Ἄρθρο τοῦ Π. Β. Πάσχου,
στὸ Περιοδικὸ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ
Ἰούλιος 2009
Ἂν ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπ᾿ τὸν ἐξαγιασμὸ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς καρδίας μας, διὰ μέσου της λειτουργικῆς, δηλαδὴ τῆς μυστηριακῆς, ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς τὴ διαφύλαξε ἁπλὴ καὶ ἁγνὴ ἡ πάντιμη Παράδοση, ἡ Ἐκκλησία μας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ μεγαλύτερο διδάσκαλο αὐτῆς τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας, στὴ δύσκολη ἐποχὴ τῶν μεταβυζαντινῶν χρόνων, ἀπὸ τὸ νέο ἅγιο τῆς κατ᾿ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο πρέπει ν᾿ ἀρχίζει κάθε προσπάθεια γιὰ μία, ὀρθοδόξως ἐννοούμενη καὶ βιούμενη, ἀνανέωση καὶ ἀναζωπύρωση τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, εἶναι ἡ χρυσὴ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία μπαίνει ὁ ὀρθόδοξος στὴ θεολογία τῶν Πατέρων-γιὰ νὰ φτάσει μέχρι τῆς πρῶτες ρίζες της, στοὺς χρόνους τῶν Ἀποστόλων. Γιατὶ ὁ δρόμος ποὺ πρέπει νὰ πάρουμε γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὴ θεία γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἀρχίζει ἀπ᾿ τὸν πλησιέστερο σὲ μᾶς ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἅγιο Νικόδημο, περνᾶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τοὺς τρεῖς Μεγάλους Ἱεράρχες, τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη καὶ φτάνει μέχρι τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν θεοφόρο, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ἐγγυᾶται καλύτερα τὴν Ὀρθοδοξία τῆς θεολογίας μας. Κι ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἄποψη, ἡ προσπάθεια τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη, τοῦ π. Ἰακώβου Μαλλιαροῦ καὶ τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων, ποὺ ἔγραψαν μικρότερα ἔργα γιὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, εἶναι ἄξια πολλῆς προσοχῆς καὶ τιμῆς, γιατὶ φέρνουν κοντά μας τὸν ἅγιο βίο καὶ τὸ ὀρθόδοξο ἔργο τοῦ μεγαλύτερου ἁγίου καὶ συγγραφέως τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς μεταβυζαντινῆς ἐποχῆς ὡς σήμερα. Ἂς κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς μία προσπάθεια προσεγγίσεως καὶ γνωριμίας μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ θείου Νικοδήμου.
Στὶς 14 Ἰουλίου, κάθε χρόνο – ἀπὸ τὸ σωτήριο ἔτος 1955, ὁπότε ἀναγνωρίστηκε ἡ ἁγιότητα τοῦ Νικοδήμου καὶ ἀποφασίστηκε, «ὅπως ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἰς τὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συναριθμῆται τοῖς ὀσίοις καὶ ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας ἀνδράσιν, ἐτησίοις ἱεροτελεστίαις καὶ ἁγιαστείαις τιμώμενος καὶ ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενος» – ἀκούγεται μαζὶ μὲ τὸ παλιὸ συναξάρι, σὲ ὅλες τὶς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες «τῇ ΙΔ´ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ σοφωτάτου τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλου».
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους τὸ 1749, στὸ ἔμορφο νησὶ τῶν Κυκλάδων τὸ λεγόμενο Νάξος. Οἱ γονεῖς του Ἀντώνιος καὶ Ἀναστασία Καλλιβούρτση, ὅταν τὸν βάπτισαν τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Νικόλαος καὶ φρόντισαν ὅσο μποροῦσαν πιὸ πολὺ νὰ τὸν ἀναθρέψουν μὲ τ᾿ ὀρθόδοξο γάλα τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐσεβείας. Πρὶν ἀκόμη ἔρθει σὲ ἡλικία νὰ πάει στὸ σχολεῖο ἄρχισε νὰ παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα μ᾿ ἕναν ἀσυνήθιστο τρόπο: πήγαινε στὸ παράθυρο τοῦ σχολείου καὶ ἄκουγε, μὲ πόθο καὶ δίψα μεγάλη, ὅλα τὰ μαθήματα ποὺ ὁ ἱερέας-διδάσκαλος δίδασκε στὸ σχολεῖο τῆς Χώρας Νάξου. Καὶ τὰ μάθαινε καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι οἱ κανονικοὶ μαθητές. Βλέποντας αὐτὸ τὸν ἐρωτά του γιὰ τὰ γράμματα ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας, τὸν παίρνει κοντά του καὶ τοῦ μαθαίνει τὰ πρῶτα γράμματα, μαζὶ μὲ τὸ «Χτωήχι» καὶ τὸ «Ψαλτήρι», τ᾿ ἀναγνωστικὰ τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ. Μαζὶ μὲ τὰ γράμματα μαθαίνει ὁ νεαρὸς Νικόλαος νὰ ψάλλει καὶ νὰ βοηθάει τὸν ἱερέα στὶς Ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας, ὅπου στεκότανε μὲ φόβο Θεοῦ, χωρὶς νὰ πάθει αὐτὸ ποὺ παθαίνουν σήμερα πολλὰ παιδιὰ ἱερέων, ψάλτες, ἐπίτροποι ἢ καὶ ἱερεῖς ἀκόμη, ποὺ ἐξοικειώνονται τόσο πολὺ μὲ τὸ ἅγιο Βῆμα καὶ δὲν προσέχουν πὼς στέκονται, κάθονται ἢ συμπεριφέρονται, καὶ συνομιλοῦν σὰν νὰ βρίσκονται σὲ χῶρο οἰκιακὸ ἢ χῶρο διασκεδάσεως.
Στὰ δώδεκά του χρόνια ὁ «μικρὸς σοφὸς» Νικόλαος μπαίνει στὴν περίφημη Σχολὴ τῆς Νάξου, ὅπου εὐτύχησε νὰ ἔχει δάσκαλο τὸν ξακουστὸ γιὰ τὴ σοφία του ἀρχιμανδρίτη Χρύσανθο Ἐξωχωρίτη, ἀδερφὸ τοῦ ἰσαποστόλου καὶ ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Μέρα μὲ τὴν ἡμέρα μεγάλωνε ἡ φλόγα του γιὰ μάθηση καὶ γι᾿ ἀρετή. Γι᾿ αὐτὸ σὰν ἔγινε δεκαπέντε χρονῶν, τὸν παίρνει ὁ πατέρας του καὶ τὸν πηγαίνει μὲ συστατικὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἐπισκόπου τῆς Νάξου στὴν Σμύρνη, ὅπου λειτουργοῦσε ἡ λαμπρὴ Σχολὴ Σμύρνης, γνωστὴ ἀργότερα μὲ τὸ ὄνομα «Εὐαγγελικὴ Σχολή». Σ᾿ αὐτὴ τὴ Σχολὴ ὁ ἅγιος θὰ γνωριστεῖ μὲ μία πρώτη μορφὴ κοινοβίου, τὴ μαθητική, καὶ θὰ μείνει πέντε ὁλόκληρα χρόνια. Διδάσκαλός του ἐδῶ χρηματίζει ὁ ὀνομαστὸς γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σοφία του Τιμόθεος Βουλισμᾶς ὁ Ἰθακήσιος. Ἡ ἄκρα ἐπιμέλεια τοῦ Νικολάου, μαζὶ μὲ τὴ φωτεινὴ κρίση του, τὴν καταπληκτικὴ καὶ πλουσιότατη μνήμη του καὶ τὶς θαυμαστὲς ἐπιδόσεις του σὲ ὅλα τὰ μαθήματα, ἄρχισαν νὰ γίνονται πλατύτερα γνωστὲς καὶ νὰ καταπλήττουν τοὺς πάντας. Ἕνας συμμαθητής του, ποὺ θεωροῦσε τὸν ἅγιον ὡς «ἐξαίσιον θαῦμα τῆς ἐποχῆς», γράφει τὸ ἕξης γι᾿ αὐτόν σε μία ἐπιστολή του: «ἐγνώριζεν ἀπ᾿ ἔξω ὅσα ἔδιαβαζεν, ὄχι μόνον τὰς φιλοσοφικάς, οἰκονομικάς, ἰατρικάς, ἀστρονομικὰς καὶ στρατιωτικὰς εἰσέτι πραγματείας, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ποιητάς, ἱστορικούς, παλαιοὺς καὶ νέους, Ἕλληνας καὶ Λατίνους, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων. Τῷ ἥρκει νὰ διαβάσῃ μόνον μίαν φορὰν οἱονδήποτε βιβλίον καὶ εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν νὰ τὸ ἐνθυμῆται»! Μαθαίνει τώρα στὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης τὴν Ἰταλική, τὴν Λατινικὴ καὶ τὴ Γαλλικὴ γλώσσα. Τὴν Ἑλληνική, βέβαια, τὴν ἤξερε τόσο τέλεια, ποὺ μποροῦσε νὰ μιλήσει καὶ νὰ γράφει ὁποιαδήποτε γλωσσικὴ μορφὴ καὶ διάλεκτο τῆς ἑλληνικῆς, ἀπ᾿ τὴν ὁμηρικὴ μέχρι τὴν ἁπλοελληνική. Αὐτὸ τὸ διακρίνει κανεὶς εὔκολα στὰ σοφότατα συγγράμματά του. Μερικοὶ βιογράφοι θέλοντας νὰ τονίσουν αὐτὴ τὴ ξεχωριστὴ ἐπίδοση στὸ καθένα ἀπὸ τὰ μαθήματα – τῆς θύραθεν καὶ τῆς θεολογικῆς παιδείας -θυμοῦνται ἐδῶ πολὺ ἐπίκαιρα ἐκεῖνο, ποὺ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶπε γιὰ τὸ συσπουδαστή του Μέγα Βασίλειο: «ποῖον εἶδος οὐκ ἐπῆλθε παιδεύσεως; Μᾶλλον δὲ ποιὸν οὐ μεθ᾿ ὑπερβολῆς ὡς μόνον; Οὕτω μὲν ἅπαντα διελθῶν, ὡς οὐδεὶς ἐν οὕτω δὲ εἰς ἄκρον ἕκαστον, ὡς τῶν ἄλλων οὐδείς».
Ἡ πυρπόληση τοῦ τούρκικου στόλου στὸ Τσεσμὲ στὰ 1770, ἐξαγριώνει τοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι ξεσποῦν στοὺς χριστιανοὺς τῆς Μ. Ἀσίας, μὲ διωγμοὺς καὶ σφαγές. Ἔτσι, ἀφήνει τὴ Σμύρνη ὁ Ἅγιος καὶ ἐπανέρχεται στὴ Νάξο. Ἐκεῖ μένει ἐπὶ πέντε χρόνια κοντὰ στὸν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος τὸν προετοιμάζει γιὰ τὰ «τελειότερα τῆς χάριτος». Ὄντας γραμματεὺς τοῦ ἐπισκόπου, γνωρίστηκε μὲ τοὺς «δεδιωγμένους ἕνεκεν δικαιοσύνης» Ἁγιορεῖτες μοναχοὺς Γρηγόριο, Νήφωνα καὶ Γέροντα Ἀρσένιο. Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ μοναχοὶ ἦταν «Κολλυβᾶδες», καὶ ἦταν βαθιὰ προσκολλημένοι στὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ τὸ ἀρχαῖο τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπ᾿ αὐτοὺς μυήθηκε ὁ ἅγιος στὴ λεγομένη «νοερὰ προσευχή».
Οἱ ἀσκητικοὶ πόθοι του, προσανατολισμένοι ἀπὸ καιρὸ γιὰ τὸ ἅγιον Ὄρος, γίνονται τώρα φλογερότεροι. Δύο γνωριμίες στὴν Ὕδρα, αὐτὸ τὸν καιρό, θὰ ἐνισχύσουν τὴ φλόγα καὶ θ᾿ ἀνάψουν τὴ μεγάλη φωτιὰ στὴν καρδιά του, ὅπου θὰ καοῦν ὅλα τὰ ἐγκόσμια, θὰ γνωρίσει δηλ. τὸν ἅγιο Μακάριο τὸ Νοταρᾶ, Μητροπολίτη τῆς Κορίνθου, μὲ τὸν ὁποῖο τόσο θὰ συνδεθεῖ πνευματικὰ καὶ θὰ συνεργασθεῖ ἀργότερα, καὶ τὸν περιβόητο γιὰ τὴν ἀρετή του μοναχὸ Σίλβεστρο τὸν Καισαρέα. Τώρα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κρατήσει τίποτε μακριὰ ἀπ᾿ τὸ ἅγιον Ὄρος. Ἀφήνει τὰ πάντα γιὰ νὰ γίνει ἁγιορείτης μοναχός. Παίρνει συστατικὰ γράμματα ἀπ᾿ τὸν μοναχὸ Σίλβεστρο, καὶ μετὰ συνεννοεῖται μὲ τὸν πλοίαρχο τοῦ καραβιοῦ, ποὺ εἶναι ἀραγμένο στὸ γιαλὸ καὶ ξεκινᾶ σὲ λίγο γιὰ τὸ ἅγιον Ὄρος. Ὅμως, φεύγει τὸ καράβι δίχως νὰ τὸν εἰδοποιήσει, ἄγνωστο γιατί. Τότε ὁ Ἅγιος, τρέχοντας στὴν παραλία, φωνάζει τὸν καπετάνιο νὰ τὸν πάρει· μὰ σὰν εἶδε πὼς δὲν τὸν ἀκούγανε, δίνει μία καὶ πέφτει ὅπως ἦταν στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ φτάσει τὸ καράβι κολυμπώντας. Ὤ! τί μεγάλη φωτιὰ εἶχε ἀνάψει μέσα στὴν καρδιά του ὁ ἔρωτας πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀσκήσεως! Τὸν εἶδαν ἔπειτα οἱ ναῦτες, καθὼς ἔπεφτε στὴ θάλασσα, γύρισαν τὸν πῆραν καὶ πῆγαν στὸ ἅγιον Ὄρος. Ἐδῶ, στὴ Μονὴ τοῦ ὁσίου Διονυσίου, λαβαίνει τὸ μικρὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ μετονομάζεται ἀπὸ Νικόλαος – Νικόδημος. Οἱ ἀδελφοί της Μονῆς, ποὺ δὲν ἄργησαν νὰ διαπιστώσουν τὴ σοφία του καὶ τὴν ἀρετή του τὸν ἔκαμαν ἀναγνώστη καὶ γραμματέα τῆς Μονῆς. Μετὰ δύο χρόνια τὸν καλεῖ στὶς Καρυές, ὅπου μένει ὡς προσκυνητής, ὁ ἅγ. Μακάριος Κορίνθου, γιὰ νὰ συνεργασθοῦν στὴ «Φιλοκαλία» καὶ στὸν Εὐεργετηνό. Μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ ἁγίου Μακαρίου, ὁ ἅγιος Νικόδημος παραμένει γιὰ κάμποσο καιρὸ στὸ κελὶ τῶν «Σκουρταίων», πότε συγγράφοντας δικά του καὶ πότε τακτοποιώντας καὶ ἀντιγράφοντας παλαιὰ πατερικὰ συγγράμματα· ὕστερα κατεβαίνει πάλι στὴ Μονὴ Διονυσίου.
Φεύγει σὲ λίγο μ᾿ ἕνα καράβι γιὰ τὴ Ῥουμανία, γιὰ νὰ διδαχθεῖ καλύτερα τὴ «νοερὰ Προσευχὴ» ἀπ᾿ τὸν ἅγιο κοινοβιάρχη Παΐσιο, ὅπου εἶχε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ προστασία του χιλιάδες μοναχούς. Τοὺς πιάνει ὅμως μεγάλη τρικυμία καὶ μόλις ποὺ γλύτωσαν καὶ βγῆκαν στὴ Θάσο. Γυρνάει πάλι, ἀλλάζοντας πιὰ σκοπό, στὸ ἅγιον Ὄρος. Διψώντας, ὅμως, περισσότερη ἡσυχία καὶ ἄσκηση πηγαίνει στὸ ξεμοναχιασμένο κελὶ «Ἅγιος Ἀθανάσιος», ὅπου ἐπιδίδεται ἐξαντλητικὰ σὲ ἀδιάλειπτη καὶ νοερὰ προσευχή. Ὅταν ἀργότερα ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Νάξο ὁ Γέρων Ἀρσένιος κ᾿ ἐκάθησε στὴν «Καψάλα», ὁ ἅγιος Νικόδημος πῆγε κ᾿ ἔγινε ὑποτακτικός του. Ἐδῶ ὁ κάλαμος τοῦ Ἁγίου συγγράφει, ἐνῶ τὸ σῶμα του, ἀπ᾿ τὴν πολλὴ νηστεία καὶ ἄσκηση, γίνεται ἕν᾿ ἀδύναμο καλάμι, ἀπ᾿ ὅπου περνώντας τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δημιουργοῦν ἕνα ἐξαίσιο ποίημα: ἕνα νέον Ἅγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!
Λίγα χρόνια ἀργότερα, στὰ 1782, ὁ Γέρων Ἀρσένιος πηγαίνει γιὰ νὰ «ἡσυχάσῃ» στὴ Σκυροπούλα, ἕνα μικρὸ ξερονήσι ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ἄθωνα. Μαζί του πηγαίνει κι ὁ ἅγιος Νικόδημος. Ἄγονο τὸ νησὶ καὶ ἐρημικό. Οἱ μόνοι ποὺ τὸ κατοικοῦν εἶναι οἱ ψαροφάγοι, τ᾿ ἀγριοπούλια ποὺ τρῶνε ψάρια καὶ σκούζουν σὰν κλαυθμηρίζοντα νήπια. Ὡστόσο τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἀλάλητοι στεναγμοὶ τῶν δύο ἁγίων μοναχῶν θὰ τὸ κάμουν γονιμότατο. Ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ βλαστήσει τὸ ὡραιότερο βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τὸ ἀριστουργηματικὸ «Ἐγχειρίδιον», ποὺ τὸ ἔγραψε κατὰ παράκληση τοῦ ἐξαδέλφου του, Ἱεροθέου, ἐπισκόπου Εὐρίπου, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα βιβλίο μαζί του. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἄθλος φαίνεται ἀκόμη μεγαλύτερος ὅταν ἰδεῖ κανεὶς πόσα αὐτούσια κομμάτια ἀπὸ Πατέρας καὶ κλασσικοὺς συγγραφεῖς ἔχει τὸ «Ἐγχειρίδιον», μὲ ὑποσημειώσεις καὶ παραπομπές, τὶς ὁποῖες φύλαγε θαυμάσια στὴ μνήμη του ὁ Ἅγιος «πάνθ᾿ ὅσα δι᾿ ἀναγνώσεως ἔφθη ἐντυπωθέντα, τῷ, κατ᾿ Ἀριστοτέλη, ἀγράφῳ ἀβακίῳ τῆς ἐμῆς φαντασίας, καί, κατὰ Πρόκλον, τοῖς ἱεροῖς συκοῖς τοῦ ἐμοῦ νοός»· ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τὸ τοῦ θείου Δαβίδ: «ἅπερ ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα θεῖα λόγια, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω». Ὁ Ἱερόθεος τοῦ στέλνει, λαβαίνοντας τὸ Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον, «τροφὰς καὶ σκεπάσματα».
Γυρνάει μετὰ στὸ ἅγιον Ὄρος, ὅπου λαβαίνει τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα, καὶ πιάνει ὁριστικὰ μία δική του καλύβα στοῦ «Θεωνᾶ». Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐργάζεται, προσεύχεται, συμβουλεύει τὰ πλήθη τῶν κοσμικῶν, τῶν μοναχῶν καὶ τῶν κληρικῶν ποὺ τὸν ἐπισκέπτονται, καὶ ὁλοένα συγγράφει. Ἑτοιμάζει γιὰ ἔκδοση τὰ κείμενα τοῦ μεγάλου μυστικοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, κ᾿ ἔργα δικά του, ὅπως τὸ «Ἐξομολογητάριον», τὸ «Θεοτοκάριον», τὸν «Ἀόρατον Πόλεμον», τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον», τὰ «Πνευματικὰ Γυμνάσματα». Ἀκόμα ἑτοιμάζει τὰ «Ἅπαντα» τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μὲ σημειώσεις πολλὲς καὶ σχόλια, ποὺ χάθηκαν ὅλα δυστυχῶς στὴ Βιέννη πρὶν ἀκόμα τυπωθοῦν. Ἡ λύπη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου γιὰ τὰ συγγράμματα τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ ποὺ χάθηκαν ἦταν κάτι τὸ θανατερό: «κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, μόλις τὸ ἔμαθε, δὲν ἠθέλησε νὰ σταθῇ μίαν ὥραν εἰς τὴν καλύβην του». Πῆγε στοὺς ἀγαπητούς του Σκουρταίους γιὰ νὰ παρηγορηθεῖ. Ἀνάλογη πίκρα θὰ νοιώσει ὁ Ἅγιος ἀργότερα, ὅταν στὸ «Πηδάλιόν» του, ποὺ ἔστειλε στὴ Βενετία γιὰ νὰ τυπωθεῖ, θὰ προσθέσουν καὶ θ᾿ ἀλλοιώσουν, κάπου 18 σημεῖα τῶν ὑποσημειώσεών του, «εἰς ὑποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιῶν, καὶ ξένων καὶ ὀθνείων πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας φρονημάτων». Ὁ ἅγιος Νικόδημος πληγώθηκε τόσο, ποὺ «τὸ εἶχε κάλλιον πολλάκις νὰ τὸν ἐκτύπα (ὁ παραποιήσας) εἰς τὴν καρδίαν μὲ μάχαιραν, παρὰ νὰ προσθέσῃ ἢ ἀφαιρέσῃ εἰς τὸ βιβλίον του».
Ἀκολουθοῦν συχνὲς μετοικεσίες τοῦ ἁγίου ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ὥσπου νὰ βρεῖ μία μικρὴν ἡσυχαστικὴν καλύβα, ἀπέναντι ἀπ᾿ τὸ κελὶ τοῦ «Ἁγίου Βασιλείου», ὅπου θὰ ζήσει ἀσκητικότατα, σὰν ἀετὸς τῆς ἐρήμου, συγγράφοντας τὰ χαριτωμένα βιβλία του καὶ πολεμώντας μὲ τὸν παντοτινὸ ἐχθρὸ καὶ πολέμιο τῶν ἁγίων ἀγωνιστῶν, τὸν δαίμονα. Ἔρχονται οἱ ἑρμηνεῖες στὶς 14 Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ στὶς 7 Καθολικές, ὁ «Κῆπος Χαρίτων», ἡ «Χρηστοήθεια», ὁ «Συναξαριστὴς» καὶ τὸ θεολογικότατο «Ἑορτοδρόμιον»». Συγγράμματα, ποὺ ἂν δὲν τὰ εἶχε, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ Ὀρθοδοξία, κανεὶς δὲν ξέρει τί θὰ εἶχαν ἀφήσει ὄρθιο οἱ λαίλαπες τῆς πονηρῆς Δύσεως καὶ ἡ μανία τοῦ ἀγρίου καὶ βαρβάρου κατακτητοῦ.
Συντομεύουμε τὴ διήγηση, γιατὶ τὰ περὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου δὲν ἔχουν σχεδὸν τέλος. Ἐξασθενημένος ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ χτυπημένος ἀπὸ ἡμιπληγία, περνάει τὶς τελευταῖες ἐπίγειες ἡμέρες του στὸ κελὶ τῶν καλῶν «Σκουρταίων». Προαισθανόμενος τὸ τέλος του, κάνει γενικὴ ἐξομολόγηση, Εὐχέλαιο, καὶ μεταλαβαίνει κάθε μέρα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἕνας ψίθυρος θερμὸς κινεῖ τὰ χείλη του ἀσταμάτητα. «Δὲν μπορῶ, πατέρες μου, λέγει, νὰ προσευχηθῶ νοερῶς καὶ προσεύχομαι μὲ τὸ στόμα». Ταπείνωση, ἀκόμη καὶ στὴν ὥρα τοῦ θανάτου! Πέρασε ἡ μέρα. Τὸ βράδυ κοινώνησε καὶ πάλι καὶ ἡσύχασε πολύ. Οἱ πατέρες τὸν ρώτησαν «Διδάσκαλε ἡσυχάζεις;» Κ᾿ ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίνεται μὲ τὸν περίφημο αὐτὸ λόγο «τὸν Χριστὸν ἔβαλα μέσα μου, πῶς νὰ μὴ ἡσυχάσω»!
Στὶς 14 Ἰουλίου τοῦ 1809, μέρα Τετάρτη, ὁ ἅγιος Νικόδημος παρέδωκε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔβγαινε ὁ ἥλιος -ἕνας ἥλιος ἀνέτελλε, κ᾿ ἕνας ἄλλος, πνευματικός, βασίλευε. Τόση ἦταν ἡ θλίψη τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν Μοναχῶν, ποὺ ἕνας ἀγράμματος ἀλλὰ εὐλαβὴς χριστιανός, εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια! «Πατέρες μου, καλύτερον ἦτον νὰ ἀπέθνησκον σήμερα χίλιοι χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος, δυστυχῶς ἀγνοεῖται σήμερα κατὰ μέγα μέρος, ἀπ᾿ τὴν «ἐπίσημη» θεολογία καὶ τὸν λαὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὰ συγγράμματά του σὲ πολλὰ καὶ πολλοὺς κλάδους θεολογικοὺς διακονοῦντα, ὑπῆρξε «κανονολόγος, λειτουργιολόγος, ἁγιογράφος, ἀσκητικὸς συγγραφεύς, ἔκδοτης βιβλίων, εἷς ἐκ τῶν πλέον γονίμων συγγραφέων καὶ ἀναμφιβόλως, ὁ πλέον φιλόπονος Μοναχός, διὰ τοῦ ὁποίου ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς αἰώνας, δοξάζεται πάλιν ἡ ἑλληνικὴ Ἐκκλησία». Ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος μυστικὸς θεολόγος τῶν τελευταίων ἑκατονταετηρίδων τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὅτι εἶναι ὁ πλησιέστερος μυσταγωγὸς ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, ὡς ποιήσας καὶ διδάξας, μὲ τὰ μυστικὰ καὶ πρακτικά του συγγράμματα, στὸν ὡραῖο καὶ πάντερπνο Παράδεισο, στοὺς κόλπους τοῦ ἀγαπημένου Ἰησοῦ, ὅπου ἐκεῖνος ἀναπαύεται ἀπὸ τῶν κόπων του, καὶ πρεσβεύει ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν.