Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ
(ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΗΣ)

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΩΣ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ
ΚΑΙ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΩΝ

Ἐκ φυλλαδίου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σύρου,
ἐκδοθέντος τὸν Ἀπρίλιο 2005

Σὰν μυτερὴ λόγχη καρφώθηκε στὴν καρδιὰ τοῦ Ἅδη ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ἐνῶ ὁ στρατιώτης κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ «ἔνυξεν» τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, τὸ θανατηφόρο χτύπημα δόθηκε, ἀόρατα καὶ ἀθέατα γιὰ τοὺς πολλούς, ὄχι στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ - πὼς ἄλλωστε νὰ πεθάνει ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς; - ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸ σατανᾶ καὶ τὸ βασίλειό του, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε αἱμορραγεῖ καὶ μάλιστα θανάσιμα. Ὡς ἱστορικῶς ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὑψίστης σημασίας, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναπλάσεως καὶ τῆς ζωῆς, γιὰ κάθε χωματένιο καὶ θαμμένο στὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο, ἐὰν φυσικὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος τὸ ἐπιθυμεῖ.

Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ Γολγοθᾶ ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη ἐξιλαστήρια θυσία ὅλων τῶν αἰώνων καὶ γιὰ ὅλο τὸ Σύμπαν, γιὰ τὸν ὁρατό, μὰ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο. Γιατὶ μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, ἕνωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς γῆ καὶ οὐρανὸ καὶ συμφιλίωσε τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ τὴν ἀνάστασή Του ὁ μοναδικός Θεάνθρωπος τῆς ἰστορίας, ἔσχισε τὸ χειρόγραφο τῆς ἔχθρας πάνω στὸ σταυρό, ἀνακεφαλαίωσε τὰ πάντα στὸν ἑαυτό Του καὶ ἀνέστησε τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο, ποὺ βρισκόταν ὑπόδικος καὶ δέσμιος στὰ χέρια τοῦ «ἀντιδίκου» διαβόλου, ἤδη ἀπὸ τὴν στιγμὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Καὶ θυμίζει συμβολικὰ ἡ θυσία Του, τὸ τρύπημα τοῦ στήθους τῆς πελεκάνας μάνας μὲ τὸ ράμφος της, γιὰ νὰ θρέψει τὰ παιδιά της, ὅταν κινδυνεύουν νὰ πεθάνουν ἀπὸ πεῖνα. Θανατώθηκε ἑκούσια Ἐκεῖνος, ὁ ἀναμάρτητος, γιὰ νὰ ζωοποιηθοῦμε ἐμεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει: «ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, μὲ τὸ νὰ γίνει ὁ ἴδιος γιὰ χάρη μας κατάρα» (Γαλ. γ´ 13). Ἀπὸ τὴν ἀνοιγμένη πλευρά Του προῆλθε ἡ νέα Εὔα, ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι μία ἀστείρευτη πηγὴ ζωῆς. Τώρα πιὰ ὁ καθένας ἔχει τὴ δυνατότητα «νὰ μὴ χαθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια» (Ἰω. γ´ 16).

Μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἐκπληρώθηκαν καὶ ὁλοκληρώθηκαν κατὰ γράμμα ὅλες οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἀφοροῦσαν στὸ πρόσωπό Του, γεγονός ποὺ ἕναν ἀντικειμενικὸ ἐρευνητὴ τὸν καθιστᾶ ἀπὸ ἄθεο, πιστὸ χριστιανό, ἢ ἀπὸ ἀπλὰ πιστό, συνειδητότερο καὶ πιὸ ὑπεύθυνο. Νά μερικὲς ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες αὐτὲς μαρτυρίες τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ: «Τρύπησαν τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου», ἀναφωνεῖ ὁ βασιλιᾶς Δαυΐδ (Ψαλμ. 21). Ποτὲ ὅμως ὁ Δαυῒδ δὲν σταυρώθηκε, οὔτε ὑπῆρχε στὴν ἐποχή του ἡ ποινὴ τῆς σταυρώσεως. Ἐμφανέστατα προφητεύει τὴν Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ. «Δὲν θὰ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχή μου στὸν ᾅδη, οὔτε θὰ ἐπιτρέψεις νὰ γνωρίσει ὁ ἅγιός σου ῾διαφθορά᾿ (σωματικὴ ἀποσύνθεση)» (Ψαλμ. ιε´). Ὁ «προφητάναξ» ἀσφαλῶς ἐγνώριζε ὅτι τὸ σῶμα του μετὰ τὸ θάνατό του θὰ ἀκολουθοῦσε τοὺς νόμους τῆς φθορᾶς τῆς φύσεως. Δὲν μιλᾶ λοιπὸν γιὰ τὸ δικό του θάνατο, ἀλλὰ γιὰ τὸν τριήμερο θάνατο τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ «ἀναλλοίωτος βασιλεὺς» δὲν ἐγνώρισε σωματικὴ ἀποσύνθεση, ἀφοῦ εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας ἐνσαρκωμένο καὶ Θεὸς ὁ ἴδιος.

Ξεκάθαρα ἀκόμη ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν ποιητή, προφήτη καὶ βασιλέα Δαυῒδ στὸν Ψαλμ. ρθ´, ποὺ θεωρεῖται γι᾿ αὐτὸ χριστολογικός, ὅταν λέγει: «Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου: Κάθησε στὰ δεξιά μου μέχρις ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου χαλάκι γιὰ τὰ πόδια σου». Ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ φαίνεται ὅτι ὁ Θεός-Πατέρας ἀπευθύνεται στὸν Θεό-Ὑιό του (καὶ οἱ δύο ἀποκαλοῦνται ἄλλωστε ἀπὸ τὸν Δαυῒδ μὲ τὸ ὄνομα «Γιαχβέ»), ὅτι ὁ δεύτερος Κύριος (ὁ Χριστός) ἤδη κάθεται στὰ δεξιὰ τῆς Θεότητας μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν σταυρώσουν, θὰ τὸν θανατώσουν καὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν (διαχρονικῶς μὲ τὴν ἀθεΐα, τὶς αἰρέσεις καὶ τὴν ἀνηθικότητα) ἀλλὰ στὸ τέλος ὅμως (στὴ Δευτέρα Παρουσία Του) θὰ ὑποταχθοῦν στὸ θέλημά Του (θὰ γίνουν «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν Του»).

Ὁ προφήτης Ἡσαΐας ὁλοκάθαρα ἀναφωνεῖ: «Αὐτὸς φέρει πάνω του τὶς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ μᾶς ὑποφέρει» (κεφ. 53), ἔχοντας ἐνώπιόν του τοὺς λόγους τῶν παθῶν τοῦ Μεσσία. Μία ἄλλη μαρτυρία τοῦ προφήτη Ζαχαρία ἀφορᾶ στὸ σταυρικὸ θάνατο τοῦ ἐκλεκτοῦ: «Θὰ ἀτενίσουν ἐμένα τὸν ὁποῖον ἐλόγχισαν» Καὶ τέλος: «κόκκαλό του δὲν θὰ συντρίψετε» (Ἔξ. ιβ´ 10, Ἀριθ. θ´ 12). Πράγματι ἐνῶ οἱ στρατιῶτες ἐσπασαν τὰ μηριαῖα ὀστὰ τῶν δὺο ἄλλων κακούργων γιὰ νὰ ἐπιφέρουν γρηγορότερο θάνατο, τὸν Ἰησοῦ δὲν τὸν ἄγγιξαν, διότι εἶχε ἤδη ἐκπνεύσει. Ἀλλὰ καὶ ἡ προφητεία τοῦ τραγικοῦ ποιητῆ Αἰσχύλου πραγματοποιήθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀναφέρεται στὸν «Προμηθέα Δεσμώτη» μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἑρμῆ, πρὸς τὸν δεμένο στὸν Καύκασο Προμηθέα: «Δὲν θὰ πάρουν τέλος τὰ βάσανά σου, μέχρις ὅτου κατέβει ἕνας θεὸς στὰ βάθη τοῦ ἅδη γιὰ νὰ πάρει πάνω του τὰ πάθη σου».

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ θανάτου Του (Παρασκευὴ 3μ.μ. ἕως Κυριακὴ πρωὶ) ὁ σωτήρας τῶν ὅλων (ἡ θεότητα μαζὶ μὲ τὴν ψυχή του) κήρυξε στὰ «ἐν τῇ φυλακῇ πνεύματα» τοῦ ᾅδη τὸ εὐαγγέλιο τῆς λύτρωσης. Αὐτὸν δηλαδὴ τὸν Ἴδιον. Καὶ ἔσωσε πολλούς (Α´ Πέτρ. γ´ 18-20), ἐνῶ τὰ εὐσεβῆ μέλη τοῦ Μ. Συνεδρίου, Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος, ἀποκαθήλωναν καὶ ἔθεταν τὸ «ἄπνουν» ἔνδοξο σῶμα σὲ ἀμεταχείριστο καὶ καινούργιο μνῆμα. Δεκαέξι ἔνοπλοι στρατιῶτες στὴ συνέχεια ἐπιτηροῦσαν τὴ σφραγισμένη εἴσοδο.

Γιὰ τὸν φιλόσοφο Ρενάν, πολὺ ὀρθὰ «ὁ Χριστιανισμός στηρίζεται πάνω στὸν ἄδειο τάφο τοῦ Ἰησοῦ». Γιατὶ «ἂν ὁ Χριστός δὲν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς», ἐπισημαίνει ὁ ἀπ. Παῦλος, «εἶναι μάταιη ἡ πίστη μας καὶ κενὸ τὸ κήρυγμά μας». Μὰ ὁ Χριστός άληθινὰ «σηκώθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς», συνεχίζει, καὶ ἀποτελεῖ ἡ ἀνάστασή Του τὴν «ἀρχὴ τῆς ἀνάστασης ὅλων τῶν κεκοιμημένων» (Α´ Κορ. ιε´ 20). Ἡ ἀνάστασή Του ἔγινε ἡ «ἐγγύηση καὶ ἡ ἀφετηρία τῆς ἀνάστασης ὅλων. «Μέσα στὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ ὅλοι θὰ ζωοποιηθοῦν» (Α´ Κορ. ιε´ 20-21), ἀφοῦ ἐκεῖνος εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» καὶ ὅποιος πιστεύει σ᾿ Αὐτὸν «κι ἂν ἀκόμη πεθάνει, θὰ ζήσει» (Ἰω. ια´ 25).

Πολλοὶ καὶ ἰδιαίτερα στοὺς αἰῶνες τοῦ Διαφωτισμοῦ (17ος, 18ος, 19ος αἰ.) ἀμφισβήτησαν τὴν πραγματικότητα τῆς «ἐκ νεκρῶν ἔγερσης» τοῦ θεανθρώπου καὶ οἱ κατηγορίες συνοψίζονται σὲ τρεῖς κυρίως:

1. Ὁ Ἰησοῦς δὲν πέθανε, ἰσχυρίζονται, ἀλλὰ λιποθύμησε πάνω στὸν Σταυρό. Ἀργότερα μέσα στὸν τάφο συνῆλθε, βγῆκε καὶ παρουσιάσθηκε στοὺς μαθητές του ὡς ἀνάστημένος.

2. Οἱ μαθητές του δῆθεν ἔκλεψαν τὸ πτῶμα του, τὸ ἔκρυψαν καὶ παρουσίασαν τὴν ὑπόθεση ὅτι ὁ δάσκαλός τους ἀναστήθηκε.

3. Οἱ μυροφόρες καὶ οἱ μαθητές του «φαντάστηκαν» ἀνάστημένο τὸν Ἰησοῦ, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ τὸν εἶχαν πιστέψει ὅσο ζοῦσε.

1. Η ΔΗΘΕΝ ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ

Ὅσον ἀφορᾶ στὴν πρώτη ἀντιχριστιανικὴ ἐπίθεση, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς:

2. Η ΔΗΘΕΝ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ Ή ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν δεύτερη κατηγορία τῆς κλοπῆς τοῦ σώματος, ἀπαντοῦμε:

3. Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΘΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ
ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Στὴν κατηγορία τῆς ὑποτιθέμενης φαντασιοπληξίας τῶν ἀκολούθων τοῦ Ναζωραίου ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀνάστασή του, ἔχουμε νὰ ἀντιτείνουμε ὅτι:

Ο «ΠΑΣΧΩΝ ΔΟΥΛΟΣ» ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ
ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ἄν ἀνατρέξουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ δοῦμε ὅτι πλῆθος προφητειῶν γιὰ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία συγκλίνουν καὶ πραγματοποιοῦνται μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακὴ προφητεία ὅμως γιὰ τὸ Μεσσία βρίσκεται στὸ βιβλίο τοῦ Ἡσαΐα (κεφ. νβ´ καὶ νγ´).

Πρόκειται γιὰ τὸν «πάσχοντα δοῦλο τοῦ Κυρίου», κείμενο τὸ ὁποῖο εὐλαβικὰ καὶ μὲ ὀδύνη οἱ χριστιανοὶ ἀναγνωρίζουν πὼς ἀναφέρεται στὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ δοῦλος μου, λέγει ὁ Θεός... Ὁ Κύριος ἄφησε νὰ πέσουν πάνω του τὰ σφάλματά μας. Κακοποιημένος καὶ ταπεινωμένος, δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα του. Σὰν ἀρνὶ ποὺ ὁδηγεῖται στὴ σφαγή, σὰν πρόβατο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει... Καταδικάστηκε καὶ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν ἀνθρώπων... Μετὰ ἀπὸ μεγάλα βασανιστήρια θὰ δεῖ τὸ φῶς καὶ θὰ πληρωθεῖ ἀπὸ γνώση. Ὁ δίκαιος δοῦλός μου θὰ δικαιώσει πολλοὺς καὶ θὰ φορτωθεῖ τὰ σφάλματά τους. Θὰ τοῦ δώσω γιὰ ἀμοιβὴ τὰ πλήθη καὶ θὰ κατακτήσει τοὺς ἰσχυρούς ...Θὰ γονατίσουν μπροστά του ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ κόσμου... ὅλοι οἱ μεγάλοι τῆς γῆς...».

* * *

Ἐφόσον, λοιπόν, ὅλες αὐτὲς οἱ προφητεῖες ἔγιναν πράξη στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Θεανθρώπου, ἄρα πράγματι ἦταν ὁ ἐπηγγελμένος Μεσσίας καὶ ἐπομένως ἔμελλε μόνο νὰ ἐκπληρωθεῖ καὶ ἡ τελευταία προφητεία γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο, ὥστε νὰ καταλάβουν ὅλοι ὅτι εἶναι ὁ Ὑιὸς τοῦ Θεοῦ: «Γι᾿ αὐτὸ ὁ Πατέρας μὲ ἀγαπᾶ, γιατὶ θυσιάζω τὴν ζωή μου, γιὰ νὰ τὴν πάρω πάλι πίσω. Κανεὶς δὲν μοῦ τὴν ἀφαιρεῖ, ἀλλ᾿ ἐγὼ οἰκειοθελῶς τὴν θυσιάζω· ἔχω ἐξουσία νὰ τὴν θυσιάσω καὶ ἔχω ἐξουσία πάλι νὰ τὴν πάρω» (Ἰω. ι´ 17-18). Καὶ κυρίως: «Γκρεμίστε τὸν Ναὸ αὐτὸν καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ἀνυψώσω καὶ πάλι» (Ἰω. β´ 19) τοὺς εἶπε κάποτε. Νόμιζαν τότε ὅτι ἀναφερόταν στὸ Ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων καὶ τὸν πέρασαν γιὰ παράλογο. Ἐκεῖνος ὅμως ἀναφερόταν στὸ σῶμα του, ὅπως ἐξηγεῖ τὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο. Μὲ τὴν ἐνσάρκωση, τὰ Ἅγια Πάθη καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡττήθηκαν πλέον οἱ φοβερότεροι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὰ πάθη, ὁ θάνατος καὶ ὁ σατανᾶς, μὲ νικητὴ στοὺς αἰῶνες καὶ γιὰ ὅσους θελήσουν, τὸν Σωτῆρα Κύριο. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, πιστὰ παιδιὰ Ἐκείνου, ἄς φροντίζουμε νὰ συμβάλλουμε, σὰν ἐπίγεια ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴν ἑδραίωση τῆς ὑπέρλαμπρης βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀρνούμενοι ἐν μετανοίᾳ τὰ ἔργα τοῦ «ἀντιδίκου ἡμῶν» διαβόλου, ἀντλοῦντες δύναμη καὶ Χάρη ἀπὸ τὸν ἀναστάντα, γιὰ νὰ μᾶς συμπεριλάβει καὶ ἐμᾶς ὁ Κύριος στὴν δόξα καὶ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου του, σ᾿ αὐτὴν ποὺ ἑτοίμασε ἀπὸ καταβολῆς κόσμου γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συγκληρονόμους Του.

Τέλος, ἂν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε μία φορά, ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀναστηθοῦμε δύο. Ἡ μία ἀνάσταση ἂς εἶναι ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ μᾶς καθηλώνει στὴν ὕλη. Προϋπόθεση, γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε, εἶναι ἡ μετάνοιά μας. Ἄς θυμηθοῦμε τὸ ληστὴ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Μὲ τὸ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ´ 42) καὶ τὴν γνήσια μετάνοιά του, ὁ ληστὴς αὐτός μεταμορφώθηκε στὸν πρῶτο μεγάλο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρῶτος ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἄνοιξε τὸν Παράδεισο καὶ μᾶς περιμένει, μέχρι νὰ ἐπακολουθήσει καὶ ἡ ἄλλη ἀνάσταση, τοῦ σώματός μας, ὅταν θὰ ἡχήσει ἡ σάλπιγγα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Εὐλογημένου κατὰ τὴν Δευτέρα Αὐτοῦ ἔλευση.