Ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης - Τὸ «πίπτ᾿ ἔγειραι»· πῶς ἐξηγεῖται

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Ἐξομολογητάριον


Μήπως ἐκμεταλλευόμαστε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ὁ ἅγιος Νικόδημος μᾶς συμβουλεύει:

Ἂς μὴ σὲ πλανέσει ὅμως ὁ λογισμός, ἀδελφέ, λέγοντάς σου: «Νὰ ποὺ οἱ Πατέρες λένε «Πίπτ᾿ ἔγειραι». Δηλαδὴ ὅσες φορὲς πέσεις, σήκω καὶ σῴζεσαι».

Λοιπὸν αὐτὴ εἶναι ἡ μετάνοια, τὸ νὰ πέφτει κάποιος καὶ πάλι νὰ σηκώνεται, καὶ τὸ νὰ σηκώνεται καὶ πάλι νὰ πέφτει; Πλενεμένη, ἀδελφὲ καὶ κακὴ ἐξήγηση εἶναι αὐτή, ὅπου κάνεις ἐσὺ σὲ αὐτὸ τὸ ρητό. Διότι οἱ Πατέρες τὸ εἶπαν αὐτό, γιὰ νὰ βγάλουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὸν φόβο τῆς ἀπόγνωσης καὶ ὄχι γιὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ ἁμαρτάνουν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐξομολόγησης καὶ μετάνοιας. Μακριὰ ἀπὸ μᾶς! Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ. «Τὴν ἀνδρίαν ἣν οἱ Πατέρες ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς αὐτῶν τεθείκασι... περὶ τῆς μετανοίας, οὐ χρῆ ἡμᾶς ἐκλαμβάνειν πρὸς βοήθειαν τοῦ ἁμαρτάνειν... Ἵνα γὰρ ἐλπίδα μετανοίας σχῶμεν, ἐμηχανήσαντο ὑποκλέπτειν ἐκ τῆς αἰσθήσεως τὸν φόβον τῆς ἀπογνώσεως». (Λόγ. Ο´ Σελ. 405).

Ἔπειτα οἱ Πατέρες εἶπαν «Πίπτ᾿ ἔγειραι». Πέσε καὶ σήκω, καὶ ὄχι σήκω καὶ πέσε, καθὼς ἀντιστρόφως τὸ ἑρμηνεύεις ἐσύ. Γιατὶ πολὺ διαφέρει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο· ὥστε τὸ νὰ πέφτει κάποιος καὶ νὰ σηκώνεται, καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ σηκωθεῖ, πάλι νὰ πέφτει, αὐτὴ οὔτε εἶναι, οὔτε ὀνομάζεται μετάνοια, καθὼς τὴν ὀνομάζεις ἐσύ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, «σκύλος ὅπου γυρίζει στὸν ἐμετό του, καὶ γουρούνι ποὺ κυλιέται πάλι στὴν προηγούμενη λάσπη του». «Κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, καὶ ὓς λουσάμενη εἰς κύλισμα βορβόρου» (Β´ Πέτρ. β´ 22).

Τὸ ἀληθινὸ ὅμως νόημα τοῦ «Πίπτ᾿ ἔγειραι» εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ φυλάγεται νὰ μὴν πέσει. Ἐὰν ὅμως ἀπὸ ἀσθένεια ἀνθρώπινη, τύχει καὶ πέσει καὶ ὄχι μὲ τέλεια προαίρεσή του, πρέπει νὰ μὴν ἀπελπίζεται, ἀλλὰ νὰ σηκώνεται ἀμέσως καὶ νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ μετανοεῖ χωρὶς νὰ χάσει καιρό. Ἐπειδὴ κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος: «Ἀγγέλων ἐστὶ τὸ μὴ πίπτειν, ἴσως οὐδὲ δυναμένων... ἀνθρώπων δὲ τὸ πίπτειν, καὶ θάττον ἀνίστασθαι ὁσάκις ἂν τοῦτο συμβαίνῃ» (Λόγ. 4 δ´ περὶ Ὑπακοῆς).

Λοιπὸν καὶ ἐσύ, ἀδελφέ, ἂν ἴσως καὶ γιὰ μεγάλη σου δυσυχία καὶ ἀσθένεια ἔπεσες, μὴ γελαστεῖς καὶ πεῖς στὸν ἑαυτό σου: «Ἐγὼ τώρα ἔπεσα καὶ ἔπεσα, λοιπὸν ἂς ξαναπέσω ἀκόμη μία φορὰ καὶ ἂς πράξω πάλι καὶ πάλι τὴν ἁμαρτία, ἐπειδὴ καὶ μία φορὰ λασπώθηκα. Καὶ ὕστερα ἐξομολογοῦμαι καὶ μετανοῶ γιὰ ὅλα καὶ κάνω ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακὸ πλέον». Μὴ ἀδελφέ, γιὰ τὸν Κύριο, μὴν ἀκούσεις τὸν λογισμὸ αὐτό, διότι φανερά, φανερὰ εἶναι τοῦ διαβόλου, ποὺ ζητᾷ τὴν ἀπώλειά σου. Ἀλλὰ ἀμέσως ποὺ μία φορὰ ἁμάρτησες, μὴ κάνεις δεύτερη, μὴν ἀργοπορήσεις, μήτε νὰ ὑπομένεις καὶ νὰ περιστρέφεσαι καὶ νὰ κυλιέσαι μέσα στὴν λάσπη. «Μὴ ἀνάμενε ἐπιστρέψαι πρὸς Κύριον. Καὶ μὴ ὑπερβάλου ἡμέραν ἐξ ἡμέρας» (Σοφ. Σειρ. ε´ 7). Ἀλλὰ σήκω καὶ πήγαινε στὸν Πνευματικὸ καὶ ἐξομολογήσου. Διότι ὅσο εἶναι νεαρὴ ἡ πληγή, τόσο εὐκολότερα γιατρεύεται. Ὅσο ὅμως παλιώνει, τόσο καὶ δύσκολα θεραπεύεται, κατὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. «Ὡς ἔτι νεαρὸν καὶ ζέον ἐστὶ τὸ τραῦμα, εὐΐατον εἶναι πέφυκε. Τὰ γὰρ ὡς ἠμελημένα καὶ κεχερσωμένα δυσίατά ἐστι» (Λόγ. ε´, Περὶ Μετανοίας).

Ἂν ὅμως καὶ δὲν βρεῖς καιρὸ πρὸς τὸ παρόν, μετανόησε στὸν Θεὸ χωρὶς νὰ προσμένεις τὸν καιρὸ τῆς Ἐξομολόγησης, καὶ γύρευε νὰ κάνεις καταλλαγὴ καὶ εἰρήνη μὲ τὸν Θεό, διὰ μέσου πολλῶν πράξεων πόνου καὶ συντριβῆς, καὶ μετανοώντας σύμφωνα πρὸς τὴν δύναμή σου.

Καὶ μὴν εὐχαριστηθεῖς μήτε μία μόνο νύκτα νὰ κοιμηθεῖς χωρὶς νὰ πέσεις καὶ νὰ μετανοήσεις στὸν Θεὸ ἕως ὅτου νὰ πᾶς νὰ τὴν ἐξομολογηθεῖς στὸν Πνευματικό σου. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀνυπόφορη αὐθάδεια, ἐνῶ εἶσαι ἐκτεθειμένος κάθε ὥρα στὸν θάνατο, νὰ σταθεῖς ἔστω καὶ μία μόνη στιγμὴ σὲ θανάσιμη ἁμαρτία καὶ νὰ κρεμαστεῖς ἀπὸ μία κλωστή, ὅπως εἶναι ἡ ζωή σου, πάνω στὴν ἄβυσσο ὅλων τῶν κακῶν, ὅπως εἶναι ὁ Ἅδης. Ἄχ! ἀλλὰ ἐσύ, ταλαίπωρε, ὄχι μόνο μία στιγμὴ στέκεις στὴν ἁμαρτία ἀμετανόητος, ἀλλὰ στέκεις μῆνες καὶ καιρούς· καὶ γιὰ νὰ βγεῖς ἀπὸ τέτοιο κίνδυνο, περιμένεις τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς ἢ τῶν Ἀποστόλων ἢ τῶν Χριστουγέννων, γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖς, καὶ παίζεις καὶ γελᾷς καὶ κοιμᾶσαι ἀμέριμνος, σὰν νὰ ἤθελες νὰ βλάψεις ὄχι τὴν λογικὴ καὶ ἀθάνατη ψυχή σου, ἀλλὰ ἕνα ἀναίσθητο δαυλό, ποὺ δὲν αἰσθάνεται τὴν βλάβη ποὺ τοῦ κάνεις, οὔτε μπορεῖ νὰ σὲ ἐκδικηθεῖ. Λοιπὸν ἄκουσε τὸ φοβερὸ αὐτὸ παράδειγμα, ποὺ διαβάζεται στὶς ἱστορίες.