Ἂν αὐτὴν τὴν στιγμὴν
ξεσκεπάζαμε
μία πλάκα ἑνὸς εὐπρεπεστάτου τάφου
καὶ βρισκόταν κάποιος νὰ μᾶς ὁμιλήσῃ
ἡ πρώτη λέξις ποὺ θὰ ἔβγαζε θὰ ἦτο ματαιότης.
Καὶ θὰ ἔλεγε:
Ἄνθρωπε στάσου δυὸ λεπτὰ καὶ πρόσεξε καὶ μένα Μὲ βλέπεις κόκκαλο γυμνό, μὰ δίχως φαντασία Μὰ κάποτε στὰ χρόνια μου εἶχα κι ἐγὼ τὸ κάλλος Κι εἶχα κι ἐγὼ τὴ δόξα μου, σοφία τοῦ Σωκράτη, Εἶχα μαλλιὰ μεταξωτὰ καὶ μάγουλα σὰν μῆλο Εἶχα καρδιὰ τοῦ λέοντος καὶ μπράτσα σιδερένια, Εἶχα τὴ γλῶσσα τ᾿ ἀηδονιοῦ, μάτια μεγάλα μαῦρα Γι᾿ αὐτὸ χαιρόμουνα πολὺ πὼς ἤμουν γῆς ὁ φάρος Μὰ πότε δὲν κατάλαβα περάσανε τὰ χρόνια Τὸ γλέντι κι ὅλες οἱ χαρὲς περνᾶνε στὸν ἀέρα Σὰν ἔνοιωσα γεράματα θυμᾶμαι τὰ παλιά μου, Τὸ φῶς ἀπὸ τὰ μάτια μου μικραίνει, λιγοστεύει Τὰ πόδια μου ἀδυνάτισαν, τὰ χέρια δὲν κινοῦνται Κατάλαβα τὸν θάνατο, σὲ λίγο τελειώνω Ποιὸς μάγος φέρνει τὴ ζωὴ καὶ ποιὸ γιατρὸ νὰ πάρω Θὰ τοῦ χαρίσω κτήματα καὶ λίρες ὅσες θέλει Κανεὶς δὲν μ᾿ ἀποκρίθηκε κανεὶς δὲν μοὖπε ξέρει Λοιπὸν μιὰ μέρα τ᾿ Ἀπριλιοῦ χωρὶς νὰ περιμένω Ἦταν ψηλὸς κατάμαυρος. Φωνάζω. Τί νὰ κάνω; Μοῦ ξέσχισε τὰ σπλάχνα μου καὶ πῆρε τὴν ψυχή μου Καὶ τώρα τὰ χωράφια ποῦ πᾶν καὶ τὰ παλάτια; Σκουλήκια φάγαν τὸ κορμί, τὴν ὀμορφιά, τὸ σῶμα, Οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς δὲν θέλω νὰ μὲ κλαῖνε, Ὅπως μὲ βλέπεις ἄνθρωπε καὶ σὺ θὰ καταντήσης, Ὅταν γηράσω νὰ μὴ λὲς θὰ κάνω καλωσύνες, Ὁ χάρος εἶναι λαίμαργος, δὲν ἔχει προθεσμία, Παίρνει τὶς μάνες τῶν παιδιῶν, λεβέντες ποὺ γλεντᾶνε Νὰ σκέπτεσαι τὸν θάνατο ἑπτὰ φορὲς τὴν ὥρα, Σὲ κάθε βῆμα πρόσεξε τοῦ Σατανᾶ τὸ βρόχι Πιστὰ τοὺς νόμους φύλαγε χωρὶς καμμιὰ προσθήκη Νὰ μὴν δουλεύῃς Κυριακὴ καὶ ἑορτὲς Ἁγίων Νὰ μὴν κυττάζῃς πονηρά, μὴ βλασφημᾶς τὰ θεῖα, Τῆς μέρας τ᾿ ἁμαρτήματα καὶ πρὶν ὁ Ἥλιος δύσει Ἐλεημοσύνη, προσευχή, ἀγάπη καὶ νηστεία Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, κακὸ ποτὲ μὴ κάνῃς Καὶ τώρα ἀναγνῶστα μου τί σκέπτεσαι νὰ κάνῃς; |