(Ἐγράφη κατὰ τὴ νύκτα τῆς Μεγάλης Τρίτης 2005. Δημοσιεύθηκε γιὰ τὸ Πάσχα 2006 κι ἦταν σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀλλάξει τίποτε πρὸς τὸ καλύτερο...)
Φετινή, ἄξαφνη κι ἀπρόβλεπτη, λαμπριάτικη ἀπασχόλησή μου εἶναι τὰ ἐντατικὰ καθήκοντα στὴν Αἰγιάλεια, παραθαλάσσια καὶ ὀρεινή. Ἀφ᾿ ἑνὸς νοσηλευτικὴ κατ᾿ οἶκον, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαο στὴν Κερύνεια, ἕνα μικρὸ χωριὸ στὰ νότια, περὶ τὰ πέντε μόλις χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη, χτισμένο στὸ ὁμώνυμο ὅρος, τὸ ἐπονομαζόμενο καὶ Κολοκοτρώνης. Ἀπὸ τὸ χωριὸ αὐτό, κατὰ τὸν πρῶτο ἀποικισμό, ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κύπρο, ἱδρύοντας τὴν ὁμώνυμη πόλη ἐκεῖ.
Λοιπόν, εἶναι κάτι τὸ πρωτόγνωρο· καὶ ἄλλοτε, εἴτε στὴν Νάξο, εἴτε στὰ Καλάβρυτα, εἴτε ἀκόμη καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, δὲν εἶχα ἀντιληφθεῖ τόσο πολὺ τὴν βαρύτητα καὶ τὴν βαθύτητα τῆς ἁπλοϊκῆς (φαινομενικῶς) θρησκευτικότητας.
Ἡ ἔννοια αὐτή, ἔχει διαστραφεῖ καὶ καταδιωχθεῖ πολὺ κατὰ τοὺς ἐντὸς πολλῶν εἰσαγωγικῶν «φωτισμένους» αἰῶνες μετὰ τὸν «διαφωτισμό». Χαρακτηρίστηκε λοιπόν, ὡς μία ζῳώδης ἔκφραση λατρείας τοῦ ἀγνώστου, ὡς μία ἀφελὴς θεοποίηση τοῦ ἀνεξήγητου, ὡς μία δουλοπρέπεια, ὡς ἕνας ἀκούσιος καὶ ἑκούσιος αὐτό-δηλητηριασμὸς τῆς ἀνθρώπινης αὐτοβουλίας, ὡς μία ἐνστικτώδης ἐνόρμηση γιὰ ὑποταγὴ καὶ ἄλλα πολλὰ παρόμοια...
Ἐν τούτοις, τώρα ἀκόμη πιὸ πολύ, ἀντελήφθην αὐτὴν τὴν ἄπληστη ἀλλὰ καὶ προσανατολισμένη δίψα γιὰ τὰ νάματα τῆς λειτουργικῆς της Ὀρθοδοξίας, κατενόησα τὴν ἀχόρταγη ἀλλὰ καὶ προσωποποιημένη πεῖνα γιὰ τὰ πνευματικὰ ἐδέσματα ποὺ προσφέρει ὁ θεῖος λόγος τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου...
Ἐνῷ τὸ χωριὸ αὐτὸ ἔχει κόσμο ἀρκετό, ποὺ δικαιολογεῖ νὰ ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ μόνιμο λειτουργό, συναντῶνται καὶ στὸν λειτουργικὸ τομέα, φαινόμενα ὅπως αὐτὰ τῆς ἀστυφιλίας, ὅπου ὁλόκληρα συμπλέγματα νησιῶν δὲν ἔχουν ἕνα σχολεῖο· ἔτσι κι ἐδῶ ὑπάρχει συγκέντρωση μεγάλη στὴν πόλη, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι στὰ χωριά, τυγχάνουν ἐπιμελῶς τακτοποιημένης πλημμελοῦς πνευματικῆς φροντίδας.
Οἱ μαρτυρίες τῶν ἁπλῶν αὐτῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν ξέρουν τὸν Μπράουν ἢ τὸν Ἔκο, ποὺ δὲν ἔχουν ποτὲ ἀκούσει γιὰ τὸν Μάρκες ἢ τὸν Γιάλομ, εἶναι συγκλονιστικές· ἐκφράζουν τὸν πόθο νὰ λειτουργηθοῦν, κατανοώντας τὴν μεγαλοσύνη σ᾿ αὐτὴν τὴν Κοινωνία μὲ τὸν Θεό. «Νὰ κάνουμε Πάσχα σὰν ἄνθρωποι» λένε, καὶ ξεχειλίζει ἀπὸ πάθος γι᾿ αὐτό, ὅπως παθιάζεται ὁ ὑποτιθέμενος «ἀπελεύθερος τῶν θρησκειῶν» γιὰ τὰ ὡς ἄνω μελετήματα.
Πραγματικά, σιγὴ σὰν αὐτὴ σὲ ἐκκλησίασμα δὲν ἔχω ξανασυναντήσει. Εὐτύχημα ἦταν αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔτυχε μᾶλλον, διότι μετέχω σὲ μία ὁμάδα, ὄχι γνωστῶν μου, ἄγνωστο τὸ «ἑτερόκλητων ἢ ὄχι», ἄγνωστο τὸ «φίλων ἢ ὄχι», μὲ ἰσχυρὸ πυρῆνα ἕλξεως, συνοχῆς, ἄξονα ἀρραγῆ δραστηριότητας, αὐτὴν τὴν ἱστορική τους ἐνορία, συρρικνωμένη ἀπὸ τὴν ἀστυφιλία, ἀλλὰ περήφανη, μὲ τὴν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Μᾶλλον αὐτὸ εἶναι: ἡ βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως, εἴτε μὲ τὴν πίστη στὰ ἱερὰ γράμματα, εἴτε μὲ τὶς ἀποδείξεις τῆς πληθύος τῶν θαυμάτων, εἴτε μὲ τὶς προσωπικὲς μαρτυρίες, αὐτὸ μᾶς συνέχει.
Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, κτηνώδη χαρακτηρίζουν τὴν ἀ-θρησκεία, τὴν ἑκούσια καὶ τὴν ἀκούσια: «τί εἴμαστε, ζῷα, νὰ μὴν κάνουμε Πάσχα»; Εἶναι αὐτοὶ ποὺ κορυφώνουν τὴν ὀρεξάτη προετοιμασία τους καὶ τὴν περιποίηση τῶν κατ᾿ οἶκον, τῶν ἔσω καὶ ἔξω, ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὸ μεγάλο τραπέζι τοῦ Σωτῆρα. Ζῷα γι᾿ αὐτούς, εἶναι ὅσοι δὲν κατανοοῦν τὸ νόημα τῶν Παθῶν, ὅσοι προφασίζονται ἀδυναμία νὰ συμμετάσχουν, ὅσοι βλέπουν τὶς θεσμοθετημένες πρὸς ἀπρόσκοπτη Λατρεία παύσεις, ὡς εὐκαιρία γιὰ ὕπνο, ἐξόδους, κοσμικὲς διασκεδάσεις, πάρτι, ἀπουσία φυσικὰ ἀκόμη καὶ τῆς λέξεως «ἀνέστη».
Δὲν χρειάζεται παραπλάνηση ἢ ἐπισταμένη κατήχηση ἢ ψυχολογικὴ βία γιὰ νὰ πεισθῇ κάποιος νὰ ἐκκλησιάζεται, ἀρκεῖ νὰ δοκιμάσῃ μὲ εἰλικρίνεια γιὰ λίγο, ὅπου ἀναπαύεται, καὶ θὰ μεθύσει ἀπὸ τὸ γλυκὸ κρασὶ τῶν θείων λόγων, θὰ ἐνστερνιστεῖ τὴν λειτουργικὴ πράξη, ποὺ εἶναι ὁ σπουδαῖος, καὶ διακαιολογημένα γιὰ πολλούς, ἀπαραίτητος, σύντροφος τῆς πραγματικῆς καλοσύνης.
Καὶ προσπαθοῦν τοῦτοι οἱ χωρικοὶ κατὰ τὶς δυνάμεις τους. Τοῦτα δὲ τὰ καλὰ λόγια ποὺ γράφονται γι᾿ αὐτούς, δὲν εἶναι ἀνταπόδοση τῶν φιλοφρονήσεων ἐπὶ τῆς καλλιτεχνικῆς ἀποδόσεως. Εἶναι ἐκτίμηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ μία πρωτόγνωρη εὐγένεια, μία διάχυτη εὐφροσύνη, ὡσὰν νὰ ἦλθε σὲ αὐτοὺς ὁ Μεσσίας. Πράγματι, ὅμως, αὐτὸ ἔγινε: «Ἐπεσκέψατο αὐτοὺς ὁ Κύριος». Μέσα ἀπὸ τὴν συγκινητικὴ λειτουργία τοῦ κατὰ πάντα ἄξιου παπα-Κώστα, τοῦ τόσον βεβαρυμένου ἀπὸ τὸν κάματο τοῦ βίου, καὶ τήν, ὅπως τοὺς ἔλαχε ἐφέτος, ἐλάχιστη ψαλμική, παρουσία μας, τοῦτοι οἱ ἄνθρωποι νιώθουν τὰ Πάθη ὁπωσδήποτε καλύτερα ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.
Δὲν ξέρουν περὶ χρυσῶν, ρόζ, κλπ. Τίποτε. Τὴν Ἐκκλησιά τους βλέπουν μόνο νὰ μποῦν, ν᾿ ἀπαντήσουν ἐκεῖ, στὸ καταλληλότερο μέρος, τὸν Κύριο, νὰ τὸν εὐχαριστήσουν κι ἐφέτος γιὰ κείνη τὴ θυσία ποὺ ἀκόμη μᾶς σηκώνει ἀπὸ τὴν πτώση.
Σιωποῦν καὶ προσεύχονται θερμῶς, συμμετέχουν καὶ κατανοοῦν τὴν ψαλμῳδία, κόπτονται καὶ θρηνοῦν τὰ πάθη, εὐφραίνονται καὶ ἀγαλλιῶνται μὲ τὴν Ἀνάσταση. Ποῦ εἶναι τὰ φημολογούμενα μοραΐτικα χαρακτηριστικά; Ποῦ ἡ πονηρία; Ποῦ τὸ κουτσομπολιό; Ποῦ ἡ ὑποκρισία; Ποῦ ἡ φιλυποψία; Μία μεταμορφωμένη, συναδελφωμένη πλέον, οἰκογένεια, ποὺ ἀπολαμβάνουν, ὄχι μόνο της ἀκροάσεως, πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο κατηγοροῦνται ἀπὸ μερικοὺς σύγχρονους διανοητές, ἀλλὰ αὐτοῦ τοῦ μυστικοῦ δείπνου, τῆς λαμπρᾶς τραπέζης ποὺ ἔστησε ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ οὐσιαστικοῦ πλούτου.
Δίδεται μάλιστα ἡ εὐκαιρία τῆς ὀλιγόλεπτης ἐξηγήσεως στὸ ἐκκλησίασμα, ὀλίγων ἀπὸ τὰ γράμματα τῆς κάθε ἡμέρας, πρᾶγμα ποὺ τὸ καρτεροῦν πλέον μὲ θέρμη καὶ ἀπορροφοῦν ὅτι πενιχρὸ κι ἂν τοὺς δίδεται, καταβροχθίζοντας τὶς λέξεις καὶ ἐμβαθύνοντας στὰ νοήματα.
Πράγματι εἶμαι πολὺ εὐχαριστημένος καὶ εὔχομαι ν᾿ ἀξιωθῶ ἕως τέλους τοῦ Πάσχα νὰ διακονήσω ἀξίως σὲ αὐτὴν τὴν μικρὴ κι ἄσημη κώμη.
«Χαρὰ στὴ μάνα καὶ στὴ γυναῖκα ποὺ σ᾿ ἔχουν» μοῦ τόνισαν ἐπανειλλημένως κάποιες γυναῖκες. Ὡς τί νὰ τὸ ἐκλάβω; Ὡς φιλοφρόνηση, λόγω δημιουργηθείσης καλλιτεχνικῆς εὐαρεσκείας; Ὡς ἐνθαρρυντικὴ ἀξιολόγηση γιὰ τὴν καλὴ συνέχεια; Ὡς πνευματικὸ βραβεῖο, γιὰ δῶρα ποὺ δι᾿ ἀναξίων ἡμῶν χειρῶν καὶ χειλέων τοὺς φέραμε; Ἢ μήπως ὡς εἰρωνεία, διότι ἴσως κάποιο ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα πλησίονα πρόσωπα, νὰ περιφρονεῖ, ἢ τὸ λιγότερο νὰ ἀδιαφορεῖ στὴν οὐσία γιὰ ὅλο αὐτό, τὸ ἀδυνάτως γήθεσθαι μεγαλεῖο ποὺ δίδεται ἁπλόχερα ἡ εὐκαιρία νὰ ζοῦμε.
Παρουσιάζονται λοιπὸν «κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας» παντοῦ γύρω μας φραγκοκούνελα, λατιναύγουλα, νορμανδοκούδουνα καὶ ἀμερικανοκαρδιές, ἕνα ἀποτρόπαιο ἐν τέλει συνοθύλευμα, κι ὄχι λόγω μόνο της χαμηλῆς αἰσθητικῆς, ἀλλὰ κυρίως λόγω τῆς ἐκπεφραζομένης τοιούτως περιφρονήσεως πρὸς τὰ πατρῷα.
Δίνουν καὶ παίρνουν παρόμοιες εὐχές: «καλὲς διακοπές», «καλὴ ξεκούραση», «καλὸ τετραήμερο», «καλὰ νὰ περάσετε» κλπ.
Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἀρνούμαστε τὶς εὐχές, ὅταν εἶναι ἀπὸ ἀγαθὸ κίνητρο, ἀνεξαρτήτως τῆς τυχούσης πολιτισμικῆς διαφοροποιήσεως καὶ τοῦ συντακτικοῦ. Ἐν τούτοις, δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ φάει ἕνα φαγητὸ ἄνοστο, ἢ καὶ δυσῶδες, ἐπειδὴ καὶ μόνο τοῦ τὸ φέρνει καλοντυμένος καὶ γλυκομίλητος ἐξυπηρέτης. Δὲν μπορεῖ αὐτὸς νὰ κρύψει τὴν ἐμετικὴ διάθεση ποὺ δημιουργεῖται ἐξ αἰτίας τῆς ἀποφορᾶς τοιαύτης προσφορᾶς. Τὸ ἴδιο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ «φάει» ὅτι τοῦ σερβίρουν, ὅποιος γνωρίζει ποιὲς εἶναι οἱ πραγματικὰ νόστιμες ἀλλὰ καὶ πολὺ ὠφέλιμες (πνευματικές) τροφές. Αὐτὲς ἀγρεύει, ἁλιεύει κι αὐτὲς γεύεται, ἐνίοτε ἐπαρκῶς, ἐνίοτε πλημμελῶς.
Ποῦ τὰ βρήκαμε αὐτά; Τίνος παιδιὰ εἴμαστε; Δὲν εἴμαστε ἐκείνων τῶν γερόντων καὶ τῶν γραιῶν, ποὺ ἐργάζονται μὲν ἀόκνως, καὶ παραλλήλως ἐκκλησιάζονται μὲ θέρμη; Ποῦ πετάξαμε τὶς παλιὲς γλυκεῖες συνήθειες ποὺ μὲ συνείδηση ἐκτελοῦνταν ὡς χρέος καὶ χαρὰ συνάμα; Τί δαίμονας μᾶς καβάλησε νὰ μὴν θέλουμε τὴν Ἐκκλησιά; Νὰ τὴν ἀποφεύγουμε ὅπως... ξέρουμε ποιὸς καὶ τί; Τί δηλητήριο μᾶς πότισε ἀπὸ τὴν σοφία τοῦ κόσμου, ποὺ ἀπαρνηθήκαμε ὅ,τι μᾶς στήριξε, ὅ,τι μᾶς ὁδήγησε στὸ ἀληθινὸ φῶς, ὅ,τι μᾶς γαλούχησε σὲ ὑψηλὸ πολιτισμὸ τόσα χρόνια, ὅ,τι πάνω ἀπ᾿ ὅλα μας ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία; Τί στόμφο καὶ χλεύη ἐκπέμπουμε γιὰ τὰ μυστήρια, ἀρνούμενοι ν᾿ ἀκούσουμε κουβέντα;
Στὰ κομμάτια λοιπὸν τὰ χιλιάδες νεόκοπα παθογενὴ σκοτο-λογοτεχνικὰ καὶ ψευδο-φιλοσοφικὰ ἔντυπα ποὺ μᾶς σκοτίζουν πιὸ πολὺ μὲ τὰ ἐπιβαλλόμενα πρότυπα «ἐλευθερίας», μίας ἀσύδοτης ὁμολογουμένως συμπεριφορᾶς! Ἀλίμονο σὲ ὅσους καθίστανται ἱερεῖς μηδενιστικῶν ῥευμάτων καὶ τάσεων, ἐπενδύοντας τὴν ἑκούσια πνευματική τους πενία μὲ χαμόγελα καὶ ψευτοευγένειες. «Εὐλογημένη ἡ δεξιά σου» λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν πρόκειται νὰ δώσεις δυναμικὴ λύση πρὸς ὄφελος πνευματικό.
Καὶ ὑπάρχει ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ ἐκκλησιασμοῦ ὡς γραφικότητας, ὡς τυπικῆς καὶ ἀχρείαστης συνήθειας. Δὲν πειράζει, λένε κάποιοι, ἂς πηγαίνουν οἱ γέροι στὴν Ἐκκλησία. Λὲς καὶ εἶναι ἕνα ἀκόμη ΚΑΠΗ, ἢ ἕνας εὐκτήριος οἶκος, γιὰ νὰ περνᾷ ἡ ὥρα. Εἶναι ἡ γνωστὴ τακτικὴ μὲ τὴν ἐσκεμμένη ἄγνοια, ὥστε νὰ θεωρηθεῖ περιθωριοποιημένη συμπεριφορὰ ἡ ἐνεργὸς ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, ἐνῷ ἡ ἀδιαφορία, ὡς τεκμήριο ἐλευθερίας. Νἄτος πάλι ὁ ἐγωισμός, ποὺ μᾶς κατακλύζει καὶ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ μυστήρια, καὶ δὴ αὐτὸ τῆς ἐξομολογήσεως.
Κι ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ εἶδε καὶ μαρτυρᾷ ὅτι: οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἀπὸ συνήθεια, ἀλλὰ συνειδητῶς, ἕλκονται, μὲ μία ἀνώτερη ἕλξη, πρὸς τὴν λειτουργικὴ ζωὴ καὶ εἶναι βέβαιοι ὅτι ἀγωνίζονται πρὶν ἀπὸ κάθε χαρὰ νὰ θέτουν τὶς παραδόσεις, ἐκ βαθέων καρδίας δὲν λησμονοῦν τὴν τρυφερή, ὀρθόδοξη λειτουργικότητα καὶ προτιμοῦν νὰ ξεραθεῖ τὸ χέρι τους, παρὰ νὰ μὴν ποιοῦν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἢ καὶ νὰ κολλήσει ἡ γλῶσσα τοὺς στὸ λαρύγγι ἂν δὲν ἀπευθύνουν εἰλικρινεῖς λόγους πρὸς τὸν Ζωοδότη.
Λέγει ὁ Κύριος (ἀπὸ τὴν γραφίδα τοῦ Ἱερεμία): Κύριε, γνώρισόν μοι, καὶ γνώσομαι· τότε εἶδον τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν. ἐγὼ δὲ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι οὐκ ἔγνων· ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλογίσαντο λογισμὸν πονηρὸν λέγοντες· δεῦτε καὶ ἐμβάλωμεν ξύλον εἰς τὸν ἄρτον αὐτοῦ καὶ ἐκτρίψωμεν αὐτὸν ἀπὸ γῆς ζώντων, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὐ μὴ μνησθῇ οὐκέτι.
Φυσικά, δὲν τοὺς παρατοῦμε αὐτοὺς ποὺ ἁπλῶς ἀρνοῦνται, δὲν στερεύει ἡ ἀγάπη μας, τὸ ἐνδιαφέρον μας. Κι ἂν ἀκόμη ἐπέρχεται ἀμετανόητη πόρωση, πραγματώνουμε τὰ λόγια μας, προσπαθώντας νὰ γεφυρώσουμε τὰ χάσματα καὶ νὰ ἕλξουμε πρὸς τὴν στέρεη πλευρὰ μὲ ὅλη τὴν δραστικὴ καὶ ἤπια συνάμα θέληση καὶ τὸν καλὸν ἀγῶνα ποὺ θὰ χρειαστεῖ. Ἀναφωνοῦμε· Υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Μὴ σκληρήνετε τὰς καρδίας ὑμῶν! ΓΕΥΣΑΣΘΕ ΚΑΙ ΙΔΕΤΕ ΟΤΙ ΧΡΗΣΤΟΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ! Αὐτός, ποὺ ἀνοίγοντας τὰ χέρια του ἑνώνει αὐτὰ ποὺ φαίνονται ξεκομμένα. Μὴν ἀρνηθεῖτε τοῦτο ποὺ εὐαγγελίζονται τούτη τὴν ὥρα οἱ γραφές, τὸ σωτηριώδους μήνυμα τοῦ πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Μὴν πεῖτε, δὲν πειράζει καὶ προχωροῦμε, κτυπᾷ μὲν ὁ Κύριος, ἀλλὰ μὴν τὸν ἀφήνετε ἔξω. Ποιὰ εἶναι καὶ διατὶ ἡ καθυστέρηση; Ποιὰ ἡ ἀμφιβολία, ποιὰ ἡ ἐπιφύλαξη, ποιὰ τέλος πάντων ἡ ἀδιατύπωτη ἀπορία; Καὶ πάλιν λέγω, μὴν ἀρνηθεῖτε τὴ χαρά, τὸ φῶς, τὴν ἀλήθεια...
Λένε στὸ κάτω, κάτω, δὲν πειράζει, εἴμαστε ἔτσι ὅπως εἴμαστε, ἀφῆστε μας ἔτσι ὅπως θέλουμε νὰ πᾶμε, δὲν θέλουμε ν᾿ ἀλλάξουμε...
Δὲν εἶναι εἰσαγγελικὴ κατηγορία ὅλα τοῦτα, οὔτε δικαστήριο κακουργιοδικεῖο, εἶναι ἀπόπειρα διασαφηνιστικὴ μίας μεγάλης καταστάσεως. Δὲν εἶναι ἀναπόδεικτη συκοφαντία, δὲν εἶναι προσηγορία ψευδῶν· εἶναι νουθεσίες, γραμμένες σέ, βρεγμένο ἀπὸ δάκρυα ἀντίστοιχα τῆς περιστάσεως, πληκτρολόγιο. Δὲν εἶναι ἀποβολὴ κι ἀφορισμός, εἶναι ἱκετευτικὴ ἔκταση χείρας προσκλήσεως, ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο πορευόμενο στὴν ἀνομία, γεμάτο ἀτέλειες, μὲ μεγάλο καὶ δύσβατο δρόμο πρὸς ἄνω.
Στὸν Χριστὸ ἀναφερόμενο τὸ παρακάτω ποίημα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Ὑμνογράφου λέγει: Ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν ὑπερώῳ τόπῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, πιστοί, δεῦτε ἀπολαύσωμεν, ἐπαναβεβηκότα λόγον ἐκ τοῦ Λόγου μαθόντες, ὃν μεγαλύνομεν. Δηλαδή, πόσο φιλόξενος ὁ Χριστὸς ποὺ παραθέτει αὐτὸ τὸ πνευματικὸ τραπέζι καὶ γιὰ δυνατὰ μυαλά, ἂς ἀπολαύσουμε ὅλοι...
Πάντως παραμένει τὸ ἐρώτημα ἂν τὰ ὅσα γράφονται ὡς ἐδῶ γίνονται κατανοητά, ἢ μήπως ὁ ροῦς καθίσταται συγκεγχυμένος, καὶ παρερμηνευόμενος ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη;
Προφητείας Ησαΐου τὸ Ἀνάγνωσμα.
(Κεφ. ν´ 4-10).
Κύριος δίδωσί μοι γλῶσσαν παιδείας τοῦ γνῶναι ἡνίκα δεῖ εἰπεῖν λόγον ἔθηκέ μοι πρωΐ πρωΐ, προσέθηκέ μοι ὠτίον ἀκούειν· 5 καὶ ἡ παιδεία Κυρίου Κυρίου ἀνοίγει μου τὰ ὦτα, ἐγὼ δὲ οὐκ ἀπειθῶ οὐδὲ ἀντιλέγω, 6 τὸν νῶτόν μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων· 7 καὶ Κύριος Κύριος βοηθός μοι ἐγενήθη, διὰ τοῦτο οὐκ ἐνετράπην, ἀλλὰ ἔθηκα τὸ πρόσωπόν μου ὡς στερεὰν πέτραν καὶ ἔγνων ὅτι οὐ μὴ αἰσχυνθῶ· 8 ὅτι ἐγγίζει ὁ δικαιώσας με. τίς ὁ κρινόμενός μοι; ἀντιστήτω μοι ἅμα· καὶ τίς ὁ κρινόμενός μοι; ἐγγισάτω μοι. 9 ἰδοὺ Κύριος Κύριος βοηθήσει μοι· τίς κακώσει με; ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσεσθε, καὶ ὡς σὴς καταφάγεται ὑμᾶς. 10 Τίς ἐν ὑμῖν ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον; ὑπακουσάτω τῆς φωνῆς τοῦ παιδὸς αὐτοῦ. οἱ πορευόμενοι ἐν σκότει καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς φῶς, πεποίθατε ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου καὶ ἀντιστηρίσασθε ἐπὶ τῷ Θεῷ.