N
Ὦ πές μου νεκροκεφαλή, καὶ σὺ μίαν ἡμέραν δὲν ἔπνεες τῆς φύσεως τὸν καθαρὸν ἀέραν; Δὲν εἶχες πνεῦμα καὶ ἐσὺ
ποτὲ δὲν ὁμιλοῦσες; Τί ἔγιναν τὰ κάλλη σου ποὺ εἶν᾿ τὰ χρήματά σου; Ποὖναι τὸ μέλλον τῆς ζωῆς ποῦνε ἡ εὐτυχία; Ποῦνε ἡ περηφάνεια καὶ ἡ εὐδαιμονία; Ποὖναι τῶν πλουσίων ὁ χορὸς καὶ τῶν πτωχῶν ἡ γύρα, Ὦ πές μου νεκροκεφαλή, τί ἦσο ὅταν ζοῦσες; Καὶ ὅμως τί κατάλαβες ὅτ᾿ εἶδες στὴν ζωήν σου; Δὲν ἦσαν ὅλα μάταια μ᾿ ἀβάσιμες ἐλπίδες; Ἐσκέφθης νεκροκεφαλὴ προτοῦ ριφθῆς στὸ μνῆμα Ἐσκέφθης, τί θὰ πῆ τιμὴ καὶ ὄχι ἀτιμία; Γιατὶ ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν τ᾿ ἀγριεμένο μνῆμα, Κανένας δὲν τὸ σκέπτεται πῶς θὰ βρεθῆ μπροστά του, Αὐτὸ ποὺ αἰώνια ρουφᾶ ἀνθρώπινα κουφάρια, Σβήνει τὴν κάθ᾿ ἐλπίδα μας τὴ δόλια τὴ χαρά μας, Γι᾿ αὐτὸ ὅταν πηγαίνετε εἰς τὰ νεκροταφεῖα Τὰ γράμματα διαβάζετε τὸν ἄνθρωπον σκεφθῆτε, Ὅλα αὐτὰ τὰ μνήματα κρατοῦν χρυσοῦν βιβλίο Ἰδοὺ μᾶς λέγουν τί ἐστὶ στὸν κόσμον ἀνθρωπότης, Σκεφθῆτε ὅτι ἄνθρωπος πάντα στὸ μνῆμα σβύνει, Βρῶμα σκωλήκων γίνεται τὸ σῶμα του στὸ χῶμα, Καὶ σώζεται, ὅταν κανεὶς εἰς τὴν ζωὴν γνωρίζει, Κι ἂν σφάλλη εἰς τὸν βίον του κι εὐθὺς μετανοήση, Τέλος καὶ τῷ Θεῷ Δόξα. |