Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 9 Μαρτίου 1997
Στὸ σύγχρονο κόσμο κυριάρχησε ἡ θρησκεία τῆς ἐπιστήμης. Μία θρησκεία ποὺ ἐνέπνευσε τὴν τυφλὴ πίστη στὴ δύναμη τῆς ἐπιστήμης καὶ τὸν καθολικὸ σεβασμὸ στὴ διανοητική της αὐθεντία καὶ πρωτοκαθεδρία. Αὐτὴ ἡ πίστη καὶ αὐτὸς ὁ σεβασμὸς ἀντιστάθηκαν καὶ ἐπέζησαν ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεγάλες καταστροφές τῆς ἐποχῆς μας, ἀπὸ τὴ Χιροσίμα ὡς τὸ Τσέρνομπιλ. Ἀναμφίβολα αὐτὴ ἡ ἀντίσταση συνδέεται μὲ τὴν αἴσθηση -ποὺ δὲν εἶναι διόλου ἀβάσιμη- ὅτι ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται ὑπεύθυνη ἢ τουλάχιστον ἡ μόνη ὑπεύθυνη γι᾿ αὐτὲς τὶς καταστροφές. Συνδέεται ἐπίσης μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι οἱ οἰκονομικὲς καὶ πολιτικὲς ἐξουσίες συνηθίζουν νὰ μεταθέτουν τὶς εὐθύνες καὶ τὰ βάρη γιὰ τὰ δικά τους λάθη ἢ ἐγκλήματα στοὺς ὤμους τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας. Ἡ ἀντίσταση ποὺ προβάλλει ἡ θρησκεία τῆς ἐπιστήμης συνδέεται καὶ μὲ ἕναν ἄλλο βαθύτερο λόγο: μὲ τὸν κρυφὸ φόβο ποὺ ἐμπνέει ἡ ἴδια ἡ ἐπιστημονικὴ σκέψη, μιὰ σκέψη ποὺ δὲν ὑποτάσσεται σὲ δόγματα, μιὰ σκέψη ποὺ δὲν προοδεύει παρὰ μόνο ἀνατρέποντας τὶς βεβαιότητές της. Ἡ λατρεία τῆς ἐπιστήμης ἐξέθρεψε καὶ τὸ ἀντίθετό της, τὴν ἐχθρότητα πρὸς τὴν ἐπιστήμη. Στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ, ὁ ἰταλὸς ἱστορικός της φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης Πάολο Ρόσι παρουσιάζει μιὰ σύνθεση τῶν ἰδεολογιῶν ποὺ στρέφονται ἐνάντια στὴν ἐπιστήμη. Τὸ κείμενο αὐτὸ περιέχεται στὸ πεντάτομο συλλογικὸ ἔργο -τὴν ἔκδοση τοῦ ὁποίου ἐπιμελήθηκε καὶ συντόνισε ὁ Ρόσι- «Storia della sienza moderna e contemporanea» (Utet, 1988).
Αὐτὴ ἡ σύνθετη σειρὰ στάσεων, ἰδεῶν, γνωμῶν, συγκινήσεων ποὺ οἱ κοινωνιολόγοι ἀποκαλοῦν «ἐχθρότητα πρὸς τὴν ἐπιστήμη» ἢ καὶ «σκεπτικισμὸ ἀπέναντι στὴν ἐπιστήμη» καὶ ποὺ οἱ φιλόσοφοι ὁρίζουν μὲ τὸν πιὸ ἐξευγενισμένο ὄρο τῆς «κριτικῆς τῆς ἐπιστήμης» συνοδεύει ἀπὸ τὶς ἀπαρχές της τὴν ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ τὶς διαδικασίες τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ.
Στὸ ἐσωτερικὸ αὐτῆς τῆς παμπάλαιας ἱστορίας ἀμφιβολίες, καχυποψίες, δυσπιστίες διασταυρώνονται, συχνὰ μὲ τρόπο μπερδεμένο, μὲ λεπτὲς ἀναλύσεις μεγάλης θεωρητικῆς πνοῆς. Ἡ γκάμα τῶν στάσεων εἶναι πολὺ εὐρεία: σαφεῖς καταδίκες, διακηρύξεις τῆς ὑπεροχῆς τῆς φιλοσοφίας πάνω σὲ κάθε ἄλλη μορφὴ δυνατῆς γνώσης, δηλώσεις γιὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπιστήμης σὲ σχέση μὲ τὴ λογοτεχνικὴ καὶ οὐμανιστικὴ κουλτούρα, διεκδικήσεις τῆς ὑποκειμενικότητας ὡς πεδίου σωτηρίας, μελαγχολικὲς προφητεῖες γιὰ τὸ τέλος τοῦ πολιτισμοῦ καὶ γιὰ τὸ ἀναπόφευκτο ὁλοκαύτωμα ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐπιστήμη, κατηγορητήρια ἐνάντια στὸ βιομηχανικὸ καὶ ἀστικὸ πολιτισμό, ὁλικὲς ἀρνήσεις τῆς νεωτερικότητας, νοσταλγικὲς ἀναμνήσεις γιὰ τὸ μεσαίωνα ὡς «ὀργανικὴ καὶ κοινοτικὴ ἐποχή», ἐγκώμια γιὰ τὸν ἀγροτικὸ καὶ τὸ βουκολικὸ πολιτισμό, νοσταλγίες γιὰ τὶς πρωτόγονες κοινωνίες μὲ σχετικὲς ἐπαναπροτάσεις τοῦ θέματος τοῦ «καλοῦ ἄγριου», ἐγκώμια γιὰ τὸν κόσμο τῆς μαγείας καὶ τῆς ἀλχημιστικῆς καὶ ἀπόκρυφης σκέψης σὰν ἀνώτερων ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς νόησης, ἐγκώμια στὴν τρέλα σὰν πύλη εἰσόδου σὲ ἕναν κόσμο διαφορετικὸ καὶ ἀνώτερο ἀπὸ ἐκεῖνον τῶν ἀφαιρέσεων τῆς νόησης. Στὸ ἐσωτερικὸ αὐτῆς τῆς ποικιλόμορφης καὶ πολύπλοκης ἱστορίας θὰ ἔβρισκαν τὴ θέση τοὺς πολὺ μεγάλοι φιλόσοφοι (Ρουσό, Νίτσε, Χάιντεγκερ), ἐλάσσονες φιλόσοφοι (Τζεντίλε, Χορκχάιμερ, Μαρκοῦζε, Φουκό κ.ἄ.), πολυάριθμες σχολὲς καὶ τάσεις σκέψης (ρομαντικοί, σπιριτουαλιστές, ὑπαρξιστές, ἐκπρόσωποι τῆς σχολῆς τῆς Φραγκφούρτης κ.λπ.), καθὼς καὶ οἱ πολλοὶ ἐκλαϊκευτὲς καὶ προπαγανδιστὲς ποὺ ἔθεσαν σὲ κυκλοφορία καὶ διέδωσαν τὶς ἰδέες σὲ ἕνα κοινὸ πολὺ εὐρύτερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν φιλοσόφων ἢ τῶν ἐπαγγελματιῶν λογίων.
Εἶναι πιθανότατα πολὺ δύσκολο νὰ ἐλέγξουμε τὴν ἐγκυρότητα τῆς ὑπόθεσης ποὺ διατύπωσε ὁ Stephen Toulmin, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἐχθρότητα πρὸς τὴν ἐπιστήμη θὰ ξαναπαρουσιαζόταν μὲ κυκλικὴ κίνηση ἢ μὲ ταλάντευση ἐκκρεμοῦς καὶ μὲ σημεῖα ποὺ κορυφώνονται σὲ ἀπόσταση 130 χρόνων τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ μὲ μικρότερα σημεῖα κορύφωσης σὲ ἀπόσταση 65 ἢ 30-35 χρόνων. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι βέβαιο εἶναι τὸ ὅτι ὁρισμένα θέματα ἐμφανίζονται ὡς ἀληθινοὶ «κοινοὶ τόποι» καὶ ἐπανέρχονται κυκλικὰ ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1830 (τὴν ἐποχὴ τῆς ρομαντικῆς ἀπόρριψης τῆς νευτόνειας ἐπιστήμης) ὡς τὴν «ἐξέγερση ἐνάντια στὴν ἐπιστήμη» τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰώνα καὶ τὸν ἀντιεπιστημονισμὸ καὶ τὸν ἀντιμοντερνισμὸ τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. Σχεδὸν πάντα ἐπαναπροτεινόμενα, σὰν ἐξαιρετικοὶ καὶ ἐρεθιστικοὶ νεωτερισμοί, τὰ θέματα αὐτὰ μποροῦν, στὰ ἴχνη τοῦ Toulmin καὶ τοῦ Bouhl, νὰ ἀπαριθμηθοῦν ὡς ἀκολούθως:
1. Τὸ πρῶτο θέμα εἶναι ἐκεῖνο τὸ ψευδο-οὐμανιστικὸ τῆς ἀπανθρωπίας τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιάφορη γιὰ τὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ ὁποία θεμελιώνεται ἀπὸ ἄτομα ἕτοιμα νὰ πουληθοῦν σὲ ὅποιον προσφέρει τὰ περισσότερα καὶ εἶναι ἀσυνείδητα σκλάβοι τῆς ἐξουσίας.
2. Τὸ δεύτερο εἶναι μία ὑπεράσπιση τοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ τῆς ὑποκειμενικότητας (ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἐκφράζονται πληρέστερα μὲ τὴ λογοτεχνία καὶ τὴν τέχνη) ἐνάντια στὴν «κατάπνιξή» τους ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη.
3. Τὸ τρίτο θέμα σχετίζεται μὲ μίαν ὑπεράσπιση τῆς ἐνόρασης, τῆς φαντασίας καὶ τῆς δημιουργικότητας, οἱ ὁποῖες θὰ ἦσαν ξένες πρὸς τὴν ξηρὴ καὶ ψυχρὴ ἐπιστήμη ποὺ «κατακερματίζει αὐτὸ ποὺ εἶναι ζωντανό» καὶ εἶναι ἀνίκανη νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν πολυπλοκότητα.
4. Τὸ τέταρτο ἀφορᾶ τὴν ἀνικανότητα τῆς ἐπιστήμης, «ποὺ ποσοτικοποιεῖ τὰ πάντα», νὰ κατανοήσει τὴν ποιότητα.
5. Τὸ πέμπτο θέμα ἀναφέρεται στὸν «ἀφηρημένο» χαρακτήρα τῆς ἐπιστήμης, τὴν ἀδιαφορία της γιὰ τὰ προβλήματα τῆς ὕπαρξης, τὶς «παγερές» καὶ ἀποστασιοποιημένες ἐξηγήσεις της, τὴν ἀνικανότητά της νὰ μετέχει σὲ «θερμές» ἀντιλήψεις.
Σὲ αὐτὰ τὰ πέντε θέματα θὰ μποροῦσε νὰ προστεθεῖ καὶ ἕνα ἕκτο: τῆς καταδίκης τῆς ἐπιστήμης σὰν ἀσεβοῦς καὶ σατανικοῦ ἐγχειρήματος, σὰν δίψας γιὰ κυριαρχία, σὰν βιασμοῦ τῆς ἀθώας φύσης, σὰν ἄμεσα ὑπεύθυνης γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἐκμετάλλευση καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὸν ἄνθρωπο. Στὶς ρίζες αὐτῶν τῶν θέσεων βρίσκεται ἕνα βαθὺ αἴσθημα ἀνυπομονησίας μπροστὰ στὴν ἀδυναμία τῆς ἐπιστήμης νὰ ἐξαφανίσει τὴ βαθύτερη ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ λύσει, μία γιὰ πάντα, ὅλα τὰ προβλήματά του καὶ βρίσκεται καὶ ἡ ἀδυναμία νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς γρήγορες ἀλλαγὲς τῶν βασικῶν «χαρτῶν τῆς γνώσης» ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει ἡ ἐπιστήμη.
Μπροστὰ στὴ θεωρητικὴ ἐπιμονὴ καὶ στὸ σημαντικὸ πολιτιστικὸ βάρος τῆς κριτικῆς στὴν ἐπιστήμη πρέπει νὰ ὑπογραμμιστοῦν ὁρισμένα ζητήματα:
A. Ἡ λανθάνουσα ἢ ἀνοιχτὴ ἐχθρότητα ἐνάντια στὴν ἐπιστήμη πηγάζει ἐν μέρει ἀκριβῶς ἀπὸ τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸ ἦθος τῆς ἐπιστήμης καὶ ἐκεῖνο ἄλλων κοινωνικῶν θεσμῶν. Ὁ συστηματικὸς σκεπτικισμός, ποὺ ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τοῦ ἤθους τῆς ἐπιστήμης, ἔρχεται συχνὰ σὲ σύγκρουση μὲ ἐκείνη τὴν «ἄνευ ὅρων ἐμπιστοσύνη» ποὺ πολλοὶ κοινωνικοὶ θεσμοὶ ἀπαιτοῦν ἢ μὲ ἐκείνη τὴ «σφαίρα τοῦ ἱεροῦ» ποὺ τοὺς χαρακτηρίζει. Οἱ ἐπιστήμονες δὲν εἶναι βέβαια ἀμόλυντοι ἀπὸ τὴν προσχώρηση σὲ μύθους, ἀκόμη καὶ σὲ ἐξαιρετικὰ ἁπλοϊκούς. Αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖ ὡστόσο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ «γενικευμένος σκεπτικισμός» συνεχίζει νὰ λειτουργεῖ στὶς ἐπιστημονικὲς κοινότητες ὡς μία πολὺ ἰσχυρὴ δύναμη. Καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη ποὺ ὁρισμένες φορὲς γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς θεσμοὺς ὡς μία πρόκληση γιὰ τὴ σταθερότητά τους. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ ἐπιστήμη ἐπεκτείνει τὶς ἔρευνές της σὲ τομεῖς στοὺς ὁποίους εἶναι παροῦσες θεσμοποιημένες συμπεριφορὲς καὶ κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἄλλοι θεσμοὶ ἐπεκτείνουν τὴν περιοχὴ ἐλέγχου τους, ἡ σύγκρουση ἐμφανίζεται ἀναπόφευκτη.
B. Πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀντιεπιστημονικὲς ἢ ἐχθρικὲς πρὸς τὴν ἐπιστήμη φιλοσοφίες συνδέονται μὲ τὴν ἄρνηση ἑνὸς δεσμοῦ ὑποταγῆς καὶ ἀπὸ τὴν «ἀπροθυμία τους νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη», ποὺ ἔγινε πιὸ ἰσχυρὴ ἐξαιτίας τῆς αὐξανόμενης τεχνικοποίησης καὶ τῆς ἀντικειμενικῆς «δυσκολίας» τῶν ἐπιστημονικῶν θεωριῶν. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις, αὐτὲς οἱ φιλοσοφίες ζωογονοῦνται ἀπὸ τὴν ἄρνηση ἄλλων φιλοσοφιῶν ποὺ ἔχουν μετατρέψει τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπιστήμης σὲ μία ἀληθινὴ μεταφυσική, ποὺ ἔχουν ὑποστηρίξει τὴ σύμπτωση ἀνάμεσα σὲ ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καὶ ὁριστικὴ ἐξαφάνιση τῆς θρησκείας ἢ τοῦ μύθου, ποὺ ἔχουν ἐγκωμιάσει τὴν ἐπιστήμη σὰν θεματοφύλακα τῶν ὁριστικῶν ἀπαντήσεων σὲ κάθε πιθανὸ ἐρώτημα, ποὺ ἔχουν ὑποκινήσει μεγάλες προσδοκίες γύρω ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη, ὑποστηρίζοντας γιὰ παράδειγμα τὴν πλήρη καὶ ἀναγκαία σύμπτωση ἀνάμεσα σὲ ἐπιστημονικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἠθικὴ καὶ πολιτικὴ πρόοδο.
Αὐτὲς τὶς θέσεις, ποὺ εἶχαν μία εὐρύτατη ἀπήχηση (ἀκόμη καὶ μία ἀξιοσημείωτη χειραφετησιακὴ λειτουργία στὴ διάρκεια τοῦ 19ου αἰώνα), τὶς ἐπεξεργάστηκαν περισσότερο φιλόσοφοι παρὰ ἐπιστήμονες (ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐπιστήμονες-φιλοσόφους του 19ου αἰῶνος, ὁ Ἔρνστ Μάχ, δὲν τὶς συμμερίστηκε διόλου). Συμβαίνει συχνὰ οἱ φιλόσοφοι νὰ ἐξετάζουν ὄχι τὴν πραγματικὴ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημόνων ἀλλὰ τὴν «ἐπιστήμη τῶν φιλοσόφων», δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπιστήμης ποὺ ἄλλοι φιλόσοφοι ἔχουν κατασκευάσει. Ἕνα μεγάλο μέρος τῆς συζήτησης τῶν ἐπιστημολόγων ταυτίζει αὐτὸ ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἔγινε στὴν ἐπιστήμη μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι ἔγινε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ποικιλόμορφης κοινότητας τῶν φιλοσόφων τῆς ἐπιστήμης... Ἀλλὰ οἱ εἰκόνες τῆς ἐπιστήμης, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν κατασκευάζονται ἀπὸ ἐπιστήμονες, ἀσκοῦν μία καθοριστικὴ πίεση πάνω στὴν ἐργασία τῶν ἐπιστημόνων, πάνω στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καὶ στοὺς ἐπιστημονικοὺς θεσμούς...