Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Σονάτα αρ. 6 για βιολί και τσέμπαλο σε Σολ-μείζονα, BWV 1019

Όπως οι Έξι σονάτες και παρτίτες για σόλο βιολί, BWV 1001-1006, έτσι και οι Sei Suonate à Cembalo certato e Violino solo, col Baßo per Viola da Gamba accompagnata se piace (σονάτες, δηλαδή, για τσέμπαλο και βιολί, με προαιρετική συνοδεία μιας viola da gamba προς ενίσχυσιν της γραμμής του μπάσσου), BWV 1014-1019, απασχόλησαν τον Bach ήδη κατά την εποχή της δραστηριοποίησής του στο Köthen, αλλά ολοκληρώθηκαν πιθανότατα το 1725 στην Λειψία. Οι πέντε πρώτες ακολουθούν την τυπική τετραμερή δόμηση της τρίο-σονάτας. Η σύσταση της έκτης, ωστόσο, υπήρξε κατά τα φαινόμενα αρκετά πιο προβληματική: στην πρώτη της εκδοχή, της περιόδου του Köthen, περιελάμβανε 5 μέρη (ένα Presto, ένα Largo, ένα Cantabile, ma un poco adagio, ένα Adagio, καθώς και την “da capo” επανάληψη του πρώτου μέρους στο τέλος), στην δεύτερη εκδοχή, της Λειψίας, προβλέπονταν πλέον 6 μέρη (ένα Vivace και ένα Largo [τα οποία ταυτίζονται με τα δύο πρώτα μέρη της πρώτης εκδοχής], ένα “Cembalo solo” και ένα Adagio [το οποίο αντιστοιχεί στο τέταρτο μέρος της προηγούμενης εκδοχής], ένα πέμπτο μέρος που επιγράφεται ως “Violino solo e Basso l’accompagnato” και την “da capo” επανάληψη του πρώτου μέρους στο τέλος), αλλά από αυτήν διασώζεται καταγεγραμμένο μόνο το μέρος του τσεμπάλου, ενώ στην τρίτη εκδοχή, που είδε το φως επίσης στην Λειψία και ενδεχομένως σε αρκετά μεταγενέστερη περίοδο από τις δύο προηγούμενες, ο αριθμός των μερών ελαττώθηκε και πάλι σε 5, τα οποία όμως αυτή την φορά είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο (ένα Allegro και ένα Largo [που είναι ίδια με τα αντίστοιχα μέρη των δύο άλλων εκδοχών], ένα Cembalo solo: allegro [που διαφέρει από το ομώνυμο τρίτο μέρος της δεύτερης εκδοχής], ένα νέο Adagio και ένα επίσης καινούργιο Allegro). Η τρίτη και οριστική (;) εκδοχή της έκτης σονάτας είναι τελικά αυτή που διαδόθηκε μαζί με τις υπόλοιπες πέντε σονάτες και έλαβε τον αριθμό Καταλόγου Έργων Bach 1019. Αντιθέτως, τα τέσσερα πλεονάζοντα μέρη των δύο προηγούμενων εκδοχών (το τρίτο αμφοτέρων, το κοινό τέταρτο και το πέμπτο της δεύτερης) συγκεντρώθηκαν υπό τον αριθμό BWV 1019a, που δεν συνιστά βεβαίως ένα ολοκληρωμένο έργο.

Το πρώτο μέρος (Allegro) είναι ιδιαίτερα ενεργητικό και υφολογικά ακολουθεί ως επί το πλείστον το πρότυπο της τρίο-σονάτας, με δύο μελωδικές φωνές (βιολί και δεξί χέρι του πληκτροφόρου) και μπάσσο (αριστερό χέρι). Η μορφή του είναι τριμερής, με την εξής όμως ιδιοτυπία: η πρώτη ενότητα είναι σχετικώς σύντομη και δεν απομακρύνεται από το περιβάλλον της Σολ-μείζονος, όπου και ολοκληρώνεται με μια τέλεια πτώση· η δεύτερη ενότητα, αντιθέτως, είναι υπερδιπλάσια της πρώτης σε έκταση και διαιρείται περαιτέρω σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το πρώτο ξεκινά με γραφή για σόλο βιολί και continuo και προσεγγίζει διάφορα τονικά κέντρα αναπτύσσοντας το ήδη υφιστάμενο υλικό, ενώ το δεύτερο εισάγεται με ένα σύντομο πέρασμα για σόλο τσέμπαλο και κατευθύνεται προς την δεσπόζουσα· το μέρος ολοκληρώνεται τελικά με την αυτούσια επαναφορά της πρώτης ενότητος, επομένως με ένα καταγεγραμμένο “da capo”.

Το ακόλουθο Largo βασίζεται μεν στην σχετική μι-ελάσσονα, αλλά καταλήγει τελικά στην δεσπόζουσά της, προετοιμάζοντας με αυτόν τον τρόπο το κεντρικό τρίτο μέρος της σονάτας. Εδώ διακρίνονται δύο τμήματα, υφολογικώς διαφοροποιημένα: στο πρώτο εξ αυτών, τύπου τρίο-σονάτας, οι μιμητικοί ρόλοι του βιολιού και του δεξιού χεριού του τσεμπάλου εμφανίζονται απολύτως ισορροπημένοι, ενώ στο δεύτερο τμήμα η τρίφωνη γραφή του πληκτροφόρου καθίσταται εν πολλοίς αυτόνομη, θέτοντας στο περιθώριο την – σχεδόν συνοδευτική – γραμμή του βιολιού!

Η παρουσία ενός Allegro για σόλο τσέμπαλο προξενεί ιδιαίτερη αίσθηση στο πλαίσιο του παρόντος έργου, όσο και αν ο Bach έχει προετοιμάσει το μέρος αυτό – τόσο σε τονικό όσο και σε υφολογικό επίπεδο – από το δεύτερο τμήμα του προηγουμένου μέρους. Η μορφή του παρουσιάζει επίσης εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθ’ ότι με αφετηρία τον διμερή σχεδιασμό αμφιταλαντεύεται και τελικά στρέφεται προς τον τριμερή! Η πρώτη ενότητα ξεκινά κανονικά από την μι-ελάσσονα και έπειτα από σύντομη μετατροπική πορεία επικεντρώνεται και καταλήγει στην τονικότητα της σχετικής Σολ-μείζονος. Ακολουθεί μια δεύτερη, λίγο μικρότερη σε έκταση ενότητα, με ανάπτυξη του δεδομένου μοτιβικού υλικού σε μεγαλύτερο τονικό εύρος και τελική στροφή προς την αρχική τονικότητα. Σε αυτήν τώρα, εισάγονται τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα της πρώτης ενότητος ούτως, ώστε να μπορεί εν προκειμένω να γίνει λόγος για μια “συνοπτική επανέκθεση”, παρά το γεγονός ότι η κατάληξη της τελευταίας αυτής ενότητος διευρύνεται με περαιτέρω ανάπτυξη των υφισταμένων μοτιβικών αποθεμάτων.

Στο τέταρτο μέρος (Adagio) της σονάτας, ο κύκλος των τονικοτήτων διευρύνεται με την εμφάνιση της σι-ελάσσονος. Το μέρος αυτό είναι καθ’ ολοκληρίαν γραμμένο σε τεχνοτροπία τρίο-σονάτας, και δη με αξιοπρόσεκτα ενεργητικό βάσιμο και συνεχείς μιμήσεις μεταξύ και των τριών φωνών. Το πρώτο δομικό τμήμα στρέφεται προς την περιοχή της ελάσσονος δεσπόζουσας, απ’ όπου το δεύτερο ξεκινά και στην πορεία του επαναπροσεγγίζει την αρχική τονικότητα. Στο τέλος, εξ άλλου, προστίθεται ένα σύντομο συνδετικό πέρασμα που κατευθύνεται προς την δεσπόζουσα της Σολ-μείζονος, προκειμένου το μέρος αυτό να οδηγήσει πολύ ομαλά στο τελευταίο του έργου.

Η τονικότητα της Σολ-μείζονος δεν είναι το μόνο κοινό στοιχείο του καταληκτικού Allegro με το πρώτο μέρος της σονάτας BWV 1019: και η διάρθρωσή τους είναι βασισμένη στο ίδιο κατ’ ουσίαν μακροδομικό πρότυπο, καθώς η πρώτη ενότητα επαναλαμβάνεται αυτούσια στο τέλος, ενώ η πολύ μεγαλυτέρων διαστάσεων μεσαία ενότητα χωρίζεται εδώ σε τρία μικρότερα τμήματα. Το πρώτο από αυτά, έχοντας ως αφετηρία του την αρχική τονικότητα, προσανατολίζεται κατόπιν προς την περιοχή της σχετικής ελάσσονος, απ’ όπου το δεύτερο μετατρέπει προς την δεσπόζουσα της Σολ-μείζονος· ακολουθεί λοιπόν μια πρόσκαιρη παγίωση της κύριας τονικότητος, αν και στην εξέλιξή του το τρίτο τμήμα κατευθύνεται προς την περιοχή της σι-ελάσσονος, όπου και καταλήγει με μια τέλεια πτώση-τομή (η ακόλουθη επαναφορά της πρώτης ενότητος στην αρχική τονικότητα είναι ως εκ τούτου τελείως αδιαμεσολάβητη). Η ύφανση του τελικού αυτού μέρους ακολουθεί επίσης το πρότυπο της τρίο-σονάτας, με σχεδόν αδιάλειπτη τρίφωνη μιμητική γραφή.

Τα πέντε μέρη της σονάτας αποκαλύπτουν ως σύνολο πολυποίκιλες αντιστοιχίες μεταξύ τους. Σε τονικό επίπεδο, π.χ., τα δύο εξωτερικά μέρη αντιπαρατίθενται στα τρία ενδιάμεσα, αν και παράλληλα το δεύτερο μέρος οδηγεί άμεσα στο τρίτο και το τέταρτο συνδέεται κατά τον ίδιο τρόπο με το πέμπτο. Σε υφολογικό επίσης επίπεδο, το πρώτο, το τέταρτο και το πέμπτο μέρος διακρίνονται από το υβριδικής υφής δεύτερο, το δεύτερο τμήμα του οποίου σχετίζεται ως έναν βαθμό με το τελείως ξεχωριστό σόλο του τσεμπάλου στο τρίτο μέρος της σονάτας! Σε δομικό επίπεδο, τέλος, η τριμερής “da capo” δόμηση των εξωτερικών μερών βρίσκεται εγγύτερα στην διαφορετικής συλλήψεως τριμέρεια του τρίτου, ενώ παράλληλα αντιδιαστέλλεται αισθητά προς τον διμερή μακροδομικό σχεδιασμό των δύο ενδιάμεσων αργών μερών.

15.12.2000


© Ιωάννης Φούλιας