π. Θεόδωρος Ζήσης - Οὔτε αἵρεσις οὔτε σχίσμα ὁ παπισμός
(Πλέον τολμηροὶ οἱ νέοι Λατινόφρονες)

Ἄρθρο στὴν Ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος»,
τεῦχος 3ης & 10ης Νοεμβρίου 2006)

1. Μικρὲς ἢ μεγάλες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν;
2. Εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Λατίνοι, γιατὶ σφάλλουν στὴν πίστη
3. Οἱ Λατίνοι οὔτε αἱρετικοὶ οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ ἀδελφοὶ ἄλλου δόγματος
4. Οἱ ἀπόψεις τοῦ ἀρχιεπισκόπου καὶ τοῦ μητροπολίτου Καλαβρύτων
5. Συκοφαντίες καὶ διώξεις τῶν ἀγωνιστῶν
Ἐπίλογος

1. Μικρὲς ἢ μεγάλες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν;

Στὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Συλβέστρου Συροπούλου, τὴν πιὸ αὐθεντικὴ καὶ ἀξιόπιστη πηγὴ γιὰ ὅσα συνέβησαν στὴν «Ἑνωτικὴ» ψευδοσύνοδο τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), ὑπάρχει ἕνα ἐπεισόδιο, ὅπου πρωταγωνιστοῦν οἱ λατινόφρονες τῆς συνόδου καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, τὸ ὁποῖο προβαλλόμενο στὴ σημερινὴ συγκυρία τῶν ἀγαπητικῶν ἀσπασμῶν καὶ θεολογικῶν ἀνοιγμάτων πρὸς τὸν Παπισμό, φανερώνει ὅτι οἱ σημερινοὶ λατινόφρονες ἔχουν προχωρήσει στὸν φιλολατινισμό, ἑπομένως καὶ στὴν ἀποστασία καὶ προδοσία τῆς πίστεως, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ παλαιὰ πρότυπά τους, τὸν Βησσαρίωνα Νικαίας, τὸν Ἰσίδωρο Κιέβου, κ.ἄ...

Εἶχε ἤδη συγκροτηθεῖ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνόδου ἡ ἰσχυρὴ ὁμάδα τῶν λατινοφρόνων, οἱ ὁποῖοι ἐξεβίασαν ἀκόμη καὶ τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου. Ὁ μόνος ἄκαμπτος καὶ ἀνυποχώρητος ἦταν ὁ μητροπολίτης τῆς Ἐφέσου Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος ἐπέμενε ὅτι ἔπρεπε πρῶτα οἱ Λατίνοι νὰ παραδεχθοῦν τὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις τους, νὰ συμφωνήσουν στὶς ἀλήθειες τῆς βασιζόμενης στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοση κοινῆς μέχρι τοῦ σχίσματος διδασκαλίας, καὶ κατόπιν νὰ ὑπογραφεῖ ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως, ὥστε ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἑνότητα νὰ εἶναι ἀληθινὴ καὶ σταθερή, ὄχι εἰκονικὴ καὶ εὔθραυστη. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦν ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πλάνη, ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ αἵρεση;

Στὴ συνάφεια αὐτὴ μᾶς διηγεῖται ὁ Συρόπουλος ὅτι «οἱ τοῦ λατινικοῦ ἐφιέμενοι», οἱ λατινόφρονες δηλαδὴ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπαινοῦσαν τὴν ὁμόνοια καὶ τὴν εἰρήνη, χωρὶς δογματικὲς προϋποθέσεις, ὅπως κάνουν καὶ σήμερα οἱ Οἰκουμενισταί, ποὺ παρασύρουν τὸν ἀκατήχητο καὶ ἀπληροφόρητο λαὸ μὲ παχειὰ λόγια περὶ ἀγάπης, ὡσὰν νὰ εἶναι αὐτοὶ ἀγαπητικώτεροι καὶ φιλανθρωπότεροι τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ποὺ καταδικάζουν μὲ αὐστηρότητα τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, τοὺς ψευδοπροφῆτες καὶ ψευδοδιδασκάλους. Ἐσχεδίαζαν μάλιστα καὶ ἐχάλκευσαν μὲ κρυφὲς συμφωνίες τὴν ἕνωση, χωρὶς νὰ ἐνημερώνουν ὅλα τὰ μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δὲν ἐνημερώνεται καὶ σήμερα ὁ πιστὸς λαὸς καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται γι᾿ αὐτὸ ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικὰ μὲ συμπροσευχές, συλλείτουργα καὶ ἀμοιβαία ἐκκλησιολογικὴ ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τὸ κοινὸ ποτήριο, ὅταν ἔλθει ἐπισήμως, νὰ ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιὰ ἐπισφράγιση καὶ ἐπικύρωση τῆς γενόμενης ἤδη ἑνώσεως. Ἄλλωστε, μήπως δὲν ὑπάρχει καὶ σήμερα κοινὸ ποτήριο μὲ τοὺς Μονοφυσίτες στὴν Ἀντιόχεια, στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἀλλαχοῦ, ὅπως καὶ μὲ τοὺς Λατίνους σὲ μεμονωμένες γνωστὲς περιπτώσεις; Ὅταν στὸ ἐπεισόδιο ὁ μητροπολίτης Ἡρακλείας ζήτησε νὰ ἔχουν στὰ χέρια τους τὸ ἑνωτικὸ κείμενο ποὺ ἑτοίμασαν ὁ Βησσαρίων καὶ ἡ ὁμάδα του, ὥστε νὰ τὸ μελετήσουν προσεκτικά, γιατὶ ἀπὸ μία ἁπλὴ ἀκρόασή του δὲν μποροῦσαν νὰ σχηματίσουν γνώμη, δέχθηκε αὐστηρὴ καὶ εἰρωνικὴ τὴν παρατήρηση ὅτι εἶναι ντροπὴ νὰ ἰσχυρίζονται μερικοὶ ὅτι δὲν συνεκράτησαν καὶ ἐλησμόνησαν τὰ ἀναγνωσθέντα. Μὲ τέτοια βιασύνη, ἐπιπολαιότητα καὶ κρυψίνοια προχωροῦσαν οἱ λατινόφρονες στὴν συμφωνία σὲ θέματα πίστεως: «Τοιαύτας διασκέψεις καὶ μελέτας ἠξίουν γίνεσθαι εἰς τὰς περὶ τῆς πίστεως ἐκθέσεις τε καὶ συγκαταθέσεις». [1]

Ἰσχυρίζονταν ἐπίσης οἱ λατινόφρονες ὅτι οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τοὺς Λατίνους εἶναι μικρές, καὶ ἂν οἱ δικοί μας θελήσουν νὰ γίνει ἡ ἕνωση, εὔκολα θὰ διορθωθοῦν. Ὅταν ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀντέτεινε ὅτι εἶναι μεγάλες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν, τοῦ ἀπήντησαν, ὅτι δὲν εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Λατίνοι καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ὀνομάζει αἱρετικούς, γιατὶ οὔτε καὶ οἱ προηγούμενοι λόγιοι καὶ ἅγιοι ἄνδρες ὀνόμαζαν τὸν Λατινισμὸ αἵρεση. Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀποκρίθηκε ὅτι εἶναι αἵρεση, καὶ ἔτσι τοὺς θεωροῦσαν καὶ οἱ προηγούμενοι ἀλλὰ δὲν θέλησαν νὰ διακηρύξουν φανερὰ καὶ νὰ καταδικάσουν τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, γιατὶ ἤλπισαν καὶ περίμεναν, ὅτι θὰ ἐπιστρέψουν, καὶ γιατὶ εἶχαν ἀνάγκη τῆς φιλίας τους· ἂν ἀμφέβαλλαν γι᾿ αὐτό, θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἀποδείξει μὲ μαρτυρίες ἀπὸ τὰ κείμενα ὅτι τοὺς θεωροῦσαν ὡς αἱρετικούς: «Αἵρεσίς ἐστι, καὶ οὕτως εἶχον αὐτὴν καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, πλὴν οὐκ ἠθέλησαν θριαμβεύειν τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν ἐκδεχόμενοι καὶ τὴν φιλίαν πραγματευόμενοι· εἰ δὲ βούλεσθε, δείξω ὑμῖν ἐγὼ ὅπως εἶχον τούτους αἱρετικούς». [2]

2. Εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Λατίνοι, γιατὶ σφάλλουν στὴν πίστη

Στὴν περίφημη «Ἐγκύκλιο τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς», ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Μάρκος ἕνα χρόνο περίπου μετὰ τὴν σύνοδο (1440/41), ἀπὸ τὴν Λῆμνο, ὅπου εἶχε ἐξορισθεῖ, γιὰ νὰ ἐνημερώσει τοὺς Ὀρθοδόξους γιὰ ὅσα συνέβησαν καὶ συζητήθηκαν στὴν Φλωρεντία, παρουσιάζει καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν Λατινοφρόνων. Ἕνα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ ἔλεγε, ὅπως μᾶς παρουσίασε καὶ ὁ Συρόπουλος, ὅτι οὐδέποτε θεωρούσαμε τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, ἀλλὰ μόνον ὡς σχισματικούς: «Οὐδέποτε φησί, τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικοὺς εἴχομεν, ἀλλὰ μόνον σχισματικούς» [3]. Ἐδῶ ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὅτι τὸ νὰ ὀνομάζουμε τοὺς Λατίνους σχισματικοὺς τὸ δανεισθήκαμε ἀπὸ ἐκείνους· μᾶς ὀνομάζουν ἐκεῖνοι σχισματικούς, γιατὶ δὲν ἔχουν νὰ μᾶς κατηγορήσουν κάτι ὡς πρὸς τὴν πίστη, ὡς πρὸς τὰ δόγματα, ἀλλὰ γιατὶ δὲν δεχθήκαμε τὴν ὑποταγὴ στὸν πάπα, τὴν ὁποία ὀφείλουμε, ὅπως πιστεύουν. Πρέπει ὅμως νὰ σκεφθοῦμε ἂν εἶναι σωστὸ νὰ ἀνταποδίδουμε καὶ ἐμεῖς χαριζόμενοι τὸν ἴδιο χαρακτηρισμὸ τοῦ σχισματικοῦ καὶ ὄχι τοῦ αἱρετικοῦ, ὅπως εἶναι σωστό, ἀφοῦ πλανῶνται στὴν πίστη.

Γνωρίζει ὁ Ἅγιος Μάρκος, ὅπως ὀφείλουν νὰ γνωρίζουν ὅλοι οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ θεολόγοι, ὅσα κλασσικὰ καὶ κοινῶς ἀποδεκτὰ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση διετύπωσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξηγώντας τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἐκκλησιολογικὲς παραβάσεις, στὴν αἵρεση, στὸ σχίσμα καὶ στὴν παρασυναγωγή. Γράφοντας στὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου σχετικά με τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν διευκρινίζει ὅτι τῶν μὲν αἱρετικῶν τὸ βάπτισμα εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο, ὄχι ὅμως καὶ τῶν σχισματικῶν καὶ παρασυναγώγων. Λέγει λοιπόν, ὅτι οἱ παλαιοὶ διακρίνουν ἀνάμεσα στὶς αἱρέσεις, στὰ σχίσματα καὶ στὶς παρασυναγωγές. Στὶς αἱρέσεις ἀνήκουν οἱ ἐντελῶς ἀποκεκομμένοι καὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν πίστη, ὅσοι σφάλλουν στὴν πίστη, στὰ σχίσματα ἐκεῖνοι, ποὺ διαφοροποιήθηκαν γιὰ κάποια ἐκκλησιαστικὰ θέματα, διοικητικά, ἑορτολογικά κ.ἄ., ποὺ ὅμως εἶναι ἰάσιμα, στὶς παρασυναγωγὲς δὲ οἱ συνάξεις μερικῶν ἀνυπότακτων πρεσβυτέρων ἢ ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ λαϊκῶν: «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον. Ὅθεν τὰ μέν, αἱρέσεις ὠνόμασαν, τὰ δέ, σχίσματα, τὰ δὲ παρασυναγωγάς. Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστην ἀπηλλοτριωμένους. Σχίσματα δέ, τοὺς δι᾿ αἰτίας τινας ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας. Παρασυναγωγὰς δὲ τὰς συνάξεις, τὰς παρὰ τῶν ἀνυποτάκτων Πρεσβυτέρων ἢ Ἐπισκόπων, καὶ παρὰ τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας». [4]

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ αὐτὴν τὴν ἱεράρχηση καὶ διαβάθμιση τῶν ἐκκλησιολογικῶν παρεκκλίσεων ἡ αἵρεση, ποὺ σημαίνει παρέκκλιση καὶ ἀποξένωση στὴν πίστη, ἀποξενώνει παντελῶς τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ καθιστᾶ τὸ βάπτισμα καὶ ὅλα τὰ μυστήριά τους ἄκυρα καὶ ἀνυπόστατα, ὥστε ὅταν κάποιος αἱρετικὸς θελήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἐκκλησία βαπτίζεται ἐξ ἀρχῆς, σὰν νὰ ἦταν ἀβάπτιστος. Οἱ τότε λοιπὸν λατινόφρονες χαριζόμενοι στοὺς Λατίνους, τοὺς κατέτασσαν ὄχι στοὺς αἱρετικούς, στὴν χειρότερη δηλαδὴ τάξη τῶν ἐκκλησιολογικῶν παρεκκλίσεων, ἀλλὰ στὸ σχίσμα, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ἰάσιμες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν καὶ μποροῦν νὰ διορθωθοῦν.

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀναφερόμενος στὴν αἵρεση τοῦ filioque - στὴν βλάσφημη δηλαδὴ προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς φράσεως «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» - προκειμένου περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὅτι τοὺς ἀποκόψαμε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «ὡς ἄτοπα καὶ δυσσεβῆ φρονοῦντας καὶ παραλόγως τὴν προσθήκην ποιήσαντας». Καὶ προσθέτει: «Οὐκοῦν ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεστράφημεν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν. Διατί γὰρ ἄλλο; Φασὶ γὰρ οἱ φιλευσεβεῖς νόμοι· "αἱρετικός ἐστι καὶ τοῖς κατὰ τῶν αἱρετικῶν νόμοις ὑπόκειται ὁ καὶ μικρὸν γοῦν τι παρεκκλίνων τῆς ὀρθῆς πίστεως". Εἰ μὲν οὖν οὐδέν τι παρεκκλίνουσιν οἱ Λατίνοι τῆς ὀρθῆς πίστεως, μάτην αὐτοὺς ὡς ἔοικεν, ἀπεκόψαμεν εἰ δὲ καὶ παρεκκλίνουσιν ὅλως, καὶ ταῦτα περὶ τὴν θεολογίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς ὃ βλασφημῆσαι κινδύνων ὁ χαλεπώτατος, αἱρετικοὶ εἴσιν ἄρα, καὶ ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεκόψαμεν». [5]

3. Οἱ Λατίνοι οὔτε αἱρετικοὶ οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ ἀδελφοὶ ἄλλου δόγματος

Οἱ Λατινόφρονες, λοιπόν, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ καὶ τῆς ψευδοσυνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας, δὲν ἀμνήστευσαν παντελῶς τοὺς Λατίνους. Τοὺς ἔκαναν ἁπλῶς τὴν χάρη νὰ τοὺς ἐπιρρίπτουν ὄχι τὴν βαρύτατη καὶ πρώτη ἐκκλησιολογικὰ παράβαση τῆς αἱρέσεως, ὅπως πρέπει μὲ βάση τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων καὶ τὶς πάμπολλες γνῶμες μεγάλων καὶ ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἀνὰ πάσαν στιγμὴν ἦταν ἕτοιμος νὰ παρουσιάσει ὁ μεγάλος Ὁμολογητής, ἀλλὰ τὴν ἐλαφρότερη καὶ δεύτερη ἐκκλησιολογικὴ παράβαση τοῦ σχίσματος, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ συσκευαζόμενη καὶ χαλκευόμενη ἐν κρυπτῷ ἕνωση, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα, μὲ τολμηρότερα μάλιστα καὶ πιὸ ρηξικέλευθα βήματα στὴν ὁδὸ τῆς ἀποστασίας.

Σήμερα «οἱ τοῦ Λατινισμοῦ ἐφιέμενοι», οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς λατινόφρονες ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, στοὺς ὁποίους προσετέθησαν μετὰ τὴν ἀρχιεπισκοπίαν τοῦ μακαριστοῦ Σεραφεὶμ «ἀγαλλομένῳ ποδί» οἱ διοικοῦντες τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κηρύττουν καὶ αὐτοὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ὅτι δὲν εἶναι μεγάλες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ὅτι τὸ βλάσφημο, αἱρετικὸ καὶ συνοδικὰ καταδικασμένο filioque δὲν εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἕνωση, εἶναι ἀνύπαρκτο ζήτημα [6], ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ τὰ μυστήριά τους εἶναι ἔγκυρα, ὅτι ξεπεράσθηκε πλέον ἡ ἐκκλησιολογία ὄχι μόνο της αἱρέσεως, ἀλλὰ καὶ τοῦ σχίσματος· οἱ Λατίνοι δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, εἶναι «ἀδελφὴ ἐκκλησία», ὅπως ἀδελφὲς ἐκκλησίες εἶναι οἱ κατὰ τόπους αὐτοκέφαλες, ὀρθόδοξες ἐκκλησίες.

Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς διαστρέφοντες τὶς πηγὲς καὶ τὰ κείμενα, ὅπως ἔπρατταν πάντα οἱ αἱρετικοί, ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ filioque δὲν προκάλεσε ποτὲ διαιρέσεις καὶ σχίσματα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἁπλῶς μιὰ θεολογικὴ γνώμη, ποὺ διατυπώθηκε στὴ Δύση, ἕνα «θεολογούμενο». Ἄλλα ἦταν τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος, πολιτικά, ὄχι θεολογικά. Κάποιος ἐπίσκοπος, μάλιστα, ἐπικαλέσθηκε -ἀμαθῶς ἢ σκοπίμως- ἔγκυρο ἐν πολλοῖς ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικό, τὸν Β. Στεφανίδη, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴν ἄποψη ὅτι στὸ filioque δὲν πρέπει νὰ δίνουμε καὶ μεγάλη σημασία, γιατὶ εἶναι ἕνα «θεολογούμενο» ζήτημα. Καὶ τὸ λέγει βέβαια αὐτὸ ὁ ἐν λόγῳ ἱστορικὸς [7]. Στὴ συνέχεια ὅμως λέγει ὅτι «ἡ περὶ τοῦ filioque διδασκαλία, εἰσαχθεῖσα ἐπισήμως εἰς τὴν Βουλγαρικὴν Ἐκκλησίαν (=ὑπὸ τῶν Φράγκων ἱεραποστόλων), ἔπαυσεν εἰς τὰς μεταξὺ δυτικῆς καὶ ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας σχέσεις νὰ εἶναι θεολογούμενον ζήτημα· παρουσιάζετο πλέον ὡς ἐκκλησιαστικὸν δόγμα. Διὰ τοῦτο πρῶτος ὁ Φώτιος ἐπολέμησε τὴν διδασκαλίαν ταύτην ὡς αἱρετικὴν ἀκριβῶς κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην, ἐν τῇ πρὸς τοὺς Πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς ἐγκυκλίῳ αὐτοῦ, βραδύτερον δὲ δι᾿ ἰδιαιτέρας πραγματείας». [8]

Ἐκδηλώνονται, πάντως, διαρκῶς περισσότερο οἱ σύγχρονοί μας λατινόφρονες, γιατὶ τοὺς εὐνοεῖ ἡ περιρρέουσα οἰκουμενιστικὴ καὶ συγκρητιστικὴ ἀτμόσφαιρα, ποὺ τείνει νὰ κυριαρχήσει στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ Θεολογία, ἀλλὰ καὶ γιατὶ σιωποῦν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι. Οὔτε ἕνας διαμαρτύρεται γιὰ τὴν λατινοφροσύνη, γιὰ τὴν συμπόρευση καὶ συνύπαρξή μας μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα. Δὲν τολμᾶ κανεὶς νὰ χαρακτηρίσει τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες ὡς αἱρετικούς, οὔτε κἂν ὡς σχισματικούς. Βρίσκουμε τώρα ἄλλες ὀνομασίες. Οἱ ἐπίσκοποι διαμαρτύρονται μόνον γιὰ τοὺς θρόνους καὶ τὶς ἐξουσίες, γιὰ τὴν καρέκλα, ὅπως λέει ὁ λαός. Ὅταν δὲν κατορθώσουν νὰ ἐκλέξουν κάποιον δικό τους ἐπίσκοπο ἢ νὰ προωθήσουν διοικητικὰ καὶ οἰκονομικὰ θέματα τῶν ἐπισκοπῶν τους, τότε καταγγέλλουν ὅτι δὲν λειτουργεῖ τὸ συνοδικὸ σύστημα, ὅτι νοθεύεται τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι ὅμως νοθεύεται ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὰς καὶ λατινόφρονες, μὲ ἐπίσημες μάλιστα ἀποφάσεις, ὅπως ἡ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσίτες στὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ἡ διορθόδοξη ἀποδοχὴ τοῦ κειμένου τοῦ Balamand, ὅπου ὑπάρχει ἀμοιβαία ἐκκλησιολογικὴ ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῶν μυστηρίων τῶν Παπικῶν ὡς ἐγκύρων, ἡ πρόσφατη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν Λουθηρανῶν στὴ Γερμανία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως καὶ πολλὰ ἄλλα, ὧν οὐκ ἔστι ἀριθμός, αὐτὰ δὲν εὐαισθητοποιοῦν τὶς ἐπισκοπικὲς συνειδήσεις, καὶ ἀφήνουν νὰ γκρεμίζεται ἡ Ὀρθοδοξία, νὰ καταργοῦνται τὰ ὅρια «ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», νὰ ἀπαυθαδιάζουν ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη, νὰ χορεύει ὁ Διάβολος.

Ὁ λόγος πάντως, ποὺ μᾶς παρακίνησε νὰ ζωντανέψουμε τὴν Ὀρθόδοξη μνήμη, νὰ τονώσουμε τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, νὰ ξαναεμφανίσουμε τὴν πρόοδο τοῦ Λατινισμοῦ, ἂν ἀφυπνίσουμε κοιμωμένους κληρικοὺς καὶ θεολόγους, ἀλλὰ καὶ νὰ προφυλάξουμε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν ἀγαπολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ Λατινοφρόνων εἶναι ὅσα ἐλέχθησαν αὐτὸν τὸν καιρὸ ἀπὸ ἐπίσημα ἐκκλησιαστικὰ χείλη.

4. Οἱ ἀπόψεις τοῦ ἀρχιεπισκόπου καὶ τοῦ μητροπολίτου Καλαβρύτων

Συγκεκριμένα Ἱερὰ Μητρόπολη Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας ἐξέδωσε δελτίο τύπου στὶς 4 Ὀκτωβρίου, ποὺ πέρασε καὶ στὸ διαδίκτυο [9], στὸ ὁποῖο ἀναλαμβάνει νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα τί εἶναι οἱ Παπικοί, αἱρετικοὶ ἢ σχισματικοί. Ἡ ἀπάντηση βέβαια δὲν στηρίζεται στὴν καθολικὴ καὶ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, βάσει τῆς ὁποίας οἱ Παπικοὶ εἶναι αἱρετικοί, ἀλλὰ ποῦ νομίζετε; Στὰ ὅσα εἶπε ὁ ἀρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος στὴν παπίζουσα καὶ λατινίζουσα, σὲ ἐπίπεδο ἡγεσίας, Τῆνο, ἐν μέσῳ πανηγυρικῆς συνάξεως Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν. Λέγει, λοιπόν, τὸ κείμενο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καλαβρύτων: «Στὸ ἐρώτημα: τί εἶναι οἱ Παπικοί; Αἱρετικοί, ὅπως θέλει ὁ κ. Σημάτης, ἢ Σχισματικοί, ὅπως ὑποστήριξε ὁ Σέβ. Μητροπολίτης μας, ἔδωσε ἀπάντηση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Χριστόδουλος κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Προσκυνηματικοῦ Διάπλου σε Κύθηρα - Πάρο καὶ Τῆνο, ποὺ ὁλοκληρώθηκε χθὲς Δευτέρα 2 Ὀκτωβρίου.

Στὸ Δελτίο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ποὺ ἐκδόθηκε σήμερα, διαβάσαμε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:

1. Εὑρισκόμενος στὴν Τῆνο ὅπου τὸν ὑποδέχθηκαν οἱ Τοπικὲς Ἀρχὲς «ὁ Μακαριώτατος ἀναφέρθηκε στὶς ἀγαστὲς σχέσεις συνεργασίας καὶ συναλληλίας μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τοῦ διαρκῶς μεταβαλλόμενου διεθνοῦς γίγνεσθαι.

Ἀναφερόμενος δὲ στὶς ἐπίσημες ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπισήμανε μὲ ἔμφαση. Μία τελευταία ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶναι νὰ τείνουμε τὸ χέρι στοὺς ἀδελφούς μας τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ δόγματος. Ἔχουμε τὶς δογματικές μας διαφορές, ἀλλὰ αὐτὲς συζητῶνται (sic) στὸν θεολογικὸ Διάλογο, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε καὶ πάλι προσφάτως...».

Εἶναι σαφὲς ποιὰ ἀπάντηση δίδει ὁ ἀρχιεπίσκοπος στὸ ἐρώτημα τί εἶναι οἱ Παπικοί, αἱρετικοὶ ἢ σχισματικοί. Δὲν εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. Εἶναι ἀδελφοί μας τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ δόγματος. Ἡ Ἐκκλησιολογία τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἐξίσωση τῶν ὁμολογιῶν, ποὺ σημαίνει ταύτιση καὶ ἐξίσωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς αἱρέσεις, ἐκφράζονται μέσα σὲ λίγα λόγια: Ὑπάρχουν πολλὰ χριστιανικὰ δόγματα, τὸ Ὀρθόδοξο, τὸ Ρωμαιοκαθολικό, τὸ Προτεσταντικό, τὸ Μονοφυσιτικὸ κ.ἄ. Οἱ πιστοί, ὅλων τῶν δογμάτων εἶναι ἀδελφοί, ἔχουν ἀγαστὲς σχέσεις συνεργασίας καὶ συναλληλίας μεταξύ τους. Υἱοθετεῖται πλέον ἡ χειρότερη ἐκκλησιολογικὴ πλάνη καὶ αἵρεση. Δὲν ὑπάρχουν ὅμως πολλὰ δόγματα, οὔτε πολλὲς ἐκκλησίες. Ὑπάρχει μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἕνα μόνο ὀρθὸ δόγμα, τὸ ὀρθόδοξο δόγμα· μόνον γιὰ τὸ ὀρθὸ δόγμα, γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη ὁμιλοῦν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καὶ αὐτὴν τὴν ὀρθὴ πίστη ἀγωνίσθηκαν νὰ διασώσουν καὶ νὰ διαφυλάξουν ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν διαφόρων ἄλλων δογμάτων, κατηγορηθέντες καὶ προπηλακισθέντες, ἐξορισθέντες καὶ συκοφαντηθέντες ἀπὸ τοὺς «ἀδελφούς» τῶν ἄλλων δογμάτων καὶ τοὺς ἀδελφὰ φρονοῦντες, ὅπως εἶναι οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενισταὶ καὶ λατινόφρονες. Σὲ ποιὸ ἁγιογραφικὸ καὶ πατερικὸ κείμενο μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς αὐτὴν τὴν ἐκκλησιολογία τῆς ἀγαστῆς συναλληλίας μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες [10]; Μόνον στοὺς θεολόγους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὸ παναιρετικὸ αὐτὸ κίνημα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ ὁποῖο υἱοθετεῖ ἀπὸ τὸ 1998, ὄχι ἀναγκαζόμενη καὶ οἰκονομοῦσα, ἀλλὰ χαίρουσα καὶ θεολογοῦσα ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία.

5. Συκοφαντίες καὶ διώξεις τῶν ἀγωνιστῶν

Τὸ ἐπεισόδιο μεταξὺ τῶν Λατινοφρόνων καὶ τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ὅπου μὲ σταθερότητα ὁ Ἅγιος Μάρκος ὑποστήριζε ὅτι οἱ Λατίνοι εἶναι αἱρετικοί, κατέληξε σὲ ὕβρεις καὶ προπηλακισμοὺς ἐναντίον του ἐκ μέρους τῶν «ἀδελφῶν» Ὀρθοδόξων ποὺ ἐλατινοφρόνουν. Ποιὸς εἶσαι σὺ τοῦ εἶπαν ποὺ ὀνομάζεις τοὺς Λατίνους αἱρετικούς; Καὶ μπροστὰ στὸν πατριάρχη «ἀδεῶς καὶ ἀναιδῶς ἔβαλλον αὐτὸν λόγοις καὶ σκώμμασιν». Ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τὸν κατασπαράξουν μὲ τὰ χέρια καὶ τὰ δόντια τους· «Καὶ μόνον οὐκ ὀδοῦσι καὶ χερσὶν ὤρμων διασπαράξαι αὐτόν». Καὶ προεξοφλοῦντες τὴν ἕνωση, ποὺ τὴν εἶχαν στὰ κρυφὰ ἑτοιμάσει, μὲ ἀναγνώριση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ πάπα καὶ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας, τὸν ἀπειλοῦσαν ὅτι θὰ τὸν καταγγείλουν στὸν πάπα, γιὰ νὰ πάθει αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀξίζει: «Ἐροῦμεν ἡμεῖς τῷ πάπᾳ, ὅπως λέγεις αὐτὸν αἱρετικὸν καὶ ἢ ἀποδείξεις αὐτό, ἢ πείσει καθὼς εἶ ἄξιος». Ὁ μεγάλος μάλιστα ἀποστάτης, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Λατινοφρόνων Βησσαρίων Νικαίας, ποὺ τὸν ἀντάμειψε στὴ συνέχεια ὁ πάπας καὶ τὸν ἔκανε καρδινάλιο, καὶ παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἐξελέγετο καὶ πάπας —ἐλπίζουμε νὰ μὴ φθάνουν μέχρις ἐκεῖ οἱ φιλοδοξίες τῶν νέων Λατινοφρόνων— μὲ ἀναίδεια εἰρωνευόταν τὸν Ἅγιο Μάρκο, ἀποκαλώντας τον δαιμονισμένο καὶ τρελλό: «Ἀναίδην ἔσκωπτε τὸν Ἐφέσου, καὶ μετὰ πολλὴν φιλονεικίαν ἀναστὰς ἔφη· Περισσὸν ποιῶ καὶ φιλονεικῶ μετὰ ἀνθρώπου δαιμονιαρίου· αὐτὸς γὰρ ἔνι μαινόμενος καὶ οὐ θέλω ἵνα φιλονεικῶ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθε μετὰ θυμοῦ» [11].

Θυμωμένος καὶ ὀργισμένος ἐμφανίζεται καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν ἐναντίον ὅλων, ὅσοι ἀγωνιῶντες γιὰ τὴν ἀποθράσυνση καὶ ἐπέκταση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἐπανόδου τῶν Λατινοφρόνων, κατὰ τὸ μέτρο τῆς εὐθύνης τους ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, μερικῶν δὲ καὶ ὡς διδασκάλων τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καὶ ἐντίμων ἡγουμένων, ἱερέων καὶ μοναχῶν προσπαθοῦν νὰ ἀφυπνίσουν καὶ νὰ ἀποτρέψουν τὸν συμφυρμὸ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὴν κατίσχυση τῆς αἱρέσεως. Τοὺς ἔχει στολίσει κατὰ καιροὺς μὲ πολλοὺς χαρακτηρισμούς, ὅπως ταλιμπὰν τῆς Ὀρθοδοξίας, γραφικούς, φονταμενταλιστές, ὀρθοδοξαμύντορες, εἰσαγγελεῖς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ πολλὰ ἄλλα, ἀβάσιμα καὶ συγκεχυμένα, ποὺ ἐπανέλαβε πρόσφατα καὶ στὴν Τῆνο, ὡς καὶ στὴν ὁμιλία του στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Ὀρθώνει διαρκῶς μὲ τοὺς πειθηνίους εἰς αὐτὸν ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοὺς ἕνα τεῖχος ἀπομονώσεως, τοὺς δυσφημεῖ, ὥστε νὰ μὴ ἀκούγεται ὁ λόγος τους, οὔτε στὸ ἐκκλησιαστικὸ ραδιόφωνο, οὔτε στὴν μοναδικὴ ἐκκλησιαστικὴ τηλεόραση τῆς Θεσσαλονίκης, ἐνῶ ἔχουν κλείσει γι᾿ αὐτοὺς οἱ αἴθουσες τῶν μητροπόλεων καὶ τῶν ἐνοριῶν. Στὴ Λῆμνο ἐξόρισαν τὸν Ἅγιο Μάρκο, γιὰ νὰ τὸν ἀπομονώσουν, τὸν μόνο ὀρθοφρονοῦντα «τρελλό». Ἂς ἐρευνήσει νὰ βρεῖ ἀλλοῦ τοὺς «ἐθελοτυφλοῦντες» [12], ἐκεῖ ποὺ παραβλέπεται καὶ περιφρονεῖται ἡ Παράδοση τῶν Ἁγίων καὶ ἀμνηστεύονται οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα.

Δὲν βλέπουμε μὲ τὰ δικά μας μάτια οὔτε ὁμιλοῦμε ἐκ κοιλίας. Παρουσιάζουμε αὐτὰ ποὺ βλέπουν καὶ διδάσκουν οἱ Ἅγιοι. Αὐτὰ ποὺ λέγει ἁπλοϊκὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «Τὸν πάπαν νὰ καταράσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία» [13], καὶ τὸ ἄλλο: «Ἐγὼ ἐδιάβασα πολλὰ περὶ Ἑβραίων, ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καὶ ἀθέων. Τὰ βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα. Ὅλες οἱ πίστες εἶναι ψεύτικες. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινά· μόνον ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία... Τοῦτο σᾶς λέγω εἰς τὸ τέλος, νὰ εὐφραίνεσθε ὅπου εἶσθε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ νὰ κλαῖτε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος» [14]. Ἐθελοτυφλεῖ λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, μαζὶ μὲ πλῆθος Ἁγίων, ποὺ μᾶς συνιστοῦν νὰ καταρώμεθα τὸν πάπα; Εἶναι ταλιμπὰν καὶ φονταμενταλιστής, ὅταν λέγει πὼς μόνον ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, ἐνῶ οἱ ἄλλοι περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος; Θὰ μποροῦσε νὰ τὰ ἐπαναλάβει αὐτὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος στὴν Τῆνο καὶ στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας; Ἂν ὄχι, ἂς παύσουν μερικοί, σὰν τοὺς Οὐνίτες, νὰ παρασύρουν τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐμφανιζόμενοι πὼς τάχα τιμοῦν τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ μὲ πανηγύρεις καὶ λιτανεῖες τῶν τιμίων λειψάνων του.

Ἐπίλογος

Ἡ προσπάθεια νὰ τρομοκρατηθοῦν οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ ἀπομονώσουν ὅσους ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν θὰ ἀποδώσει. Ἀπέδωσε ἡ ἀπότομή της κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, οἱ διωγμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς ἀθέους καὶ τοὺς αἱρετικούς; Τὸ ἀντίθετο συνέβη, διότι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» [15]. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἂν μᾶς ἀπομονώσουν οἱ ἄνθρωποι· ὁ Θεὸς νὰ μὴ μᾶς ἀπομονώσει καὶ οἱ Ἅγιοι νὰ μὴ μᾶς ἀποδιώξουν, γιατὶ προδίδουμε τοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν κληρονομιά τους. Προτιμοῦμε νὰ εἴμαστε μὲ τοὺς Ἁγίους, «σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις», παρὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν φιλία, τὶς διευκολύνσεις καὶ τὴν παραδοχὴ τῶν Λατινοφρόνων καὶ τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἦταν πεπεισμένος πὼς ὅσο ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸν λατινόφρονα πατριάρχη Μητροφάνη καὶ τοὺς λοιποὺς λατινίσαντες, τόσο περισσότερο προσήγγιζε πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ἁγίους, καὶ χωριζόμενος ἀπὸ αὐτοὺς ἑνωνόταν μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες: «Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καὶ ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι, τοῖς Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας» [16].


ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ

[1] Βλ. Les «Mémoires» du Grande Ecclesiarque de l᾿ Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439) τοῦ V. Laurent, Paris 1971, σελ.144 (βιβλ.9, 10).

[2] Αὐτόθι

[3] Βλ. Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ.1, σελ.423 ἔ.

[4] Βλ. τὸ κείμενο ἐν PG 32, 665 καὶ ἐν Πηδάλιον, Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καὶ Νικοδήμου Μοναχοῦ, Ἀθῆναι, 1990, σελ.587.

[5] Ἐγκύκλιος, ἐν Ἰ. Καρμίρῃ, αὐτόθι, σελ. 423-425.

[6] Βλ. π.χ. δήλωση τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα: «Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὐχώμεθα εἰς τοὺς Ναοὺς "ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως" καὶ νὰ ἀποφεύγωμεν τὴν ἕνωσιν. Ἢ εἴμεθα ἀληθινοὶ ἢ ὑποκρινόμεθα, ὅταν παρακαλοῦμεν δι᾿ ἕνωσιν Ἐκκλησιῶν. Οἱ θεολόγοι καλοῦνται νὰ εὕρουν λύσιν. Ὅσον διὰ τὸ filioque δὲν νομίζω ὅτι εἶναι κώλυμα»· ἐν «Ὀρθόδοξος Τύπος» φύλ. 121 (10-6-1970) σελ. 5, καὶ Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Μπιλάλη, Ἡ Αἵρεσις τοῦ filioque, τόμος Α´, Ἱστορικὴ καὶ κριτικὴ θεώρησις τοῦ filioque, Ἀθῆναι, 1972, σελ.11.

[7] Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθήναι 1959, σελ.344, «Εἰς τὰς μεταξὺ τῆς Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας σχέσεις ἡ διδασκαλία αὕτη παρέμεινεν ὡς «θεολογούμενον ζήτημα», ἤτοι συζητήσιμον».

[8] Αὐτόθι, 354.

[9] http://www.im-ka.gr/Pages/Epikairothta.asp

[10] Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς στὴν Ὁμολογία πίστεως ποὺ κατέθεσε στὴ σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας λέγει σχετικῶς ἐπικαλούμενος μάλιστα χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου στὸ ὁποῖο λέγει ὅτι ὅσους κοινωνοῦν μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ὄχι μόνον πρέπει νὰ τοὺς θέτουμε σὲ ἀκοινωνησία, «ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν»· καὶ προσθέτει: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας Διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διίστασθαι», ἐν Ἰ. Καρμίρῃ, Αὐτόθι, σελ. 425.

[11] V. Laurent, Les «Mémoires» du Sylvestre Syropulos, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 444 - 446.

[12] Ἔτσι ὀνόμασε στὴν Τῆνο «ἐκείνους ποὺ ἐπιμένουν νὰ ἐθελοτυφλοῦν παραγνωρίζοντας τὶς πρωτοβουλίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας ὑπὲρ τῆς συνδιαλλαγῆς καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ μὲ τὰ ἄλλα Χριστιανικὰ δόγματα καὶ θρησκεῖες». Δελτίο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (3/10/2006).

[13] Σώζεται ἀνάμεσα στὶς προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ. Βλ. Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 2005, σελ. 348.

[14] Βλ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Διδαχές (καὶ βιογραφία), Ἀθῆναι 1979, σελ. 142 - 143 (Διδαχὴ 1, 37 - 38) καὶ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 38.

[15] Β´ Τιμ. 2, 9.

[16] Ἀπολογία πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ PG 160, 536. Σὲ ἐπιστολή του Πρὸς τὸν ἱερομόναχον Θεοφάνη εἰς τὸν Εὔριπον γράφει ἐπίσης: «Μανθάνω δὲ ὅτι ἐχειροτονήθη παρὰ τῶν λατινοφρόνων μητροπολίτης Ἀθηνῶν κοπελύδριον τι τοῦ Μονεμβασίας, ὅπερ αὐτόθι διάγον συλλειτουργεῖ τοῖς Λατίνοις ἀδιακρίτως καὶ χειροτονεῖ παρανόμως ὅσους ἂν εὕρῃ καὶ οἴους. Ἀξιῶ οὖν τὴν ἁγιωσύνην σου, ἵνα τὸν ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ ζῆλον ἀναλαβὼν ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀληθείας φίλος καὶ τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου γνήσιος μαθητής, παραινέσης τοῖς τοῦ Θεοῦ ἱερεῦσιν ἐκφεύγειν ἅπασι τρόποις τὴν κοινωνίαν αὐτοῦ, καὶ μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ, μήτε μνημονεύειν ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλὰ λύκον καὶ μισθωτὸν ἡγεῖσθαι, μήτε λειτουργεῖν ὅλως ἐν ταῖς λατινικαῖς ἐκκλησίαις, ἵνα μὴ ἔλθη καὶ ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ ἐπελθοῦσα ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τῇ Κωνσταντινουπόλει διὰ τὰς ἐκεῖ γινομένας παρανομίας». Τῷ ὁσιωτάτῳ ἐν Ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς καὶ ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ποθεινοτάτῳ καὶ σεβασμιωτάτῳ δεσπότῃ καὶ ἀδελφῷ κὺρ Θεοφάνη εἰς τὸν Εὔριπον, Patrologia Orientalis 17, 481.