Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Johann
Sebastian Bach (1685-1750): Σουΐτα για σόλο τσέλλο αρ. 3 σε Ντο-μείζονα,
BWV 1009
Η σουΐτα (ή παρτίτα) υπήρξε ένα από τα δημοφιλέστερα είδη ενόργανης μουσικής της εποχής του μπαρόκ και συνίστατο σε μια σειρά διαφορετικών χορών (ενίοτε όμως και μη χορευτικών κομματιών) στην ίδια τονικότητα. Η ενασχόληση του J. S. Bach με το είδος προσέφερε στους μεταγενεστέρους ορισμένα “κλασσικά” παραδείγματα σουΐτας τόσο για πληκτροφόρα όσο και για άλλα σολιστικά όργανα (βιολί, τσέλλο, φλάουτο, λαούτο) καθώς και για ορχήστρα. Οι έξι σουΐτες για σόλο τσέλλο συγκαταλέγονται μάλιστα μεταξύ των παλαιοτέρων έργων που αφιερώθηκαν ειδικά στο όργανο αυτό, αλλά η ιστορική τους σημασία συνδυάζεται περαιτέρω με την υψηλή καλλιτεχνική και παιδαγωγική τους αξία. Χρονολογούνται γύρω στο 1720, την περίοδο της δραστηριότητος του Bach στο Köthen, και φαίνεται ότι γράφηκαν είτε για τον Christian Ferdinand Abel είτε για τον Bernhard Linigke, οι οποίοι ήσαν εκτελεστές viola da gamba και τσέλλου στην ορχήστρα του πρίγκηπος Leopold του Anhalt-Köthen.
Η τρίτη σουΐτα για βιολοντσέλλο σε Ντο-μείζονα περιλαμβάνει τους τέσσερεις συνηθέστερους – στο πλαίσιο του είδους της – χορούς (Allemande, Courante, Sarabande και Gigue ή Gique) και επιπροσθέτως ένα πρελούδιο στην αρχή καθώς και ένα ζεύγος Bourrée ως προτελευταίο μέρος του κύκλου. Το εισαγωγικό Πρελούδιο (Prélude) είναι το μόνο μη χορευτικό μέρος της σουΐτας αυτής (αν και στην εποχή του Bach οι διάφοροι χοροί της σουΐτας είχαν ούτως ή άλλως τυποποιηθεί ως ενόργανα κομμάτια που δεν προορίζονταν πλέον για χορευτική χρήση) και αποτελείται ως επί το πλείστον από συνεχή ροή δεκάτων-έκτων. Η τονική του πορεία επικεντρώνεται αρχικά στην τονική, έπειτα προσεγγίζει διαδοχικά τις συγγενικές περιοχές της δεσπόζουσας, της σχετικής ελάσσονος και της υποδεσπόζουσας, ενώ μέσω ενός εκτενούς ισοκράτη επί της δεσπόζουσας καταλήγει και πάλι στην τονική, όπου μια σειρά συγχορδιών και στοχαστικών παύσεων καθώς και ένας ισοκράτης επί της τονικής προσδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην τελική πτώση.
Τόσο η τετράσημη, σχετικώς αργή Allemande, όσο και η τρίσημη, γρήγορη και ρυθμικώς ομοιογενής Courante, συνίστανται σε δύο τμήματα ίδιας (στην πρώτη περίπτωση) ή σχεδόν ίδιας εκτάσεως (στην δεύτερη περίπτωση), τα οποία κατευθύνονται από την τονική προς την δεσπόζουσα (το πρώτο) και από την δεσπόζουσα – μέσω της σχετικής ελάσσονος – προς την τονική (το δεύτερο). Η τρίσημη, αργή και πολυφωνική Sarabande είναι επίσης διμερούς κατασκευής, πλην όμως το πρώτο της τμήμα, με πορεία από την τονική προς την δεσπόζουσα, ακολουθείται από ένα δεύτερο τμήμα που είναι διπλάσιο σε μέγεθος και το οποίο αφ’ ενός μεν καταλήγει στην σχετική της υποδεσπόζουσας και αφ’ ετέρου επιστρέφει στην τονική.
Το ζεύγος των ανάλαφρων Bourrée, σε μέτρο 2/2, συνίσταται εκ νέου σε διμερή κομμάτια, το δεύτερο τμήμα των οποίων είναι υπερδιπλάσιο και διπλάσιο, αντιστοίχως, του πρώτου: η Bourrée I ακολουθεί παρ’ όλα αυτά τον ίδιο τονικό σχεδιασμό με την Allemande και την Courante, ενώ η Bourrée II, όντας γραμμένη στην ομώνυμη ντο-ελάσσονα, πραγματοποιεί ενδιάμεσες πτώσεις στην σχετική μείζονα και την ελάσσονα δεσπόζουσα· μετά την ολοκλήρωσή της, εξ άλλου, επαναλαμβάνεται η πρώτη Bourrée “da capo”.
Η σουΐτα ολοκληρώνεται με μια πολύ γρήγορη Gique σε μέτρο 3/8, η μορφή της οποίας προσεγγίζει περισσότερο από κάθε άλλο μέρος του έργου την διμερή προκλασσική σονάτα, καθώς το δεύτερο “ήμισυ” κάθε τμήματος είναι μεν θεματικώς ταυτόσημο, αλλά εμφανίζεται κατ’ αρχάς στην δεσπόζουσα (στο πρώτο τμήμα) και έπειτα μεταφέρεται στην περιοχή της τονικής (στο δεύτερο τμήμα)· από την άλλη πλευρά, τα θεματικά περιεχόμενα που παρουσιάζονται στην έναρξη των δύο αυτών τμημάτων δεν ταυτίζονται μεταξύ τους, αν και ορισμένα στοιχεία του πρώτου μακροδομικού τμήματος που εκτίθενται στην τονική, αναπτύσσονται κατόπιν στην έναρξη του κάπως εκτενέστερου δεύτερου τμήματος, όπου στο επίκεντρο τίθεται η περιοχή της σχετικής ελάσσονος.
07.10.2002
© Ιωάννης Φούλιας