Τραγουδιέται ἀπὸ μαυροφόρες γυναῖκες,
στὴν Κάλυμνο,
στὴν ἀγρυπνία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.
Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον,
ἡ Παναγιὰ ἐκάθητο μόνη καὶ μοναχή της,
Τὴν προσευχή της ἔκανε γιὰ τὸν μονογενῆ της.
῾κούει βρονταίς, ῾κούει στραπαὶς καὶ ὀντηραὶς μεγάλαις·
ἅγια βώδια σφάζουσιν ἢ πρόβατα συζεύγουν;
Χύνει νὰ δῇ τὴν πόρτα της νὰ δῇ τὴν γειτονιά της.
Θωρεῖ πάνω, θωρεῖ κάτω, θωρεῖ, ψυχὴ δὲν βλέπει·
θωρεῖ τὸν οὐρανὸν θαμβὸν καὶ τ᾿ ἄστρα βουρκωμένα
τὸ φεγγαράκι τἄγλαμπρον στὸ αἷμα βουτηγμένον.
Καὶ πάλι κι ἀνατήρησε θωρεῖ τὸν ἅϊ-Γιάννη,
θωρεῖ τον καὶ κατέβαινε κλιαμένον καὶ δαρμένον,
κι ἐκράτει μέσ᾿ τὴν χεῖρα του μανδήλι ματωμένον
κι ἐκράτει καὶ στὴν ἄλλη του μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του
κι ἐκράτει καὶ στὰ νύχια του κρέας τοῦ μάγουλού του.
Κι ἡ Παναγιὰ τὸν ἐρωτᾷ κι ἡ Παναγιὰ τοῦ λέγει:
-Ἅϊ μου Γιάννη Πρόδρομε καὶ βαπτιστὰ τοῦ Γυιοῦ μου,
δὲν εἶδες τὸ παιδάκι μου καὶ τὸν μονογενῆ μου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, χείλη νὰ σοῦ μιλήσω
καὶ σιδερένια σωτικὰ νὰ σοῦ τὸ ῾μολογήσω.
Θωρεῖς τὸ κεῖνο τὸ βουνό, τὸ ὑψηλό, τὸ μέγα
ποὔχει τὴν μαύρη γῆ κορφή, τὸν οὐρανὸν παντέρα;
Ἐκεῖ τὸν ἔχουν οἱ ῾βριοὶ ἐξόγκωνον δεμένον
σὰν κλέπτη τὸν ἐπιάσανε, σὰν πόρνο τὸν κρατοῦσι
σὰν νὰ χωρίζῃ ἀντρόγυνο ἐκεῖ τὸν τυραννοῦσι.
Βγάζουν τὸν χρυσοσκούφιον καὶ βάζουν του ἀγκαθένιο.
Βγάζουν τὸ χρυσοζώναρον καὶ βάζουν του τὸν βάτον.
Βγάζουν τὰ χρυσοπάπουτσα καὶ βάζουν του τσαρούχια.
Ἡ Παναγιὰ σὰν ἄκουσε λιγοθυμιὰ τῆς ἦλθε.
Σταμνιὰ νερὸ τὴν ῾πηρετοῦν τρία κανιὰ τὸν μόσχον
καὶ ἕξη τὸ ροδόσταμον ὥστε ποὺ νὰ συμφέρῃ.
Κι ἡ Παναγιὰ συνέφερε κι αὐτὸν τὸν λόγον εἶπεν:
-Ἂς ἔλθ᾿ ἡ Μάρθα, ἡ Μαρία καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Προδρόμου* ἡ ἀδελφὴ
καὶ ἡ ἄλλη Ἁλισάβη,
καὶ πᾶμε νὰ τὸν πάρωμεν προτοῦ μας τὸν σταυρώσουν
καὶ πρὶν τοῦ βάλουν τὰ καρφιὰ καὶ μᾶς τὸν θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, τὸ πιάσανε, στρατὶ τὸ μονοπάτι,
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε σ᾿ ἕνα μικρὸ βρυσάκι,
κι ἐδίψασεν ἡ Παναγιά ῾σκυψεν νὰ πιῇ λιγάκι·
῾κούει χαλκιὰ κι ἠχάλκευε χαλκιὰ μὲ τὰ παιδιά του,
χαλκιὰ μὲ τὴ γυναίκα του καὶ μὲ τὴ φαμιλιά του
-μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε, ἤντανε αὐτὰ ποὺ κάνης,
-῾βριοί μου παραγγείλασι περόνια νὰ τοὺς κάμω.
Ἐκεῖνοι μοὖπαν τέσσερα καὶ ἐγὼ τοὺς κάνω πέντε
τὰ δυὸ στὰ δυό του γόνατα, τὰ δυὸ στὰ δυό του χέρια
καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ φαρμακερὸ νὰ μπήξουν στὴν καρδιά του
νὰ τρέξη αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθῇ ἡ ψυχή του.
-Μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε ψωμὶ νὰ μὴν χορτάσης
οὐδὲ τὴν τραχηλίτσα σου ποτὲ νὰ μὴν ἀλλάξῃς:
μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε δεῖξε μου τὸν υἱόν μου.
Γιὰ δεῖξε μου τὸν γιόκα μου καὶ τὸν μονογενῆ μου.
Θωρεῖς ἐκεῖνο τὸ βουνὸ τὸ ὑψηλὸ τὸ μέγα
ποὔχει τὴν μαύρη γῆν κορφὴ τὸν οὐρανὸν παντέρα;
Ἐκεῖ τὸν ἔχουνε οἱ ῾βριοί ἐξόγκωνον δεμένον.
Ὧραις ἡ Παναγιά ῾κλαιεν, ὧραις καὶ μοιρολόγα
στρατί, στρατὶ τὸν πιάσανε, στρατὶ τὸ μονοπάτι·
τὸ μονοπάτ᾿ τοὺς ἔβγαλεν εἰς τοῦ ληστοῦ τὴν πόρταν
βρίσκει τὴν πόρτα σφαλιστὴ καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα,
τὰ ἔρημα παράθυρα σφιχτὰ μανταλωμένα,
κι ἔδεσε τὰ χεράκια της τὴν πόρτα παρεκάλει:
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ῾βριοῦ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου!
Κι ἡ πόρτα ἀπ᾿ τὸν φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Μπαίνει πάνω ἡ Παναγιὰ καθίζει στὸ κρεββάτι.
-Παρακαλῶ σε Μωϋσῆ, δεῖξε μου τὸν υἱόν μου.
-Θωρεῖς τον κεῖνον τὸν χλωμόν, κεῖνον τὸν κιτρινιάρην;
Ἐκεῖνος εἶν᾿ ὁ γιόκας σου καὶ ὁ μονογενής σου,
Ἡ Παναγιὰ σὰν τ᾿ ἄκουσε λιγοθυμιὰ τῆς ἦλθε:
-Φέρτε μαχαίρι νὰ σφαγῶ κρημνὸν γιὰ νὰ κρημνίσω
κι ἕνα ποτάμι θάλασσα γιὰ νὰ ψυχομαχήσω.
Χριστὸς ἀπολογήθηκεν ὁποῦ ῾ταν σταυρωμένος.
-Μάνα μου σὰν πνιγῇς ἐσύ, πνίγονται κι ἄλλαις μάναις
ἄμε, μάνα στὸ σπίτι μας καὶ στὸ ἀρχοντικό μας
καὶ πίνε ἄδολο κρασὶ κι ἀφράτο παξιμάδι,
νὰ φᾶν᾿ μανάδες μὲ παιδιά, παιδιὰ δίχως μανάδες
καὶ τὰ καλὰ τ᾿ ἀντρόγυνα μὲ τοὺς καλούς των ἄνδρες,
μάνα τὸ μέγα Σάββατο ποὺ παίζουν οἱ καμπάναις
τότε καὶ σὺ μανούλα μου θὰ ῾δῇς χαραὶς μεγάλαις.
* Ἡ παράδοσις συγχέει ἐδῶ
τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην
τὸν Θεολόγον μὲ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστὴν & Πρόδρομον.
|