Ὁ Ὅσιος Λεόντιος & ἡ Μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου


Τὰ πρῶτα χρόνια

Πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Λεοντίου μᾶς παρέχει τὸ Συναξάριον τοῦ Νέου Λειμωναρίου, στὸ ὁποῖο περιέχονται τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς μονῆς καὶ ἕνα «Ἐγκώμιον στὸν Ὅσιο Λεόντιο τὸν ἐν Ἀχαΐᾳ» ποὺ ἔχουν διασωθεῖ.

Τὸ πρῶτο κείμενο εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸ Γεννάδιο Σχολάριο, σχεδόν σύγχρονο τοῦ ἁγίου (1400-1472), πρῶτον μετὰ τὴν Ἅλωση πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Σχολάριος, ποὺ ἦταν στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Η´, ἄνθρωπος ποὺ ἀνῆκε στὴν παράταξη τῶν ἀνθενωτικῶν[1]. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ἄλλοι ἤθελαν ἐλπίζοντας νὰ τοὺς βοηθήσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ περιέσφιγγαν τὴν Βασιλεύουσα ἕτοιμοι νὰ τὴν κατακτήσουν. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὸ θλιβερὸ καθῆκον νὰ διαπραγματευθεῖ μὲ τὸ Μωάμεθ τὸν Πορθητὴ ὅ,τι ἦταν δυνατὸ νὰ σωθεῖ μετὰ τὴν καταστροφικὴ λαίλαπα τῆς ἁλώσεως καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ προνόμια τοῦ Πατριαρχείου, ποὺ ἀκόμα καὶ μέχρι σήμερα ἰσχύουν[2]. Τὸ δεύτερο κείμενο πρέπει νὰ προέρχεται ἀπὸ κάποιο μαθητὴ τοῦ Γεωργίου Σχολαρίου, ὁ ὁποῖος ἐξασκεῖται στὴν συγγραφὴ ἐγκωμιαστικῶν λόγων.

Σχέδιο Μονεμβασίας ἀπὸ θαλάσσης

Ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ μαθαίνουμε ὅτι ὁ Λέων, -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Λεοντίου- γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Λακωνίας γύρω στὸ 1377 ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Μαμμωνάδων, ποὺ εἶχε συγγένεια μὲ τὴν οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων. Τότε οἱ Παλαιολόγοι εἶχαν τὴν ἕδρα τους στὸν κοντινὸ μὲ τὴν Μονεμβασία, Μυστρᾶ, τόπο ὅπου ἐστέφθη ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος[3].

Οἱ γονεῖς του Ἀνδρέας καὶ Θεοδώρα ἦσαν ἄνθρωποι «ἐπιφανεῖς καὶ θεοφιλεῖς». Αὐτὴ ἡ μητέρα του, Θεοδώρα, φαίνεται ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου τοῦ Δ´ τοῦ Παλαιολόγου (1376-1379)· καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ στὸ σύζυγό της Ἀνδρέα Μαμωνᾶ ἐμπιστεύεται «πάσης τῆς Πελοποννήσου τὴν ἀρχήν», δηλαδὴ δίδει σὲ αὐτὸν τίτλο ἁρμοστοῦ τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας, πράξη ποὺ φανερώνει πέραν τοῦ οἰκογενειακοῦ δεσμοῦ, τὴν ἐκτίμηση καὶ ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἀνδρονίκου πρὸς αὐτόν.

Τὰ χρόνια εἶναι δύσκολα γιὰ τὸ Βυζάντιο, εἶναι ἡ τελευταία ἑκατονταετία του καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία μπροστὰ στὴν προέλαση τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση, ἀφοῦ εἶχε ἀκρωτηριασθεῖ ἐδαφικὰ καὶ εἶχε καταρρεύσει οἰκονομικά. Τὸ κρατικὸ ταμεῖο ἦταν ἐντελῶς ἄδειο, τὸ διοικητικὸ σύστημα ὑπὸ διάλυση, τὸ νόμισμα εἶχε ὑποτιμηθεῖ καὶ ὅλες οἱ πηγὲς ἐσόδων εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Ὁ αὐτοκράτωρ Ἀνδρόνικος βρισκόταν σὲ ἀπόγνωση. Ἔτσι εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς ἐμπιστοσύνης του, ὅπως ἦταν ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Λεοντίου[4].

Στὸ ἐξωτερικὸ καὶ πολύ κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ δράση τῶν Τούρκων εἶναι ἀκάθεκτη. Ὁ Ὀρχὰν ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ ὁδήγησε τὸ λαό του σὲ κατακτήσεις στὴν Εὐρώπη. Οἱ Τοῦρκοι τὸ 1354, ἐπωφελούμενοι ἀπὸ ἕνα μεγάλο σεισμό, κατέλαβαν τὸ φρούριο τῆς Καλλίπολης. Στήν Κωνσταντινούπολη ὁ λαὸς καταλήφθηκε ἀπὸ πανικό, πιστεύοντας ὅτι κινδύνευε ἄμεσα. Ἐπὶ Μουρὰτ Α´ (1361- 1389), οἱ πόλεις τῆς ἐρημωμένης Θράκης ὑπέκυψαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Τὸ 1361 καταλήφθηκε τὸ Διδυμότειχο καὶ λίγο ἀργότερα ἡ Ἀνδριανούπολη, ὅπου ὁ Σουλτάνος μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του (περὶ τὸ 1365). Τέτοια ἦταν λοιπόν ἡ κατάσταση στὴν Βασιλεύουσα, ὅταν γεννήθηκε ὁ Ὅσιος Λεόντιος, ὁ ὁποῖος μέσα σὲ αὐτὴ τὴν δίνη τῶν καιρῶν ἔλαβε ἐξαιρετικὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ ἐστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ εὐρύτερες σπουδές, ὅπου ἔτυχε ἰδιαιτέρας φροντῖδος, μεγαλώνοντας στὸ ἀνακτορικὸ περιβάλλον μὲ ἀρετὴ καὶ εὐσέβεια· σὲ μιὰ Πόλη, ποὺ εἶχε χάσει τὴν ἀκμή της καὶ ποὺ πολύ κοντὰ στὴν τελικὴ κατατροφὴ βρισκόταν.

Ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας εἰς Μονεμβασία (ιγ´ αἰ.)

Προικισμένος μὲ ὀξύτητα νοῦ καὶ μὲ καθαρότητα βίου μέσα σὲ λίγο διάστημα διδάχθηκε τόσα πολλὰ ὅσα λίγοι κατορθώνουν. Παράλληλα μὲ τὴν μόρφωσή του φροντίζει καὶ γιὰ τὴν ἐσωτερική του καλλιέργεια «ἐκδίδοται», χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει τὸ συναξάρι «εἰς μαθητείαν καὶ τῶν ἱερῶν γραμμάτων», τὰ ὁποῖα θὰ ἀποτελέσουν τὸ θεμέλιο τῆς μετέπειτα ἐξέλιξής του. Μὲ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο ἐπιδίδεται στὶς ἐπιστῆμες καὶ περισσότερο στὴν φιλοσοφία, προξενώντας ὅλων τὴν ἔκπληξη, μάλιστα καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ αὐτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου (1391-1425), ποὺ γιὰ νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου εἶχε τὴν ἀκόλουθη περιπετειώδη ἱστορία: Ἡ πίεση στὴν ἀδύναμη Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία αὐξήθηκε τώρα σημαντικά. Ὁ Σουλτάνος ἦταν σὲ θέση νὰ ἐλέγχει τὴν διαδοχὴ στὸ θρόνο καὶ νὰ ἐπιβάλλει ἀπόλυτα τὴν θέλησή του. Τὸ 1390 ἐπέβαλε στὸ θρόνο τὸν Ἰωάννη Ζ´, ἐνῶ ὁ διάδοχός του Μανουήλ, διαβιοῦσε στὴν αὐλὴ τοῦ Σουλτάνου καὶ μάλιστα ἐξαναγκάσθηκε νὰ συμμετάσχει στὴν ἐπιτυχῆ ὀθωμανικὴ ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς τελευταίας βυζαντινῆς πόλεως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Φιλαδελφείας[5].

Ὁ Μανουὴλ τελικὰ δραπέτευσε καὶ ἀνέλαβε τὸ 1391 τὴν διακυβέρνηση τῆς Βασιλεύουσας, ποὺ ἀριθμοῦσε τότε μόλις 50000 κατοίκους, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς δύσκολες περιόδους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀκολούθησε ὁ πρῶτος ἀποκλεισμὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Βαγιαζήτ (1393-1394), ἐνῶ τὰ σύνορα τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας ἔφθαναν μέχρι τὸ Δούναβη[6].

Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ γενικότερο κλῖμα τῆς καταστροφῆς ποὺ ἐπερχόταν γιὰ τὴν Πόλη, βρέθηκε κι ὁ Λέων γιὰ σπουδὲς στὴν Κωνσταντινούπολη. Τότε συνέβη τὸ καθοριστικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν ἕως τότε ζωή του, ἀπέθανε ὁ πατέρας του. Γιὰ τοῦτο, ἀναγκάζεται νὰ ἐπιστρέψει στὴν Μονεμβασία καὶ νὰ σταθεῖ βοηθὸς καὶ παρηγορητὴς τῆς μητέρας του Θεοδώρας, ἡ ὁποία παρὰ τὸ ὅτι ἐνωρὶς διέκρινεν εἰς αὐτὸν μοναχικές τάσεις τὸν παρακινεῖ νὰ νυμφευθεῖ. Μολονότι ὁ Λέων δὲν ἦτο φιλόκοσμος, πείθεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς γάμον ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπέκτησε τρία παιδιά.


Ὁ μοναχικὸς βίος τοῦ Ὁσίου

Ὅταν ἡ Θεοδώρα εἶδε νὰ λαμβάνει σάρκα καὶ ὀστᾶ ἡ ἐπιθυμία της γιὰ τὸ γάμο του γιοῦ της, ἐγκαταλείπει τὰ ἐγκόσμια, ἐνδύεται τὸν μοναχικὸν χιτῶνα καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση μεταβαίνει στὴν ἀριστερὴ -δυτικὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σελινοῦντα, ὅπου ἱδρύει τὴν μονὴ «Ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων», γνωστὴ σήμερα ὡς Μονὴ Πεπελενίτσης. Ἐκεῖ ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου τελειώνει εἰρηνικὰ τὸν βίο της.

Εἶναι σημαντικὸ αὐτό, διότι ἡ Θεοδώρα, ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Λεοντίου, ποὺ εἶχε νυμφευθεῖ τὸν Ἀνδρέα Μαμωνᾶ, φαίνεται ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Δ´ τοῦ Παλαιολόγου. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ὁ Ἀνδρέας Μαμωνᾶς διωρίσθη γενικὸς διοικητὴς ὁλόκληρης τῆς Πελοποννήσου. Ἑπομένως τὸ γεγονὸς ὅτι μιὰ πριγκίπισσα καὶ σύζυγος ἑνός μεγαλοαξιωματούχου νὰ καταλήγει μοναχή, δείχνει τὴν βαθειὰ πίστη ποὺ ήταν ριζωμένη στοὺς γονεῖς τοῦ ὁσίου καὶ ἡ ὁποία μεταδόθηκε στὸν μετέπειτα ἅγιο υἱό τους.

Σύγχρονη φορητὴ εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Λεοντίου

Μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του ὁ Λέων, ἔχει διακαῆ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἱκανοποιήσει τὸ μεγάλο πόθο τῆς ζωῆς του, δηλαδὴ νὰ μονάσει. Πείθει λοιπόν τὴν σύζυγό του νὰ μείνει στὸ σπίτι τους γιὰ τὴν φροντίδα τῶν παιδιῶν τους, καὶ ἐκεῖνος ἀναχωρεῖ περὶ τὸ 1410 ἀρνούμενος τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ νὰ ὑποταχθεῖ ὁλοκληρωτικὰ σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ ἀποτελοῦσε τὸν Νυμφίον τῆς ψυχῆς του[7].

Ἦταν τότε σχεδὸν τριαντατριῶν ἐτῶν. Ὥριμος καὶ μὲ συνειδητὴ τὴν ἀπόφασή του παίρνει τὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἀπαρνήθηκε τὰ πάντα γιὰ νὰ δοθεῖ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ πραγματοποιήσει τὸ μεγάλο ὄνειρο τῆς ζωῆς καὶ τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του. Δὲν τὸν πτοοῦν οἱ κακουχίες τῆς δύσκολης μοναχικῆς ζωῆς, οὔτε τὸν ἐμποδίζει ἡ ἀριστοκρατική του καταγωγὴ καὶ ἡ συγγένειά του μὲ τοὺς Παλαιολόγους. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπερνικᾶ ἡ ἀγάπη του στὸ Χριστό.

Ἐνδύεται τὸ μοναχικὸ σχῆμα, λαμβάνει τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ παραμένει κοντὰ στὸν μοναχὸ Γέροντα Μεννίδη γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἐργάζεται τὰς ἁγίας ἐντολάς, καθαίρει τὰ πάθη του, ἐξαγνίζει τὸ σῶμα του, φωτίζει τὸ νοῦ του καὶ γρήγορα γίνεται καθαρὸν δοχεῖον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ἐχει καὶ ὁ Λεόντιος τὸ μεγάλο ὄνειρο νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ ἀποτελεσματικότερα στὴν ἀρετή. Ἀναχωρεῖ γιὰ ἐκεῖ, ὅπου ἐπιδίδεται εἰς μεγαλυτέρους πνευματικοὺς ἀγῶνες, πλησίον ἡγιασμένων καὶ ἀγωνιστῶν γερόντων.

Τὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἶχε καθιερωθεῖ εἰς τὴν συνεἰδησιν ὅλων, διότι πλησίαζε τὰ πεντακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του καὶ εἶχε μέχρι τότε ἀναδείξει σημαντικὲς μορφὲς ἐναρέτων μοναχῶν. Ἐθεωρεῖτο ἔκτοτε τὸ ἐργαστήριο τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως καὶ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καὶ ἔτσι κάθε φωτισμένος μοναχὸς ἐπιζητοῦσε νὰ φθάσει ἐκεῖ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐνίσχυση καὶ τὴν ἀνατροφοδότησή του στὰ θέματα τῆς πίστεως. Ἔμαθε ἐκεῖ τὴν μοναχικὴ τάξη καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὸ μοναχισμὸ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἕτοιμο γιὰ νὰ φύγει σὲ δικό του ἀσκητήριο.


Ὁ Ὅσιος στὴν Ἀχαΐα

Ἡ εἴσοδος τῆς παλαιᾶς Μονῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου

Ἀφοῦ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀνδρώθηκε στὴν ἀρετή, ἀναχωρεῖ διὰ τὴν Πελόπόννησον καὶ ἀναζητεῖ προσευχόμενος τόπον ἀσκήσεως. Ὁ Θεός εἰσήκουσε τὴν προσευχή του «διὸ καὶ ἀπεκαλύφθη αὐτῷ», σημειώνει ὁ συγγραφέας τοῦ συναξαρίου του (παρατίθεται στὴν ἀκολουθία του), «ἀφικέσθαι ἐπὶ τὰ βόρεια εἰς τὸ ὄρος τὸ λεγόμενον Κλωκὸν τοῦ Γέροντος, ἄνωθεν Αἰγίου τῆς κοινολέκτου Βοστίτζας». Ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα αὐτό, περί τὸ 1415-1420, ἦλθε ὁ Λεόντιος γιὰ νὰ μονάσει στὸν Κλωκὸ καὶ συγκεκριμένα στὴν θέση, ὅπου σήμερα βρίσκεται τὸ παλαιομονάστηρο.

Ὁ βράχος τοῦ Κλωκοῦ ἀπότομος καὶ ἀπρόσιτος, θύμιζε λίγο τὰ Κατουνάκια τοῦ Ἄθωνος, μὲ ἄγρια καὶ ἀφιλόξενη φύση προκαλοῦσε ἐκ πρώτης ὄψεως τὸ δέος καὶ τὸ φόβο. Στὴν βάση τοῦ βράχου αὐτοῦ ὑπάρχει ἕνα φυσικὸ κοίλωμα, μιὰ σπηλιά. Ἐκεῖ ἐγκαθίσταται ὁ Ὅσιος καὶ ἀμέσως προσελκύει πολλοὺς μαθητές, ποὺ σπεύδουν κοντὰ στὸν γέροντα γιὰ νὰ μονάσουν. Ἔτσι δημιουργεῖται μιὰ χορεία ἀδελφῶν μοναχῶν.

Ὡς μαγνήτης εἵλκυσεν πρὸς αὐτόν «τοὺς ἀκούοντας τῶν μελισταγῶν διδαχῶν του». Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ποὺ οἱ Τοῦρκοι προήλαυναν καὶ κατακτοῦσαν τὴν μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη τὶς ἑλλαδικὲς περιοχές, ἀλλὰ καὶ κυρίως ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση, οἱ μονὲς ἦσαν τὰ ἀξιοσέβαστα προσκυνήματα καὶ καταφύγια τοῦ λαοῦ. Εὐσεβεῖς καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ κατέφευγαν ἀθρόα στὰ μοναστήρια γιὰ νὰ ἀσκήσουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ νὰ καλλιεργήσουν τὸ πνεῦμα καὶ νὰ μορφωθοῦν, ἀφοῦ τὰ μοναστήρια ἦσαν ταυτοχρόνως καὶ ἔξοχα ἐκπαιδευτήρια.

Τὰ «Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου»

Τὸ Συναξάριον ἀναφέρει ὅτι οἱ Δεσπότες τοῦ Μορέως Θωμᾶς καὶ Δημήτριος Παλαιολόγοι, ἀδελφοὶ τῶν βασιλέων Ἰωάννου Η´ καὶ Κωνσταντίνου ΙΑ´, ποὺ συνεδέοντο με συγγενικὸν δεσμὸν μὲ τὸν Ὅσιο, ἐκτιμήσαντες τὴν εὐσέβειάν του, ἔκτισαν, εἰς τὸ μέρος ὅπου ἀσκήτευε, ναὸν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καὶ μονήν, δωρήσαντες εἰς αὐτὴν λείψανα ἁγίων καὶ κυρίως μέρη τῶν φρικτῶν καὶ ἀχράντων παθῶν τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ μέρος ἀπὸ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν Ἀκάνθινον Στέφανον, τὸν Σπόγγον καὶ τὴν χλαμύδα τοῦ Κυρίου μας, καθὼς καὶ μέρος τῆς πλεξῖδος τοῦ Τιμίου Προδρόμου «...πρὸς ἁγιασμὸν καὶ μέρη τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Σωτῆρος... ἃ ἔφερον τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ ἐπιτίθενται» σημειώνει τὸ Συναξάριον.

Φρόντισαν ἀκόμη οἱ συγγενεῖς του Παλαιολόγοι νὰ ἀνακαινισθεῖ ὁ προϋπάρχων ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καὶ ἀπὸ τότε πῆρε τὸ ὄνομα «Μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ». Γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο θὰ οἰκοδομηθοῦν καὶ ἄλλα οἰκοδομήματα μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τῶν ὁποίων τὰ ἐρείπια σώζονται ἀκόμα καὶ σήμερα. Στὸ μοναστήρι παραχωρήθηκαν πολλὰ κτήματα, ἐνῶ παράλληλα κατασκευάσθηκε καὶ ὑδραγωγεῖο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς· οἱ Παλαιολόγοι βεβαίωσαν τὶς παροχὲς μὲ ἐπίσημα ἔγγραφα, ποὺ δυστυχῶς δὲν σώθηκαν ἕως σήμερα.


Ἡ κοίμησις τοῦ Ὁσίου

Τροῦλλος τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ Παλαιομονάστηρο

Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος ἔζησε 75 ἔτη ἐκοιμήθη στὴν κτητορικὴ μονή του στὶς 11 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, ἕξι μόλις μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη καταστροφὴ τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ τάφος του σώζεται εἰς τὸ παλαιὸν ἐρημητήριόν του. «Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον, ἐν ᾧ καὶ ζῶν ἠγωνίζετο, κατετέθη ἐν σπηλαίῳ, ἀεὶ βρύον ἰάματα τοῖς μετὰ πίστεως αὐτῷ προστρέχουσι».

Ἡ εὐγενική του καταγωγή, οἱ λαμπρὲς φιλοσοφικὲς σπουδές του, ἡ δόξα ἀπὸ τὴν ἐπιφανὴ καταγωγή του, τὰ πλούτη, ἀκόμα καὶ οἱ οἰκογενειακές του ὑποχρεώσεις δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν τὰ μέσα καὶ τὰ ὄργανα γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ὁ μεγάλος σκοπός του.

Ἤδη ἀπὸ λίγο μόνον καιρὸ μετὰ τὴν κοίμησή του, ἡ ἐκκλησία τιμώντας τὴν ἁγία ζωή του, τὸν κατέταξε μεταξὺ τῶν ἁγίων της. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους μαθητές τοῦ Ἁγίου, ὁ πρόεδρος (=ἐπίσκοπος) Παλαιῶν Πατρῶν Ἰωακείμ, θαυμαστὴς καὶ μιμητὴς τοῦ ἁγίου, παρακάλεσε τὸ συγγραφέα τῆς ἀκολουθίας του καὶ τοῦ συναξαρίου, πιθανῶς τὸν Γεώργιο (Γεννάδιο) Σχολάριο, νὰ ἐξυμνήσει καὶ νὰ ἐγκωμιάσει τὸν ὅσιο Λεόντιο.

Τμῆμα τῆς λάρνακας μὲ τὰ ἱερὰ λείψανα

Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ὁ ἐπίσκοπος Πατρῶν Ἰωακεὶμ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, γιὰ νὰ προβεῖ στὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ δασκάλου καὶ πνευματικοῦ του πατέρα· δυστυχῶς αὐτὸ δὲν πραγματοποιήθηκε ἐξαιτίας φοβεροῦ σεισμοῦ, «...σεισμοῦ γενομένου καὶ τοῦ ἄνδρου διασχισθέντος, μηδαμῶς τῇ σορῷ ἴσχυσαν, ἐπὶ τῷ παραδόξῳ ἐκπλαγέντες», προσθέτει τὸ συναξάριον· τὸ γεγονὸς θεωρήθηκε θεῖο σημάδι καὶ ἡ ἀνακομιδὴ ἀναβλήθηκε γιὰ εὐθετότερο χρόνο.

Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1820, ὅταν ἡγούμενος ἦτο ὁ Σάββας Βερσοβίτης, ὅταν οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὴν στυγνὴ τουρκοκρατία διαφαινόταν ὅτι ἔβαιναν πρὸς τὸ τέλος τους, ἔγινε μὲ τιμὲς καὶ μεγαλοπρέπεια ἡ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Λεοντίου ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐρειπωμένο πλέον μοναστήρι, στὸ νέο τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μέσα σὲ καλλιτεχνικὴ ἀργυρῆ λάρνακα φυλάσσονται σήμερα τὰ λείψανα τοῦ κτήτορος τῆς Μονῆς, Ὁσίου Λεοντίου, ἀποτελώντας γι᾿ αὐτὴν θησαυρὸ πολύτιμο.


Τὸ Παλαιομονάστηρο

Ἡ βόρεια κόγχη τοῦ βήματος στὸν Ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ

Εἰς τὴν παλαιὰν μονὴν τοῦ Ὁσίου Λεοντίου ὑπάρχει σήμερα περίβολος, ὅπου ὁ Βυζαντινὸς ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, καὶ πλησίον του μικρὸς Ναὸς μὲ ὡραῖον τροῦλλον, τῆς περιόδου τῶν Παλαιολόγων. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Ναοῦ τῶν Ἀρχαγγέλων εἶναι τοῦ ΙΣΤ´ αἰῶνος. Ἀνεβαίνει ὁ προσκυνητὴς μιὰ πέτρινη κλίμακα μὲ 51 σκαλοπάτια ἀπὸ πωρόλιθο στὴν σκήτη τοῦ ὁσίου, ὅπου ὑπάρχει μικρὸς ναὸς τῆς Ἀναστάσεως, ὁ ὁποῖος εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τὸν Λεόντιο μὲ ἡμικατεστραμμένες τοιχογραφίες τοῦ ΙΣΤ´ αιῶνος.

Λίγο πιὸ πάνω εἶναι ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου. Ὑπεράνω ἀριστερὰ τοῦ τοίχου φαίνεται ἕνας σταυρὸς μέσα σὲ πέτρινο πλαίσιο, ποὺ φέρει δυσανάγνωστη χρονολογία. Ὁ σταυρὸς αὐτὸς μὲ τὴν χρονολογία εἶναι δεῖγμα βυζαντινό. Στὸν τοῖχο τῆς πύλης διακρίνεται ἁψίδα μὲ δύο ὡραίους κίονες καὶ λίγο ἀπὸ πάνω ἀνάγλυφο ἀπὸ μάρμαρο ποὺ παρίστανε ἕνα ἀμνὸ φέροντα σταυρό, στοιχεῖα ποὺ -κατὰ τὸν καθηγητὴ Λῖνο Πολίτη- ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ μονὴ τοῦ ὁσίου Λεοντίου ἐκτίσθη ὄντως κατὰ τὴν Βυζαντινὴ περίοδο ἐπὶ Παλαιολόγων.

Ἡ κλίμακα πρὸς τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου

Οἱ περιπέτειες τῆς μονῆς ἀρχίζουν ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση του 1453. Ἡ πάλη τῶν Ἐνετῶν καὶ τῶν Τούρκων γιὰ ἐπικράτηση στὸ χῶρο τῆς Πελοποννήσου, οἱ ἐπιθέσεις τῶν τουρκαλβανῶν, φθάνουν καὶ στὸ μοναστήρι. Γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ 1500 μᾶς πληροφορεῖ κώδικας τῆς μονῆς Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. «...ἐν ἔτει ζηω´ (1500) ἐπῆραν αὐτοὶ (οἱ Τοῦρκοι) τὴν Μοθωκορώνην, Αὐγούστου 9. Τὸ αὐτὸ ἔτος ἔγινε ὁ ἐμπρησμὸς τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Μεγάλου Ταξιάρχου, ἤγουν τοῦ Γέροντος, τὸ ἐπάνω τῆς Βοστίτζας ἐν τῷ ὄρει τοῦ Κλοκοῦ κείμενον Αὐγούστου ιε´».

Ἡ Μονὴ τοῦ Λεοντίου ἐπανεκτίσθη, ἀλλὰ ἐπὶ πατριαρχείας Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως τοῦ Α´ κατεστράφη ἐξαιτίας νέας ἐπιδρομῆς. Τὸ σιγίλλιον τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου τοῦ Ε´ τοῦ 1749 γράφει σχετικά: «...ἐπὶ τῶν ἠμερῶν τοῦ ἀοιδίμου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ. Κυρίλλου τοῦ παλαιοῦ, ὅτε καὶ πυρίκαυστον γεγονός δι᾿ ἐπηρείας τοῦ μισοκάλλου καὶ ἐξαφανισθὲν ἄρδην, οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι πατέρες ἀνήγειραν καὶ ἀνῳκοδόμησαν αὐτό, καὶ εἰς ἣν ὁρᾶται κατάστασιν θείᾳ συνάρσει παρήγαγον, ἀνανεώσαντες καὶ τὴν ἀρχαίαν αὐτῷ σταυροπηγιακὴν ἀξίαν τε καὶ ἐλευθερίαν...».

Μετὰ τὴν καταστροφή, τὴν ὁποία ἀναφέρει τὸ σιγίλλιον, οἱ μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστήρι τοῦ Γέροντα καὶ ἵδρυσαν στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΖ´ αἰῶνος τὸ κάτω μοναστήρι, τὸ σημερινὸ τῶν Ταξιαρχῶν. Τὸ «παλαιομονάστηρο» μετὰ ἀπὸ πρόχειρη ἐπισκευή, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνταν ὡς καταφύγιο σὲ ὥρα κινδύνου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Παγκόσμιο Βιογραφικὸ Λεξικό, τ.2, σ.σ. 406-407, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα, 1990

[2] Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα Εγκυκλοπαίδεια, τ.16, σ.σ. 291-292, Ἀθήνα, 1980

[3] Παναγιώτη Πανίτσα & Παναγιώτη Παπαθεοδώρου - Ὁ Ὅσιος Λεόντιος καὶ ἡ Μονὴ Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας, σ.σ. 14-15, ἔκδοση Ἱ.Μ. Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας, Πάτρα 1993

[4] Ἰωάννου Δημητρούκα, Θουκυδίδου Ἰωάννου, Κώστα Μπαρούτα - Ἱστορία τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ τοῦ Νεότερου Κόσμου (585-1815), ἔκδοση ΟΕΔΒ, Ἀθήνα, 2003, σχολικὸ ἐγχειρίδιο γιὰ τὴν Β´ τάξη Ἑνιαίου Λυκείου Γενικῆς Παιδείας, σ. 86

[5] Π.Πανίτσα κλπ... (1993), σελ.16

[6] Ἰ.Δημητρούκα κλπ... (2003), σελ.87

[7] Π.Πανίτσα κλπ... (1993), σ.19