Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Σονάτα για σόλο βιολί αρ. 1 σε σολ-ελάσσονα, BWV 1001

Η συλλογή των τριών σονατών και ισάριθμων παρτιτών για σόλο βιολί (BWV 1001-1006) συγκαταλέγεται στα έργα μουσικής δωματίου του Bach της περιόδου του Köthen (ή Cöthen, σύμφωνα με την ορθογραφία της εποχής εκείνης), όπου ο συνθέτης μεταξύ των ετών 1717 και 1723 κατείχε την θέση του “αρχιμουσικού της αυλής και διευθυντού των πριγκηπικών συνόλων μουσικής δωματίου”, όντας στην υπηρεσία του πρίγκηπος Leopold του Anhalt-Köthen. Το χειρόγραφο φέρει τον γενικό τίτλο Έξι σόλο για βιολί χωρίς συνοδευτικό βάσιμο, υπογραμμίζοντας έτσι την πρωτοτυπία του εν λόγω κύκλου, αφού σε ανάλογα έργα του μπαρόκ (όπως στην περίφημη συλλογή σονατών για βιολί, opus 5, του Archangelo Corelli) η συνοδευτική παρουσία του basso continuo θεωρείτο λίγο-πολύ δεδομένη. Ως χρονολογία της σύνθεσης του Bach κατατίθεται μεν το έτος 1720, δίχως ωστόσο να μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα ορισμένα από τα μέρη των σονατών και των παρτιτών της συλλογής να προϋπήρχαν του συνόλου, λαμβανομένου άλλωστε υπ’ όψιν και του γεγονότος ότι το σωζόμενο χειρόγραφο συνιστά ένα καθαρογραμμένο αντίγραφο που δεν αποτυπώνει παρά μονάχα το τελικό στάδιο της δημιουργικής διαδικασίας. Φαίνεται πάντως ότι η σύνθεση και οπωσδήποτε η οργάνωση των συγκεκριμένων κομματιών στο πλαίσιο του εν λόγω κύκλου ολοκληρώθηκαν πράγματι εντός του 1720.

Τα έργα αυτά προορίζονταν για κάποιον βιολονίστα που είχε αναπτύξει υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας, πιθανότατα μάλιστα για τον ίδιο τον Bach, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο συνθέτης δεν ήταν μόνο εξαίρετος οργανίστας και τσεμπαλίστας, αλλά έπαιζε με ευχέρεια αρκετά ακόμη όργανα, μεταξύ των οποίων και το βιολί. Σε αυτό ενδεχομένως συνηγορεί και το γεγονός ότι τα κομμάτια αυτά δεν γνώρισαν καμμία έκδοση κατά την διάρκεια του βίου του, επιτελώντας συνεπώς τον ρόλο τους αποκλειστικά εντός του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του συνθέτη.

Οι τρεις σονάτες της συλλογής ακολουθούν το τυπικό τετραμερές πρότυπο της εκκλησιαστικής τρίο-σονάτας. Έτσι, η πρώτη από αυτές, σε σολ-ελάσσονα (BWV 1001), ξεκινά με ένα Adagio, το οποίο συνιστά ουσιαστικά την λεπτομερή καταγραφή ενός αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρος εισαγωγικού μέρους (ενός “πρελουδίου”, με άλλα λόγια). Οι διάφορες τρίφωνες και τετράφωνες συνηχήσεις – οι οποίες την εποχή εκείνη αποδίδονταν με κάπως μεγαλύτερη εκτελεστική άνεση, λόγω του τότε υφιστάμενου τοξωτού δοξαριού – λειτουργούν παράλληλα ως καταλήξεις φράσεων και ως σημεία εκκινήσεως γρήγορων περασμάτων, τα οποία ποικίλουν μια σαφή αρμονική πορεία από την αρχική τονικότητα προς τις περιοχές της ελάσσονος δεσπόζουσας και της υποδεσπόζουσας καθώς και την τελική επαναφορά της σολ-ελάσσονος. Παράλληλα, η ψευδοπολυφωνική γραφή του πρώτου μέρους προαναγγέλλει κατ’ ουσίαν την ύφανση της ανεπτυγμένης φούγκας του δεύτερου μέρους (Allegro), όπου τμήματα δίφωνης έως τετράφωνης ημι-αντιστικτικής γραφής με παραθέσεις του σύντομου αρχικού θέματος εναλλάσσονται με ελεύθερα περάσματα δεκάτων-έκτων. Η αργή Siciliana στην σχετική Σι-ύφεση-μείζονα, που ακολουθεί την φούγκα, θα μπορούσε να αποτελεί μέρος χορευτικής σουΐτας, πλην όμως ο Bach την εντάσσει στο πλαίσιο της παρούσας σονάτας ως αργό τρίτο μέρος και δη ιδιαιτέρως πολυφωνικά ανεπτυγμένο! Κατά τα λοιπά, το μέρος αυτό βασίζεται σε έναν μάλλον τυπικό διμερή μακροδομικό σχεδιασμό που αφ’ ενός μεν οδηγείται στην σολ-ελάσσονα και αφ’ ετέρου ανακατευθύνεται σταδιακώς προς την αρχική τονικότητα. Το τελικό Presto σε σολ-ελάσσονα φέρει επίσης χαρακτηριστικά μέρους σουΐτας, και συγκεκριμένα μιας ανάλαφρης gigue σε μέτρο 3/8: η συνεχής ροή δεκάτων-έκτων διαμορφώνει εδώ άλλοτε το αρμονικό υπόβαθρο εν είδει σπασμένων συγχορδιών και άλλοτε πάλι μια μελωδικότερης φύσεως εξέλιξη, όπου μάλιστα διακρίνονται δύο αλληλοσυμπληρούμενα ηχητικά-μελωδικά επίπεδα. Η δομή του τελικού αυτού μέρους είναι σαφέστατα διμερής, με αρμονική πορεία που κατευθύνεται από την ελάσσονα τονική μέσω της μείζονος σχετικής προς την δεσπόζουσα (στο πρώτο τμήμα) και από την δεσπόζουσα μέσω της υποδεσπόζουσας προς την τονική (στο δεύτερο).

15.12.2000


© Ιωάννης Φούλιας