Δημοσίευση στὸ ΒΗΜΑ 21-5-2006
Στὴν μικρὴ μελέτη μὲ τὸν παραπάνω τίτλο, ὁ π. Θεόδωρος μᾶς ἐξηγεῖ τὸν ὅρο τῆς Ὑπακοῆς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ ἑρμηνεία του. Ἔτσι, τὸ «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δὲν ἰσχύει ἀδιάκριτα. Ναί. Θὰ ὑπακούουμε στὸν ἀρχιεπίσκοπο, στὸν ἐπίσκοπο, στὸν ἱερέα ὡς φυσικὰ πρόσωπα, ἐφ᾿ ὅσον τὰ πρόσωπα αὐτὰ κάνουν μὲ τὴ σειρά τους ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς καὶ «ὀρθοτομοῦν τὸ λόγο τῆς ἀληθείας».
Ἀλλιῶς, ἐφ᾿ ὅσον οἱ ποιμένες δὲν ἀγρυπνοῦν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν μας κι ἀφήνουν τοὺς Αἱρετικοὺς - Ἑτερόδοξους, ὡς ἄλλους λύκους νὰ μπαίνουν ἀνενόχλητοι στὸ μαντρί, τότε, ἐξετάζουμε μὲ προσοχὴ καὶ διακριτικότητα τὰ φρονήματά τους, συμβουλευόμαστε τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες, τὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων μας (στὰ ὁποῖα εὐτυχῶς σήμερα ἔχουμε εὔκολη πρόσβαση) κι ἂν πράγματι διαπιστώσουμε ὅτι ἡ δική τους διδασκαλία διαφέρει ἀπ᾿ αὐτὴ τῶν πατέρων, προτιμοῦμε νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στοὺς ἁγίους καὶ ὄχι στοὺς παραβάτες τῶν λόγων τους.
Ἂν οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοί, ἔκαναν ὑπακοὴ στοὺς αἱρετικοὺς πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους ποὺ ἐμφανίζονταν κατὰ καιροὺς στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τότε θὰ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ αἵρεση. Γι᾿ αὐτὸ οἱ «Ἀποστολικὲς Διαταγές» γράφουν: «φευκτέον ἀπὸ τῶν φθορέων ποιμένων», δηλ. φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τοὺς ποιμένες ποὺ βλάπτουν πνευματικὰ καὶ δὲν ὠφελοῦν.
Στὴν Αἵρεση ποὺ μολύνει ὅλο τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας, θὰ πρέπει νὰ ἀντιδροῦν ὅλοι, ποιμένες καὶ πιστοί, ἄσχετα ἂν ἡ αἵρεση ἐμφανίζεται στὴν μητρόπολή μας ἢ σὲ κάποια ἄλλη μητρόπολη.
Στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐμφανίστηκε ὁ Ἄρειος, δὲν ἔμειναν ὅμως ἀδιάφοροι οἱ Καππαδόκες Πατέρες. Ἔτσι καὶ σήμερα, ὅποιος δὲν ἀντιδρᾷ, δὲ διαμαρτύρεται, δὲν ὁμολογεῖ εἶναι ἐξ ἴσου συνυπεύθυνος. πχ. Ὅποιος δὲν ἀντιδρᾷ στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ἐξίσου συνυπεύθυνος μὲ ἐκείνους ποὺ τὸν προωθοῦν. Διότι ὁ Οἰκουμενισμός, ποὺ στὶς μέρες μας προωθεῖται ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ Βατικανό, θεωρεῖται ἀπὸ πνευματικοὺς Πατέρες καὶ θεολόγους ὡς παναίρεση. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Χριστόδουλος, ὅταν ἔκρινε Πατερικὰ τὸν Οἰκουμενισμό, εἶχε ὡς ἑξῆς ἐκφραστεῖ γιὰ αὐτόν: «Ὁ Οἰκουμενισμός, ...βεβαίως εἶναι αἵρεση, γιατὶ σημαίνει ἀπάρνηση βασικῶν γνωρισμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως εἶναι φερ᾿ εἰπεῖν ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδὴ ἡ κάθε Ἐκκλησία ἔχει ἕνα τμῆμα ἀληθείας καὶ πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ ἐκκλησίες, νὰ βάλουμε στὸ τραπέζι τὰ τμήματα τῆς ἀληθείας γιὰ νὰ ἀπαρτισθεῖ τὸ ὅλον. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τέρμα, σ᾿ αὐτὸ δὲ γίνεται συζήτηση, καὶ ἑπομένως, ὁποιοσδήποτε πρεσβεύει τὰ ἀντίθετα μπορεῖ νὰ λέγεται οἰκουμενιστὴς καὶ ἑπομένως νὰ εἶναι αἱρετικός» (Ἀρχιεπ. Χριστόδουλος, 24-5-1998).
Ἄρα λοιπόν, εἶναι δικαιολογημένη καὶ ἁγία ἡ ἀνυπακοή, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δὲν ὀρθοτομεῖ τὸ λόγο τῆς ἀληθείας. Τέτοια ἀνυπακοὴ ἔκανε ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (7ος αἰ.) μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα, στὸν Πατριάρχη καὶ στοὺς ἐπισκόπους ποὺ ὑποστήριζαν τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Τὸν ἐπιπλήττει ὁ πατριάρχης καὶ τὸν ἀπειλεῖ μὲ τιμωρία διότι δὲν ὑπακούει στὴν Ἐκκλησία κι ἐκεῖνος τοῦ ἁπαντᾶ ὅτι Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθὴ ὁμολογία τῆς Πίστεως, καὶ ὄχι οἱ ἐκπρόσωποί της ποὺ τὴ νοθεύουν. Προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν, ὅτι μὲ τὶς νέες δογματικὲς διατυπώσεις ποὺ χρησιμοποιοῦσαν αὐτοί, δὲν ἀλλάζει τὸ δόγμα, ἁπλῶς οἰκονομοῦνται (βολεύονται) τὰ πράγματα. Ὅμως ὁ ἅγιος ἀπαντᾷ, ὅτι σὲ θέματα πίστεως δὲ χωρεῖ οἰκονομία καὶ συμβιβασμός. Ἡ αἵρεση εἶναι καινοτομία κι ὅσοι ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἐξωραΐσουν μὲ οἰκονομίες εἶναι ψευδοδιδάσκαλοι.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ τώρα, λέγει ὁ π. Θεόδωρος. Μᾶς καλοῦν καὶ μᾶς ἐκβιάζουν νὰ ὑπακούσουμε, νὰ ὑποταχθοῦμε στὸν Οἰκουμενισμό, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν οὔτε τὸ Θεὸ οὔτε τὴ συνείδησή τους, ἡ ὁποία φαίνεται βρίσκεται σὲ κατάσταση νάρκης.
Ἡ ἴδια τακτικὴ ἐπαναλήφθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό, ἁπλὸ ἱερομόναχο τότε, ποὺ κι αὐτὸς καθοδήγησε θεολογικὰ τὴν Ἐκκλησία στὸ θρίαμβο τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787). Ἐπίσης μὲ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸ Στουδίτη ποὺ ἀντιστάθηκε στὴ μανία τῶν εἰκονομάχων μὲ τὴ δράση καὶ τὴ διδασκαλία του. Ἐνίσχυσε τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν μαθητῶν του, τοὺς κραταίωσε στὴν πίστη καὶ ὁδήγησε στὴν Ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸ 843, μὲ τὴν πρωτοβουλία τῆς αὐτοκράτειρας ἁγίας Θεοδώρας.
Λέγει ὁ Ὅσιος Θεόδωρος: «ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστη ὅλοι πρέπει νὰ μιλοῦν, γιατί ἀλλιῶς ἐὰν σιωπήσουν θὰ κράξουν οἱ πέτρες». Αὐτὸ ἄλλωστε ἐπιδιώκουν οἱ αἱρετικοὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, νὰ παύσει νὰ ἀκούγεται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας καὶ νὰ ἐπικρατήσει ἡ πλάνη.
Στὸ ἴδιο πνεῦμα βρίσκονται καὶ οἱ μεταγενέστεροι, Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Δὲν συνιστοῦν ἀδιάκριτη ὑπακοὴ σὲ ὅλους τοὺς ποιμένες, ἀλλὰ μόνον στοὺς ἁγίους καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ ἔλεγχο μὲ βάση τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων. Ὀφείλουμε ὑπακοὴ στοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς, ὅταν δὲν ὑπάρχει παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἢ τῶν ἀποστολικῶν κανόνων καὶ διατάξεων.
Σήμερα ποὺ κυριαρχεῖ ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἀναδείξει διδασκάλους ὅπως οἱ ἅγιοι Μάξιμος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς γιὰ νὰ διδάξουν καὶ νὰ κατευθύνουν τὸ λαὸ πρὸς τὴν ἀλήθεια.
(Τὸ παρὸν εἶναι διασκευασμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ κείμενο τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση στὸ περιοδικὸ ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ, ΔΕΚ 2005, ἀπὸ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς Δ.Ε., Κ.Δ. καὶ Μ.Μ.)