Παναγιώτης Σημάτης,
Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα «Ἔρευνα»,
Αἴγιον, 27 Ἰανουαρίου 2006
Τὶς προηγούμενες δεκαετίες εὔκολα διαπίστωνε κανεὶς ὅτι μεταξὺ τῶν Φυσικῶν ἐπιστημόνων καὶ τῶν θεολόγων ὑπῆρχε μία καχυποψία ποὺ ἔφτανε ὡς τὴν ἀντιπαράθεση ἢ τὴν σύγκρουση. Γι᾿ αὐτὸ ἀποτέλεσε μία εὐχάριστη ἔκπληξη τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ «Ἕνωση Ἑλλήνων Φυσικῶν» διοργάνωσε Συνέδριο τὴν προηγούμενη Κυριακὴ στὴν Ἀθήνα (Ἐθνικὸ Κέντρο Ἐρευνῶν) μὲ τίτλο «Ἐπιστήμη καὶ Θεός».
Σ᾿ αὐτὸ ἔλαβαν μέρος ὡς εἰσηγητὲς Πρυτάνεις, Καθηγητὲς ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς Ἀστροφυσικῆς, τῶν Μαθηματικῶν, καὶ τῆς Θεολογίας. Τὴν ἔναρξη κήρυξε ὁ Φυσικός, Δρ. Βιοηθικῆς, πρώην ἐρευνητὴς τῆς ΝΑΣΑ καὶ νῦν Μητροπολίτης Μεσογαίας π. Ν. Χατζηνικολάου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους διοργανωτὲς τοῦ Συνεδρίου ἦταν ὁ συμπολίτης μας Νεκτάριος Μαμαλοῦγκος, ὁ ὁποῖος καὶ συντόνισε τὴν ἐκδήλωση.
Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὲς παρατήρησαν, πὼς ὅ,τι στὸ παρελθὸν ὀνομάστηκε σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ ἐπιστήμης, δὲν εἶναι δυνατὸν καὶ σήμερα νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς σύγκρουση, γιατὶ σήμερα ἔχει γίνει ἀρκούντως κατανοητὸ πὼς δὲν μποροῦν νὰ συγκρούονται δυὸ ἐπιστημονικοὶ χῶροι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαφορετικὸ γνωστικὸ ἀντικείμενο νὰ ἐρευνήσουν. Οἱ Φυσικὲς ἐπιστῆμες ἐρευνοῦν μὲ τὶς κατάλληλες μεθόδους τὸ φυσικὸ ἢ κτιστὸ κόσμο, ἐνῶ ἡ θεολογία ἐρευνᾶ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸν ἄϋλο κόσμο, τὴν πνευματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸ Θεό. Ἔτσι ὅποια σύγκρουση παρατηρήθηκε στὸ παρελθὸν -καὶ θὰ παρατηρεῖται καὶ στὸ μέλλον-, δὲν εἶναι σύγκρουση τῶν δυὸ αὐτῶν ἐπιστημονικῶν περιοχῶν, ἀλλὰ σύγκρουση τῶν ἐπιστημόνων ἐκείνων ποὺ ἐκφράζουν τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ ἐκείνων ποὺ ἐκφράζουν τὴ θεολογία καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν λανθασμένες θεολογικὲς ἢ κοσμολογικὲς ἀφετηρίες ἢ φανατισμὸ ἢ ὑπηρετοῦσαν ποικίλες ἄλλες σκοπιμότητες.
Ὁ Κοσμήτωρ τῆς Θεολογικῆς π. Γ. Μεταλληνός, βοήθησε τοὺς συνέδρους νὰ κατανοήσουν την ἀφετηρία τῶν σφοδρῶν συγκρούσεων πίστεως–ἐπιστήμης ἐπισημαίνοντας τὸ γεγονὸς πὼς τὸ πρόβλημα δημιουργήθηκε στὴν Δύση, ὅπου ὁ Παπισμὸς καὶ τὰ παρακλάδια τοῦ διέστρεψαν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, εἰσήγαγαν τὸν Σχολαστικισμὸ καὶ ἐπεχείρησαν μὲ ὄργανο τὴν διάνοια νὰ κατανοήσουν ὄχι μόνο τὸν ὑλικὸ κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἡ φύση καὶ ἡ οὐσία τοῦ ὁποίου εἶναι ἄλλης τάξεως. Ἀντίθετα «ἡ γνωσιολογία στὴν Ἀνατολὴ (τόνισε) προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ (γνωριζόμενο) «ἀντικείμενο», τὸ ὁποῖο εἶναι διπλό: Ἄκτιστο καὶ κτιστό. Ἄκτιστο εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ὁρίζεται φυσικά, ἀλλὰ γνωρίζεται ἐμπειρικά, διὰ τῶν αἰσθήσεων. Κτιστὸ εἶναι τὸ σύμπαν, στὸ ὁποῖο πραγματώνεται ἡ ὕπαρξή μας. Πίστη εἶναι ἡ γνώση τοῦ Ἀκτίστου καὶ Ἐπιστήμη εἶναι ἡ γνώση τοῦ κτιστοῦ. Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ δυὸ διαφορετικὲς γνώσεις, κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχει τὴ μέθοδο καὶ τὸ ὄργανό της».
Ἔτσι, ὅταν κάποιοι χρησιμοποιοῦν διάφορες ἐπιστημονικὲς ἀπόψεις ποὺ ὡς ἐκ τῆς φύσεώς τους εἶναι ἀποσπασματικὲς καὶ προσωρινὲς (ἀφοῦ κάποια νέα ἐπιστημονικὴ θεωρία θὰ τὶς παραμερίσει) καὶ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις τὶς χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν ἢ γιὰ νὰ καταρρίψουν θεολογικὲς θέσεις, οὐσιαστικὰ οἱ ἴδιοι ὑπονομεύουν τὶς θέσεις τους, ἀφοῦ κάθε ἐπιστημονικὴ ἄποψη καὶ θέση εἶναι πρόσκαιρη καὶ φθαρτὴ (κατὰ τὸν Πόππερ διαψεύσιμη). Καὶ «ὅταν αὐτὲς οἱ ἀπόψεις ποὺ τώρα χρησιμοποιοῦν ὡς ἐπιχειρήματα ἀνατραποῦν ἀπὸ καινούργιες ἐπιστημονικὲς θεωρίες, τότε μαζί τους θὰ ἀνατραποῦν καὶ οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις» στὶς ὁποῖες αὐτάρεσκα στηρίζονται (ὅπως τόνισε ὁ καθηγητὴς Ἀστροφυσικῆς κ. Εὐστράτιος Θεοδοσίου).
Καὶ συνέχισε: «Μέχρι σήμερα ἡ ἔννοια τῆς ἀνθρώπινης κοινῆς λογικῆς, ποὺ ἀνέπτυξε ὁ ἄνθρωπος μέσῳ τῶν αἰσθήσεών του, ταυτιζόταν μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ λογική. Τώρα πλέον, ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ σκέψη διαφοροποιεῖται ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν “κοινὴ ἀνθρώπινη Λογική”. Παράδειγμα ἡ ἔννοια τῆς ὕλης, ἡ ὁποία γιὰ τὴ θεωρία τῆς σχετικότητας δὲν εἶναι πλέον τὸ ἀναλλοίωτο σύμπλεγμα μορίων τοῦ Νεύτωνα, ἀλλὰ τὸ πύκνωμα ἑνὸς ἐνεργειακοῦ ρεύματος…Ὅ,τι δηλ. μέχρι σήμερα ἀντιλαμβανόμαστε σὰν ἁπτὴ καὶ ἐξατομικευμένη ὕλη, γιὰ τὴ σύγχρονη φυσικὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ψευδὲς κατασκεύασμα τῶν αἰσθήσεών μας. “Βλέπουμε” δηλ. τὸ περιβάλλον μας ὄχι ὅπως στὴν πραγματικότητα εἶναι, ἀλλὰ ὅπως οἱ αἰσθήσεις μας, μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε».
Παράδειγμα: Οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ἀτελεῖς. «Ὁ ὀφθαλμὸς ἀποτελεῖ ἕνα ἀτελέστατο συλλέκτη ἀκτινοβολιῶν…καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ ἀντικείμενα μικρῆς ἔκτασης ἢ ἀκτινοβολίες ἐκτὸς τοῦ ἐλαχιστότατου εὔρους τῶν ὁρατῶν μηκῶν κύματος» καὶ ἔτσι μιὰ «σειρὰ ἀντικειμένων ἢ γεγονότων παραμένουν ἀόρατα γιὰ τὸν ἄνθρωπο…Ἂν τὸ αἰσθητήριό της ὅρασής μας εἶχε ἄπειρες δυνατότητες», ἡ εἰκόνα ποὺ θὰ εἴχαμε γιὰ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει θὰ ἦταν διαφορετική. Ἔτσι ὅμως, ὅπως εἶναι δομημένες οἱ αἰσθήσεις μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ «ἀποτελοῦν τὸ ἀδιάψευστο κριτήριο τῆς ἀλήθειας τῶν συμπαντικῶν μορφῶν καὶ φαινομένων. Δὲν ἀντιλαμβανόμαστε δηλ. τὸ Σύμπαν ὅπως αὐτὸ εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ὅπως ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ ὁ ἐγκέφαλός μας μέσῳ τῶν ἀτελέστατων ἀνθρωπίνων αἰσθήσεων».
Ἡ τελικὴ ἐντύπωση ἦταν πὼς ἡ σύγχρονη φυσικὴ ἀποδέχεται θεωρητικὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ὑπεραισθητοῦ συμπαντικοῦ χώρου, τὸν ὁποῖο (μὲ ἄλλες προϋποθέσεις) ἀποδέχεται καὶ ἡ θεολογικὴ σκέψη. Καὶ δὲν εἶναι περισσότερο κατανοητὴ ἡ Συμπαντικὴ πραγματικότητα ἀπὸ τοὺς Ἐπιστήμονες ἀπὸ ὅσο τὸ πνευματικὸ Σύμπαν ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων τὴν ἐμπειρικὴ θεολογική-ἐπιστημονικὴ γνώση ἀκολουθοῦμε, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὰ ἀδιέξοδά της Δυτικῆς θεολογίας.
Ὅσο γιὰ τὸ πρόβλημα ἂν ὑπάρχει ἢ ὄχι ὁ Θεός: Οἱ φυσικοὶ ἐπιστήμονες δήλωσαν ἀναρμοδιότητα, ἀφοῦ ἡ ἐμβέλεια τῆς ἐπιστήμης τους φτάνει ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνιχνεύουν τὴν ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, μέχρι δηλ. τὸ ὁριακὸ γεγονὸς τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως», ἢ ὅπως ἀλλιῶς ὀνομασθεῖ στὸ μέλλον. Πρὶν ἀπὸ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὅ,τι γνωρίζουμε, ἐμπίπτει στὶς ἁρμοδιότητες τῆς θεολογίας, ὄχι ὡς ἀνθρώπινης μόνο δραστηριότητας, ἀλλὰ κυρίως ὡς ἀποκάλυψης τοῦ πιστευομένου καὶ ὄχι μὲ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα ἀποδεικνυομένου Θεοῦ.