Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Αμάραντος
Αμαραντίδης (1947-1995): Κοντσέρτο για
κοντραμπάσσο και ορχήστρα εγχόρδων
Γεννημένος στην Δράμα το 1947, ο Αμάραντος Αμαραντίδης ασχολήθηκε σε πρώτη φάση με το κλαρινέττο, σπουδάζοντας στο Ωδείο Αθηνών και πραγματοποιώντας περί το 1970 ορισμένες εμφανίσεις ως σολίστας αλλά και ως μέλος ευρύτερων μουσικών συνόλων. Το 1975, ωστόσο, αποφάσισε να καταπιασθεί με τα θεωρητικά της μουσικής και, έπειτα από σχετικές σπουδές στο Εθνικό Ωδείο και την École Normale του Παρισιού, επέστρεψε το 1980 στην Αθήνα για να εργασθεί ως καθηγητής θεωρητικών σε διάφορα ωδεία και να συγγράψει σειρά συναφών εγχειριδίων για τις ανάγκες της διδασκαλίας του. Παράλληλα, καταγινόταν ολοένα και πιο συστηματικά και με την μουσική σύνθεση, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1995. Μάλιστα, το Κοντσέρτο για κοντραμπάσσο και ορχήστρα εγχόρδων είναι ένα από τα τελευταία του έργα, καθώς γράφηκε το 1994 για τον δεξιοτέχνη του οργάνου Παναγιώτη (Τάκη) Καπογιάννη, στον οποίον έχει τιμητικά αφιερωθεί και η παρτιτούρα.
Το πρώτο μέρος του κοντσέρτου (Allegro moderato) είναι το εκτενέστερο αλλά και το πλέον δύσληπτο, εξαιτίας τόσο της ατονικής του γραφής, όσο και των συχνών μεταβολών που διέπουν την μετρική του οργάνωση· παράλληλα, όμως, αποτελεί και μιαν ενδιαφέρουσα υλοποίηση της μορφής σονάτας, την οποίαν ο Αμαραντίδης φαίνεται πως προσέγγιζε κατά τρόπον ασύλληπτα πιο λεπτοφυή και πλαστικό στην συνθετική του πρακτική απ’ ό,τι στα – παρωχημένων αντιλήψεων και εκλαϊκευτικά – θεωρητικά του συγγράμματα. Το κύριο θέμα της εκθέσεως ανοίγει από την ορχήστρα εγχόρδων, με ένα χρωματικό υπόστρωμα που “δραματοποιεί” ιδιαίτερα την είσοδο του σολίστα, προτού ο τελευταίος άρει σταδιακά την προκληθείσα ένταση χάρη στην ήρεμη διατονική εκτύλιξη της μελωδικής του γραμμής. Εντούτοις, στο παράλλαγμα της ίδιας διαδικασίας που ακολουθεί άμεσα, το κοντραμπάσσο φθάνει σε μια πιο ζοφερή κατάληξη, πριν την έναρξη της μεταβάσεως, όπου το μοτιβικό υλικό του κυρίου θέματος αναπτύσσεται πλέον με αυξανόμενη ορμητικότητα και υψηλή δεξιοτεχνία, οδηγώντας έτσι ομαλά σε ένα πολύ σφοδρό και δυναμικό πλάγιο θέμα, το οποίο μάλιστα γίνεται όλο και πιο απειλητικό με τις έμμονα επαναλαμβανόμενες, θυελλώδεις φιγούρες που εναλλάσσονται μεταξύ του ορχηστρικού και του σολιστικού μέρους. Η βαθμιαία εκτόνωση της εντάσεως, που επιτυγχάνεται με τρία διαδοχικά ανοδικά περάσματα του κοντραμπάσσου, επιτρέπει κατόπιν στην ορχήστρα να μετουσιώσει το κύριο θεματικό υλικό σε ένα ελεγειακό και άκρως εκφραστικό (παρ’ ότι αναμφίβολα στατικό) εναρκτήριο τμήμα της επεξεργασίας, η οποία συνεχίζεται με ένα ανάλογης διαθέσεως “σχόλιο” εκ μέρους του σολίστα και καταλήγει σε ένα εξόχως ενεργητικό – αλλά και πολύ απαιτητικό, από τεχνικής πλευράς, για το κοντραμπάσσο – συνδετικό πέρασμα προς την επανέκθεση, αναπτύσσοντας με αδιάλειπτα pizzicati μοτιβικά στοιχεία του πλαγίου θέματος. Η ύστατη μακροδομική ενότητα του μέρους είναι πλήρως “αντικατοπτρική”, καθ’ ότι ξεκινά με την σχεδόν αυτούσια επαναφορά του πλαγίου θέματος, ενώ μια σύντομη και ελεύθερη ανάπλαση των περιεχομένων του μεταβατικού τμήματος της εκθέσεως οδηγεί εν τέλει στην όψιμη επανέκθεση και ολόκληρου του κυρίου θέματος, η οποία προσέτι, παρά την πιστότητά της, δίνει την ψευδαίσθηση μιας ασυνόδευτης σολιστικής καντέντσας του κοντραμπάσσου!
Αμιγώς σολιστική είναι και η μικρή εισαγωγή του Molto moderato (του αργού μέρους του έργου, το οποίο εκτελείται καθ’ ολοκληρίαν με pizzicati από τον σολίστα και την ορχήστρα εγχόρδων), όπου απλώς σκιαγραφείται το θέμα της ακόλουθης πασσακάλιας, προτού αυτό διατυπωθεί στην πληρότητά του από τα κοντραμπάσσα της ορχήστρας. Πάνω σε αυτό το σταθερό και κάπως μυστηριώδες υπόβαθρο – που περιστρέφεται γύρω από τον φθόγγο σι, υποδηλώνοντας την ομώνυμη ελάσσονα τονικότητα – δομούνται στην συνέχεια επτά παραλλαγές, το κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η προοδευτική ρυθμική αναζωογόνησή τους με νέα μοτίβα, που εμφανίζονται τόσο στο σολιστικό μέρος όσο και στην ορχήστρα. Στην τελευταία παραλλαγή, όμως, το θέμα του μπάσσου απογυμνώνεται συν τω χρόνω από τον ρυθμικό και αρμονικό του διάκοσμο, ενώ μια έσχατη απόπειρα επανεκκινήσεώς του αναστέλλεται πρόωρα…
Το τρίτο μέρος του κοντσέρτου (Allegretto) είναι σχεδόν τονικό και προσλαμβάνει την μορφή μιας ασυνήθιστα διευρυμένης σονάτας-ρόντο. Το κύριο θέμα εκτίθεται αρχικά στην μι-ελάσσονα και φέρει ανεξίτηλα τα χαρακτηριστικά του ζωηρού χορού της ταραντέλλας, όπως άλλωστε και το βραχύτατο πλάγιο θέμα που εισάγεται λίγο αργότερα στην Σολ-μείζονα με ανάλαφρη και έντονα σκωπτική διάθεση. Η πρώτη επαναφορά του κυρίου θέματος πραγματοποιείται κατόπιν στην μι-ύφεση-ελάσσονα και το υλικό του δεν αργεί να ακολουθήσει νέα αναπτυξιακή ατραπό· παρά τις εύλογες δομικές προσδοκίες που δημιουργεί αυτή η εξέλιξη, ωστόσο, η μετέπειτα ανάκληση του πλαγίου θέματος στην Σολ-ύφεση-μείζονα εγείρει ερωτήματα όσον αφορά τις πραγματικές προθέσεις του συνθέτη (αφού μέχρι αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μιαν έκθεση σονάτας και μία παρηλλαγμένη – και μεταφερμένη σε διαφορετική τονική βάση – επανάληψή της). Όταν όμως η ακόμη πιο διεξοδική επεξεργασία του κυρίου θεματικού υλικού που διαδέχεται την αινιγματική αυτήν αναδρομή, έχοντας εν τω μεταξύ προβεί σε αρκετές αντιπαραθέσεις της ορχήστρας προς τον σολίστα και διέλθει από πληθώρα διαφορετικών τονικών περιοχών, επιστεγασθεί με μία ακόμη εμφάνιση του πλαγίου θέματος στην Λα-ύφεση-μείζονα, η οποία επιπροσθέτως, αντί να οδηγήσει σε επανέκθεση του κυρίου θέματος, προτάσσεται μιας νέας αναπτυξιακής “περιπέτειας” του κυρίου θεματικού υλικού με την μορφή ενός σφριγηλού φουγκάτο (που ακολουθείται περαιτέρω από σύντομο εσωστρεφή “αναστοχασμό” του κοντραμπάσσου και καινοφανές ορμητικό ορχηστρικό συνδετικό πέρασμα), τότε πλέον συνειδητοποιούμε ότι το μικρό και χαρακτηριστικό αυτό πλάγιο θέμα εξακολουθεί να εμφανίζεται περιοδικά ακόμη και εντός της ευρύτερης ενότητος της κεντρικής επεξεργασίας, λειτουργώντας συνεπώς ως μια “δευτερεύουσα επωδός”, ούτως ειπείν! Κατόπιν τούτου, βέβαια, η έκπληξη που προξενεί η “αντικατοπτρική” τελική επανέκθεση των δύο θεμάτων είναι σαφώς μικρότερη: μάλιστα, το πλάγιο θέμα εισάγεται τώρα ξανά στην Λα-ύφεση-μείζονα αλλά για πρώτη (και τελευταία) φορά αποκλειστικά από την ορχήστρα, ενώ και το κύριο θέμα επανεκτίθεται έπειτα στην μι-ελάσσονα κυρίως από την ορχήστρα, προτού το κοντραμπάσσο έλθει σε ισότιμο διάλογο και τελικά συμπορευθεί με τα πρώτα βιολιά στην νευρώδη καταληκτική προέκταση του κυρίου θέματος, με την οποίαν αποπερατώνεται αυτή η εξόχως αντισυμβατική και πρωτότυπη μακροδομική κατασκευή.
17.12.2008
© Ιωάννης Φούλιας