Καρχαρίας (ζωολ.). Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ψάρια τῆς θάλασσας, ποὺ ἀνήκει στὴν ὑπόταξη τῶν καρχαριοειδῶν καὶ στὴν τάξη τῶν σκουαλίμορφων. 1. Περιγραφή: Τὰ ψάρια αὐτά, ποὺ λέγονται ἐπίσης καὶ «σκυλόψαρα», «σκύλοι» καὶ «σμπρίλοι», ἀνήκουν σὲ διάφορες οἰκογένειες (καρχαριίδες, λαμνίδες, γαλεΐδες καὶ ρινίδες) καὶ εἶναι γενικὰ μεγαλόσωμα. Σὲ μῆκος φτάνουν τὰ 12 μ. καὶ σὲ βάρος μέχρι τοὺς 6-7 τόνους. Εἶναι ἁρπακτικὰ καὶ βρίσκονται σὲ ὅλες τὶς θάλασσες τοῦ κόσμου. Μερικὰ εἴδη καρχαριῶν βρίσκονται καὶ στὰ δικά μας νερὰ καὶ λέγονται «σκυλόψαρα», «σαλάχια» κλπ.
Ὅλα σχεδὸν τὰ εἴδη ἔχουν τὰ ἴδια χαρακτηριστικά: πελώριο κεφάλι, ποὺ ἔχει μακρουλὸ ρύγχος καὶ μεγάλο στόμα στὸ κάτω μέρος τοῦ ρύγχους, μὲ 2-3 σειρὲς δόντια σὲ κάθε σαγόνι, τριγωνικὰ καὶ πολὺ γερά. Γιὰ νὰ ἁρπάξει τὴ λεία του, χρειάζεται νὰ γυρίσει ἀνάσκελα. Στὴ ράχη ἔχει ἕνα μεγάλο πτερύγιο, ποὺ αὐλακώνει σὰν τορπίλη τὴ θάλασσα. Ἔχει καὶ ἄλλα πτερύγια, ἕνα ζευγάρι δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὴ βάση τοῦ κεφαλιοῦ, ἄλλο ἕνα πτερύγιο στὴν κοιλιὰ καὶ ἕνα στὴν οὐρά. Τὸ σῶμα του σκεπάζεται ἀπὸ σκληρὸ δέρμα, μὲ χρῶμα συνήθως καστανὸ στὴ ράχη καὶ καστανόλευκο στὴν κοιλιά. Ἔχει πολὺ ἀναπτυγμένη ὄσφρηση καὶ εἶναι δεινὸς κολυμβητής.
Εἶναι ψάρια τολμηρὰ καὶ δὲ φοβοῦνται κανένα κίνδυνο. Πλησιάζουν τὰ μεγάλα καὶ μικρὰ σκάφη καὶ τὰ παρακολουθοῦν ἕτοιμα νὰ ἁρπάξουν καθετὶ ποὺ ρίχνεται ἀπ' αὐτά. Εἶναι πολὺ λαίμαργοι. Ἀπὸ σχετικὰ πειράματα ποὺ ἔγιναν σὲ αἰχμαλωτισμένους καρχαρίες, παρατηρήθηκε ὅτι κάθε 24 ὧρες ὁ κ. τρώει τόσα ψάρια ὅσα καὶ τὸ βάρος τοῦ σώματός του. Καταπίνει ἀκόμα καὶ ὅ,τι πετοῦν ἀπὸ τὰ πλοῖα: ξύλα, κουτιὰ ἀπὸ κονσέρβες καὶ πολλὰ ἄλλα, χωρὶς νὰ τὸν βλάπτουν, γιατὶ ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ χωνέψει τὸ ἀποβάλλει προκαλώντας ἐμετό. Ὁ κ. εἶναι ζωοτόκο ψάρι. Τὰ μικρά του μόλις γεννηθοῦν μποροῦν νὰ κολυμπήσουν καὶ νὰ φροντίζουν μόνα γιὰ τὴν τροφή τους.
Εἴδη: Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη καρχαριῶν. Στὰ κυριότερα ἀπ' αὐτὰ ἀνήκει ὁ «φαλαινοκαρχαρίας», μὲ μῆκος 10-12 μ. Ὁ κ. αὐτὸς δὲν ἐπιτίθεται στὸν ἄνθρωπο, καταδιώκεται ὅμως ἀπ' αὐτὸν γιὰ τὸ πλούσιο σὲ βιταμίνες συκώτι του. Σημαντικὲς διαστάσεις ἔχει καὶ ὁ «καρχαρίας ὁ γίγας», κοινότατος στὶς βρετανικὲς ἀκτές, τοῦ ὁποίου τὸ βάρος μπορεῖ νὰ φτάσει τοὺς 6,5 τόνους. Ἐπικίνδυνος γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ὁ «ἴσσυρος», καρχαρίας μὲ μῆκος 4 μ., ποὺ ζεῖ στὴ Μεσόγειο καὶ στὸν Ἀτλαντικό, καὶ ἔχει εὔγευστο κρέας. Ὁ κ. ὁ «γλαυκὸς» ἢ «κυανοῦς», μὲ γαλάζιο δέρμα στὴ ράχη καὶ μῆκος 7 μ., εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο εἶδος, διότι πλησιάζει τὶς ἀκρογιαλιὲς καὶ ἐπιτίθεται στοὺς λουόμενους. Ὁ κ. «ἀλεποῦ», μὲ οὐρὰ μακριά, φτάνει τὰ 5 μ. καὶ ἔχει χρῶμα γκρίζο μὲ πράσινες καὶ γαλάζιες ἀποχρώσεις· ἐπιτίθεται κατὰ κοπάδια στὶς ἀκτὲς προκαλώντας μεγάλες ζημιὲς στὰ παραγάδια καὶ στὰ δίχτυα τῶν ψαράδων. Ἡ «λάμια», μὲ τριγωνικὸ καὶ μυτερὸ ρύγχος, ἐπιτίθεται ἐπίσης στὸν ἄνθρωπο. Ὁ κ. τῆς Γροινλανδίας, ζεῖ στὶς ψυχρὲς θάλασσες τοῦ βορείου ἡμισφαίριου καὶ φτάνει τὰ 5 μ. μῆκος.
Σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο: Τὸ κρέας τοῦ κ. συνήθως εἶναι κατάλληλο μόνο γιὰ ψαράλευρο, γιὰ ψαρόλαδο καὶ λίπασμα. Τὸ τρυφερότερο μέρος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται γύρω ἀπὸ τὴν κοιλιά. Ἀπὸ τὸ δέρμα του κατασκευάζονται δερμάτινα εἴδη. Ἀπὸ τὰ δόντια του κατασκευάζουν περιδέραια καὶ ἀπὸ τὸ λίπος του ἐξάγουν ἐξαιρετικὸ λάδι, ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴ βυρσοδεψία.