Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε «ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ μεγάλους γίγαντες, ποὺ ὡσὰν Ἄτλαντες ἐκράτησαν τὸ Γένος στοὺς ὤμους τους».
Κάτω ἀπὸ τὴν πρώτη εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 1819 στὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ ἔργου του «Ἑρμηνεία τῶν ΙΔ´ Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου», ὑπάρχει ἕνα ἐπίγραμμα - λεζάντα, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ἐπὶ λέξει:
Τίς Νικόδημος, οὗ κλέος μέγα ἐν Ὀρθοδόξοις καὶ σοφοῖς Ὄρους Ἄθω ὃς τήνδε Βίβλον εὐφυῶς τάξε, φίλε Νάξιος ἀνήρ. Εὖγε τῆς εὐφυΐας. |
Ὁ συγγραφέας τοῦ παραπάνω ἐπιγράμματος πέτυχε, μὲ ἐλάχιστες λέξεις, νὰ σκιαγραφήσῃ ἄριστα τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν προσωπικότητα. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἦταν ὄντως μέγας, εὐφυὴς καὶ σοφός. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀπέριττη ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τοῦ ἁγιορείτου μοναχοῦ, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν βαθειὰ ταπείνωση ἔκρυβε πραγματικὰ ἕνα ὑπέροχο μεγαλεῖο. Γιατὶ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ἀξία ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν μετριέται «μὲ τὸ στρέμμα», ὅπως λέγει καὶ ὁ ποιητής, ἤτοι μὲ ἐξωτερικὰ πράγματα (χρήματα, κτήματα, ἀξιώματα κ.λπ.), ἀλλὰ «μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα μετριέται καὶ μὲ τὸ αἷμα», δηλαδὴ μὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τὸν καταξιώνουν ὡς ἄνθρωπο καὶ ποὺ γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσῃ κυριολεκτικὰ χύνει αἷμα. Καὶ αὐτὰ εἶναι κυρίως τὰ μὴ φαινόμενα. Εἶναι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦν τὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς μὲ τὸν ὁποῖον οἱ Ἅγιοι «πλουτίζουν πολλούς», ἐπειδὴ εἶναι «οἱ μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες». Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος πλουτίζει πολλοὺς μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ συγγράμματά του, ποὺ πρέπει νὰ ἀποτελέσουν τὸ ἐντρύφημα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων.
Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι: «Πνευματικὰ Γυμνάσματα», «Ἑορτοδρόμιον», «Ἀόρατος πόλεμος», «Νέα Κλῖμαξ», «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον», «Ἡ ἑρμηνεία τῶν ΙΔ´ Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου» «Νέον Μαρτυρολόγιον», «Ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν τοῦ Δαυΐδ», «Κῆπος Χαρίτων», τὸ «Πηδάλιον» ὅπου ἑρμηνεύει καὶ σχολιάζει τοὺς ἱεροὺς Κανόνας κ.ἄ.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749 καὶ τελείωσε τὴν ζωή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ 1809. Ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα στὸ Νησί του κοντὰ στὸν Ἀρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ κατόπιν φοίτησε γιὰ πέντε χρόνια στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του καὶ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα διακόνησε τὸν Ἐπίσκοπο Παροναξίας ὡς Γραμματεύς του. Ἡ περίοδος αὐτὴ ὑπῆρξε σταθμὸς στὴν ζωή του καὶ καθοριστικὴ γιὰ τὴν μετέπειτα ἐξέλιξή του, γιατὶ γνώρισε τρεῖς σπουδαίους ἁγιορεῖτες μοναχούς, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὀνόμαζαν «Κολλυβάδες». Αὐτοὶ κατέφυγαν στὴν Νάξο διωγμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, λόγῳ τῆς ἐμμονῆς τους στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Διὰ μέσου τῶν μοναχῶν αὐτῶν γνωρίστηκε μὲ ἕναν ἅγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν Ἐπίσκοπον, πρῴην Κορίνθου, Μακάριο Νοταρᾶ. Ἡ γνωριμία αὐτὴ σηματοδότησε μία μακρόχρονη συνεργασία, ποὺ εἶχε ἀγαθὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ βιβλίο «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν», ποὺ ἀποτελεῖ ἀνθολογία πατερικῶν κειμένων, εἶναι ἔργο τοῦ πρῴην Κορίνθου ἁγίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος τὸ παρέδωσε στὸν ἅγιο Νικόδημο, τὸ 1777, «πρὸς πληρεστέραν ἐπεξεργασίαν, συμπλήρωσιν καὶ ἔκδοσιν», καὶ ἐξεδόθη τὸ 1782 στὴν Βενετία.
«Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος ἄρχισε μία διαμάχη ἀπὸ τὴν τέλεση τῶν Μνημοσύνων (Κολλύβων, ἐξ οὗ καὶ Κολλυβάδες) τὴν Κυριακὴν καὶ ὄχι τὸ Σάββατον, ὅπως ὁρίζει ἡ ἀρχαία τάξις τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὴν τὴν εὐκαιρίαν ἔκαναν τὴν ἐμφάνισίν τους καὶ ἄλλες στρεβλὲς ἀντιλήψεις, ὅπως ἡ ἐναντίωσις στὴν συχνὴν Θείαν Μετάληψιν, ποὺ ὁρίζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις, καὶ ἄλλα θέματα, ὥστε στὸ τέλος τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, νὰ γίνῃ ὁ σημαιοφόρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκριβείας καὶ ἐπιστροφῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Οἱ μοντερνίζοντες, οἱ νεωτερίζοντες Μοναχοί, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὰ δυτικὰ πρότυπα, ἤθελαν νὰ τροποποιήσουν πολλὰ ἀπὸ τὰ πατροπαράδοτα καὶ παραδεδομένα. Καὶ ἡ σύγκρουσις ἔλαβε μεγάλες διαστάσεις, ὥστε νὰ γίνουν παρεμβάσεις τοῦ Πατριαρχείου. Παρὰ ταῦτα συνεχίστηκε ἡ διαμάχη γιὰ πολλὲς δεκαετίες, μὲ εὐεργετικὰ εὐτυχῶς ἀποτελέσματα γιὰ τὴν συνέχισιν τῆς Ἁγίας Παραδόσεώς μας. Διότι ὁ Κολλυβαδισμός, ποὺ ἀνέδειξε μεγάλες μορφὲς καὶ κείμενα σημαντικά, ἐστάθηκε ἕνα ἐξυγειαντικὸ κίνημα, ποὺ ἡ ἐπίδρασή του στὸ Γένος μας ἀκόμα συνεχίζεται» (Π. Μ. Σωτήρχου, Αὐτὸς ὁ Μέγας, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σελ. 62-63).
Τὸ κίνημα τῶν «Κολλυβάδων» ἦταν μία ὑγιὴς ἀντίδραση ἐνάντια στὶς ἐπιδράσεις τῆς φράγκικης θεολογίας στὸν Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, καὶ ἐνάντια στὴν ἐκκοσμίκευση, ἡ ὁποία καὶ σήμερα ἀπειλεῖ νὰ ἀλλοιώσῃ τὸ πνεῦμα τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ καὶ γενικότερα τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρωτοστάτης στὸν ἀγῶνα αὐτὸ στοὺς δύσκολους ἐκείνους χρόνους.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος πῆγε τὸ 1775 καὶ ἐγκαταβίωσε, κατ᾿ ἀρχάς, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου καὶ ἐκάρη μοναχός. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ περιόδευσε σὲ Μοναστήρια καὶ Σκῆτες, ἐγκαταστάθηκε στὶς Καρυές, ὅπου ἡ ἡσυχία τοῦ τοπίου γινόταν συνεργός του στὴν συγγραφὴ καὶ τὴν μελέτη. Μὲ τὴν εὐλογία τῶν Γερόντων μελετοῦσε στὶς βιβλιοθῆκες τῶν Μονῶν ὦρες ἀτέλειωτες καὶ ἀξιοποιώντας τὴν δυνατὴ μνήμη ποὺ τοῦ δόθηκε, καθὼς καὶ τὸ συγγραφικό του χάρισμα πρόσφερε γνήσια τροφὴ στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ πεινᾷ καὶ διψᾷ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀνόθευτη πίστη.
Ὁ λόγος του ἔχει μία ἀμεσότητα καὶ παραμένει μέχρι τὶς ἡμέρες μας ζωντανὸς καὶ ἐπίκαιρος, ἀφοῦ καὶ ἡ ἐποχὴ στὴν ὁποία ἔζησε ἔχει πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὴν δική μας ἐποχή. Ἄξια προσοχῆς εἶναι τὰ ὅσα γράφονται ἀπὸ τὸν Π. Μ. Σωτῆρχο στὸν πρόλογο τοῦ προαναφερθέντος βιβλίου του: «Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ μεγάλους γίγαντες, ποὺ ὡσὰν Ἄτλαντες ἐκράτησαν τὸ Γένος στοὺς ὤμους τους. Ὁ ἄλλος στῦλος εἶναι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός... Καὶ σήμερα βλέπουμε τὴν ἴδια ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἴδια λυσσαλέα δραστηριότητα τῶν καλὰ ὀργανωμένων αἱρετικῶν, τὶς ἴδιες καταλυτικὲς διαβρώσεις στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ μας, τὶς ἔντονες ἐπιρροὲς ποὺ δέχεται ἀπὸ ὅλα τὰ μέσα ἐνημερώσεως... Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ἀκούσουμε τὴν φωνὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου γίνεται δραματικὰ ἐπείγουσα καὶ ὁλοφάνερη».