου, στρέφεται προς την Σολ-μείζονα, την σχετική της (μι-ελάσσονα) και εν τέλει προς την (μείζονα) δεσπόζουσα της αρχικής τονικότητος. Ως εκ τούτου, η τρίτη μακροδομική ενότητα εκκινεί – όπως και η πρώτη – από την σι-ελάσσονα και περιλαμβάνει επίσης το σύνολο των δεδομένων μοτιβικών στοιχείων σε μια περίπλοκη ακολουθία εμφανίσεων και αλληλοδιεισδύσεων, η οποία συνιστά και την κορύφωση των αναπτυξιακών διαδικασιών που έχουν ήδη ξεκινήσει από τις δύο προηγούμενες ενότητες! Η έννοια της “επανεκθέσεως” της κλασσικής μορφής σονάτας δεν τίθεται ακόμη υπό συζήτηση στην παρούσα περίπτωση: διότι μπορεί μεν το τονικό υπόβαθρο να παραμένει εν πολλοίς επικεντρωμένο στην σι-ελάσσονα, παρά τις συχνές αποκλίσεις από αυτήν, αλλά η διεξοδική και αδιάλειπτη μοτιβική ανάπτυξη επιφέρει εδώ μιαν εμφανή ποιοτική και ποσοτική αναντιστοιχία προς τα θεματικά περιεχόμενα της πρώτης ενότητος.

Το δεύτερο μέρος, Largo e dolce, αποστασιοποιείται από το πρώτο σε τονικό και υφολογικό επίπεδο. Γραμμένο στην τονικότητα της σχετικής Ρε-μείζονος, ακολουθεί τις προδιαγραφές μιας σονάτας για ένα μελωδικό όργανο (φλάουτο) και basso continuo, αφού το τσέμπαλο περιορίζεται τώρα σε σαφώς συνοδευτικό ρόλο, με πλήρως καταγεγραμμένες συγχορδιακές διαδοχές και σύντομα μεταβατικά περάσματα που σηματοδοτούν την ολοκλήρωση κάθε μελωδικής φράσεως του φλάουτου. Η μακροδομική οργάνωση του μέρους αυτού είναι τελείως ισορροπημένη, καθώς συνίσταται σε δύο οκτάμετρα με αρμονική πορεία από την τονική προς την δεσπόζουσα και τανάπαλιν. Στην αυτοσχεδιαστική ευχέρεια του τσεμπαλίστα εναπόκειται βέβαια να ποικίλει το μέρος της συνοδείας κατά τις επαναλήψεις αμφοτέρων των τμημάτων, σύμφωνα με την εκτελεστική πρακτική του μπαρόκ.

Το τελευταίο μέρος της σονάτας (Presto) αποτελείται παραδόξως από δύο συνδεδεμένα μεταξύ τους μέρη: μία φούγκα και μία gigue! Η τρίφωνη φούγκα βασίζεται σε ένα θέμα που συνοδεύεται εξ αρχής από το μπάσσο (κατά την συνήθη δηλαδή πρακτική της τρίο-σονάτας) και συνδυάζεται περαιτέρω με ένα αντίθεμα συνεχούς ροής ογδόων, η διατονικότητα του οποίου αντισταθμίζει την εν μέρει χρωματική φύση του ιδίου του θέματος. Με αφετηρία την σι-ελάσσονα προσεγγίζονται διαδοχικά οι περιοχές της ελάσσονος δεσπόζουσας και της υποδεσπόζουσας, ενώ η επαναφορά της αρχικής τονικότητος καταλήγει στη δεσπόζουσά της, ούτως ώστε η φούγκα να συνδεθεί κατόπιν άμεσα με την επερχόμενη gigue. Ο χορός αυτός σε μέτρο 12/16 υλοποιεί επίσης τις υφολογικές προδιαγραφές της τρίο-σονάτας και βασίζεται στο σύνηθες διμερές δομικό πρότυπο: το πρώτο τμήμα μεταβαίνει από την τονική μέσω της σχετικής μείζονος στην περιοχή της ελάσσονος δεσπόζουσας, ενώ το δεύτερο, που είναι πλουσιώτερο σε μετατροπίες, ολοκληρώνεται τελικά στην αρχική τονικότητα, ανακαλώντας μάλιστα την καταληκτική φιγούρα του πρώτου τμήματος, έστω και με διασταύρωση του περιεχομένου των δύο βασικών μελωδικών φωνών.

15.12.2000


© Ιωάννης Φούλιας