Όσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Ὁ μεγαλότατος καὶ ὑπερθαύμαστος πολυέλεος ὅλου τοῦ κόσμου
καὶ ὁ ἀνακαινισμὸς ὅλης τῆς κτίσεως (Σχόλιον στὸ Β´ Πέτρ. γ´ 13)

καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν
κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν,
ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ.


Δὲν δύναμαι ἐδῶ νὰ σιωπήσω τὸ ὡραῖον καὶ προσφυὲς παράδειγμα ὁποῦ φέρουσι μερικοὶ περὶ τοῦ ἀνακαινισμοῦ ὅλης τῆς κτίσεως.

Καθώς, λέγουσιν, ἕνας σοφὸς τεχνίτης ὁποῦ κατασκευάζει ἕνα μεγάλον, καὶ θαυμαστόν, καὶ πολυέξοδον Πολυέλεον, δὲν τὸν τελειώνει μίαν φοράν, ἀλλὰ τὸν δουλεύει εἰς πολλοὺς χρόνους, καὶ τώρα μὲν δουλεύει ἕνα μικρὸν μέρος τοῦ πολυελέου, τώρα δέ, ἄλλο· καὶ ἄλλοτε μὲν κατασκευάζει τὴν μεσαίαν βέργαν τοῦ πολυελέου, ἄλλοτε δὲ τὰ κανδήλια του, ἄλλοτε τὴν φούσκαν του, καὶ ἄλλοτε ἐργάζεται τὰ μέρη ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν νὰ δεχθοῦν τὰ κηρία.

Ἀφοῦ δὲ τελειώσῃ ὅλον τὸν πολυέλεον καὶ ὅλα τὰ μέρη μικρὰ καὶ μεγάλα ποὺ τὸν συνθέτουσι, τότε σταίνει τὸν θαυμαστὸν πολυέλεον ἐκεῖνον εἰς τὸ μέσον τῆς ἀγορᾶς, συναρμοσμένον ἀπὸ ὅλα τὰ πάμπολλα μέρη του, καὶ βλέποντας αὐτὸν πῶς ἔγινε κατὰ τὸν σκοπόν του, ὡραῖος καὶ τεχνικώτατος, χαίρεται μεγάλως καὶ εὐφραίνεται.

Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βλέποντες αὐτὸν λαμπρότατον, καὶ ἁρμοσμένον μὲ μίαν ὑπερθαύμαστον τέχνην, μένουν ἐκστατικοὶ καὶ ἐπαινοῦσι τὸν τεχνίτην ποὺ τὸν κατεσκεύασεν, ἐπιφωνοῦντες τὸ «εὖγε! εὖγε!».

Τοιουτοτρόπως καὶ ὁ πάνσοφος ἀριστοτέχνης καὶ ἀρχιτέκτων Θεός, θέλοντας νὰ κατασκευάσῃ τὸν μεγαλότατον τοῦτον, καὶ ὑπερθαύμαστον, καὶ ἄπειρον σχεδὸν εἰς τὸ μέγεθος πολυέλεον ὅλου τοῦ Κόσμου, δὲν τὸν ἐτελείωσε παρευθύς, ἐπειδὴ καὶ τὰ μέρη ὁποῦ συνθέτουσι τοῦτον τὸν μεγαλότατον πολυέλεον, δὲν εἶναι μόνον ἄψυχα καὶ ἄλογα, ἀλλ᾿ εἶναι καὶ λογικὰ καὶ αὐτεξούσια.

Καὶ διὰ τοῦτο δουλεύει τὰ μέρη ταῦτα τοῦ κόσμου τώρα ἑπτὰ χιλιάδας καὶ τριακοσίους ἕνδεκα χρόνους καὶ ἀκόμη δὲν ἠξεύρομεν πόσους χρόνους ἔχει νὰ τὸν δουλεύῃ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.

Καὶ τώρα μέν, κατασκευάζει καὶ τελειώνει ἕνα μέρος τοῦ πολυελέου, τώρα δὲ τελειώνει ἄλλο, ἤγουν ποτὲ μὲν ἁρπάζει μίαν ψυχὴν φυλαχθεῖσαν καθαρὰν διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, ποτὲ δὲ ἁρπάζει ἄλλην δικαιωθεῖσαν διὰ τῆς μετανοίας· καὶ ἄλλον μὲν σῴζει διὰ τῶν ἐπαγγελιῶν Του, ἄλλον δὲ διὰ τῶν ἀπειλῶν Του· ἐκεῖνον, γλυτώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν διά τινος κρίσεως καὶ παιδείας, τοῦτον ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸν διάβολον διὰ τῆς χάριτός Του, ἕως ὅπου νὰ τελειώσῃ ὅλα τὰ μέρη μικρὰ καὶ μεγάλα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχει νὰ συντεθῇ ὁ ὑπερθαύμαστος αὐτὸς τοῦ Κόσμου Πολυέλεος.

Ὅταν δὲ ταῦτα τελειωθοῦν καὶ ἀνακαινισθοῦν οἱ οὐρανοί, οἱ φωστῆρες, τὰ ἄστρα, τὰ στοιχεῖα, ἡ γῆ, τὰ σώματα τῶν δικαίων διὰ τῆς παλιγγενεσίας καὶ ἀναστάσεως, καὶ τῆς εἰς τὸ κρεῖττον ἀλλαγῆς τε καὶ ἀλλοιώσεως, τότε ἔχει νὰ συστήσῃ ὁ ἀριστοτέχνης Θεὸς τὸν μέγαν τοῦτον τοῦ παντὸς πολυέλεόν Του, καὶ νὰ τὸν ἀρματώσῃ μὲ ὅλα τὰ παγκάλλιστα, ὑπέρλαμπρα, καὶ ὑπερθαύμαστα αὐτοῦ μέρη, ἤγουν τότε ἔχει νὰ συνθέσῃ αὐτὸν μὲ ἕνα οὐρανὸν ὁποῦ νὰ λάμπῃ ὡσὰν σελήνη, μὲ ἕνα ἥλιον ὁποῦ νὰ ἀστράπτῃ ἑπταπλασιως ἀπὸ ὅ,τι ἀστράπτει τώρα, μὲ μίαν σελήνην λάμπουσαν ὡσὰν ἥλιος, μὲ τόσα μυριάριθμα ἄστρα, ὁποῦ νὰ λάμπῃ τὸ καθ᾿ ἕνα ὑπὲρ τὴν σελήνην, μὲ μίαν γῆν ἀστράπτουσαν, ὡσὰν τὸ καθαρὸν χρυσίον, καὶ τὸν διαφανῆ σάπφειρον, μὲ τόσα ἀναρίθμητα σώματα τῶν δικαίων, ὁποῦ ἔχει νὰ λάμπῃ τὸ καθ᾿ ἕνα ὡσὰν ὁ ἥλιος, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος.

Ὥστε ὁποῦ ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος μὲ τόσους ἀναριθμήτους ἡλίους ἐκπέμπων τὸ φῶς εἰς τὴν γῆν, καὶ ἡ γῆ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἀντανακλῶσα εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ ἴδιον φῶς, καὶ τὰ δύο ὁμοῦ ἔχουσι νὰ κάμνουν μίαν ἀλληλοδιάδοχον συνέχειαν φωτός· ἐκ δὲ τῆς συνεχείας ταύτης, οὐρανὸς καὶ γῆ καὶ τὸ μεταξύ, ἤτοι ὅλον τὸ πᾶν ἔχει νὰ φαίνεται ἕνα φῶς ἀδιάκοπον, ἀνεσπερον καὶ ἀβασίλευτον.

Ὅθεν ὁ τοῦ τοιούτου πολυφώτου καὶ πολυθαυμάστου Κόσμου πάνσοφος τεχνίτης Θεός, βλέπων αὐτὸν πῶς ἔγινε κατὰ τὸν σκοπὸν ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἐπροώρισεν εἰς τὴν θεαρχικήν Του ἰδέαν πρὸ τῶν αἰώνων, ἔχει νὰ χαρῇ καὶ νὰ εὐφρανθῇ, διατὶ τὸ ἔκτυπον καὶ ἡ εἰκὼν ἔγινεν ὅμοιον μὲ τὸ Πρωτότυπον, καὶ τὸ ποίημα ἔλαβεν ὁμοιότητα μὲ τὸν Ποιητήν.

Διότι, εἶδε μὲν ὁ Θεὸς εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ὅλα τὰ ποιήματά Του πως εἶναι καλά, ὡς μαρτυρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή: «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν. α´ 31) δὲν ἐχάρη ὅμως οὔτε εὐφρανθῇ δι᾿ αὐτά, διατὶ ἀκόμη δὲν εἶχον λάβῃ τὴν τελείαν αὐτῶν ἀποκατάστασιν μάλιστα δὲ καὶ ἐλυπήθη διὰ τὴν φθορὰν ὅπου ἔλαβον. Ὅταν δὲ τελείως ἀποκατασταθοῦν καὶ ἀνακαινισθοῦν ἐν τῇ τελευταίᾳ ἡμέρᾳ, τότε ἔχει νὰ χαρῇ καὶ νὰ εὐφρανθῇ ὁ τούτων Δημιουργός.

Καὶ τοῦτο προειδὼς τῷ προφητικῷ ὀφθαλμῷ ὁ προφητάναξ Δαβίδ, ἀνεβόησεν: «εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. ργ´ 22)· καὶ στοχάσου πὼς δὲν εἶπεν, εἰς χρόνον ἀπερασμένον ὅτι «εὐφρανθῇ», ἢ εἰς χρόνον ἐνεστῶτα ὅτι «εὐφραίνεται», ἀλλὰ εἰς χρόνον μέλλοντα ὅτι «ἔχει νὰ εὐφρανθῇ», διὰ νὰ φανερώσῃ ὅτι τότε μόνον ἐν τῷ ἀνακαινισμῷ καὶ τῇ τελείᾳ ἀποκαταστάσει τοῦ Κόσμου μέλλει νὰ χαρῇ, ὡς εἴπομεν.

Οὐ μόνον δὲ ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Ἄγγελοι καὶ ὅλοι οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι βλέποντες τὴν ὑπέρκαλλον λαμπρότητα καὶ θαυμαστὴν ἁρμονίαν καὶ ὡραιότητα τοῦ θαυμαστοῦ τούτου πολυελέου, ὅλοι συμφώνως ἔχουν νὰ χαροῦν καὶ ὅλοι ἔχουν νὰ θαυμάσουν, ὥστε ὁποῦ ἀπὸ τὴν πολλήν τους χαρὰν καὶ τὸν ὑπερβάλλοντα θαυμασμὸν νὰ δοξολογοῦν μὲ μυρίας δοξολογίας τὸν μέγαν ἀριστοτέχνην Θεόν, ὅπου ἐκατασκεύασε τοιοῦτον ὑπερθαύμαστον κόσμον καὶ μὲ ἀπείρους εὐχαριστίας νὰ τὸν εὐχαριστοῦν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.

Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ δαίμονες, καὶ αὐτὶ οἱ ἀσεβεῖς καί οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι ἔχουν νὰ θαυμάσουν τὴν ὑπερβάλλουσαν ὡραιότητα τοῦ καινοῦ ἐκείνου καὶ ὑπερλάμπρου κόσμου, τόσον ὅπου ἔχουν νὰ λυποῦνται αἰωνίως, διατὶ οἱ ἄθλιοι ἐστερήθησαν τῆς ἀπολαύσεως τοιούτου ὑπερκαλλεστάτου θεάματος.