Σημείωση website: Ἡ χάρις καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου δὲν ἐξαγοράζεται, οὔτε μὲ τὴν συγκροτημένη ἀποχὴ ἀπὸ ἁμαρτίες, οὔτε μὲ ὁποιαδήποτε πληθὺ καλῶν ἔργων. Ἴσως ὁ συντάκτης τοῦ πρωτοτύπου, καίτοι κινούμενος ἀπὸ ἀγαθὰ κίνητρα, τὴν ἀφύπνιση καὶ ἐγρήγορση τῶν πιστῶν, ὑπερβάλλει, τόσον στὸ θέμα τῶν τελωνείων, ὅσον στὴν περιγραφὴ παραδείσου καὶ κολάσεως, καὶ τὴν διακριτὴ κατηγοριοποίηση τῶν ἀνθρώπων, μὲ πιθανὸ ψυχολογικὸ ἀντίκτυπο τὴν τρομοκράτηση τοῦ ἀναγνώστη. Ἐν τούτοις, παρατίθεται τὸ παρὸν (μεσαιωνικὸ) κείμενο, λόγῳ τῆς θερμῆς παρουσιάσεως καὶ τῶν λεπτομερειακῶν ταξινομήσεων παθῶν καὶ ἀρετῶν.
Σημείωση ἀρχικῆς ἐκδόσεως: Τὸ παρὸν κείμενο ἐκδιδόμενο ὑπὸ τοῦ πατρὸς Λαζάρου Ἱερομονάχου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου σκοπὸν ἔχει νὰ φωτίσῃ πάντα χριστιανὸν ὀρθόδοξον νὰ γνωρίσῃ τί εἶναι ἀρεστὸν ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Καὶ πράττοντας αὐτά, θὰ ἀξιωθῇ τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ νέος ἦταν πνευματικὸς Πατέρας τοῦ ὁσίου Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπίσης πολλὰ ἄλλα πνευματικὰ τέκνα μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ μία εὐλαβέστατη γυναῖκα ὀνομαζόμενη Θεοδώρα ἡ ὁποία ὑπηρετοῦσε τὸν Ἅγιο Βασίλειο σὲ ὅλη της τὴ ζωή. Ἔφθασε δὲ ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου της καὶ ἀπέθανεν ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν.
Ἐγὼ δὲ (ὁ Γρηγόριος) εὑρισκόμενος σὲ ἀπορία ζητοῦσα νὰ μάθω καὶ ἐνοχλοῦσα τὸν Ἅγιο γιὰ νὰ μοῦ εἰπῇ ἐὰν ἐσώθη ἡ Θεοδώρα καὶ ποῦ εὑρίσκεται. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μετὰ τὶς πολλές μου ἐνοχλήσεις, μοῦ εἶπεν: «Τέκνον μου Γρηγόριε αὕτη τὴ νύχτα πορεύομαι πρὸς τὴν Θεοδώρα καὶ ἔλθε καὶ σὺ μαζί μου γιὰ νὰ τὴν ἰδῆς.»
Ἐγὼ ἀσπάσθηκα τὴν δεξιά του χεῖρα καὶ πορεύθηκα νὰ κοιμηθῶ. Καὶ γενόμενος σὲ ἔκσταση εὑρέθηκα σὲ ἕνα ἀνηφορικὸ καὶ στενὸ μέρος, καὶ ἐκεῖ βλέπω ὡραιότατα παλάτια ἐξαστράπτοντα καὶ κτυπόντας τὴν πόρτα παρουσιάσθηκαν δυὸ γυναῖκες καὶ μοῦ λέγουν. Αὐτὰ τὰ παλάτια εἶναι τοῦ πατρὸς Βασιλείου ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ λίγο πέρασεν ἀπὸ ἐδῶ καὶ πῆγε νὰ ἰδῆ τὴν Θεοδώρα ἡ ὁποία βρίσκεται ἐδῶ.
Ἀκούωντας δὲ ἡ Θεοδώρα τὸ ὄνομά της, ἔτρεξε στὴν πόρτα, μ᾿ ἐνηγκαλίσθη καὶ μοῦ λέγει:
«Ὤ! τέκνον μου Γρηγόριε! Πῶς ἦλθες ἐδῶ; Μήπως ἀπέθανες καὶ ἦλθες ἐδῶ;»
Ἐγὼ τῆς ἀποκρίθηκα:
«Δὲν ἀπέθανα ἀλλὰ εὑρίσκομαι ἀκόμη στὸ σῶμα μου στὸν μάταιο ἐκεῖνο κόσμο. Οἱ εὐχὲς ὅμως τοῦ πνευματικοῦ μας Πατρὸς Βασιλείου μὲ ἔφεραν ἐδῶ νὰ σὲ δῶ ὅπου πολὺ ἐπιθυμοῦσα καὶ τὸν ἐνοχλοῦσα κάθε ἡμέρα γιὰ νὰ μάθω ποῦ εὑρίσκεσαι, καὶ ἐὰν ἐσώθης. Καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ πῇς περὶ τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, πόσους πόνους ἔχει καὶ πῶς ἐπέρασες ἀπὸ τὰ φοβερὰ τελώνια τοῦ ἀέρος, καὶ τὶς ἐξετάσεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Διότι κι ἐγὼ μέλλω ἐντὸς ὀλίγου καὶ κάθε ἄνθρωπος στὸ τέλος τῆς ζωῆς του νὰ διέλθωμεν.»
Καὶ ἀπεκρίθη ἡ Θεοδώρα καὶ τοῦ λέγει:
«Ὤ! τέκνον μου Γρηγόριε πῶς θὰ σοῦ διηγηθῶ τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμον ἐκείνης τῆς ὥρας τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος; Πῶς θὰ σοῦ ἐξηγήσω τοὺς πόνους καὶ τὶς ὀδύνες τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς; Σοῦ παριστάνω τέκνο μου νὰ τεθῇ ἄνθρωπος γυμνὸς ἐπάνω σὲ κάρβουνα καὶ νὰ διαλύεται ἕως ὅτου ἐξέλθῃ ἡ ψυχή του. Τόσον δριμεῖς καὶ ἀνυπόφοροι εἶναι οἱ πόνοι τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὅπως ἐγώ· τοῦ δὲ δίκαιου τέκνον μου Γρηγόριε δὲν γνωρίζω.
Ὅταν βρισκόμουν στὸ κρεβάτι μου καὶ ψυχομαχοῦσα ἔβλεπα γύρω μου τὰ πονηρὰ πνεύματα τῶν δαιμόνων· ἄλλους μὲν σὰν μαύρους σκύλους, καὶ ἐγαύγιζαν, ἄλλους δὲ σὰν ταύρους μουγκρίζοντας καὶ λυσσόντας στρέφοντας τὰ ἄγρια καὶ ἄσχημα πρόσωπά τους κατ᾿ ἀπάνω μου καὶ μὲ φοβέριζαν. Ἐγὼ δὲ ἔστρεφα τὰ μάτια μου σὲ ἄλλο μέρος γιὰ νὰ μὴν βλέπω τὴν ἄσχημη μορφή τους καὶ τὸν θόρυβο ποὺ ἔκαναν· ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο, τέκνο μου Γρηγόριε νὰ ἀποφύγω.
Καὶ ἐνῷ ἤμουν σὲ τόσην στεναχώρια βλέπω ξαφνικὰ δυὸ νέους ἀστραπόμορφους μὲ χρυσᾶ μαλλιά, καὶ στάθηκαν στὰ δεξιὰ τοῦ κρεβατιοῦ μου, καὶ ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄρχισε νὰ φοβερίζῃ τοὺς φοβεροὺς ἐκείνους δαίμονες λέγοντας:
«Φύγετε παμμίαροι καὶ ἀγριοπρόσωποι διότι δὲν ἔχετε νὰ κερδήσετε τίποτε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή.»
Αὐτοὶ δὲ ἔφεραν τὶς ἁμαρτίες μου ὅσας ἐποίησα ἀπὸ τὰ νιάτα μου, εἴτε σὲ λόγια, εἴτε σὲ πράξεις καὶ ἐφώναζαν ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά μου ἀκόμη καὶ ὅσα δὲν ἔπραξα· ἐγὼ δὲ μὲ φόβω καὶ τρόμω ἐπρόσμενα τὸ θάνατο καὶ ἐξαίφνης ἦλθεν ὁ θάνατος σὰν ἕνας νέος χονδρὸς καὶ ὀργισμένος, σὰν λιοντάρι, φορτωμένος διάφορα ἐργαλεῖα καὶ εἶπαν σ᾿ αὐτὸν οἱ Ἄγγελοι· λῦσαι τὶς ἀρθρώσεις τοῦ σώματος καὶ μὴν τῆς δώσῃς πολλοὺς πόνους διότι τ᾿ ἁμαρτήματά της εἶναι λίγα· τότε ἄρχισεν ἀπὸ τὰ πόδια καὶ ἔλυε τὶς ἀρθρώσεις τοῦ σώματός μου, καὶ τότε αἰσθανόμουν ὅτι νεκρωνόταν τὸ σῶμα μου, καὶ τελικὰ ὁ τύραννος ἐκεῖνος γέμισε ἕνα ποτήρι μὲ πικρὸ περιεχόμενο, μοῦ τὸ ἐπότισε καὶ εὐθὺς ἐξῆλθεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα μου, τότε τὴν παρέλαβαν οἱ δυὸ Ἄγγελοι καὶ ἐγὼ θαύμαζα γιὰ τὰ γινόμενα, διότι δὲν ἤξερα ὅτι συμβαίνουν αὐτὰ στὸν καιρὸ τοῦ θανάτου στὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπον.
Καὶ οἱ Ἄγγελοι ἐξέταζαν τὰ καλὰ ἔργα ποὺ ἔκαμα στὴ ζωή μου, ἂν νήστευσα, ἂν πήγαινα ἐκκλησία καὶ ἂν στεκόμουν μὲ φόβο Θεοῦ, ἂν ἔθρεψα τοὺς πεινῶντες, ἂν ἐπισκέφθηκα ἀσθενεῖς, ἂν δεχόμουν ξένους στὸ σπίτι μου, ἂν ἔδωκα τὸ καλὸ παράδειγμα στοὺς ἄλλους, ἂν ὑπέμεινα βρισιές, ἂν ἀπέφευγα ὅρκους, ἂν δὲν βλασφημοῦσα, ἂν δὲν καλλοπιζόμουν, καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ἐζύγισαν αὐτὰ μὲ τὶς ἁμαρτίες μου οἱ δὲ δαίμονες ἔτριζαν τὰ δόντια τους σὲ μένα καὶ ὁρμοῦσαν νὰ μὲ ἁρπάξουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἀγγέλων, καὶ νὰ μὲ ρίξουν στὸν ἄχαρον ᾍδην.
Ξαφνικὰ ἦλθεν ὁ πνευματικός μου Πατέρας Βασίλειος καὶ εἶπε πρὸς τοὺς Ἀγγέλους:
«Κύριοί μου ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ψυχὴ μὲ ὑπηρέτησεν στὴ ζωή μου, παρακάλεσα τὸν Κύριον νὰ τὴν συγχωρέσῃ καὶ νὰ τὴ σώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων, καὶ οἱ Ἄγγελοι πετώντας ἀμέσως ἀνεβαίναμεν στὸν οὐρανὸ ἀνατολικά, καὶ ἀνεβαίνοντας συναντήσαμεν:
Ἐδῶ ὑπῆρχε μιὰ σύναξις μαύρων, καὶ μᾶς σταμάτησαν, καὶ λυσσόντας σὰν σκῦλοι ζητοῦσαν νὰ μὲ ἁρπάξουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἀγγέλων. Καὶ μάρτυς μου ὁ Κύριος τέκνον μου Γρηγόριε, μοῦ ἐφανέρωσαν ὅσους κατέκρινα στὴ ζωή μου καὶ ὄχι μόνο τ᾿ ἀληθινὰ ἀλλὰ μὲ συκοφαντοῦσαν καὶ ἔλεγαν πολλὰ ψέματα ἐναντίον μου. Οἱ δὲ Ἄγγελοι καταφρονήσαντες αὐτούς, καὶ πετώντας τὶς πτέρυγές τους ἀνεβαίναμεν στὸν οὐρανό.
Καὶ ἀνεβαίνοντας λίγο συνατήσαμε τὸ Τελώνιον τῆς ὕβρεως, καὶ ἐδῶ πολυαγωνιζόμενοι οἱ Ἄγγελοι, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Πατρός μας Βασιλείου, ἀνεχωρήσαμεν καὶ συνομιλοῦντες οἱ Ἄγγελοι ἔλεγον· ἀληθινὰ μεγάλην ὠφέλειαν βρῆκε αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιον Βασίλειον.
Καὶ ἀνεβαίνοντας ἐφθάσαμεν στὸ Τελώνιον τοῦ φθόνου, καὶ μὴ ἔχοντας τίποτα οἱ δαίμονες ἐναντίον μου ἐπεράσαμεν ἀνενόχλητοι· ἂν καὶ ἔτριζαν τὰ δόντια τους, οἱ ἀγριοπρόσωποι ἐκεῖνοι μαῦροι νὰ μὲ ἁρπάξουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἀγγέλων· καὶ ἔτσι περάσαμε τὸ Τελώνιον τοῦτο.
Καὶ ἀνεβαίνοντας, σὲ πολὺ ὕψος φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τοῦ ψεύδους ὅπου ἐκεῖ πολὺ πλῆθος δαιμόνων μὲ ἄσχημα πρόσωπα ἔτρεχαν κατ᾿ ἀπάνω μου, κραυγάζοντας καὶ λυσσόντας ἔφεραν πολλὲς ἀποδείξεις, καὶ εἶχαν γραμμένα πολλὲς ἀνόητες λέξεις ποὺ ἔλεγα στὴν παιδική μου ἡλικία μέχρι καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ τὰ ἔλεγα καὶ ζητοῦσαν ἀπολογία ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Καὶ οἱ Ἄγγελοι πληρώσαντες ἀπὸ τὰ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἀναχωρήσαμεν.
Καὶ ἀνεβαίνοντας ἐφθάσαμεν στὸ Τελώνιον τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς, ὅπου ἐκεῖ πλῆθος μαύρων λυσσώντας σὰν σκύλλοι δάγκωναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ κατατρώγονταν ἀναμεταξύ τους καὶ σὰν ἀγριόχοιροι ὁρμώντας ἐναντίων μου, ἔκαμναν τὰ σχήματα καὶ τὰ καμώματα ποὺ ἔκανα ὅταν θυμωνόμουν καὶ ὅταν ἐκρατοῦσα ἔχθρα καὶ μνησικάκουν μὲ κανένα· καὶ ἐδῶ πληρώνοντας ἀπὸ τὰ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἀναχωρήσαμεν.
Καὶ ἀνεβαίνοντας λίγον οἱ Ἄγγελοι ἐφθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς ὑπερηφανείας καὶ ψάχνοντας πολλὰ οἱ δαίμονες δὲν βρῆκαν τίποτα νὰ μὲ κατηγορήσουν διότι ἤμουν φτωχὴ καὶ περνώντας ἀνενόχλητοι φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς βλασφημίας.
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς βλασφημίας, καὶ ἀμέσως ὅταν μᾶς εἶδαν οἱ δαίμονες ἔτρεξαν κατ᾿ ἀπάνω μας τρίζοντας τὰ δόντια καὶ βλασφημοῦντες, ἐγὼ ἔτρεμα ἀπὸ τὸν φόβο μου καὶ μοῦ ἔλεγαν ὅτι βλασφήμησα τρεῖς φορὲς στὴ νεότητά μου· οἱ δὲ Ἄγγελοι ἔφεραν ἀπόδειξη ὅτι ἐξομολογήθηκα καὶ ἀνεχωρήσαμεν ἀφήνοντας τοὺς δαίμονες ἄπρακτους.
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ τελώνιον τῆς ἀστειολογίας καὶ φλυαρίας καὶ ζητοῦσαν οἱ δαίμονες νὰ δώσω ἀπολογίαν γιὰ τὰ αἰσχρόλογα, τὶς ἀστειολογίες καὶ ἄσεμνα τραγούδια ποὺ ἔλεγα στὴ νεότητά μου καὶ ἀποροῦσα πῶς τὰ θυμοῦνταν, ἐνῷ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πολυκαιρία τὰ ξέχασα· καὶ πληρώνοντας οἱ Ἄγγελοι ἀνεχωρήσαμεν.
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τοῦ τόκου καὶ τοῦ δόλου ποὺ ἐξετάζει τοὺς τοκογλύφους καὶ δολίους, καὶ χωρὶς νὰ βροῦν τίποτα οἱ δαίμονες νὰ ἀποδείξουν ἀναχωρήσαμεν.
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμε στὸ Τελώνιον τῆς ὀκνηρίας ὅπου οἱ δαίμονες μὲ ἐξέτασαν ἂν κοιμόμουν πολὺ καὶ βαριόμουν νὰ σηκωθῶ νὰ προσευχηθῶ ἢ νὰ πάω στὴν ἐκκλησία ἢ ἂν μποροῦσα νὰ κάμω κανένα καλὸ καὶ ἀμελοῦσα· καὶ χωρὶς νὰ βροῦν τίποτα ἀναχωρήσαμεν ἀνενόχλητοι.
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς φυλαργυρίας στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε πολὺ σκοτάδι καὶ ὁμίχλη· καὶ ἐξετάζοντας οἱ δαίμονες καὶ ἀφοῦ δὲν βρῆκαν τίποτα ἐπειδὴ ἤμουν φτωχή, φύγαμεν ἀνενόχλητοι.
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς μέθης, καὶ ὁρμώντας οἱ δαίμονες σὰν
λύκοι ἁρπακτικοὶ κατ᾿ ἀπάνω μας, ἐξέταζαν τὸ κρασὶ ποὺ ἤπια σ᾿ ὅλη μου τὴ ζωή· καὶ
μὲ κατηγοροῦσαν ὅτι στὸ τάδε σπίτι ἤπιες τόσα ποτήρια, στὸν τάδε γάμον ἐμέθυσες
καὶ ὅσα μοῦ ἔλεγαν ἦσαν ἀληθινά· καὶ πληρώνοντας οἱ Ἄγγελοι ἀναχωρήσαμεν καὶ ἀνεβαίνοντας
οἱ Ἄγγελοι ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους:
«Μεγάλον κίνδυνον ἔχει ἡ ψυχή ἕως ὅτου περάσει τὰ ἀκάθαρτα τελώνια τοῦ ἀέρος»,
καὶ ἐγὼ τοὺς λέγω:
«Ναί, κύριοί μου, καὶ νομίζω πὼς κανεὶς ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἀνθρώπους δὲν θὰ γνωρίζῃ
τὸ τί συμβαίνει μετὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοὺς δαίμονες τοῦ ἀέρος, καὶ ἀλλοίμονο
στοὺς ἀμελεῖς τὸ τί τοὺς περιμένει»·
καὶ οἱ Ἄγγελοι ἀποκρίθηκαν καὶ εἶπαν:
«Οἱ ἁγίες Γραφὲς ἀναλαμβάνουν ὅλα αὐτά, ἀλλὰ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι σκοτισμένοι
ἀπὸ τὴν πολυτέλεια, τροφὲς καὶ ἡδονὲς τοῦ κόσμου, τυφλώνονται καὶ δὲν πιστεύουν
ὅτι θὰ πεθάνουν καὶ δὲν φροντίζουν νὰ κάμνουν καλὰ ἔργα γιὰ τὴν ψυχή τους· καὶ ἀλλοίμονο
στοὺς ἀμελεῖς διότι τοὺς ἁρπάζουν οἱ δαίμονες καὶ τοὺς ρίπτουν στὸν σκοτεινὸν ᾍδην
μέχρι τῆς κρίσεως ὁπότε θὰ δικασθοῦν καὶ θὰ ἀπολάβη ὁ κάθε ἕνας ὅτι ἔπραξε.»
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς μνησικακίας ποὺ ἐξετάζει αὐτοὺς
ποὺ ἔχουν ἔχθρα, καὶ δὲν συγχωροῦν τοὺς ἀδελφούς τους. Καὶ ὁρμώντας οἱ δαίμονες κατ᾿
ἀπάνω μου, ἐξέταζαν τὰ κατάστιχά τους, νὰ βροῦν κανένα πταίσιμο νὰ μὲ ἁρπάξουν·
καὶ χωρὶς νὰ βροῦν φώναξαν σὰν λυσσασμένα σκυλιὰ ὅτι ξεχάσαμεν νὰ τὰ γράψωμεν,
καὶ ἀναχωρήσαμεν ἀνεβαίνοντας,
καὶ ρώτησα τοὺς Ἀγγέλους πῶς γνωρίζουν οἱ δαίμονες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνρθώπων, καὶ
μοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Ἄγγελοι:
«Δὲν γνωρίζεις, ὅτι μετὰ τὸ βάπτισμα κάθε χριστιανὸς λαμβάνει ἕναν Ἄγγελο σὰν φύλακα
νὰ τὸν φυλάει, καὶ νὰ τὸν ὁδηγῇ στὸ καλό, καὶ νὰ γράφῃ τὰ καλὰ τοῦ ἔργα· ὁμοίως
δὲ τὸν ἀκολουθῇ καὶ ἕνας διάβολος καὶ γράφῃ τὶς κακές του πράξεις, καὶ τὶς ἀναγγέλλει
στὸ κάθε Τελώνιον ποὺ ἀνήκει ἡ ἁμαρτία καὶ γι᾿ αὐτὸ γνωρίζουν οἱ δαίμονες, καὶ ὅταν
ἡ ψυχὴ χωρίσῃ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀνέρχεται στοὺς οὐρανοὺς τὴν ἐξετάζουν δαίμονες σὲ
κάθε Τελώνιον καὶ τοῦτο γίνεται στοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς μόνο, στοὺς δὲ ἀπίστους
καὶ ἀσεβεῖς δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἐξέτασις.»
Ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς μαγείας καὶ γοητείας. Ἐδῶ οἱ δαίμονες
ἦσαν σὰν ἄγρια ζῷα· ἄλλοι εἶχαν μορφὴ σκύλλου, ἄλλοι σὰν βόδια, ἄλλοι σὰν φίδια,
μὲ ἄσχημη μορφή, ἀλλὰ μὲ θείαν χάρην ὅταν μὲ ἐξέτασαν δὲν βρῆκαν τίποτα, καὶ ἀνεβαίνοντας
ρώτησα τοὺς Ἄγγελους μὲ τί τρόπον μποροῦν νὰ σβήσουν ἀπὸ τὰ κατάστιχα τῶν δαιμόνων
τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, καὶ οἱ Ἄγγελοί μου ἀποκρίθησαν:
«Συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματα ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσῃ καὶ ἐξομολογηθῇ στὸν πνευματικὸν
καὶ κάμῃ τὸν κανόνα ποὺ τοῦ ἔβαλεν τότε ἐξαλείφονται τὰ ἁμαρτήματα ἀπὸ τὰ κατάστιχα
τῶν δαιμόνων· καὶ λυσσῶντας οἱ δαίμονες τοὺς πολεμοῦν γιὰ νὰ τοὺς ρίψουν σὲ νέα
ἁμαρτήματα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ μετάνοια γίνονται αἰτίες νὰ συγχωρηθοῦν
οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περάσουν ἐλεύθερα τὰ ἐναέρια τελώνια. Ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι λέγουν
ὅτι τὰ ἐξομολογοῦνται στὸν Θεό· καὶ ἄλλοι πάλι ζητοῦν νὰ εὕρουν πνευματικὸν συγκαταβατικὸν
γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν κανόνα· ἀλλὰ αὐτὴ δὲν εἶναι μετάνοια ἀλλὰ πονηρία καὶ ὁ Θεὸς
οὐ μυκτηρίζεται. Καὶ ὅπως στὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος ἐκλέγομεν τὸν καλύτερον ἰατρόν,
ἔτσι πολὺ περισσότερον στὴν ἀσθένεια τῆς ἀθάνατης ψυχῆς νὰ ἐκλέγουμε τὸν θεοφοβούμενον
καὶ αὐστηρὸν πνευματικό, καὶ νὰ τὸν ἔχει κανεὶς μέχρι τέλους τῆς ζωῆς· ἀλλιῶς πλανοῦνται
οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν μποροῦν νὰ περάσουν τὰ τελώνια τοῦ ἀέρος.»
Αὐτὰ καθὼς μοῦ ἔλεγαν φθάσαμε στὸ Τελώνιον τῆς γαστριμαργίας καὶ πολυφαγίας, ὅπου οἱ δαίμονες ἦσαν πολὺ χονδροὶ σὰν τοὺς χοίρους, δυνατοὶ καὶ ἄγριοι, καὶ ἔτρεξαν κατ᾿ ἀπάνω μου, γαυγίζοντας, καὶ μοῦ φανέρωσαν τὶς πολυφαγίες ποὺ ἔκαμνα ἀπὸ μικρὴν ἡλικία μέχρι ποὺ γέρασα, καὶ ὅτι δὲν νήστευα Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ μέχρι καὶ τὶς Τεσσαρακοστὰς χωρὶς ἐγκράτεια· καὶ οἱ Ἄγγελοι φέρνοντας τὰ καλά μου ἔργα γιὰ πληρωμὴ ἀναχωρήσαμεν.
Καὶ φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς εἰδωλολατρίας καὶ διαφόρων αἱρέσεων, καὶ χωρὶς νὰ βροῦν τίποτα οἱ δαίμονες ἀναχωρήσαμεν.
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς ἀρσενοκοιτίας· καὶ ὁ πρῶτος αὐτῶν
καθόταν σὰν φοβερὸς δράκοντας ἀλλάζοντας μορφὲς πότε σὰν ἀγριόχοιρος, πότε σὰν ποντικός,
πότε σὰν θηριόψαρο καὶ τριγύρω αὐτοῦ βρῶμα καὶ ἀνυπόφορη δυσσωδία καὶ ἐπλάγιαζε
ἀσχημονώντας. Καὶ ἐπειδὴ δὲν βρῆκε τίποτα ἐναντίων μου, ἀναχωρήσαμεν,
καὶ μοῦ ἔλεγαν οἱ Ἄγγελοι ὅτι πολλοὶ φθάνουν μέχρι ἐδῶ ἀνεμπόδιστα, καὶ γιὰ τὴν
αἰσχρὴν αὐτὴν πρᾶξιν, καταγκρεμίζονται στὸν σκοτεινὸν καὶ ἄχαρον ᾍδην.
Καὶ μιλώντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τὸ ὁποῖον ἐξετάζει ἄνδρες καὶ γυναῖκες, οἱ ὁποῖοι καλλωπίζουν τὰ πρόσωπά τους μὲ διάφορα χρώματα, καὶ μυρωδικὰ καὶ δὲν εὐχαριστοῦνται μὲ τὸ κάλλος ποὺ τοὺς ἔδωσεν ὁ Θεός. Ἐγὼ εἶχα χρωματισθῆ δυὸ φορὲς στὴ ζωή μου καὶ οἱ δαίμονες ἐξέταζαν νὰ μὲ κρατήσουν οἱ Ἄγγελοι ὅμως ἐπάλευαν μὲ πολὺν κόπον φέρνοντας τὶς καλές μου πράξεις, καὶ κερδίζοντας ἀναχωρήσαμεν.
Ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς μοιχείας τὸ ὁποῖον ἐξετάζει τοὺς μοιχοὺς καὶ μοιχαλίδας· δηλαδὴ τοὺς παντρεμένους οἱ ὁποῖοι πηγαίνουν σὲ ξένες γυναῖκες καὶ μολύνουν τὸ στεφάνι τους. Ἐπίσης ἐδῶ στὸ τελώνιον αὐτὸ ἐξετάζονται καὶ οἱ παρὰ φύσιν πράξαντες μὲ τὶς γυναῖκες τους. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν εἶχα εὐθύνη ἀπὸ αὐτά, ἀναχωρήσαμεν χωρὶς πρόβλημα.
Καὶ ἀνεβαίνοντας φθάσαμεν στοὺς τελωνάρχες τοῦ φόνου οἱ ὁποῖοι ἐξετάζουν τοὺς φονιάδες, μέχρι καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀποβάλλουν ἀπὸ τὴν κοιλία τους βρέφη καὶ μέχρι καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀποφεύγουν τὴν τεκνογονία· καὶ ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἀναχωρήσαμεν χωρὶς πρόβλημα.
Καὶ ἀνεβαίνοντας λίγο φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς κλοπῆς ποὺ ἐξετάζει τοὺς κλέφτες καὶ ἐξετάζοντάς με καλὰ οἱ δαίμονες δὲν βρῆκαν τίποτα καὶ ἀναχωρήσαμεν ἀνεμπόδιστα.
Καὶ ἀνεβαίνοντας πολὺ ψηλὰ φθάσαμεν στὴν θύρα τοῦ Οὐρανοῦ, ὅπου βρίσκεται τὸ Τελώνιον τὸ ὁποῖον ἐξετάζει τοὺς πόρνους. Ὁ ἀρχηγός τους καθώταν σὲ ὑψηλὸ θρόνο καὶ φοροῦσεν φόρεμα ραντισμένο μὲ ἀφροὺς καὶ αἵματα κάθε ἀκαθαρσίας πλημμυρισμένον, τὸ ὁποῖον ἔγινε αὐτὸ ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες τῆς πορνείας. Καὶ ὁρμώντας οἱ δαίμονες κατ᾿ ἀπάνω μου μὲ ἐκατηγοροῦσαν καὶ ἔλεγαν πολλὰ ψέματα, καὶ ἐτόλμησαν νὰ μὲ ἁρπάξουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἀγγέλων καὶ νὰ μὲ ρίψουν στὸν ἄχαρον ᾍδην. Οἱ δὲ Ἄγγελοι ἀντίλεγαν σ᾿ αὐτούς, ὅτι εἶχα ἐξομολογηθῆ καὶ παραίτησα ἀπὸ πολὺν καιρὸν αὐτά. Καὶ λέγοντας ψέματα οἱ δαίμονες ἔλεγαν ὅτι δὲν τὰ ἐξομολογήθηκα, οὔτε κανόνα ἔλαβα ἀπὸ πνευματικόν, καὶ οἱ Ἄγγελοι ἀναχώρησαν, τρίζοντας οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες τὰ δόντια τους.
Καὶ προχωρώντας μοῦ λένε οἱ Ἄγγελοι ὅτι πολὺ λίγοι περνοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ τελώνιο. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται μέχρι ἐδῶ πέφτουν στὸν σκοτεινὸν καὶ ἄχαρον ᾍδην.
Καὶ ἀνεβαίνοντας λίγο φθάσαμεν στὸ Τελώνιον τῆς ἀσπλαγχνίας, τὸ ὁποῖο ἐξετάζει τοὺς σκληρόκαρδους καὶ ἀνελεήμονες καὶ ἐξετάζοντάς με οἱ δαίμονες καὶ χωρὶς νὰ μὲ βροῦν ἄσπλαγχνον, διότι ἐλεοῦσα τοὺς φτωχούς, καὶ καταντροπιασθέντες οἱ δαίμονες, ἀναχωρήσαμεν ἀπ᾿ αὐτούς.
Καὶ ἀνεβαίνοντας χαρούμενοι φθάσαμεν στὴν πύλη τοῦ Οὐρανοῦ, ἡ ὁποία ἀκτινοβολοῦσε καὶ ἔλαμπε σὰν καθαρὸ χρυσάφι καὶ εἶχεν ὑπερθαύμαστην ὡραιότητα, ποὺ δὲν μπορεῖ γλῶσσα ἀνθρώπου νὰ τὴν διηγηθῇ. Ὁ θυρωρός, ἦταν ἕνας ἀστραπόμορφος νέος μὲ χρυσὰ μαλιὰ καὶ μᾶς δέχθηκε χαρούμενος δοξάζοντας τὸν Θεὸν διότι περάσαμε τὰ ἐναέρια τελώνια τῶν δαιμόνων.
Καὶ περνώντας τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ εἴδαμεν πλῆθος ἀστραπόμορφων νέων οἱ ὁποῖοι ἀκτινοβολοῦσαν σὰν τὸν ἥλιο καὶ χαίρονταν ὅλοι καὶ εὐφραίνονταν, γιὰ τὴν σωτηρία μου· ἐμεῖς πορευθήκαμεν μὲ ἀγαλλίαση καὶ χαρὰν ἀνεκλάλητον γιὰ προσκύνησιν τοῦ ἀστραπόμορφου θρόνου τοῦ Θεοῦ, καὶ Σωτῆρος Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ εἴδαμεν σύννεφα ὄχι σὰν τὰ συνηθισμένα, τὰ ὁποῖα παραμέριζαν γιὰ νὰ περάσουμεν. Καὶ εἴδαμεν ἄλλο σύννεφο λευκὸ καὶ χρυσόμορφο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέρχονταν ἀστραπὲς καὶ παραμέρισε κι αὐτὸ ὅπως τὰ ἄλλα καὶ περνώντας αἰσθανθήκαμεν γλυκύτατην εὐωδία ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ ἀοράτου Θεοῦ. Καὶ εἴδαμεν στὸ ἄμεσον ὕψος ἀστραποβόλο τὸν θρόνο τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ. Ἐκεῖ εἶναι ἡ χαρὰ τῶν δικαίων καὶ ἡ Αἰώνια ἀγαλλίαση. Κ᾿ εἴδαμεν ἐκεῖ πλῆθος ἄπειρον ἀστραπόμορφων νέων, ποὺ φοροῦσαν πολύτιμα φορέματα μὲ χρυσὲς ζῶνες.
Φθάσαμεν ἀπέναντι τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ Ἄγγελοι ποὺ μὲ κρατοῦσαν ἄρχισαν νὰ ψάλλουν καὶ κλίνοντας τὰ γόνατα προσκυνήσαμεν τρεῖς φορὲς τὴν Παναγίαν Τριάδα, καὶ μαζὺ μὲ ἡμᾶς ὅλο τὸ πλῆθος τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων ποὺ ἦσαν γύρω τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Κ᾿ εὐθέως ἀκούστηκε φωνὴ γλυκύτατη καὶ ἔλεγεν στοὺς Ἀγγέλους ὁδηγῆστε τὴν ψυχὴν αὐτὴν πρῶτα στὸν Παράδεισον καὶ ἔπειτα στὰ καταχθόνια του ᾍδου καθὼς κάνετε σὲ ὅλες τὶς ψυχές. Κ᾿ ἔπειτα ἀναπαύσεται τὴν στὴν κατοικία τοῦ δούλου μου Βασίλειου ποὺ μὲ παρακάλεσεν.
Καὶ συνοδεύοντάς με οἱ Ἄγγελοι μὲ ἔφεραν στὸν Παράδεισον ὅπου εἶδα τὶς κατοικίες τῶν δικαίων ὅπου ἔλαμπαν σὰν ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τῶν ὁποίων ἡ κατοικία ἑκάστου διέφερεν κάθε ἑνὸς ἀνάλογα τῶν ἔργων του. Ἐκεῖ εἴδαμεν τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ ὅπου ἀναπαύονται τὰ τέκνα τῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν ὅσα ἔζησαν στὸν κόσμο ἀναμάρτητα. Ἐκεῖ ἀναπαύονται οἱ ψυχὲς τῶν Δώδεκα Πατριαρχῶν καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ φαίνονταν σὰν νὰ ἦσαν μὲ σώματα, ἀλλὰ χέριν ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς πιάσῃ.
Ὅταν ἐπισκεφθήκαμεν ὅλες τὶς κατοικίες τῶν Ἁγίων οἱ Ἄγγελοι μὲ ἔφεραν στὶς φοβερὲς κολάσεις τοῦ Ἅδη ὅπου κατοικοῦν οἱ ἁμαρτωλοί· καὶ εἶδα τὶς σκοτεινὲς φυλακὲς ὅπου εἶναι κλεισμένες οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν ὡς ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας καὶ σκεπάζονταν ἀπὸ τὴν μαύρην ὁμίχλη τοῦ θανάτου· καὶ ἐκεῖ ἀκούεται τέκνον μου Γρηγόριε τὸ οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο καὶ τοὺς κατατρώγει ἀσταμάτητα ὁ μολυσμὸς καὶ ἡ βρόμα.
Ἀφοῦ γυρίσαμεν ὅλες τὶς κολάσεις τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ ἕνας Ἄγγελος μοῦ λέγει: «Θεοδώρα ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ πνευματικός σου πατέρας Βασίλειος κάμνει τὸ τεσσαρακοστόν σου μνημόσυνο στὴν γῆ;»
Καὶ λέγοντας αὐτὸ ὁ ἄγγελος μὲ ἄφησαν νὰ ἐμφανισθῶ στὴν πανευφρόσυνη κατοικία τοῦ Παραδείσου, ὅπου ἐδῶ βρίσκονται καὶ ἄλλες ψυχὲς τῶν πνευματικῶν τέκνων τοῦ πατρός μας Βασιλείου. Ἐκεῖ βρισκόταν ὡραιωτάτη τράπεζη ἀκτινοβολώντας διὰ τῶν πολύτιμων λίθων ποὺ ἦταν στολισμένη, καὶ γεμάτη με διάφορα ὡραιότατα ὀπωρικὰ ποὺ ἔτρωγαν ἄνθρωποι ἄϋλοι χωρὶς παχιὲς σάρκες καὶ ἔλαμπαν σὰν ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τὰ πρόσωπά τους. Ἐκεῖ δὲν διακρίνονταν οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὶς γυναῖκες. Ὡραιότατοι νέοι τοὺς κερνοῦσαν μὲ ροδοκόκκινο ποτὸ καὶ ὅσοι ἔπιναν χόρταναν ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τότε ὁ Ἅγιος Βασίλειος διέταξε τὴν Θεοδώρα νὰ μὲ ὁδηγήσῃ νὰ ἰδῶ τὸ ὡραιότατο
περιβόλι τῆς κατοικίας του. Καὶ ὁδηγώντας με ἡ Θεοδώρα φθάσαμεν στὸ περιβόλι τοῦ
ὁποίου ἡ πόρτα καὶ τὰ ψηλὰ τείχη ἦσαν χρυσαφένια, τὸ ὁποῖον ἦταν γεμάτο ἀπὸ ποικιλόμορφα
δέντρα φορτωμένα ἀπὸ εὐγευστάτους καὶ ὡραιοτάτους καρποὺς ἄφθαρτους καὶ ἀθάνατους·
καὶ βλέπωντας αὐτὰ ἐγὼ ἔμεινα ἐκστατικός, ἡ δὲ Θεοδώρα εἶπε:
«Αὐτὰ ὅλα ποὺ βλέπεις τὰ ἐχάρισεν ὁ Πανάγαθος Θεὸς τοῦ πατέρα μας Βασιλείου, γιὰ
τοὺς κόπους του καὶ τὴν ἀρετή του, γιὰ νὰ εὐφραίνεται καὶ νὰ ἀναπαύεται μὲ ὅλα τὰ
σωσμένα πνευματικά του τέκνα. Φρόντισε καὶ σὺ τέκνον μου Γρηγόριε, ἕως ὅτου βρίσκεσαι
στὸν προσωρινὸν κόσμο, νὰ κάμῃς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔλθῃς καὶ σὺ ἐδῶ μέχρι
τὴν Δευτέρα Παρουσία, ὁπότε ὁ Θεὸς ἔχει μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ ἑτοιμασμένα γι᾿ αὐτοὺς
ποὺ Τὸν Ἀγαποῦν.»
Ἐγὼ ψηλαφίζοντας τὸν ἑαυτό μου ἐὰν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα, μοῦ φάνηκε σὰν νὰ ἔπιανα ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, καὶ τότε ἦλθα στὸν ἑαυτό μου ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ τὰ φοβερὰ καὶ ἐξαίσια ἐκεῖνα πράγματα. Καὶ συλλογιζόμενος ὅλα αὐτὰ ἔλεγα· ἄραγε ἀπὸ τὸν διάβολο τὰ εἶδα ὅλα αὐτά; Καὶ σηκώθηκα ἐπορεύθηκα νὰ συναντήσω τὸν ἅγιον Γέροντά μου, καὶ βρίσκοντάς τον, ἔβαλα μετάνοια καὶ πῆρα τὴν εὐλογία του, καὶ μοῦ λέει· ἄραγε ξέρεις τέκνον μου Γρηγόριε, ὅτι αὐτὴν τὴ νύκτα εἴμασταν μαζὶ στὰ οὐράνια καὶ αἰώνια σκηνώματα ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ Θεοδώρα καὶ τὴν εἶδες καὶ μιλήσατε μαζὶ κατὰ τὴν ἐπιθυμία σου, καὶ πήγατε μαζὶ στὸ ὡραιότατο περιβόλι καὶ εἶδες τὰ πανεύοσμα ἐκεῖνα ἄνθη καὶ τοὺς ἀθανάτους ἐκείνους καρποὺς καὶ εἶδες τὰ ὁλόχρυσα ἐκεῖνα παλάτια αὐτὴν τὴ νύκτα, μὴν νομίσεις τέκνον μου ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ὄνειρο.
Ἐγὼ ἀκούοντας αὐτὰ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου Γέροντα καὶ ἐπιγείου ἀγγέλου λιποθύμησα καὶ ἔμεινα ἄφωνος γνωρίζοντας ὅλα αὐτὰ ὅτι ἔγιναν στ᾿ ἀλήθεια.
Ἔπειτα ὅταν συνῆλθα μοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Καὶ σὺ τέκνον μου Γρηγόριε φρόντισε νὰ διέλθῃς τὴ ζωή σου μὲ ἀγαθοεργίες κατὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ τὸν θάνατό σου θὰ σὲ δεχθῶ στὶς αἰωνίους κατοικίες, τὶς ὁποῖες μοῦ ἐδώρησεν ὁ Κύριος διὰ τὴν πολλήν του ἀγαθότητα. Διότι ἐγὼ θὰ φύγω σὲ λίγο ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸν κόσμο, καὶ σὺ ὑστερώτερα καὶ θὰ σὲ περιμένω ἐκεῖ στὰ αἰώνια, διότι καθὼς ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε θὰ διέλθῃς τὴν ζωή σου θεάρεστα. Πρόσεξε τέκνον μου μὴ φανερώσῃς σὲ κανέναν ὅσα εἶδες καὶ ἄκουσες ἐν ὅσῳ ζῶ. Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατό μου γράψε τα αὐτὰ γιὰ ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν ποὺ θὰ τὰ διαβάσουν.»
Ἑὼς ἐδῶ ἀδελφοὶ χριστιανοὶ εἶναι ἡ διήγηση τοῦ θανάτου τῆς Θεοδώρας τὴν ὁποίαν ἔγραψεν ὁ σοφὸς Γρηγόριος. Ἐπίσης ἔγραψεν πῶς μέλλεται νὰ γίνῃ ἡ φοβερὰ κρίσις τὴν ἡμέρα ἐκείνης της Δευτέρας! Παρουσίας τοῦ Ἀδεκάστου Κριτοῦ περὶ τῆς ὁποίας ἀποκαλύφθηκεν στὸν ἅγιον γέροντα Βασίλειον, καὶ τὸ ὁποῖον βρίσκεται πιὸ κάτω σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο γραμμένο.
(Ἀπὸ Σιναΐτικο Χειρόγραφο τοῦ 15-16ου αἰῶνα)
Ἐπὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ στὰ χρόνια 886-911 ὑπῆρχεν ὁ ὅσιος Βασίλειος ὁ Νέος, ὁ ὁποῖος εἶχεν μαθητήν του κάποιον Γρηγόριον, ὁ ὁποῖος κυριευμένος ἀπὸ λογισμούς, πίστευε ὅτι οἱ ἑβραῖοι ποὺ τηροῦν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, μετὰ τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, θὰ εἶναι δεκτοὶ στὸν Θεὸν τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὅπως οἱ Προπάτορες, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
Ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος ἀντιφρονοῦσε σ᾿ αὐτὸ λέγοντας πρὸς τὸν νεαρόν:
«Ὁ Κύριος λέγει τέκνον μου στὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιο, ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται (Ἰωάν. 10,8) καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν τέκνον μου νὰ σωθοῦν οἱ ἑβραῖοι ποὺ εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν βλασφημοῦν κάθε ἡμέραν;»
Καὶ προσευχόμενος ὁ Ἅγιος στὸν Θεὸ νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὸν νεαρὸ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, ἀπέστειλεν ὁ Πανάγαθος Θεὸς θεῖον Ἄγγελον καὶ ἐξήγησεν στὸν Γρηγόριον περὶ τούτου, καὶ λέγει μιὰ νύκτα ἐνῷ κοιμόμουν, ξύπνησα γιὰ προσευχή, κατὰ συνήθεια καὶ εἶδα σὲ ὅραμα ὅτι βρέθηκα σὲ μία πεδιάδα γεμάτη ποικίλων δέντρων καὶ λουλουδιῶν, καὶ ξαφνικὰ φάνηκε ἕνας νέος ψηλὸς καὶ ὡραῖος με πύρινη στολὴ ἐξαστράπτων καὶ μοῦ λέγει:
«Γρηγόριε, οἱ εὐχὲς τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Βασιλείου σὲ ἔφεραν ἐδῶ γιὰ νὰ μάθῃς, νὰ πεισθῇς καὶ νὰ γνωρίσῃς τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐπιθυμοῦσες.»
Καὶ ἀρπάζοντάς με ὁ Νέος ἀπὸ τὸ χέρι βαδίζαμεν καὶ νεφέλη φωτεινὴ μᾶς ἀνέβασεν σὲ ἄπειρον ὕψος, καὶ ὑπερθαύμαστον κόσμον, καὶ βλέποντας ἔτρεμα ἀπὸ τὸν φόβο μου, καὶ εὐθὺς βρεθήκαμεν στὴν πεδιάδα τῆς ὁποίας τὸ ἔδαφος ἦταν ὑάλλειο, καὶ μέσα στὴν πεδιάδα ὑπῆρχεν ἄπειρον πλῆθος πυρινόμορφων νέων καὶ ἀκούονταν ὑμνωδίαις καὶ ᾄσματα μελίρρητα καὶ ὑπερθαύμαστα.
Προχωρώντας εἴδαμεν ἄλλον τόπον πύρινον, ὁ ὁποῖος φαινόταν ὅτι φλεγόταν καὶ δὲν καιγόταν, ὅπου ἀνθρώπινη γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ διηγηθῇ. Καὶ ὁ τόπος αὐτὸς μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου Ἄγγελος ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Πόλις ἡ Ἄνω Ἱερουσαλὴμ τῆς ὁποίας Δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός, καὶ εἶναι ἡ πόλις τῶν Ἁγίων καὶ πάντων τῶν Δικαίων, τῶν εὐαρεστησάντων τὸν Θεόν.
Καὶ καθὼς μοῦ τὰ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Ἄγγελος, βλέπω ὑπεράνω τῆς Ἁγίας Πόλεως αἰωρούμενον τὸν Τίμιον Σταυρόν, ὑπεραστράπτοντα περισσότερο ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες,
καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω πλῆθος Ἀγγέλων, κρατώντας θρόνον φρικώδη, καὶ τεράστιον καὶ φωνὴ βροντώδης καὶ φοβερὴ ἐξακούετο λέγουσα:
«Ἰδοὺ ὁ Μέγας καὶ φοβερὸς Κριτὴς ἔρχεται νὰ κρίνῃ τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς νεκρούς, καὶ νὰ ἀποδώσῃ στὸν κάθε ἕνα ἄνθρωπο κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. Καὶ αὐτὰ ὅλα γίνονται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφὰτ τῆς ἐπιγείου Ἱερουσαλήμ, καθὼς γράφτηκε στὶς Γραφές.»
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ βλέπω ἄλλους Ἀγγέλους κατέχοντας πύρινες σάλπιγγες, καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Κριτῆ σάλπισαν, καὶ ἐσαλεύθησαν τὰ θεμέλια της γῆς, καὶ νὰ ἀνοίχτηκαν οἱ τάφοι τῶν ἀπὸ ὅλων τῶν αἰώνων νεκρῶν, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τῆς ἐσχάτης ἡμέρας.
Καὶ εὐθὺς ὤ! φρικτὸν θέαμα ἀνέβαιναν ἀπὸ τοὺς τάφους, τὰ ὀστᾶ γυμνωμένα τῶν νεκρῶν τῶν αἰώνων, καὶ ἐνδύνονταν σάρκες, νεῦρα καὶ δέρμα, καὶ ἦταν ἄπειρο τὸ πλῆθος ὡς ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας, γυμνοὶ καὶ τρομαγμένοι, ὅλοι σε μία ἡλικία, σὰν νὰ ἦταν 33 χρονῶν καὶ φαίνονταν κάθε ἕνας μὲ διαφορετικὴ μορφή.
Καὶ στὸν κάθε ἕνα ἦταν γεγραμμένο στὸ μέτωπώ του, αὐτὸς εἶναι προφήτης, σὲ ἄλλους δὲ αὐτὸς εἶναι Ἱεράρχης, σὲ ἄλλους Ὅσιοι, καὶ σ᾿ ἄλλους ἐλεήμονες, καὶ ἁπλὰ κάθε ἑνὸς ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ζωή του στὴ γῆ ἦταν γεγραμμένη στὸ πρόσωπό του.
Ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους γραφόταν στὸ μέτωπό τους οἱ πράξεις καθ᾿ ἑνός· αὐτὸς εἶναι φονιᾶς, σὲ ἄλλον αὐτὸς εἶναι πόρνος, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι κτηνοβάτης, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι αἱμομίκτης, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι βλάσφημος, καὶ σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι φιλοκατήγορος, καὶ σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι κοιλιόδουλος κλπ.,
καὶ ὅλοι ἔκλαιγαν μὲ θρῆνο ἀπαρηγόρητοι καὶ ἔλεγαν:
«Αὐτὰ ὅλα τὰ ἀκούαμεν στὶς Γραφὲς καὶ δὲν πιστεύσαμεν»
καὶ ὅλα τὰ ἔθνη ἀγαρηνοί, ἑβραῖοι, ἐθνικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄπιστοι ἔκλαιαν καὶ ὠδύρονταν τὴν ἀπώλεια τοῦ ἑαυτοῦ τους,
καὶ ἰδίως οἱ Ἰουδαῖοι ἔλεγαν:
«Ἐὰν αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ φοβερὸς Κριτὴς τὸν ὁποῖον ἐσταυρόσαμεν, χαθήκαμεν ὅλοι».
Τότε ὁ συνοδός μου Ἄγγελος μοῦ λέγει:
«Βλέπεις τοὺς Ἰουδαίους πῶς τρέμουν βλέποντας αὐτὰ ποὺ γίνονται.»
Καὶ εὐθὺς ὁ Ἄγγελος μοῦ λέγει:
«Ἰδοὺ ὁ φοβερὸς καὶ μέγας Θεὸς παραγίνεται, φόβος καὶ τρόμος λαμβάνουν τὰ πάντα.»
Καὶ ἰδοὺ πλῆθος ἀναρίθμητον οὐρανίων Ἀγγέλων κατήρχετο ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, καὶ παρασταθέντες ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ θρόνου, προσκύνησαν, καὶ πάραυτα ἀκούονταν κρότοι καὶ βροντὲς φοβερὲς μαζὶ μὲ κτύπους, καὶ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἔτρεμε, καὶ ὅλα τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν, παραστάθησαν σὲ κύκλον γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ μὲ πολλὴ τάξη καὶ φόβο.
Τότε ὅλοι οἱ δίκαιοι φώναξαν:
«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα σὲ Προσκυνοῦμεν.»
Καὶ ἀκόυγοντας αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι, αἱρετικοὶ καὶ ἄπιστοι, ἔτρεμαν καὶ ἔμειναν ἄφωνοι.
Τότε ὁ φοβερὸς Κριτὴς ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν Οὐρανό, καὶ τρομάζοντας ὁ Οὐρανὸς χάθηκε. Ὁμοίως βλέποντας τὴ γῆ εὐθὺς καὶ αὐτὴ ἐξαφανίστηκε, καὶ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια χάθηκαν σὰν κερί, τὸ ἴδιο καὶ ἡ θάλασσα ξηράθηκε ὅλη καὶ μεταποιήθηκε σὲ φωτιά, καὶ ἔγινεν πύρινος ποταμός, καὶ βρίσκοταν μπροστὰ στὸν Θεϊκὸ Θρόνο.
Καὶ εὐθὺς μὲ κάλεσμα τοῦ Κριτῆ, διεχωρίσθησαν τὰ ἄπειρα ἐκεῖνα πλήθη τῶν ἀνθρώπων σὲ δυό· καὶ στάθηκε τὸ ἕνα στὰ δεξιά του Κριτῆ καὶ τὸ ἄλλο στὰ ἀριστερά.
Καὶ βλέποντας ὁ Κριτὴς τοὺς βρισκομένους στὰ δεξιά του, τοὺς εἶπε μὲ γλυκυτάτη φωνή:
«Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου νὰ κληρονομήσετε τὴν ἑτοιμασμένην γιὰ ἐσᾶς βασιλεία.» (Ματθ. 25,34)
Ἔπειτα βλέποντας καὶ αὐτοὺς στὰ ἀριστερά του, τοὺς λέγει μὲ ὀργή:
«Ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι στὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια, ἡ ὁποία ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του»
Καὶ ὅταν αὐτὰ ἀκούστηκαν ἀπὸ τὸν Κριτή, καὶ ἀφοῦ οἱ ἁμαρτωλοὶ ὀδύρθησαν ἀνώφελα, ξαφνικὰ βλέπω τὴν ὑπερθαύμαστην ἐκείνη πόλη ἀπέναντι τοῦ Κριτῆ νὰ στέκεται, καὶ νὰ ἡ κατὰ τὴν δύση πόλη ἀνοίχθηκε βλέπω μία γυναῖκα ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Κριτοῦ στεκόμενη ἀστράπτοντας περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιον, πρὸς τὴν ὁποία λέγει ὁ Κριτής· εἴσελθε Μητέρα μου στὴν βασιλεία μου, καὶ ἀφοῦ τὴν ὑποδέχθησαν στρατοὶ Ἀγγέλων εἰσῆλθαν στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω 12 ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ 12 Ἀπόστολοι φορώντας στολὲς πυρίμορφες προσκύνησαν τὰ πόδια τοῦ Κριτοῦ καὶ εἰσῆλθαν καὶ αὐτοὶ στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Ἔπειτα χωρίσθησαν ἄλλοι 70 ἄνδρες ἀπὸ τὸ ἄπειρο πλῆθος ποὺ βρισκόταν δεξιά του Κριτῆ καὶ αὐτοὶ ἦσαν οἱ 70 Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι προσκυνώντας καὶ αὐτοί, εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Ἔπειτα διεχωρίσθησαν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς δεξιᾶς μερίδας πλῆθος ἀνδρῶν τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα σπινθηροβολοῦσαν, καὶ ἄστραπταν οἱ στολές τους περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Μετὰ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα ἄστραπταν περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ οἱ στολές τους περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι, καὶ προσκυνόντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ τῶν θείων Διδασκάλων τῶν ὁποίων σπινθηροβολοῦσαν τὰ πρόσωπά τους καὶ ἀφοῦ προσκύνησαν τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλύθος ἀναρίθμητο, οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ τῶν βουνῶν Μοναχοί, καὶ εὐαρεστησάμενοι τὸν Κριτήν, καὶ ἀφοῦ ἐπαινέθηκαν ἀπὸ Αὐτόν, προσκυνῆσαν καὶ αὐτοὶ καὶ εἰσῆλθαν στὸν Πόλη.
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, ἀστράπτοντας σὰν τὴν ἀστραπὴ προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Ἔπειτα διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον, οἱ εἰλικρινῶς στὸν κόσμο μετανοημένοι καὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν καὶ αὐτοὶ στὴν Ἁγία Πόλη.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθησαν ἄλλοι 15 ἄνδρες ὡραιότατοι καὶ ἀστράπτοντες σὰν τὸ φῶς, οἱ Ἅγιοι προπάτορες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Ἔπειτα διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγὴ οἱ ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τὸν Χριστὸ Δίκαιοι καὶ Προφῆτες περὶ τῶν ὁποίων εἶπεν ὁ Κύριος· «Οἱ πρῶτοι θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι πρῶτοι»· καὶ αὐτοὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, οἱ διὰ τὸν Χριστὸ Σαλοί, καὶ αὐτοὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Καὶ ἀμέσως ἀπεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, οἱ τοῦ γάμου ἄμωμοι καὶ ἀμόλυντοι, ντυμένοι στολὴ Βασιλικὴ καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν δεδοξασμένα, προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη,
καὶ ἔλειψαν οἱ στὰ δεξιά του Κριτῆ Δίκαιοι, καὶ ἔμειναν μόνο οἱ στὰ ἀριστερά του Κριτῆ ἁμαρτωλοί με καταντροπιασμένα τὰ πρόσωπα, ὀδυρόμενοι, βλέποντας αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν· ἦσαν δὲ πλῆθος ἄπειρον, τρέμοντας καὶ μὲ φόβο στέκοντας ἀνάμεναν τὴν φοβερὴ ὥρα τῆς καταδίκης τους.
Καὶ γυρνώντας τὸ βλέμμα πρὸς αὐτοὺς ὁ Κριτής, διεχωρίσθηκε μεγάλη συναγωγὴ σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας, καὶ καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτής, τοὺς ἔρριψαν στὸν πύρινον ποταμὸν ὀδυρώμενους καὶ κλαίοντας.
Καὶ καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἀναρίθμητη τοὺς ἔρριψαν στὸν πύρινον ποταμόν, νὰ καίγωνται αἰωνίως.
Ἔπειτα μὲ νεῦμα στοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτής, ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἀναρίθμητη, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν κοχλάζουσαν θάλασσαν τοῦ πυρός.
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο μὲ νεῦμα ὁ Κριτὴς στοὺς Ἀγγέλους ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ τοὺς φονιάδες-φαρμακοὺς καὶ τοὺς μάγους καὶ τοὺς ἔβαλαν στὴν σπινθηροβολοῦσαν ἐκείνη θάλασσα.
Καὶ καλώντας τοὺς Ἀγγέλους του ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγή, τοὺς μοιχοὺς καὶ τοὺς αἱμομῖκτες, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν πυρανάπτουσαν θάλασσα.
Καὶ πάλιν νεύοντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη μεγάλη συναγωγὴ τοὺς ἀρρενομανοῦντας καὶ βίαια τοὺς ἔσπροξαν καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴ λίμνη ἐκείνη τῆς φωτιᾶς.
Καὶ πάλιν ὁ Κύριος καλώντας τοὺς Ἀγγέλους διεχώρησαν ἄλλη συναγωγή, τῶν κτηνοβατῶν τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα ὑπῆρχαν σὰν τὰ κτήνη καὶ μὲ ὀργὴ τοὺς ἔρριψαν στὸν ποταμὸ τῆς φωτιᾶς.
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους διαχώρισαν ἄλλη συναγωγή, αὐτοὺς ποὺ σκότωσαν βρέφη, καὶ μὲ βίαια ὁρμὴ τοὺς ἔρριψαν στὸν ποταμὸ τῆς φωτιᾶς.
Καὶ πάλι καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς διεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς ἅρπαγες καὶ τραβώντας τους μὲ βία, τοὺς ἔρριψαν στὴν πύρινη θάλασσα.
Καὶ διεχώρησαν οἱ Ἄγγελοι ἄλλη συναγωγή, πλῆθος ἄπειρον καὶ τὴν ἔρριψαν στὴν παφλάζουσαν καὶ σπινθηροβολοῦσαν θάλασσα τοῦ πυρός.
Καὶ διεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ ποὺ ἔβγαζε βρόμα ἀπὸ τὸ στόμα, τοὺς ἔρριψαν βίαια στὴ λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Καὶ πάλι καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἄπειρο πλῆθος καὶ ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ στόμα αὐτῶν αἷμα καὶ φίδια τεράστια, κρέμονταν στὶς γλῶσσες τους, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν κατώδυνη λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Καὶ χωρίζοντας ἄλλη συναγωγὴ οἱ Ἄγγελοι τοὺς μνησίκακους καὶ φθονεροὺς σπρώχνοντας, καὶ φέρνοντάς τους, τοὺς ἔρριψαν βίαια στὴν λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Καὶ πάλι καλώντας ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ αὐτοὺς ποὺ θυμώνουν καὶ ὀργίζωνται, καὶ τοὺς ἔρριξαν αὐτοὺς στὸν ποταμὸ ἐκεῖνο τῆς φωτιᾶς.
Καὶ μὲ τὸ κάλεσμα τοῦ Κριτῆ οἱ Ἄγγελοι χώρισαν ἄλλη συναγωγή, τοὺς Ἱερεῖς καὶ Μοναχοὺς οἱ ὁποῖοι ἁμάρτησαν (καὶ δὲν μετανόησαν), πολὺ πλῆθος, καὶ ἔρριψαν ἄλλους στὸν Τάρταρο τοῦ ᾍδη, ἄλλους στὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο καὶ ἄλλους στὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, νὰ κολάζονται αἰώνια.
Ἔπειτα ξεχώρισαν ἄλλη, συναγωγή, τῶν μνησικάκων καὶ σπρώχνοντας αὐτοὺς σκληρὰ τοὺς ἔρριψαν στὴ λίμνη τῆς φωτιᾶς τὴν καιομένη.
Ἔπειτα ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον· οἱ Ἄγγελοι σπρώχνοντας καὶ τραβώντας βιαίως τους ἔρριξαν σὲ διάφορες κολάσεις ἀνάλογα τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Καὶ πάλι μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτῆ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ ἄπειρο πλῆθος κλαίγοντας πικρὰ καὶ στενάζοντας ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς πυρίνους Ἄγγελους, γιὰ νὰ ριφθοῦν στὴν παφλάζουσαν ἐκείνη θάλασσα τῆς φωτιᾶς.
Βλέποντας αὐτοὺς ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κριτοῦ βγαίνοντας ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη, τρέχει σπουδαῖα καὶ φθάνοντας τοὺς φοβεροὺς ἐκείνους Ἀγγέλους εἶπε:
«Στὸ ὄνομα τῆς Τρισηλίου Θεότητος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου, νὰ μὴ κολασθεῖ αὐτὴ ἡ συναγωγή, καὶ προσελθοῦσα στὸν Κριτή, προσκύνησε τὰ ἄχραντά Του πόδια καὶ εἶπε·
Υἱέ μου καὶ Θεέ, λυπήσου αὐτὴ τὴ συναγωγή, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ξεφώνησες ἀπὸ τὸ ἴδιό σου τὸ στόμα λέγοντας·
Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. (Ματθ. 6,7)
Καὶ ἀποκρινόμενος ὁ Κριτὴς λέγει:
Ὦ Μητέρα μου γιὰ τὴν μὲν ἐλεημοσύνη ποὺ ἐποίησαν κατακρατῶ καὶ λυτρώνω αὐτοὺς ἀπὸ τὴν κόλαση, γιὰ δὲ τοῦ ὅτι ἁμάρτησαν καὶ δὲν μετενόησαν, δὲν θὰ εἰσέλθουν στὴν πόλιν τῶν Ἁγίων μου, οὔτε θὰ δοῦν τὴν Βασιλεία μου.
Καὶ προστάζοντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους, νὰ πάρουν αὐτοὺς μακριὰ τῆς πόλεως τῶν Ἁγίων, σὲ ἕνα τόπο ἀμέτοχον κάθε θλίψεως καὶ κολάσεως.
Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους στὴν Ἁγία Πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγεῖ.
Καὶ ἀπεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ οἱ Ἄγγελοι μπροστὰ στὸν Κριτή, τὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων ἦσαν σκοτεινὰ καὶ τυφλά, καὶ λέγουν στὸν Κριτή. Κύριε ἐμεῖς εἴμαστε τέκνα Χριστιανῶν, καὶ ἡ τομὴ τοῦ θανάτου δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ζήσουμε νὰ βαπτισθοῦμεν καὶ νὰ σὲ εὐαρεστήσωμεν· ὁ Κριτὴς διέταξε τοὺς Ἀγγέλους νὰ τοὺς πάρουν μακριὰ τῆς πόλεως τῶν Ἁγίων, νὰ ἀπολαμβάνουν μικρὴ ἀπόλαυση· δὲν ἦσαν οὔτε νήπια, οὔτε γέροντες, οὔτε γυναῖκες, ἀλλὰ ὅλοι ἄνδρες νεαροὶ μιᾶς ἡλικίας.
Καὶ καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους, ἔφεραν ἄλλη μικρὴ συναγωγὴ τῶν Αἱρετικῶν
καὶ κρέμουνταν στὶς γλῶσσες τους ἔχιδνες (φίδια),
καὶ γυρνώντας ὁ Κύριος εἶπε:
«Πῶς ἐτολμήσατε, νὰ σχίσετε τὸν χιτῶνα τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας μου καὶ νὰ ἀπωλέσετε
ἄπειρο πλῆθος ψυχῶν ἀνθρώπων;
Τότε ἀρπάζοντάς τους οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔρριψαν στὴν πύρινη ἐκείνη θάλασσα.
Καὶ μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτῆ ἔβγαλαν ἄλλη συναγωγή, ἀπὸ τὰ στόματα τῶν ὁποίων ἔτρεχεν αἷμα βρώμερο καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὅλοι οἱ τύραννοι Βασιλιᾶδες, ποὺ βασάνιζαν τοὺς χριστιανούς, καὶ σπρώχνοντάς τους οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔρριψαν στὸν τάρταρον τοῦ Ἅδη.
Καὶ πάλιν καλώντας ὁ Κριτὴς ἔβγαλαν οἱ Ἄγγελοι ἄλλη συναγωγή, ἄπειρον πλῆθος
τῶν ἑβραίων καὶ ἔστησαν μπροστὰ τοῦ Κριτοῦ, καὶ ὀδυρώμενοι ἔκλαιγαν καὶ φώναξαν:
«Ἀλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς, ὅτι πέσαμεν στὰ χέρια τοῦ Ναζωραίου ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ
τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐλατρεύαμεν. Ποῦ εἶναι ὁ Μωυσῆς ποὺ μᾶς εἶπεν νὰ μὴν λατρεύωμεν
ἄλλο Θεόν; Νὰ ἔλθῃ νὰ μᾶς λυτρώσῃ;»
Καὶ εὐθὺς στάθηκε μπροστά τους ὁ Μωυσῆς λέγοντας:
«Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ σᾶς ἔγραψα στὸ νόμο· ὅτι θὰ ἀναστήσῃ ὁ Κύριος ὁ Θεός μας προφήτην
ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας σὰν ἐμένα, καὶ ὅποιος δὲν ἀκούσῃ αὐτοῦ τοῦ προφήτη θὰ ἐξωλοθρευθῇ.
Τώρα ἀλοίμονο σ᾿ ἐσᾶς διότι δὲν πιστεύσατε σὲ Αὐτόν.»
Καὶ λέγοντας αὐτὰ ὁ Μωυσῆς τοὺς ἄφησε καὶ εἰσῆλθε στὴν Ἁγία Πόλη· οἱ Ἰουδαῖοι ὀδυρόμενοι μὲ στεναγμοὺς σπάραζαν κλαίγοντας, καὶ εὐθὺς ἀστραπὴ φαβερὴ ἄστραψε καὶ οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔβαζαν πολλοὺς μαζὶ στὸν ποταμὸ ἐκεῖνον τῆς φωτιᾶς, καὶ ἔλειψαν ὅλοι οἱ ἀπὸ ἀριστερὰ ἁμαρτωλοί, βαλμένοι σὲ ὅλες τὶς κολάσεις, ὁ τόπος τῆς κολάσεως ἦταν μία μέγιστη κοιλάδα μεταξὺ δυὸ ὁροσειρῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέρχετο κλάμα καὶ ἀναστεναγμοί, καὶ ἀνέβαιναν μέχρι τὸ ὕψος τῆς Πόλεως τῶν Ἁγίων· γιὰ νὰ μὴν ἀκούουν οἱ δίκαιοι καὶ ἔτσι νὰ λυποῦνται καὶ νὰ στενάζουν, μὲ προσταγὴ τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ, ὅταν ἅπλωσε τὸ χέρι Του τὸ Δεξί, ἔπεσαν καὶ τὰ δυὸ ὄρη καὶ κατακάλυψαν τὴν κοιλάδα ἐκείνη τοῦ κλάματος, καὶ δὲν ἀκουώταν πλέον ὁ θρῆνος τῶν ἁμαρτωλῶν.
Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ συνάχθησαν ὅλα τὰ οὐράνια τάγματα ἀναπέμποντας δοξαλογίες μεγάλυναν τὴν Τρισυπόστατον Θεότητα, Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.
Καὶ εἰσρχόμενος ὁ Δίκαιος Κριτὴς καθησμένος στὸν θρόνο τῆς δόξας στὸν ἀέρα συνοδευόμενος ἀπὸ ὅλα τὰ οὐράνια τάγματα εἰσῆλθεν στὴν Πόλιν τῶν Ἁγίων, καὶ παρέστησε μπροστὰ Του τὴν Πανυπέραγνον Αὐτοῦ Μητέρα, ἀπὸ τὴν ὁποία σαρκώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὅλους τοὺς Δίκαιους καὶ Ἅγιους ὅλων τῶν αἰώνων οἱ ὁποῖοι Τὸν εἶχαν εὐαρεστήσει, τοὺς στεφάνωσε μὲ στεφάνια ἀμάραντα δόξης, καὶ ἐφώναξεν σ᾿ αὐτούς, τὴν μακαρία ἐκείνη φωνή:
«Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, νὰ κληρονομήσετε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου τὰ ὁποῖα ἑτοίμασα πρὶν νὰ χτιστῇ ὁ κόσμος».
Καὶ εὐθὺς εἰσῆλθαν ὅλοι οἱ δίκαιοι στὸν Παράδεισον, ὁ ὁποῖος ἦταν στὴ μέση της Ἁγίας ἐκείνης Πόλης, ὅπου δὲν ὑπάρχει νύκτα, οὔτε λύπη, οὔτε στεναγμὸς πόνου, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ αἰώνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.
Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εὐσεβῶς, χριστιανοί, καὶ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου περιέπεσαν σὲ ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετενόησαν ὅπως καὶ τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ τῶν χριστιανῶν, βρίσκονται στὴ γῆ τῶν πράων, καὶ στεροῦνται τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ αἰωνίου φωτὸς καὶ τῆς συναυλίας τῶν Ἀγγέλων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ Δικαίων.
Οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ αὐτοὶ ποὺ κληρωνόμησαν τὶς αἰώνιες κολάσεις, καθὼς μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου Ἄγγελος, στερούμενοι κάθε ἀγαθοῦ, κληρωνόμησαν τὴν αἰώνια φωτιά, σκοτάδι ἀσταμάτητο, σκουλήκι ἀκοίμητο, στέρηση ἀπαρίθμητη, θλίψεις καὶ πόνους ἀσταμάτητους, στοὺς ἀπέραντους καὶ ἀτελείωτους αἰῶνες.
Μετὰ ποὺ εἶδα ὅλα αὐτὰ γύρισε σ᾿ ἐμένα ὁ Κύριος με ἱλαρὸ καὶ γαλήνιο πνεῦμα, καὶ ἀφοῦ ἦλθα μαζὶ μὲ τὸν συνοδό μου Ἄγγελο, προσκυνήσαμεν μὲ φόβο καὶ τρόμο τὰ ἄχραντα πόδια Του καὶ ἀφοῦ σηκωθήκαμε, μοῦ λέγει μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο:
«Νά, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ θεραπευτῆ μου Ἁγίου Βασιλείου εἶδεν τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον στὸ μέλλον θὰ γίνει ἡ φοβερή μου Κρίση, καὶ πληροφορήθηκες περὶ τῶν ἀχάριστων Ἰουδαίων ὅπως ζητοῦσες νὰ μάθῃς περὶ τῆς σωτηρίας τους.
Τότε μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτοῦ μὲ παρέλαβεν ὁ θεῖος ἐκεῖνος Ἄγγελος καὶ μὲ ἔφερε στὸν τόπο ἀπὸ ὅπου μὲ εἶχεν παραλάβει. Καὶ μὲ σηκωμένη τὴ σκέψη γι᾿ αὐτὰ ποὺ εἶδα, μὲ φόβο καὶ τρόμο, διηγούμουν σὲ ὅλους αὐτὰ καὶ δόξασα τὸν Κύριον, στὸν ὁποῖον πρέπει ὅλη ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ἀγαθὸ αὐτοῦ Πνεῦμα, Τὸν Θεὸ τῆς Τριάδος σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.