Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Αντόν Στεπάνοβιτς Αρένσκυ [Антон Степанович Аренский] (1861-1906): Παραλλαγές πάνω σ’ ένα θέμα του Τσαϊκόβσκυ, σε μι-ελάσσονα, για ορχήστρα εγχόρδων, opus 35a

Έχοντας αρχικά μαθητεύσει με τον Ρίμσκυ-Κόρσακοβ και καταστεί εν συνεχεία ένας αξιόλογος πιανίστας, αρχιμουσικός αλλά και καθηγητής θεωρητικών στο Ωδείο της Μόσχας, ο Αρένσκυ συνδέθηκε φιλικά με τον Τσαϊκόβσκυ και δεν άργησε να δεχθεί την έντονη επιρροή του τελευταίου στην δική του συνθετική δημιουργία. Αναμενόμενα, λοιπόν, ο θάνατος του μεγάλου ομοτέχνου του το 1893 τον κλόνισε βαθιά και απετέλεσε την αφορμή αλλά και το υπόβαθρο για την σύνθεση ενός από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του: του Κουαρτέττου εγχόρδων αρ. 2, σε λα-ελάσσονα, opus 35, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1894. Το κουαρτέττο αυτό, αφιερωμένο στην μνήμη του Τσαϊκόβσκυ και γραμμένο για το ασυνήθιστο σύνολο ενός βιολιού, μίας βιόλας και δύο τσέλλων, συνίσταται σε τρία μέρη, βασισμένα σε δύο μέλη της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας, ένα λαϊκό τραγούδι αλλά και μία λαϊκοφανή μελωδία του Τσαϊκόβσκυ, η οποία προέρχεται από το πέμπτο τραγούδι («Θρύλος» [“Легенда”]) της συλλογής 16 τραγούδια για παιδιά, opus 54 (1883), και έχει τοποθετηθεί στην “καρδιά” του έργου του Αρένσκυ, ως θέμα για 7 παραλλαγές. Ωστόσο, το μεσαίο αυτό μέρος του κουαρτέττου διαδόθηκε ακόμη περισσότερο και υπό τύπον ανεξάρτητης σειράς παραλλαγών, σε αυθεντική μεταγραφή του Αρένσκυ για ορχήστρα εγχόρδων (opus 35a).

Το τραγούδι του Τσαϊκόβσκυ παρουσιάζεται στην ολότητά του ως θέμα (Moderato), καίτοι βέβαια, ελλείψει κειμένου, η βασική μουσική στροφή – με τις δύο επαναλαμβανόμενες φράσεις της – διατυπώνεται εδώ μία μόνο φορά (αντί για τρεις απανωτές) και την διαδέχεται άμεσα η – επίσης επαναλαμβανόμενη – καταληκτική μελωδική φράση (επιπλέον, ο Αρένσκυ αφήνει κατά μέρος τον πιανιστικό πρόλογο και επίλογο του τραγουδιού). Το μελωδικό υλικό των τριών αυτών φράσεων αξιοποιείται κατόπιν με μιμητικό – σχεδόν φουγκοειδή – τρόπο στην πρώτη παραλλαγή (Un poco più mosso), ενώ στις δύο επόμενες παρατίθεται σταθερά σε μία φωνή ως cantus firmus, λειτουργώντας έτσι ως θεμέλιο για την σύσταση δύο πολύ διαφορετικών κομματιών χαρακτήρος, ούτως ειπείν: ενός “scherzo” (Allegro non troppo) και μιας αργής λυρικής μινιατούρας στην ομώνυμη Μι-μείζονα (Andantino tranquillo). Αντίθετα, στην τέταρτη παραλλαγή (Vivace), μοτίβα του αρχικού θέματος απομονώνονται και αναπτύσσονται με μεγαλύτερη ελευθερία, αποφέροντας έναν λαϊκότροπο ρωσικό χορό σε τριμερή μορφή. Η τεχνική του cantus firmus βρίσκει περαιτέρω εφαρμογή στην πέμπτη παραλλαγή (Andante), όπου η βασική μελωδική γραμμή μετατίθεται στο μπάσσο, προτού η ίδια διαχυθεί στις υψηλότερες φωνές και παραλλαχθεί με την τεχνική της ρυθμικής σμίκρυνσης (“diminutio”) στην ζωηρότατη έκτη παραλλαγή (Allegro con spirito). Ξεχωριστό ενδιαφέρον, προσέτι, παρουσιάζει η έβδομη – και τελευταία – παραλλαγή (Andante con moto) στην Σολ-μείζονα, καθώς σε αυτήν η αρχική μελωδία εκφέρεται πλέον σε αναστροφή! Παρ’ όλα αυτά, η εναρκτήρια φράση του θέματος ανακαλείται εκ νέου με την πρωτότυπη μορφή της στην coda του μέρους (Moderato), ερχόμενη σε αντιπαράθεση αλλά και σε αντιστικτικό συνδυασμό με ένα εκκλησιαστικό μέλος (πάνω στο οποίο είχε προηγουμένως βασισθεί ολόκληρο το πρώτο μέρος του κουαρτέττου του Αρένσκυ), προτού η ίδια διέλθει απ’ όλες τις φωνές του ενόργανου συνόλου με κατιούσα φορά, στο κλείσιμο ενός εξαίρετου δείγματος εθνικής μουσικής δημιουργίας.

17.12.2016


© Ιωάννης Φούλιας