Ὁ ἄνθρωπος ὁ διαμείνας στερεὸς εἰς τὴν πίστιν καὶ χριστιανικὴν πολιτείαν ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ ἀξιωθεὶς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, ὅταν πλησιάζῃ ἡ ἐσχάτη στιγμή του, πλαγιάζει ἐπάνω εἰς τὸν κράββατον τοῦ θανάτου μὲ χάριν καὶ παρηγορίαν, αὐτὸς δὲν φοβεῖται οὔτε τὸν θάνατον, οὔτε τὴν μέλλουσαν κρίσιν, διότι αὐτὰ δὲν θέλουν ἐγγίσει εἰς αὐτόν, καθὼς τὸ βεβαιεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς λέγων· «Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰω. ε´ 24). Ὅθεν ὁ δίκαιος κεῖται ἥσυχος ἀπὸ τῆς συνειδήσεώς του, διότι τὰ ἁμαρτήματά του ἐσυγχωρήθησαν, καὶ ἐντρυφᾷ εἰς τὴν καρδίαν του τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός, ἔχων τὴν σταύρωσιν χαραγμένην εἰς τὴν καρδίαν του, φανερώνει μὲ τὴν ἀγάπην του καὶ εὐλάβειαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τὸν θάνατόν του εἶναι ἡ μόνη προσδοκία καὶ ὅλη ἡ ἐλπίς του, διὰ τὸν ὁποῖον ἔζη, καὶ διὰ τὸν ὁποῖον ἀποθνήσκει· εἰς τὸ ἱλαρόν του πρόσωπον λάμπει ἡ ἐσωτερικὴ ἡσυχία, ἡ θεία παραμυθία καὶ ἡ ἐνίσχυσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον κατοικεῖ εἰς τὴν καρδίαν του· τὰ ὅμματά του καὶ ἡ καρδία εἶναι προσηλωμένα εἰς τὸν οὐρανόν· ὅλη ἡ ὄψις του δεικνύει τὸ τί φρονεῖ ἡ ψυχή του λέγουσα· ἐπιθυμῶ νὰ χωρισθῶ ἀπὸ τοῦ σώματος, καὶ μένω μὲ τὸν Χριστόν· ὁ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ περιμένει τὴν ψυχήν του, ἕως ὅτου νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὸ σῶμα, διὰ νὰ τὴν μεταφέρῃ εἰς τὸν κόλπον τοῦ Θεοῦ· τέλος ἀφ᾿ οὗ χωρισθῇ ἀπὸ τοῦ πηλίνου σώματος, εὐθὺς τρέχει εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἐπίστευσεν, ὅταν ἔζη εἰς τὸν κόσμον μὲ ἀκαταίσχυντον ἐλπίδα, τὸν ὁποῖον μὴ ἰδοῦσα ἠγάπα· μετὰ δὲ ταῦτα παρίσταται εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ σπεύδει νὰ ὑπαντήσῃ αὐτὴν καὶ ἁπλώνει τὰς χεῖρας εἰς αὐτὴν λέγων «εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Ὁ Σατανᾶς τότε βλέπων τὰ τοιαῦτα κατησχυμμένος φεύγει μακράν. Ὁποία χαρὰ καὶ εὐφροσύνη πνευματική, νὰ θεωρῇ τις τὴν μεγαλειότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνῃ κοινωνὸς τῆς δόξης του καὶ μακαριότητος, τὴν ὁποίαν οὐδεὶς δύναται νὰ περιγράψῃ! μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τίμιον θάνατον τελευτᾷ ὁ δίκαιος ὁ πιστεύων εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ἀντιπολεμῶν πάντοτε τὴν ἁμαρτίαν, τὸν κόσμον καὶ τὸν διάβολον. Μετὰ δὲ ταῦτα παύει πλέον ἡ πάλη καὶ τὰ πάθη τοῦ εὐσεβοῦς. Ὤ! πόσον καλὸν ἦτον, ἐὰν αὐτὸ τὸ παράδειγμα τοῦ δικαίου ἠδύνατο νὰ διερεθίσῃ τὸν καθένα εἰς τὸ νὰ φυλάττῃ πάντοτε τὴν πίστιν του ἀμώμητον, νὰ ἀγωνίζεται γενναίως καὶ μὲ προθυμίαν νὰ σπουδάζῃ, διὰ νὰ εἰσέλθῃ διὰ τῆς στενῆς πύλης, καὶ νὰ τελειώσῃ εὐτυχῶς τὸ στάδιον τῆς ζωῆς του! ἐκεῖ αὐτὸν περιμένει ὁ ἔνδοξος καὶ ἀμάραντος στέφανος, καὶ ἡ ἀναφαίρετος καὶ μεγαλοπρεπὴς κληρονομία!
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! πνευματικὴν χαρὰν θέλει λάβει ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου, ὅταν αἰσθανθῶ ὅτι σὲ ἔχω εἰς τὴν καρδίαν μου, ὅτι σὺ εἶσαι μετ᾿ ἐμοῦ καὶ μὲ παρηγορεῖς! Ποῖος δύναται τότε νὰ μὲ φοβίσῃ ἢ νὰ μὲ κατηγορήσῃ! μήπως αἱ ἁμαρτίαι μου; ἀλλὰ σὺ μοὶ ἐσυγχώρησας αὐτάς· σὺ μὲ ἐδικαίωσας, μὲ ἔπλυνας, μὲ ἐκαθάρισας καὶ μὲ ἡγίασας καὶ μὲ τὸ ὑπέρτιμον αἷμά σου· μήπως τάχα ὁ Σατανᾶς δύναται νὰ μὲ πειράξῃ ἢ νὰ μὲ φοβίσῃ; ὄχι· διότι σὺ τὸν ἐνίκησας· σὺ ἐσήκωσας ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν· αὐτὸς δὲν δύναται νὰ κάμῃ τι ἐναντίον μου· διότι σὺ εἶσαι βοηθός μοι ἀληθῶς σὺ ἀπέθανες δι᾿ ἐμὲ καὶ ἀνέστης καὶ κάθησαι ἤδη ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς καὶ μεσιτεύεις δι᾿ ἐμέ (Ῥωμ. η´ 34)· τίποτε λοιπὸν δὲν θέλει μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου. Ἀξίωσόν με, γλυκύτατε Ἰησοῦ, νὰ ζῶ διὰ σέ, καὶ νὰ ἀποθάνω διὰ σέ. Δός μοι τὴν χάριν διὰ νὰ προσκοληθῶ εἰς Ἐσὲ ἀληθῶς καὶ πιστῶς καὶ ποτὲ νὰ μὴ μακρυνθῶ ἀπὸ σοῦ. Δός μοι τὴν χάριν διὰ νὰ ἀποθνήσκω καθ᾿ ἡμέραν, τοὐτέστι νὰ νεκρώνω ὅλας τὰς κακάς μου ἐπιθυμίας, ὅσαι εἶναι ἐναντίαι πρὸς σέ, ὥστε μὲ τοῦτο νὰ ἐλευθερωθῇ ἡ καρδία μου ἀφ᾿ ὅλων τῶν γηΐνων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν θέλω λάβει μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸν θάνατον· ἐμφύτευσον ἐν ἐμοὶ τὸν ἔνθερμον πόθον πρὸς ἀπόλαυσιν τῆς οὐρανίου σου βασιλείας, ὥστε νὰ ζῷ ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅπου ὀνομάζομαι πολίτης· αὕτη ἡ μακαρία ἐλπίς, ὅτι θέλω ἀξιωθῇ ποτε νὰ ζῶ αἰωνίως μετὰ σοῦ, εἴθε νὰ αὐξήσῃ εἰς ἐμὲ τὸν ζῆλον εἰς τὸ νὰ κάμνω ἐδῶ τὸ ἀγαθὸν ἀκαμάτως, ὥστε νὰ συνάζω ἐκεῖ τοὺς καρποὺς αἰωνίως. Γλυκύτατε Σῶτερ! χάρισόν μοι διὰ νὰ μὴ παύσω ποτὲ ἀπὸ τοῦ νὰ ἐλπίζω εἰς σὲ καὶ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀγάπην σου. Πρὸς τούτοις νὰ ἐνθυμοῦμαι τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατόν σου καὶ τὰς ἀτιμήτους εὐεργεσίας σου. Ὅπως δοξάζω σε, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.