Πηγή: Περιοδικό ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
Ἡ ἐκκοσμίκευση προχωρεῖ μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα, στοὺς ρυθμοὺς ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ τεχνολογικὲς ἐξελίξεις καὶ ἡ ἠλεκτρονικὴ δημοσιογραφία. Ἄρτος καὶ θεάματα δὲν προσφέρονται μόνον στοὺς κατοίκους μιᾶς πόλεως, ὅπως στὴν ἀρχαία Ρώμη, ὁ ἱππόδρομος τῆς ὁποίας ἐγέμιζε ἀσφυκτικὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο, ποὺ ἀναζητοῦσε διέξοδο στὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς φτώχιας καὶ τῆς καταπίεσης, ἀλλὰ στοὺς κατοίκους ὅλης τῆς γῆς, ποὺ καθηλώνονται στὶς ὀθόνες τῶν τηλεοράσεων, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν συνήθως κατωτέρας ἠθικῆς ποιότητος θεάματα, συνδεδεμένα μὲ τὴν βία καὶ τὸ σέξ, ἢ οὐδέτερες καὶ ἀδιάφορες ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ἐκδηλώσεις, ἡ παρακολούθηση τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ τουλάχιστον σπατάλη τοῦ πολυτίμου γιὰ τὴν σωτηρία χρόνου ποὺ μᾶς προσμετρήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἐγκατάλειψη τοῦ ἐσταυρωμένου βίου καὶ τῆς ἐσχατολογικῆς προσδοκίας καὶ ἀναμονῆς.
Ὅλες αὐτὲς οἱ «ψυχαγωγικὲς» ἐκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων τῶν θεατρικῶν, κινηματογραφικῶν καὶ τηλεοπτικῶν ἔργων ὡς καὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων, ἀκόμη καὶ ὅταν σὲ κάποιες ἀπὸ αὐτὲς δὲν ὑπάρχει ἠθικὴ κατάπτωση καὶ βία, ποὺ εἶναι ὁ συνήθης κανών, ἀποτελοῦν στοιχεία τοῦ κόσμου, εἶναι κοσμικὲς ἐκδηλώσεις, πνευματικὰ ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφορες, ἀλλὰ καὶ ἐπιζήμιες. Τῶν Χριστιανῶν τὸ πολίτευμα ὑπάρχει στοὺς οὐρανούς· «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»1· ὁ νοῦς, ἡ σκέψη, τὰ αἰσθήματα, οἱ ἐπιδιώξεις, οἱ σχεδιασμοί, τὰ προγράμματα, οἱ ἀγῶνες, οἱ κόποι στρέφονται πρὸς τὰ ἄνω: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας· ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον»2. Δὲν συγκινοῦνται, οὔτε θριαμβολογοῦν, οὔτε μετέχουν στὰ τοῦ κόσμου· δὲν ἐνδιαφέρονται οὔτε γιὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἱπποδρόμου, οὔτε γιὰ τοὺς ὀλυμπιακούς, οὔτε γιὰ τοὺς ποδοσφαιρικοὺς ἢ ἄλλους ἀθλητικοὺς ἀγῶνες· ἔχουν τὸν καθημερινὸ δικό τους πνευματικὸ ἀγῶνα πρὸς τὸ κακό, πρὸς τὸν Διάβολο· παρακολουθοῦν καθημερινὰ τὰ ἀθλήματα καὶ κατορθώματα τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν καὶ Διδασκάλων, τῶν ὁποίων στόχος δὲν εἶναι ἡ κοσμικὴ δόξα καὶ διάκριση, τὸ νὰ φανεῖ κανεὶς καὶ νὰ ἀναδειχθεῖ ἀνώτερός του ἀντιπάλου, πρῶτος ἢ δεύτερος ἢ τρίτος, ἀλλὰ ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, ἡ πνευματικὴ τελείωση καὶ προκοπή, ἡ ἐπιτυχία τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ.
Δὲν ὑπάρχουν ἀντίπαλοι συνάνθρωποι· ὁ μόνος ἀντίπαλος καὶ ἀντίδικος εἶναι ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νὰ παρεμποδίσει τὴν ἀνοδικὴ πορεία, ὄχι ὁ συναθλητὴς συνάνθρωπος, τὸν ὁποῖο ἀνταγωνιζόμεθα· ὅλα αὐτὰ τὰ περὶ εὐγενοῦς ἁμίλλης, ποὺ μᾶς παρεδόθησαν ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ ἐξακολουθοῦμε νὰ τὰ παραδίδουμε, δὲν ἰσχύουν στὴν χριστιανικὴ πνευματικότητα, ὅταν συνδέονται μὲ τὴν φιλοπρωτία, τὴν φιλοδοξία, τὴν δόξα, τὴν ἀπόκτηση θέσεων, χρημάτων. Ἔχουν ἀνατροπὴ καὶ κατεδαφισθῆ μὲ ἐπαναστατικὸ τρόπο· ὅποιος θέλει νὰ ἀποκτήσει πρωτιὲς καὶ διακρίσεις μένει διακριτικὰ τελευταῖος· οἱ ἔσχατοι γίνονται πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι. Ὑψώνεται αὐτὸς ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του καὶ αὐτοεξουθενώνεται. Εἶναι τὸ σκάνδαλο, ἡ μωρία τοῦ Σταυροῦ, τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, τὸν ὁποῖο ὑπέμεινε ὁ παντοδύναμος καὶ παντοκράτωρ Κύριος, ὁ μόνος πρῶτος καὶ μόνος δυνατός, ἀσυναγώνιστος καὶ ἀνυπέρβλητος, ὑποδείξας ἡμῖν ὁδὸν ἀρίστην σωτηρίας, τὴν ταπείνωσιν. Θὰ ἠμποροῦσε ποτὲ νὰ διανοηθεῖ κανεὶς ὅτι στὴν ἔνταση τῆς προσπαθείας τοῦ κάποιος δρομεύς, γιὰ νὰ φθάσει πρῶτος στὸ τέρμα, ἐνῷ ἔχει τὶς δυνάμεις καὶ τὶς δυνατότητες νὰ τὸ ἐπιτύχει, χαλαρώνει τὴν προσπάθεια καὶ ἀφήνει τοὺς ἄλλους νὰ τὸν προσπεράσουν, ἀπὸ ταπείνωση καὶ αὐτοεξουθένωση; Θὰ γινόταν γελοῖος καὶ καταγέλαστος καὶ ἡ στάση του θὰ προκαλοῦσε τοῦ κόσμου τὰ ἀρνητικὰ σχόλια. Αὐτὸ δὲν ἔκαναν ὅμως οἱ κατὰ Χριστὸν σαλοί, ποὺ ἔκρυβαν τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ὑψηλὴ πνευματική τους προκοπὴ μὲ ἐκδηλώσεις συμπεριφορᾶς παράξενες καὶ τρελλές; Ὁ Χριστιανὸς χαίρεται γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ καὶ πρόοδο τῶν ἄλλων, κρύβει καὶ σκεπάζει τὴν δική του καὶ τοὺς χειροκροτεῖ, τοὺς δοξάζει, λυπᾶται γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μένουν πίσω, ποὺ δὲν θέλουν ἢ δὲν ἔχουν δυνάμεις νὰ συνεχίσουν, τοὺς συμπαρίσταται, τοὺς βοηθεῖ, ὥστε νὰ προχωρήσουν ὅλοι μαζύ· δὲν ἔχουμε ἀτομικὰ κατορθώματα καὶ ρεκόρ, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον κυρίως στὰ πνευματικὰ πρέπει νὰ ἐκδηλώνεται.
* * *
Ὅσα μὲ συντομία ἐλέχθησαν μποροῦν νὰ ὑπομνηματισθοῦν μὲ ἄφθονο ἁγιογραφικὸ καὶ πατερικὸ ὑλικό. Θὰ καταλήγαμε ὅμως σὲ σύνταξη μακροσκελοῦς ἄρθρου ἢ πραγματείας. Τὸ κάναμε αὐτὸ παλαιότερα, πρὶν ἀπὸ τριανταπέντε περίπου χρόνια, ὅταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιωθήκαμε μετὰ τὶς πανεπιστημιακὲς σπουδές, στὰ πλαίσια τῆς ἑτοιμασίας τῆς διδακτορικῆς μας διατριβῆς, νὰ μελετήσουμε τὰ συγγράμματα καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Ἁγίου καὶ Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὄντως χρυσορρήμονος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Χωρὶς νὰ μειώνω τὴν προσφορὰ καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τοὺς πανεπιστημιακοὺς διδασκάλους, ἔνιωσα ἀπὸ τὴν μελέτη αὐτὴ ὅτι συνήντησα ἕναν ἀληθινὸ διδάσκαλο τῆς Θεολογίας, ὡς θεωρίας καὶ ὡς πράξεως, δεινότατο καὶ πειστικώτατο ἑρμηνευτῆ τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἀκριβέστατο ἐκτιμητὴ καὶ ἀταλάντευτο διδάσκαλο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κόσμου, τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ μελέτες μου, καὶ γιὰ λόγους ἐρευνητικοὺς καὶ γιὰ λόγους διδακτικούς, ἐπεξετάθησαν καὶ σὲ ἄλλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους, ἐχάρηκα καὶ ἐθαύμασα τὴν θαυμαστὴ ὄντως ἑνότητα καὶ συμφωνία τῶν Ἁγίων. Ὅσα ἔμαθα καὶ ἐδιδάχθηκα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, τὰ συναντοῦσα ἀπαράλλακτα καὶ στὰ συγγράμματα τῶν ἄλλων Ἁγίων Πατέρων, τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν νεωτέρων. Ἂν διαβάσει π.χ. κανεὶς τὴν «Χρηστοήθεια» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, διαπιστώνει τὴν ἴδια ἑνότητα καὶ συμφωνία. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ περισσότερο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση πολλῶν θεμάτων τῆς κοσμικῆς ζωῆς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Χαίρω, γιατί νεώτερος μαθητής μου, δάσκαλος στὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση καὶ μεταπτυχιακὸς τώρα σπουδαστὴς τῆς Θεολογίας, καταθέτει διπλωματικῆ ἐργασία μὲ θέμα «Ἡ Ψυχαγωγία κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη».
* * *
Πρὶν ἀπὸ τριανταπέντε χρόνια λοιπὸν διαπραγματεύθηκα καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο θέμα μὲ τίτλο: «Ἡ Ψυχαγωγία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», τὸ ὁποῖο κυκλοφορεῖται σὲ μικρὸ τευχίδιο τῶν ἐκδόσεων «Βρυέννιος» μὲ τίτλο «Ψυχαγωγία, κοσμικὴ καὶ χριστιανική», ἔχει περιληφθῆ δὲ καὶ στὸ βιβλίο μου «Ἠθικὰ Κεφάλαια». Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ στὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Πατέρων δὲν ἔγινε γιὰ νὰ προβάλω κάποιο μου δημοσίευμα. Ἔγινε, γιατὶ ἔχει σχέση μὲ τὴ στάση ποὺ τηρήσαμε ὡς Χριστιανοὶ καὶ μάλιστα σὲ ἐπίπεδο ποιμένων καὶ διδασκάλων, ἀκόμη καὶ μοναχῶν, στὸν κατὰ κόσμον ὄντως μεγάλο θρίαμβο τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου στὸ εὐρωπαϊκὸ πρωτάθλημα ποὺ διεξήχθη στὴν Πορτογαλία καὶ ἐμονοπώλησε ἐπὶ ἕνα μῆνα περίπου τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ κόσμου, ἰδιαίτερα τῶν ἀνὰ τὴν ὑφήλιο Ἑλλήνων, ποὺ ἔβλεπαν τὴν ἐθνικὴ ὁμάδα νὰ προχωρεῖ στὶς διάφορες φάσεις τοῦ πρωταθλήματος καὶ νὰ κατακτᾷ τελικῶς στὸν τελικὸ ἀγῶνα καὶ τὸ κύπελλο, ὡς πρωταθλήτρια τῆς Εὐρώπης. Στοὺς πρωτοφανεῖς πανηγυρισμούς, καθ᾿ ὅλην αὐτὴν τὴν περίοδο, ἰδιαίτερα στὸν τελικὸ πανηγυρισμό, ἔλαβε μέρος κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς ἐκπροσώπους της. Πολλοὶ ἐπεκρότησαν τὴν στάση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί δείχνει ὅτι συμμερίζεται τὶς χαρὲς καὶ τὶς λῦπες, τοὺς θριάμβους καὶ τὶς ἧττες τοῦ ποιμνίου, ὅτι δὲν μένει ἀδιάφορη στὰ δρώμενα ἐν τῷ κοσμῷ, ὅτι καθαγιάζει ὅλα τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, τὸν ἀθλητισμὸ καὶ τὸ ποδόσφαιρο, ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς αὐτὸ ποιμαντικὰ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ προσεγγίσει τοὺς νέους ἁλιευτικὰ καὶ τελικὰ νὰ τοὺς κερδίσει. Γνωρίζουμε μάλιστα ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν ἐνοριακὴ δραστηριότητα πολλοὶ ἱερεῖς ἔχουν περιλάβει καὶ τὴν δημιουργία ὁμάδων ποδοσφαίρου ἢ μπάσκετ, γιὰ νὰ βρίσκει διέξοδο ἡ ζωντάνια τῶν νέων, καὶ πολλὲς ἄλλες δραστηριότητες, ὅπως δημοτικοὺς χορούς, τραγούδια καὶ πολλὰ ἄλλα. Δὲν ἐπιθυμῶ τώρα νὰ ἀναφερθῶ ἀξιολογικὰ σὲ ὅλα αὐτά· ὑπάρχει πάντως σοβαρὸς πνευματικὸς ἀντίλογός με βάση τὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μόνο ἀσφαλὲς κριτήριο. Ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἐκάκισαν καὶ ἐπέκριναν τὴν Ἐκκλησία, ὄχι πάντως γιὰ λόγους πνευματικοὺς ἢ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἀξιοπιστία της, ἀλλὰ ζηλοφθόνως καὶ κακεντρεχῶς, γιατὶ δῆθεν ἐκμεταλλεύθηκε τὴν εὐκαιρία γιὰ λόγους λαϊκιστικοὺς ἢ προσωπικῆς προβολῆς τῶν ἐκπροσώπων της, ὅτι οὐσιαστικὰ καπέλλωσε τὴν ἐκδήλωση στὸ Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκὸ στάδιο, καὶ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση δημοσιογράφου τῆς Θεσσαλονίκης, στὸ κάδρο τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου πολλοὶ δὲν εἶχαν θέση, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶχαν ὄντως ἢ δὲν εἶχαν θέση στοὺς πανηγυρισμοὺς οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας, χωροῦσαν στὸ κάδρο τῆς Ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου; Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα βλέπει καὶ ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὸ θέμα. Καὶ τὰ κριτήρια αὐτὰ εἶναι βασικῶς δυό. Τὸ ἕνα κριτήριο εἶναι τῆς προσαρμογῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ τοῦ κόσμου, τῆς συμμετοχῆς εἰς τὰ τοῦ κόσμου, τὸ ὁποῖο ὅμως τὶς περισσότερες φορὲς ὁδηγεῖ σὲ ἐκκοσμίκευση, σὲ ταύτιση Ἐκκλησίας καὶ κόσμου. Δὲν ἔχουμε ἀποστολικὰ καὶ πατερικὰ παραδείγματα γιὰ κατοχύρωση αὐτῆς τῆς θέσεως· οὐδεὶς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων θὰ διενοεῖτο ποτὲ νὰ λάβει μέρος σὲ παρόμοιες ἐκδηλώσεις ἢ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ αἴσια ἔκβαση ἑνὸς ἀθλητικοῦ ἀγῶνος μὲ ἐθνικὰ χαρακτηριστικά, καὶ λόγω του ὅτι ἡ πάλη καὶ ὁ ἀγῶνας τῶν Χριστιανῶν «οὐκ ἔστι πρὸς σάρκα καὶ αἷμα ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου»3, δὲν ἐνδιαφέρονται δηλαδὴ γιὰ σωματικά, ἀλλὰ γιὰ πνευματικὰ ἀθλήματα, ἀλλὰ καὶ λόγω τοῦ ὑπερφυλετικοῦ καὶ ὑπερεθνικοῦ χαρακτῆρας τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, τὸ ὁποῖο χωρὶς νὰ καταδικάζει τὸν πατριωτισμό, τὴν φιλοπατρία, δὲν εὐνοεῖ, δὲν ἐνισχύει τὶς ἐθνικὲς ἀντιπαλότητες, τασσόμενο ὑπὲρ ἑνὸς ἔθνους εἰς βάρος ἄλλου. Ἂν ἀντίπαλός μας στὸν τελικὸ ἦταν ἡ Ρωσία, ἡ Βουλγαρία, ἡ Σερβία, ἡ Ρουμανία, θὰ ἠμποροῦσε ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης, μολονότι ἀνήκει στὸ δικό μας ἔθνος, νὰ προσευχηθεῖ ὑπὲρ τῆς νίκης τῆς ἐθνικῆς μας; Δὲν θὰ ἐπρόδιδε τὸν οἰκουμενικό του χαρακτῆρα καὶ δὲν θὰ ἐπίκραινε τοὺς ὁμόδοξους ἀδελφοὺς τῶν ἄλλων ἐθνοτήτων; Καὶ τελικῶς τίνος ὀρθοδόξου πατριάρχου ἢ ἀρχιεπισκόπου τὶς προσευχὲς ἀκούει ὁ Θεός; Ἀλλοίμονο, ἂν στὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελέσεως τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν θέταμε καὶ αἴτηση «ὑπὲρ τῆς νίκης τῆς ἐθνικῆς ἡμῶν ὁμάδος ποδοσφαίρου». Θὰ ἀποτελοῦσε κάκιστο παράδειγμα ἐθνοφυλετισμοὺ καὶ ἐκκοσμίκευσης.
* * *
Δὲν ὑπάρχουν λοιπὸν ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ ἐρείσματα ἐπὶ τῶν ὁποίων θὰ ἠμποροῦσε νὰ στηριχθεῖ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἀθλητισμὸ καὶ εἰδικότερα γιὰ τὸ ποδόσφαιρο. Ἀντίθετα ὑπάρχουν σαφέστατες καὶ πάμπολλες μαρτυρίες ποὺ κατοχυρώνουν τὴν ἀπέναντι τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἐκδηλώσεών του ἀπορριπτικὴ ἢ ἐφεκτικὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν στάση ξενιτείας καὶ ἀποταγῆς. Τὸ Εὐαγγέλιο στὸ σύνολό του, ἰδιαίτερα ἡ Ἰωάννεια γραμματεία καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, διδάσκουν πῶς οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου»· ἀποτελοῦμε ἄλλο εἶδος ὑπάρξεως, ἄλλο εἶδος πνευματικῆς ὀντότητος, εἴμαστε πάροικοι καὶ παρεπίδημοι, ξένοι πρὸς τὸν κόσμο. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου δὲν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ὅλη τη σχετικὴ διδασκαλία τὴν ἐκφράζει ἄριστα ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου μὲ τὸν θαυμάσιο ἐκεῖνο στίχο «ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες». Ἄλλα θεάματα καὶ ἄλλα ἀκούσματα τέρπουν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰ ὦτα τῶν Χριστιανῶν· ἡ θέα ἐν πρώτοις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸν ὕψιστο στόχο τῆς πνευματικῆς ἀθλήσεως, ἡ ὁποία ἐν μέρει ἐπιτυγχάνεται, ὡς ἀρραβών, καὶ κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, ὡς θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ· ἡ θέα ἐπίσης τῆς φυσικῆς ὡραιότητος τοῦ κόσμου, τῶν βουνῶν, τῶν ποταμῶν, τῆς θαλάσσης, τῶν λουλουδιῶν, τῶν δασῶν, τοῦ πολυποίκιλου κόσμου τῶν πτηνῶν, τῶν ζῴων, τῶν ἰχθύων· ἡ θέα χαριτωμένων ἀνθρώπων, ἐξαγιασθέντων στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς, καὶ ὅταν εὑρίσκονται ἐν ζωῇ καὶ ὅταν τοὺς δοξάσει ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἁγιάσει, ὅπως τοὺς βλέπουμε στὶς εἰκόνες μέσα στοὺς ὀρθοδόξους ναούς. Τὸ ἄκουσμα τοῦ κελαρύσματος τῶν ποταμῶν, τοῦ φλοίσβου τῆς θαλάσσης, τοῦ ᾄσματος τῶν ἀηδονιῶν, τῆς θεσπέσιας καὶ θείας ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τοῦ κηρύγματος καὶ τῆς διδαχῆς τοῦ θείου λόγου, καὶ πολλῶν ἄλλων θεαμάτων καὶ ἀκουσμάτων.
* * *
Ὅταν οἱ δυὸ μεγάλοι Ἅγιοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, Βασίλειος καὶ Γρηγόριος, βρέθηκαν στὴν Ἀθήνα, «ἐπὶ τὸ τῶν λόγων ἔδαφος», κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ καὶ «ἐκ τῆς καλῆς περὶ τὴν παίδευσιν ἀπληστίας», στὴν Ἀθήνα ποὺ ἔπαυσε πλέον σήμερα νὰ εἶναι κέντρο φιλοσοφίας καὶ γραμμάτων καὶ αὐτὸ τὸ καλοκαῖρι δυστυχῶς θὰ γίνει κέντρο τῶν ἐν καταπτώσει εὑρισκομένων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, τῶν πολυδιαφημισθέντων καὶ πολυπροβληθέντων μὲ συμμετοχὴ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ἔδωσαν ἄριστο παράδειγμα πνευματικῆς στάσεως ἀπέναντι τῶν κοσμικῶν καὶ ἀθλητικῶν ἐκδηλώσεων κάθε ἐποχῆς. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος στὸν γνωστὸ Ἐπιτάφιο Λόγο στὸν Μ. Βασίλειο, ἀναφερόμενος στὶς μεταξὺ τοὺς σχέσεις, ὅπως καὶ στὴν συμμετοχὴ τοὺς εἷς τὰ δρώμενα τῆς πόλεως, μᾶς λέγει ἐν πρώτοις ὅτι, μολονότι σκοπὸς καὶ τῶν δυὸ ἦταν νὰ κατακτήσουν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ γνώση, ποὺ εἶναι πρᾶγμα ζηλευτὸ καὶ ἐπιφθονώτατο, δὲν τὸ ἀντιμετώπισαν ἀνταγωνιστικά, ἀλλὰ μὲ ταπείνωση χριστιανική· παραχωροῦσε ὁ ἕνας τὰ πρωτεία στὸν ἄλλο, γιατὶ θεωροῦσε δικό του ἐπίτευγμα τὴν εὐδοκίμηση τοῦ ἄλλου: «Ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἡμᾶς, πράγματος ἐπιφθονωτάτου, τῶν λόγων· φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο. Ἀγὼν δὲ ἀμφοτέροις, οὐχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ᾿ ὅπως τῷ ἐτέρῳ παραχωρήσειεν· τὸ γὰρ ἀλλήλων εὐδόκιμον ἴδιον ἐποιούμεθα»4. Κοινό τους ἔργο ἦταν ἡ κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ προσδοκία τῆς μελλούσης ζωῆς· εἶχαν ἤδη μετοικήσει ἐκεῖ, πρὶν ἀκόμη ἀναχωρήσουν ἀπὸ ἐδῶ5. Ὅλη τους ἡ ζωὴ καὶ οἱ ἐνέργειες ἦσαν πρὸς τὰ ἐκεῖ προσανατολισμένες. Ἀπέφευγαν τὶς συναναστροφὲς μὲ ἀσελγεῖς καὶ ἐριστικοὺς συμφοιτητές τους, γιατὶ ἐγνώριζαν ὅτι «κακίας ράον μεταλαβείν, ἢ ἀρετῆς μεταδούναι, ἐπεῖ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι»6. Δυὸ δρόμους ἐγνώριζαν· τὸν ἕνα, καὶ τιμιώτερο, ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν ἐκκλησία, καὶ τὸν ἄλλο, ἀξιολογικὰ ὑποδεέστερο, ἀλλὰ πάντως χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο, αὐτὸν ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ πανεπιστήμιο· ὅλα τὰ ἄλλα, πού, δυστυχῶς, σήμερα θεωροῦνται ὡς ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν πολιτισμός, καὶ οἱ ἐμπλεκόμενοι σ᾿ αὐτὰ τιμῶνται ὡς παραγωγοὶ πολιτισμοῦ, ἐνθαρρυνόμενοι καὶ ἐνισχυόμενοι οἰκονομικὰ καὶ ἠθικὰ ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, τὰ ἄφησαν γιὰ τοὺς ἄλλους, γιατὶ τίποτε δὲν ἔχει ἀξία, ὅταν δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀρετή: «Τὰς ἄλλας δὲ τοῖς βουλομένοις παρήκαμεν· ἑορτάς, θέατρα, πανηγύρεις, συμπόσια. Οὐδὲν γάρ, οἶμαι, τίμιον, ὁ μὴ πρὸς ἀρετὴν φέρει, μηδὲ ποιεῖ βελτίους τοὺς περὶ αὐτὸ σπουδάζοντας»7. Περιγράφει ἀρνητικὰ τὴν συμμετοχὴ στοὺς ἱππικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἀποτελοῦν κάτι ἀντίστοιχο μὲ τοὺς σημερινοὺς ἀγῶνες ποδοσφαίρου. Λέγει γιὰ τοὺς φιλίππους καὶ φιλοθεάμονας ὅτι «πηδῶσι, βοῶσιν, οὐρανῷ πέμπουσι κόνιν, ἠνιοχοῦσι καθήμενοι, παίουσι τὸν ἀέρα, τοὺς ἵππους δὴ τοῖς δακτύλοις, ὡς μάστιξι ζευγνύουσι, μεταζευγνύουσιν, οὐδενὸς ὄντες κύριοι· ἀντιδιδόασιν ἀλλήλοις ῥαδίως ἡνιόχους, ἵππους, ἱπποστασίας, στρατηγούς. Καὶ ταῦτα τίνες; Οἱ πένητες πολλάκις καὶ ἄποροι, καὶ μηδ᾿ ἂν εἰς μίαν ἡμέραν τροφῆς εὐπορήσαντες». Ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ τὸ χαρακτηρίζει ἐπιεικῶς ὡς ἄτοπο καὶ δαιμονικό· «Καὶ τὸ πρᾶγμα ἐστὶν ἐπιεικῶς ἄτοπον καὶ δαιμόνιον»8.
Συμπερασματικῶς ἐκτιμᾷ ὅτι ἡ δικαίως δοξαζομένη γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὴν ἐπιστήμη Ἀθήνα ὡς πρὸς τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια εἶναι πιὸ ἐπιζήμια ἀπὸ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος, γιατί «πλουτεῖ τὸν κακὸν πλοῦτον», τὰ εἴδωλα· εἶναι ἡ πόλις τῶν εἰδώλων, καὶ εἶναι δύσκολο νὰ μὴ ἐπηρεασθεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνηγόρους καὶ θαυμαστᾶς τῆς εἰδωλολατρίας. Ἡ διαπίστωση μάλιστα αὐτὴ ἀποκτᾷ ἔκδηλη ἐπικαιρότητα σήμερα, ποὺ ὁ Νεοπαγανισμός, ἡ Νεοειδωλολατρία, ἔχει ἐγείρει θρασεῖαν τὴν κεφαλὴν καὶ σχεδὸν καθοδηγεῖ τὶς ἐκδηλώσεις τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ἰδιαίτερά με τὶς προσευχὲς στὸν Ἀπόλλωνα κατὰ τὴν τελετὴ ἔναρξης καὶ τὴν ἀνὰ τὸν κόσμο περιοδεία τῆς «ἱερῆς» φλόγας, ἀνὰ τὰς πόλεις καὶ τὰς κώμας τῆς χριστιανικῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ «φωτίσει» τὸν κόσμο, ὡς ὑποκατάστατο τοῦ θείου καὶ ἀκτίστου φωτός. Ἀκόμη καὶ στοὺς πανηγυρισμοὺς γιὰ τὴν νίκη τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐντοπίσει ἀρχαιολάτρες καὶ ἑλληνολάτρες ποὺ θεώρησαν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ στρέψουν τὴν προσοχὴ τοῦ κόσμου πρὸς τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μὲ τὶς ἀρχαιοελληνικὲς στολές, τὶς περικεφαλαῖες καὶ ἄλλες γραφικότητες. Ἀντὶ νὰ ἐνισχύουμε οἱ τῆς Ἐκκλησίας τὴ συμμετοχὴ τῶν νέων στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες καὶ στὸ ποδόσφαιρο, μὲ τὸν ἐθελοντισμὸ καὶ τὴν δικαίωση τοῦ ποδοσφαίρου μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς πανηγυρισμούς, θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουμε στὴν νεοπαγανιστικὴ Ἀθήνα αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ δυὸ Χριστιανοὶ νέοι, μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι Μ. Βασίλειος καὶ Γρηγόριος Θεολόγος, στὴν παλαιὰ Ἀθήνα, τὴν κατ᾿ ἐξοχὴν πόλη τῶν εἰδώλων νὰ ἀποκλείσουμε ὅλες τὶς ἄλλες ὁδούς, ὅλες τὶς ἄλλες ἐκδηλώσεις, νὰ μὴ σπρώξουμε τοὺς νέους σε ἄλλους δρόμους, ἐκτὸς τῶν δυό, τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ σχολείου, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι θὰ καταργήσουμε τοὺς ἄλλους δρόμους, ἀφοῦ ὁ ἐν τῷ πονηρῷ κείμενος κόσμος ἐξακολουθεῖ τὴν πορεία του, χωρὶς ὅμως τὴν δική μας συμμετοχὴ καὶ συνέργια. Νὰ δημιουργήσουμε ἀμυντικοὺς μηχανισμοὺς στὸν νοῦ τῶν νέων, νὰ εἶναι «πεπυκνωμένοι καὶ πεφραγμένοι τὴν διάνοιαν», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ νικήσουν τοὺς δαίμονες, ἐκεῖ ποὺ θαυμάζονται καὶ ἐπαινοῦνται· «ἐνταῦθα δαιμόνων καταφρονήσαντες, οὗ θαυμάζονται δαίμονες»9. Μέσα στὴν ἁλμυρὴ θάλασσα τοῦ κόσμου οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποτελέσουν ποτάμι γλυκοῦ νεροῦ, ποὺ κυλᾷ ἀνεπηρέαστο ἀπὸ τὴν ἁλμύρα, ἢ ζῷο, ποὺ χοροπηδᾷ ἀνεπηρέαστο μέσα σὲ πυρκαγιὰ ποὺ κατατρώγει τὰ πάντα: «Καὶ εἴ τις ἐστιν, ἢ πιστεύεται ποταμός, δι᾿ ἅλμης ῥέων γλυκύς, ἢ ζῷον, ἐν πυρὶ σκαῖρον, ᾧ τὰ πάντα ἁλίσκεται, τοῦτο ἦμεν ἡμεῖς ἐν πᾶσι τοῖς ἤλιξι»10.
Πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση τῆς ξενιτείας καὶ τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ζωῆς προσανατολίζει τοὺς νέους καὶ ὁ Μ. Βασίλειος στὸν γνωστὸ λόγο του «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ τοὺς κερδίσει, νὰ τοὺς πλησιάσει μὲ προσαρμογές, ἀνοίγματα καὶ ἐκπτώσεις. Οἱ νέοι προσελκύονται ἀπὸ τὸν εἰλικρινῆ καὶ ἀληθινὸ λόγο, ὅσο αὐστηρὸς καὶ ἂν εἶναι· προσελκύονται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα τοῦ διδάσκοντος, τοῦ ἱερέως. Ὅσες προσαρμογὲς καὶ ἐκπτώσεις καὶ ἂν κάνουμε, ὅσες ὁμάδες ποδοσφαίρου καὶ μπάσκετ καὶ ἂν ὀργανώσουμε, ὅσους πολιτιστικοὺς συλλόγους μὲ δημοτικοὺς χοροὺς καὶ τραγούδια καὶ ἂν ἱδρύσουμε, ὅσους ραδιοφωνικοὺς καὶ τηλεοπτικοὺς σταθμοὺς μὲ κοσμικὰ προγράμματα καὶ πρότυπα καὶ ἂν στήσουμε, δὲν πρόκειται χωρὶς συνέπεια λόγων καὶ ἔργων, χωρὶς ἁγιότητα στὴν ζωή μας, ὅσο πειστικοὶ ῥήτορες καὶ δημαγωγοὶ καὶ ἂν εἴμαστε, νὰ ἀλλάξουμε τὸν κόσμο, νὰ βελτιώσουμε πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπέρασαν πολλοὶ φιλόσοφοι, ρήτορες, παιδαγωγοί, στρατηγοί, βασιλεῖς, ἄρχοντες, κολακεύοντες πολλάκις τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, γιὰ νὰ εἶναι ἀρεστοὶ στὸν λαό. Τίποτε δὲν κατόρθωσαν, γιατί προηγουμένως δὲν εἶχαν ἀλλάξει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ἦρθε ἡ ἁπλοϊκὴ διδαχὴ τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ, μὲ ἀποστόλους ἀγραμμάτους ψαράδες καὶ μὲ ἁγίους ἀνθρώπους στὴν συνέχεια μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἄλλαξαν τὴν μορφὴ τοῦ κόσμου, μὲ τὸν ἀπόλυτο λόγο τῆς ἀληθείας, τὸν ζωντανὸ καὶ τομώτερο ὑπὲρ μάχαιραν δίστομον, τὸν εὐθὺ καὶ τσεκουράτο, καὶ ὄχι διπλωματικό, ὑποκριτικὸ καὶ περιπεπλεγμένο, καὶ μὲ τὴν ἁγία ζωή τους. Λέγει λοιπὸν ἐξ ἀρχῆς ὁ Μ. Βασίλειος -ἀντίθετα πρὸς τὰ προβαλλόμενα ὑπὸ σημερινῶν θεολόγων καὶ ἠθικολόγων ὅτι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία ὅλα τὰ δέχεται καὶ ὅλα τὰ καθαγιάζει, τὰ θέατρα, τὸν ἀθλητισμό, τὶς διασκεδάσεις- ὅτι ὁ παρὼν βίος δὲν ἔχει καμμία ἀξία καὶ τίποτε δὲν θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ ὡς ἀγαθό, ὅταν περιορίζεται ἡ ὠφέλεια καὶ ἡ χρησιμότης τοῦ μόνο σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή. Οὔτε ἡ προγονικὴ ὑπεροχὴ καὶ καταγωγή, οὔτε ἡ εὐρωστία καὶ ἡ δύναμη τοῦ σώματος, οὔτε τὸ κάλλος, οὔτε τὸ μέγεθος, οὔτε οἱ τιμὲς τῶν ἀνθρώπων οὔτε τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα· τίποτε μεγάλο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα δὲν εἶναι γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἀξιολογικὰ σημαντικό, ὥστε νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸ ἀποκτήσουμε ἢ νὰ προσευχόμαστε νὰ μᾶς τὸ δώσει ὁ Θεός. Οἱ Χριστιανοὶ βλέπουμε πολὺ μπροστά· προχωροῦμε μακρυὰ μὲ τὶς ἐλπίδες μας καὶ ὅλες οἱ πράξεις μας ἀποσκοποῦν στὸ νὰ μᾶς προετοιμάσουν γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Ὅ,τι συντελεῖ σ᾿ αὐτήν μας τὴν προετοιμασία τὸ ἀγαποῦμε καὶ τὸ ἐπιδιώκουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη, ὅσα ὅμως εἶναι ἄσχετα μὲ αὐτόν μας τὸν στόχο τὰ παραβλέπουμε καὶ τὰ περιφρονοῦμε ὡς τιποτένια. Ποιὰ σχέση λοιπὸν ἔχουν μὲ τὴν προετοιμασία μας γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ ὁ ἀθλητισμός, τὸ ποδόσφαιρο, τὸ μπάσκετ, τὰ θέατρα, οἱ δημοτικοὶ χοροὶ καὶ τὰ τραγούδια, ὥστε νὰ προσευχόμαστε, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐπιτυχίες σ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ θριαμβολογοῦμε; Τὸ πολὺ διδακτικὸ αὐτὸ κείμενο γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ τῆς ποιμαντικῆς δράσεως τὸ παραθέτουμε αὐτούσιο: «Ἡμεῖς, ὦ παῖδες, οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλαιαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὐκοῦν προγόνων περιφάνειαν, οὐκ ἰσχὺν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἄν τις εἴποι τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Ἃ μὲν οὖν ἂν συντελῇ πρὸς τοῦτο ἡμῖν, ἀγαπᾶν τε καὶ διώκειν παντὶ σθένει χρῆναί φαμεν, τὰ δὲ οὐκ ἐξικνούμενα πρὸς ἐκεῖνον, ὡς οὐδενὸς ἄξια παρορᾶν»11.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι μεταξὺ ὅλων τῶν Πατέρων ὁ αὐστηρότερος κριτὴς τοῦ τρόπου ψυχαγωγίας τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του· ἰδιαίτερα ἐναντίον τοῦ θεάτρου ἀπήγγειλε φιλιππικοὺς ὄντως λόγους. Δὲν ὑπῆρχε βέβαια τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ ποδόσφαιρο· ὑπῆρχε ὅμως ὁ ἱππόδρομος, οἱ ἀγῶνες τῶν ἵππων, μὲ ἐξασκημένους ἀναβάτες ἀνθρώπους, τοὺς ἡνιόχους. Ὁ ἱππόδρομος ἀποτελοῦσε ἰσχυρότατο πόλο ἕλξεως τῶν φιλοθεαμόνων, τὸ ὅλο δὲ σκηνικὸ τῶν ἀγώνων, ἡ συμπεριφορὰ καὶ οἱ ἐκδηλώσεις τῶν θεατῶν γιὰ τὴν νίκη ἢ ἧττα τῶν ἵππων καὶ τῶν ἡνιόχων ἐνθυμίζουν πολὺ ὅσα συμβαίνουν στοὺς ποδοσφαιρικοὺς ἀγῶνες. Ἑπομένως καὶ ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Πατὴρ γιὰ τοὺς ἱππικοὺς ἀγῶνες ἰσχύουν ἀναλογικὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες ποδοσφαίρου. Ὅπως μας πληροφορεῖ, κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἀγώνων ἡ ἀγορὰ καὶ τὰ σπίτια ἄδειαζαν καὶ ὅλη ἡ πόλη μεταφερόταν στὸν ἱππόδρομο. Λόγω τῆς κοσμοσυρροῆς ὁ χῶρος τοῦ ἱπποδρόμου συνήθως δὲν ἀρκοῦσε· γι᾿ αὐτὸ οἱ θεαταὶ κατελάμβαναν τὰ γύρω ἀπὸ τὸν ἱππόδρομο σπίτια, τὶς ταράτσες, τοὺς λόφους καὶ τὰ ὑψώματα ποὺ ἔδιναν τὴν δυνατότητα θέας. Τὴν μανία τῆς παρακολουθήσεως τῶν ἀγώνων κανένα ἐμπόδιο δὲν μποροῦσε νὰ ἀναστείλει· οὔτε ἡ φτώχεια, οὔτε ἡ ἐργασία, οὔτε ἡ ἀσθένεια οὔτε ἡ ἡλικία· γέροντες, «τὴν πολιὰν καταισχύνοντες», ἔτρεχαν στοὺς ἀγῶνες μὲ περισσότερο ἀπὸ τοὺς νέους ζῆλο. Σφοδρὲς βροχοπτώσεις, διαπεραστικὸ κρύο, ἰσχυροὶ ἄνεμοι, καυτερὸς ἥλιος, συνωστισμὸς ἀπὸ τὴν κοσμοσυρροὴ δὲν ἐπηρέαζαν τὴν διάθεση τῶν θεατῶν. Ἀντίθετα, ὅπως μὲ χάρη περιγράφει, «καὶ ἥλιον γυμνῇ δεχόμενοι τῇ κεφαλῇ, καὶ πατούμενοι, καὶ ὠθούμενοι καὶ μετὰ πολλῆς πιεζόμενοι τῆς σφοδρότητος, καὶ μυρία ἕτερα πάσχοντες δεινά, καθάπερ ἐν λειμῶνι τρυφῶντες οὕτω διάκεινται»12.
Διεισδυτικώτατη εἶναι ἡ παρουσίαση τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῶν ἀντιδράσεων τῶν θεατῶν κατὰ τὴν διάρκεια καὶ μετὰ τὸ πέρας τῶν ἀγώνων. Οἱ διαπληκτισμοὶ καὶ οἱ βωμολοχίες ἦσαν συνηθισμένες ἐνέργειες. Οἱ ἀντίθετοι στὶς προτιμήσεις τους θεατὲς περιέλουαν τοὺς ἀντιπάλους μὲ λοιδορίες καὶ ὕβρεις, διήγειραν τὸν θυμὸ καὶ δημιουργοῦσαν ἀτμόσφαιρα μάχης. Ἡ βοὴ καὶ ὁ θόρυβος καὶ οἱ ἐπευφημίες γέμιζαν ὅλη τὴν πόλη. Μετὰ τὸ τέλος τῶν ἀγώνων ἄλλοι ἀπὸ τοὺς θεατὲς ποὺ ἀνῆκαν στοὺς νικητὲς ἔβγαιναν ἀπὸ τὸν ἱππόδρομο φαιδροὶ καὶ χαρούμενοι στὴν ὄψη, σκιρτοῦσαν καὶ χόρευαν, ἐνῷ οἱ ἡττημένοι μὲ κατεβασμένα τὰ κεφάλια εἶχαν ἀποτυπωμένη στὰ πρόσωπά τους τὴν ὀδύνη καὶ τὴν λύπη. Πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ψυχαγωγίας πληρωνόταν ἀκόμη καὶ μὲ θανάτους καὶ τραυματισμούς. Ἀναφέρεται σὲ περιστατικό, κατὰ τὸ ὁποῖο κάποιο πρόσωπο ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένο μὲ καθήκοντα τάξεως στοὺς ἀγῶνες, ἐνῷ ἐπρόκειτο τὴν ἑπομένη νὰ τελέσει τὸν γάμο του, βρέθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἵππους καὶ τοῦ ἀποκόπηκαν ἡ κεφαλὴ καὶ τὰ ἄκρα. Ἀπὸ τὸν συνωστισμὸ ἐπίσης καὶ τοὺς διαπληκτισμοὺς ἦσαν συνηθισμένο φαινόμενο οἱ τραυματισμοί13.
Ἀπέναντι λοιπὸν αὐτῆς τῆς καταστάσεως ποιὰ στάση τηροῦσε ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης καὶ ποιμήν, ὁ διδάσκαλος τῆς ἱερωσύνης, ὁ θεμελιωτὴς τῆς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης; Ἔχει καμμία σχέση ἡ δική του ἀντιμετώπιση μὲ παρόμοια φαινόμενα τῆς ἐποχῆς μας; Πῶς ἀντιμετώπιζε τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὅσους συμμετεῖχαν σ᾿ αὐτούς; Συνεόρταζε καὶ συμπανηγύριζε μαζί τους; Προσευχόταν γιὰ τὴ νίκη κάποιων ἡνιόχων καὶ ἵππων, ἔκαμνε ἁγιασμοὺς γιὰ νὰ νικήσουν; Θεωροῦσε, ὅπως πολλοὶ κληρικοὶ σήμερα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται καὶ ἁγιάζει τὰ πάντα; Ξαναδιάβασα αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὶς σχετικὲς ὁμιλίες καὶ τὶς σχετικὲς ἀναφορές, τὶς ὁποῖες θὰ παραθέσω ὡς παράρτημα κειμένων, ὅταν τὰ γραφόμενα ἐδῶ ἐκδοθοῦν σὲ τευχίδιο. Στενοχωρήθηκα καὶ λυπήθηκα γιὰ τὸ πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπὸ τὸν ἀποστολικὸ καὶ πατερικὸ δρόμο. Καὶ ἡ μόνη ἐπιεικὴς ἐξήγηση ποὺ ἔδωσα γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀπομάκρυνση εἶναι ἡ ἄγνοια τῆς πατερικῆς διδασκαλίας. Ἡ ἀναγέννηση τῶν πατερικῶν σπουδῶν δυστυχῶς δὲν πέρασε στὴν πράξη, στὴν ποιμαντική· ἔμεινε σὲ θεωρητικό, σὲ ἀκαδημαϊκὸ ἐπίπεδο, σὲ περισπούδαστες μονογραφίες καὶ ἄρθρα, στὶς βιβλιοθῆκες τῶν σπουδαστηρίων καὶ τῶν γραφείων. Ἐξακολουθεῖ ὁ εὐσεβιστικός, ἐκκοσμικευμένος καὶ ὑποκριτικὸς τρόπος συμπεριφορᾶς τῶν Χριστιανῶν· τὰ ἔχουμε καλὰ καὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸν Διάβολο, καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὸν κόσμο· οἱ ἀπαγορεύσεις καὶ ἡ αὐστηρότητα δὲν ταιριάζουν στὴν συγκαταβατική, ἰσοπεδωτική, εὔκολη ἐποχή μας. Τὰ δύσκολα ἐνοχλοῦν καὶ ἀπωθοῦν σὲ ὅλα γίνονται ἐκπτώσεις, παραχωρήσεις· ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἔχει σχεδὸν ἐξαφανισθῆ ἢ τρομακτικὰ περιορισθῆ, ὅπως καὶ τὸ ἀντίθετό της ἢ ἀρετή. Γιατί εἶναι ἁμαρτία τὸ θέατρο, ὁ κινηματογράφος, ἡ τηλεόραση; Τί κακὸ ὑπάρχει στὸ νὰ παρακολουθεῖ κανεὶς ἕνα ἀγῶνα στὸν ἱππόδρομο, ἕνα ἀγῶνα ποδοσφαίρου σήμερα, ἢ μπάσκετ; Στὸ ἴδιο ἐρώτημα τῶν ἀκροατῶν του μὲ πολὺ αὐστηρὸ τρόπο ἀπαντᾷ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὑπάρχουν καὶ πράγματα τὰ ὁποῖα ἴσως νὰ μὴν εἶναι καλά, δὲν εἶναι ὅμως καὶ κακά. Εἶναι ἠθικῶς ἀδιάφορα, οὐδέτερα, καὶ δὲν ἁμαρτάνει κανεὶς ὅταν τὰ πράττει, ὅπως τὸ νὰ λέγει κανεὶς ἀστεῖα καὶ ἀνέκδοτα, τὸ νὰ καλοπερνᾷ καὶ νὰ διασκεδάζει. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ «τὸ εἰς θέατρα ἀναβαίνειν καὶ ἵππων ἁμίλλας θεωρεῖν καὶ κυβεύειν», τὸ νὰ παίζει δηλαδὴ κανεὶς κύβους, τὸ χαρτοπαίγνιο14. Διαμαρτύρεται, γιατί προβάλλεται αὐτὴ ἡ ἔνσταση, ποὺ τὴν θεωρεῖ ἀπάτη καὶ τέχνασμα τοῦ Διαβόλου· «Ἀλλὰ μὴ μοὶ πάλιν τῆς διαβολικῆς ἐκείνης ἀπάτης ρήματα τὶς παραγαγέτω, λέγων ποῖον γὰρ ἁμάρτημα ἰδεῖν ἵππους τρέχοντας;»15.
Ὀνομάζει ἐν πρώτοις χωρὶς δισταγμὸ καὶ ἐπανειλημμένως τοὺς ἀγῶνες στὸν ἱππόδρομο «σατανικὴ πομπή». Τοὺς δὲ Χριστιανοὺς οἱ ὁποῖοι ἀμελοῦν τόσο ἐπικίνδυνα τὴν σωτηρία τους καὶ ἄλλοτε μὲν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἄλλοτε δὲ μόνοι τους παραδίδονται στὰ δίκτυα τοῦ Διαβόλου καὶ ἐπιστρέφουν στὶς ἱπποδρομίες, τοὺς παρομοιάζει, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, πρὸς σκύλο ποὺ ἐπιστρέφει καὶ τρώγει τὸν ἐμετό του· «ὅμοιός ἐστι κυνὶ ἐπιστρέφοντι ἐπὶ τὸν ἴδιον ἔμετον»16. Δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει καὶ νὰ δικαιολογήσει πῶς εἶναι δυνατὸν μετὰ ἀπὸ τὸ «πνευματικὸν θέατρον», τὰ πνευματικὰ θεάματα καὶ ἀκούσματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, μετὰ ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προσφέρει ἡ διήγηση τῶν κατορθωμάτων τους, σὰν σὲ ἕνα πνευματικὸ λειμῶνα, νὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ γίνονται «ἵππων ἀλόγων θεαταί, λοιδορίαις καὶ ὕβρεσιν ἀλλήλους πλύνοντες»17. Εἶναι ἄξιο κατακρίσεως μετὰ τὶς εὐχὲς καὶ τὰ φρικτὰ μυστήρια καὶ τὴν πνευματικὴ διδασκαλία, μετὰ τὴν συμμετοχὴ στὴ θεία λατρεία, μετὰ τὴν κάθαρση τῶν λογισμῶν, τὴν κατάνυξη, τὴν νήψη, νὰ πηγαίνει κανεὶς «εἰς τὴν σατανικὴν ἐκείνην θεωρίαν» καὶ νὰ καταρυπαίνει τὸν ἑαυτὸ του18. Πῶς θὰ τολμήσουν νὰ ξαναέλθουν στὴν ἐκκλησία μὲ παρρησία; Δὲν θὰ τοὺς ἐλέγχει ἡ συνείδηση; Ἂν ἤθελες, λέγει, νὰ παρακολουθήσεις τὸν δρόμο τῶν ἀλόγων ζῴων, ἀλλὰ καὶ ἄλλων ἀλόγων, τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὀργανώνουν τοὺς ἀγῶνες καὶ συμμετέχουν, λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο, ἔπρεπε νὰ τιθασσεύσεις τὰ δικά σου ἄλογα πάθη, τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία, νὰ τὰ ζεύξεις κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς φιλοσοφίας καὶ νὰ ὁρμήσεις νὰ κατακτήσεις τὸ βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως, τρέχοντας ὄχι ἀπὸ βρωμιὰ σὲ βρωμιά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἱπποδρομίας μαζὶ μὲ τὴν εὐχαρίστηση ἔχει μεγάλη ὠφέλεια. Ἐσὺ ὅμως ἀφήνεις τὰ δικά σου στὴν τύχη, τὸν δικό σου ἀγῶνα, καὶ κάθεσαι ὅλην τὴν ἡμέρα γιὰ τὴν νίκη ἄλλων, ξοδεύοντας τὸν καιρό σου ὄχι μόνον εἰκῇ καὶ μάτην ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κακῷ19.
Στενοχωρεῖται καὶ ὀργίζεται γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ ἅγιος Πατήρ· ἐπιτιμᾷ, κατακρίνει, συμβουλεύει· μερικὲς φορὲς καὶ ἀπειλεῖ ὅτι σὲ ὅσους ἐξακολουθοῦν, μετὰ τὶς τόσες ὑποδείξεις καὶ συστάσεις, νὰ ἐπισκέπτονται τὶς ἱπποδρομίες καὶ τὰ θέατρα, γιὰ τὸ καλό τους, θὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ μεταλαμβάνουν τῶν ἁγίων μυστηρίων. Εἶναι δυνατόν, λέγει, νὰ τὰ ἀνεχθοῦμε ὅλα αὐτά, νὰ τὰ ἐπιδοκιμάσουμε; «Ταῦτα ἀνεκτά; Ταῦτα φορητά;». Νὰ αὐτομολοῦν ὅλοι στὸν ἱππόδρομο καὶ νὰ ὑπάρχει τέτοια βακχικὴ διέγερση, ὥστε ὅλη ἡ πόλη νὰ δονεῖται ἀπὸ βοὲς καὶ ἄτακτες κραυγές; «Ἐγὼ οὖν οἴκοι καθήμενος καὶ τῆς φωνῆς ἀκούων ἐκρηγνυμένης τῶν κλυδωνιζομένων χαλεπώτερον ἔπασχον». Τραυμάτιζαν τὰ αὐτιά του οἱ θόρυβοι καὶ οἱ πανηγυρισμοί, ἔπεφτε κάτω καὶ σκέπαζε τὸ κεφάλι του: «Καὶ εἰς τὴν γῆν ἔκυπτον καὶ ἐνεκαλυπτόμην». Σήμερα συμπανηγυρίζουμε, συμμετέχουμε, εὐχόμαστε καὶ προσευχόμαστε. Ταιριάζουν, λέγει, αὐτὰ στὴν πόλη τῶν Ἀποστόλων, στὴν πόλη τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου, σὲ φιλόχριστο λαό, σὲ πνευματικὸ θέατρο καὶ πνευματικοὺς ἀγωνιστάς20;
Δὲν παραλείπει ὁ ἱερὸς Πατὴρ νὰ ἐπιχειρηματολογήσει, νὰ διδάξει, νὰ ἐξηγήσει αὐτὴν τὴν αὐστηρὴ στάση τοῦ ἀπέναντι στὶς ἱπποδρομίες καὶ στὰ θέατρα, νὰ ἀπαντήσει σὲ ὅσους ἔλεγαν ὅτι οἱ ἐκδηλώσεις αὐτὲς ἠθικὰ εἶναι ἀδιάφορες, οὐδέτερες. Δὲν πρόκειται βέβαια ἐδῶ νὰ ἀναλύσουμε ἐν πλάτει τοὺς λόγους αὐτῆς τῆς στάσεως, τῆς αὐστηρῆς, ἡ ὁποία πάντως πνευματικὰ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη, ἄσειστη, καὶ μόνον ἄγνοια ἢ ἐθελοκακία θὰ δικαιολογοῦσαν τὴν ἀγνόησή της. Τὸ ἐπράξαμε αὐτὸ πρὸ τριάντα πέντε ἐτῶν στὴν μνημονευθεῖσα μελέτη μας γιὰ τὴν «Ψυχαγωγία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸν ὁποῖο συνετέλεσε νὰ ἀποκόψει καὶ ὁ γράφων τὴν ὅποια ἀγάπη εἶχε πρὸς τὸ ποδόσφαιρο καὶ ὅποια συμμετοχή, μὲ ἐπίδραση τῆς περιρρέουσας ἀτμόσφαιρας καὶ τῆς σχολικῆς πρακτικῆς. Κανεὶς δὲν τολμοῦσε καὶ δὲν τολμᾷ νὰ μιλήσει ἐναντίον τοῦ ποδοσφαίρου, οὔτε στὰ ἐκκλησιαστικὰ σχολεῖα οὔτε καὶ στὴν Θεολογικὴ Σχολή, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει ἀκόμη ὁμάδα ποδοσφαίρου, ποὺ μετέχει στὸ διασχολικὸ πρωτάθλημα τοῦ Πανεπιστημίου. Αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου περίεργο σήμερα, ἀφοῦ καὶ σὲ διαγωνισμοὺς καλλιστείων παίρνουν μέρος φοιτήτριες τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ἰδιαίτερα κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες, ντρέπεσαι νὰ τὶς ἀντικρύσεις, γιατὶ δὲν εἶναι ντυμένες, ἀλλὰ ξεντυμένες, ὅπως οἱ περισσότερες γυναῖκες σήμερα.
Γιὰ τρεῖς βασικοὺς λόγους ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταδικάζει τὴν κοσμικὴ Ψυχαγωγία, ὅπου συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν ἱππόδρομο, σήμερα δὲ ἀσφαλέστατα θὰ περιελάμβανε καὶ τὸ ποδόσφαιρο. Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ βλάβη ἀπὸ τὶς κακὲς ἐπιδράσεις, ἀπὸ τὴν παρότρυνση σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα καὶ σὲ βία, ἀπὸ τὴν διάλυση τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, μὲ τὰ αἰσχρὰ θεάματα καὶ ἀκούσματα, μὲ τὶς βιαιότητες, τὶς βωμολοχίες, τὶς ὕβρεις, τὰ κακὰ συναπαντήματα. Ἀκόμη καὶ ἐκδηλώσεις ποὺ θεωροῦνται ἠθικὰ ἀδιάφορες καὶ οὐδέτερες, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, πρέπει νὰ ἀποφεύγονται, καὶ ὄχι μόνο τὰ ἐμφανῆ ἁμαρτήματα, γιατὶ καὶ ἀπὸ τὰ θεωρούμενα ἀδιάφορα σιγὰ-σιγὰ παρασυρόμαστε πρὸς ἁμαρτωλὲς πράξεις: «Τοῦτο ἀσφαλείας ἡμῖν ἔσται μεγίστης ὑπόθεσις, τὸ μὴ τὰ ἁμαρτήματα φεύγειν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀδιάφορα μὲν εἶναι δοκοῦντα, πρὸς δὲ τὰς ἁμαρτίας ἡμᾶς ὑποσκελίζοντα. Οἶόν τι λέγω· τὸ γελᾶν καὶ ἀστεῖα λέγειν οὐ δοκεῖ μὲν ὡμολογημένον ἁμάρτημα εἶναι, ἄγει δὲ εἰς ὡμολογημένον ἁμάρτημα. Πολλάκις γοῦν ἀπὸ γέλωτος αἰσχρὰ ρήματα τίκτεται, ἀπὸ ρημάτων αἰσχρῶν πράξεις αἰσχρότεραι». Στὶς θεωρούμενες ἠθικὰ ἀδιάφορες ψυχαγωγικὲς ἐκδηλώσεις ἀναφέρει στὴ συνέχεια, ὅπως εἴδαμε, τὸ «τρυφᾶν», τὸ γλέντι δηλαδὴ καὶ τὴν καλοπέραση, τὸ θέατρο καὶ τὶς ἱπποδρομίες, ἀναλύοντας καὶ σὲ ποιὰ ἐμφανῆ ἁμαρτήματα μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν21.
Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε καμμία ἠθικὴ συνέπεια καὶ βλάβη, καὶ ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἁπλὴ ψυχολογικὴ ἀνάγκη καὶ διέξοδο, ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοί, ὑπάρχουν ἄλλοι βασικοί, βασικώτατοι λόγοι γιὰ τὴν χριστιανικὴ ὕπαρξη καὶ ζωή, ποὺ καθιστοῦν γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς Χριστιανοὺς ἀδιανόητη καὶ ἐπικίνδυνή τη συμμετοχή τους. Τὸ ἰδιάζον πράγματι στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν τῶν ψυχαγωγικῶν ἐκδηλώσεων, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοση, δὲν ἔγκειται στὴν θεώρησή τους ἀπὸ ἄποψη ἠθικῆς ὠφελείας ἢ βλάβης, γιατὶ παρόμοια θεώρηση ὑπάρχει καὶ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφοὺς καὶ στὴν Π. Διαθήκη. Τὰ δυὸ οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς νέας, τῆς χριστιανικῆς, ἀντιμετωπίσεως εἶναι ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ χρόνου ὡς «καιροῦ» ὁρισμένου καὶ μετρημένου, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν σωτηρία μας, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ σπουδαιότατος ρόλος ποὺ διαδραματίζουν στὴν πνευματικὴ τελείωση ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ὁ Σταυρός. Ἡ παρακολούθηση θεατρικῶν, κινηματογραφικῶν, τηλεοπτικῶν ἔργων, ὡς καὶ ἀθλητικῶν ἀγώνων καὶ τοῦ ποδοσφαίρου, ἀποτελοῦν «ἀνάλωμα χρόνου, καὶ δαπάνην ἡμερῶν περιττήν». Ἡ ἐπίγεια ζωὴ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ νὰ παρακολουθοῦμε τὴν τέχνη τοῦ θεάτρου, τῶν χορευτῶν καὶ τῶν ἠθοποιῶν, τὸν ἱππόδρομο καὶ ἄλλες ἀνωφελεῖς συγκεντρώσεις καὶ συνάξεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθουμε τὴν τέχνη τῆς εὐσεβείας καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ζητήσει λόγο γιὰ τὸν τρόπο ποὺ χρησιμοποιήσαμε τὸν χρόνο. Τὸν μεταβάλαμε σὲ σωτηριώδη χρόνο ἢ τὸν σπαταλήσαμε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ; Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἀρίστους τρόπους καλῇς χρήσεως τοῦ χρόνου εἶναι ἡ συμμετοχή μας στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, σὲ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, ἡ ὁποία ὅμως πλήττεται καὶ ἀμελεῖται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ Ψυχαγωγία καὶ τὸν ἀθλητισμό. Ὅλοι τρέχουν προθύμως πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ σὲ ἡμέρες μεγάλων ἑορτῶν, ἐνῷ ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῆς Κυριακῆς προβάλλονται τοῦ κόσμου οἱ προφάσεις22.
Ἡ κατάνυξη, ἔπειτα, ἡ νήψη, ἡ ἐνάρετη καὶ ἁγία ζωή, δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴν διάχυση, μὲ τὴν κοσμικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἄνεση. Ἡ ἄνεση τοῦ παραδείσου, ἡ ἀπουσία πόνων καὶ θλίψεων, δὲν βοήθησε τοὺς πρωτοπλάστους. Γι᾿ αὐτὸ παιδαγωγικὰ ὁ Θεός, μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν ζωὴ τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ, μᾶς ἐδίδαξε τὸν ἐσταυρωμένο βίο, τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό. Ἡ διαρκὴς μάχη πρὸς τὸ κακὸ καὶ τὸν Διάβολο ἀπαιτεῖ ἔνταση τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, διαρκῆ ἐγρήγορση, δὲν ὑπάρχουν περιθώρια ἀστεϊσμῶν καὶ χαλάρωσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων στὶς ἁγιογραφίες εἶναι αὐστηρά, σοβαρὰ καὶ συγκεντρωμένα23. Ἂς προσθέσουμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅσα στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σάββα γράφονται ὡς σύσταση τοῦ Ἁγίου στὴν περγαμηνὴ ποὺ κρατᾷ στὸ ἀριστερό του χέρι: «Στενὴν ὁδὸν βάδιζε καὶ τεθλιμμένην, μισῶν πλαδαρὸν καὶ διάῤῥυτον βίον».
* * *
Οἱ νῖκες τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου στὸ εὐρωπαϊκὸ πρωτάθλημα καὶ ἡ κατάκτηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κυπέλλου πανηγυρίσθηκαν ὑπερβαλλόντως καὶ σχολιάσθηκαν κατὰ τὸ πλεῖστον θετικά. Δὲν διαφωνοῦμε μὲ ὅσους ἐπήνεσαν καὶ προέβαλαν αὐτὴν τὴν ἐθνικὴ ἔξαρση καὶ τὴν ἐκδήλωση τοῦ ἐπὶ δεκαετίες καταπιεσμένου πατριωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος βρῆκε ἀφορμὴ καὶ κάλυψη τὸ ὑπὸ πάντων ἐπαινούμενο καὶ ἐνισχυόμενο ποδόσφαιρο νὰ ἐκδηλωθεῖ καὶ νὰ ξεσπάσει. Δὲν κατακρίνεται ὁ πατριωτισμός, ὁ ὁποῖος πάντως πρέπει νὰ ἀποτελεῖ μόνιμο καὶ σταθερὸ στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς παιδευτικῆς καὶ πολιτιστικῆς στοχοθεσίας· πάντοτε πρέπει νὰ κυματίζει ἡ ἑλληνικὴ σημαία, ἰδιαίτερα κατὰ τὶς μεγάλες μας ἐθνικὲς ἑορτές. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς πῆραν καλὸ μάθημα ὅσοι τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὑπετίμησαν καὶ προσέβαλαν τὰ ἐθνικὰ σύμβολα καὶ ἐδυσφήμησαν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ παράδοση.
Οἱ Χριστιανοὶ ὅμως καὶ οἱ τῆς Ἐκκλησίας, ζωντας μέσα στὶς ἐπίγειες πατρίδες μας καὶ συμμεριζόμενοι τὴν ἱστορική τους πορεία, δὲν ξεχνοῦμε ὅτι γιὰ μᾶς μεγαλύτερη σπουδαιότητα ἔχει ἡ οὐράνια πατρίδα μας· «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»24. Ἡ ἐπὶ γῆς συμπεριφορά μας, χωρὶς νὰ καταργεῖ τὶς ἐθνικὲς καὶ φυλετικὲς ἰδιαιτερότητες, τὶς ὑπερβαίνει, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι. Πρῶτα εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ κατόπιν ὀ,τιδήποτε ἄλλο· καυχώμαστε ὄχι γιὰ τὴν ἐθνική μας καταγωγή, τὰ πλούτη, τὴν σωματική μας ἐμφάνιση, τὰ ἀξιώματα καὶ ὀ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ τὴν χριστιανική μας ταυτότητα, καὶ ἐπιδιώκουμε μόνον ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ καὶ βοηθεῖ στὴν ἐπιτυχία τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Τὸ ποδόσφαιρο ἐπαινέθηκε, γιατί ἔγινε τὸ μέσο γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ὁ καλὸς στόχος τοῦ πατριωτισμοῦ. Δὲν ὑπηρετήθηκε βέβαια μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι στόχοι. Ὅπως πάντως φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀνάλυση, χριστιανικὰ δὲν δικαιώνεται μὲ κανένα τρόπο, ἔστω καὶ ἂν ἐξυπηρετεῖ καλοὺς σκοπούς, ποὺ αὐτὸ δὲν συμβαίνει πάντοτε. Ὁ σκοπὸς δὲν ἁγιάζει τὰ μέσα. Γι᾿ αὐτὸ οἱ τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ μὴ στέλνομε λάθος μηνύματα· ἀντὶ νὰ στρέψουμε τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα τοὺς νέους, στὴν συνεπῆ Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, τοὺς στρέφουμε στὰ γήπεδα, στὰ θέατρα καὶ στὸ τραγούδι, βραβεύοντας καὶ ἐκθειάζοντας τοὺς πρωταγωνιστὰς αὐτῶν τῶν σατανικῶν πομπῶν καὶ παγίδων.
4. Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασίλειον 20, ΕΠΕ 6, 162.
5. Αὐτόθι: «Ἐν δ᾿ ἀμφοτέροις ἔργον, ἡ ἀρετή, καὶ τὸ ζῆν πρὸς τὰς μελλούσας ἐλπίδας, πρὶν ἐνθένδε ἀπελθεῖν, ἐνθένδε μεθισταμένοις».
9. Αὐτόθι 21, ΕΠΕ 6, 166: «Εἴπω τί συντομώτερον· βλαβεραὶ μὲν τοῖς ἄλλοις Ἀθήναι, τὰ εἰς ψυχὴν (οὗ γὰρ φαύλως τοῦτο ὑπολαμβάνεται τοῖς εὐσεβεστέροις)· καὶ γὰρ πλουτοῦσι τὸν κακὸν πλοῦτον, εἴδωλα, μᾶλλον τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, καὶ χαλεπὸν μὴ συναρπασθῆναι τοῖς τούτων ἐπαινέταις καὶ συνηγόροις· ἡμῖν δι᾿ οὐδεμία παρὰ τούτων ζημία, τὴν διάνοιαν πεπυκνωμένοις καὶ πεφραγμένοις. Τουναντίον μὲν οὖν, εἴ τι χρῇ καὶ παράδοξον εἰπεῖν, εἰς τὴν πίστιν ἐντεῦθεν ἐβεβαιώθημεν, καταμαθόντες αὐτῶν τὸ ἀπατηλὸν καὶ κίβδηλον, ἐνταῦθα δαιμόνων καταφρονήσαντες, οὗ θαυμάζονται δαίμονες».
11. Πρὸς τοὺς νέους 2, ΕΠΕ 7, 318.
12. Εις Ἄνναν 4, 1, ΡG 54, 661.
13. Βλ. σχετικὲς παραπομπὲς εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ψυχαγωγία. Κοσμικὴ καὶ Χριστιανική, Σειρὰ «Καιρός», ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 13.
14. Εἰς Ἀνδριάντας 15, 4, ΡG 49, 158-159.
15. Εἰς Γένεσιν Ὄμ. 6, 2, ΡG 53, 56. Βλ. ἐπίσης Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν καὶ αὐτομολήσαντας πρὸς τὰς ἱπποδρομίας καὶ τὰ θέατρα 2, ΡG 56, 266: «Καὶ ποία κακία; φησί. Διὰ γὰρ τοῦτο ὀδυνῶμαι, ὅτι καὶ νόσων οὐκ οἶδας ὅτι νοσεῖς, ἵνα καὶ τὸν ἰατρὸν ἐπιζητήσῃς».
16. Αὐτόθι, ΡG 53, 55. Παροιμ. 26, 11.
17. Ομιλία εἰς τὸ «Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς...» 2, ΡG 63, 518.
18. Πρὸς τοὺς εἰς τὰς ἱπποδρομίας ἀπελθόντας 1, ΡG 48, 1046.
19. Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν καὶ αὐτομολήσαντας πρὸς τὰς ἱπποδρομίας καὶ τὰ θέατρα 1, ΡG 56, 265. Εἰς τὸ «Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς...» 2, ΡG 63, 518: «Τίνος δὲ οὐκ ἂν εἴῃ κολάσεως ἑκάτερος ὑμῶν ἄξιος, τῆς μὲν ἑαυτοῦ ψυχῆς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ὑπὸ τῶν παθῶν παρασυρομένης οὐδένα ποιούμενος λόγον, ὑπὲρ δὲ ἀλόγων ζῴων καὶ ἀνθρώπων ἑτέρων ἀλόγων χαίρων ἢ ὀδυνώμενος;».
20. Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν 1, ΡG 56, 264.
21. Εἰς Ἀνδριάντας 15, 4, ΡG 49, 158-160.
22. Βλ. σχετικὸ ὑλικὸ εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 21-27