π. Νικόλαος Χατζηνικολάου

Λόγος οὐκ ἀνθρώπων, ἀλλὰ λόγος Θεοῦ ἐνεργούμενος (Α´ Θεσ. β´ 13)

Συζήτηση μὲ τὸν Βασίλη Ἀργυριάδη στὴν ἐκπομπὴ «Ἄνθρωπος μεθόριος»
Ραδιοφωνικὸς Σταθμὸς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας, 5-6 Φεβρουαρίου 2003

Βιβλιογραφία. Ἄνθρωπος Μεθόριος. Ἐκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ, Ἔκδοση Α´, Ἰούνιος 2005


Μπορεῖ ἡ ἐποχή μας νὰ εἶναι πολὺ γνωσιολογική, γνωσιοκρατικὴ καὶ ὀρθολογιστική, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπερτονίζει τὴ διανοητικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἂν θέλει κανεὶς νὰ εἶναι εἰλικρινής με τὸν ἑαυτό του, τότε βλέπει τὴν ἀνεπάρκεια αὐτοῦ τοῦ ὀρθολογιστικοῦ μονολιθισμοῦ μέσα του. Τὸ μυαλό του εἶναι πολὺ στενὸ γιὰ νὰ χωρέσει τὰ μεγάλα. Ἂν θὰ θέλαμε νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα παράδειγμα, θὰ λέγαμε ὅτι τὸ μυαλὸ παίζει τὸ ρόλο τοῦ ἐκτυπωτῆ, ἐνῶ ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἀνάλυση τῶν πνευματικῶν μηνυμάτων γίνεται μέσα στὴν καρδιά.

Ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς εἶναι πολὺ εὐρύτερος καὶ ἔχει πολὺ περισσότερες δυνατότητες ἀπὸ τὴ σκέψη. Ἡ σκέψη ὑπάρχει κυρίως γιὰ νὰ ἐκφράζει καὶ γιὰ νὰ συνυπουργεῖ στὸ ἔργο τῆς καρδιᾶς. Εἶναι πολὺ δύσκολο βέβαια, σὲ μιὰ κοινωνία σὰν τὴ δική μας, ὅπου ἀκόμα καὶ τὰ συναισθήματα διανοητικοποιοῦνται, νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ σκέφτεται μὲ τὴν καρδιά, νὰ συλλαμβάνει τὰ μηνύματα κατ᾿ εὐθείαν στὴν καρδιά του. Κι ὅμως, τὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ τόσο δύσκολη, μὰ καὶ τόσο σημαντικὴ ἀλήθεια δὲν ἀναφέρεται μόνο στὰ πνευματικὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐπιστημονικά. Ἡ καλὴ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα δὲν βασίζεται τόσο στὴν ὀξύνοια, ὅσο στὴ διαίσθηση. Αὐτὰ σίγουρα δὲν γίνονται κατανοητὰ μὲ μιὰ στενή, ὀρθολογιστικὴ ἀντίληψη, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποτελεῖ σταθερὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τὰ μυστήρια ὑπερβαίνουν τὴν ἱκανότητα τῆς σκέψης. Μυστήριο εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ξεπερνᾶ τὰ ἀντιληπτικὰ ὅρια καὶ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὅμως κανεὶς ταπεινώνεται μπροστὰ στὸ μυστήριο τὸ προσεγγίζει περισσότερο. Καὶ ὅσο τὸ προσεγγίζει τόσο αἰσθάνεται ὅτι διευρύνεται ὁ χῶρος τοῦ ἀγνώστου. Δὲν περιορίζεται τὸ ἄγνωστο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μικραίνει τὸ μυστήριο. Ἡ λογικὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀγαπᾶ τὸ μυστήριο· δὲν τὸ φοβᾶται. Εἶναι τὸ «ἔξω» ἀπὸ μᾶς, εἶναι τὸ «πέραν» ἀπὸ μᾶς. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ὑποψιάζει καὶ μᾶς ἑλκύει στὴν ἄλλου εἴδους ζωή.

Τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ἐπὶ παραδείγματι, ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν τὸ πλησιάσει κανείς, ἀδυνατεῖ νὰ τὸ κατανοήσει. «Ἀπορεῖ πᾶσα γλώσσα» νὰ τὸ ἐκφράσει καὶ ὑπερβαίνει κάθε δυνατότητα διανοητικὴ ἡ κατανόησή του. Προσπαθεῖς νὰ τὸ καταλάβεις καὶ δὲν μπορεῖς. Ταπεινώνεσαι καὶ σοῦ ἀποκαλύπτεται. Κι αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη εἶναι τόσο δυνατή, ποὺ ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ πίστη, ὡς ὁδὸς γνώσεως, εἶναι πληρέστερη καὶ ἐπαρκέστερη ἀπὸ τὴ σκέψη.

Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς πίστης διαβάζουμε καὶ τὰ πατερικὰ κείμενα. Δὲν τὰ διαβάζουμε γιὰ νὰ μάθουμε, νὰ τὰ ἀποστηθίσουμε σὰν νὰ πρόκειται νὰ δώσουμε ἐξετάσεις. Οὔτε πάλι τὰ διαβάζουμε γιὰ νὰ ἐφαρμόσουμε ὅ,τι λένε, ἀφοῦ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε. Τὰ διαβάζουμε γιὰ νὰ κρινόμαστε καὶ νὰ ταπεινωνόμαστε. Καὶ ὅταν ἡ ψυχή μας ταπεινώνεται, ὅταν μπορεῖ νὰ δακρύσει γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά της καὶ νὰ τὴν ἀποδεχθεῖ ἐν εἰρήνῃ, τότε πιὸ εὔκολα μπορεῖ νὰ στραφεῖ καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται, τότε ἡ ἐμπειρία τῆς ἐσωτερικῆς μεταμορφώσεως ἀρχίζει νὰ γίνεται ἡ νέα, ἡ «καινή» πραγματικότητα.

Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ πραγματικότητα; Εἶναι ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἀνακλάσεις Του· εἶναι ὅ,τι Αὐτὸν θυμίζει καὶ ὅ,τι ἀπὸ Αὐτὸν προέρχεται. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ὤν. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ πραγματικότητα. Πραγματικότητα δὲν εἶναι τὰ πάθη καὶ οἱ ἀδυναμίες μας - αὐτὰ ἀποτελοῦν μία νοσηρὴ πραγματικότητα, ὅσο μένουμε προσκολλημένοι πάνω τους. Ὅλος μας ὁ σκοπός, ὅλος μας ὁ στόχος, ὅλος μας ὁ ἀγώνας εἶναι νὰ ἐντοπίσουμε τὰ πάθη μας καὶ ταπεινούμενοι ἐνώπιον τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, νὰ ζητήσουμε τὴ δική Του ἐνέργεια μέσα μας, ὥστε πλέον νὰ μὴν ἐνεργοῦνται ἀλλὰ νὰ ἐνεργεῖται ἡ χάρις Του, καὶ νὰ ἀποκαθαίρεται ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς.


Ἡ καρδιά

Θὰ ἦταν ἴσως ἀδικία πνευματικὴ κατὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου νὰ σχολιάσουμε αὐτὰ ποὺ περιγράφουν τὰ βιβλία, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχουμε βαπτισθεῖ στὴν κολυμβήθρα τῆς ἐμπειρίας τους. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς μιλήσουν βιωματικὰ γιὰ τὴν καρδιά, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καθαρθεῖ μὲ τὴ λεγόμενη καρδιακὴ προσευχή. Αὐτοὶ δὲν χρειάζεται νὰ διαβάσουν κανένα βιβλίο- ζοῦν τὴν καρδιά· ζοῦν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦν οἱ Πατέρες, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχει μιλήσει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» καὶ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ». Παρὰ ταῦτα, ἀξίζει νὰ καταθέσουμε κάτι μικρὸ ἔστω καὶ λίγο, μὲ τὴν συναίσθηση πὼς αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ κάποια μικρὴ γνώση ποὺ ὅλοι μας λίγο ἢ πολὺ ἔχουμε, εἴτε ὡς ἄμεση ἐμπειρία, εἴτε ὡς πόθο καὶ ἐσωτερικὴ ἀναζήτηση.

Κατ᾿ ἀρχάς, τὸ σάρκινο ὄργανο τῆς καρδιᾶς δὲν εἶναι ξένο πρὸς τὴν ἐμπειρία της, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικός. Τὸ σῶμα μὲ τὴν ψυχὴ συνυπάρχουν καὶ ἀλληλοεπηρεάζονται. Καὶ ἔτσι ἀπὸ τὸ χτύπο καὶ μόνο τῆς καρδιᾶς μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλάβει τὸ μυστήριό της.

Ἂς φανταστοῦμε, παραδείγματος χάριν, ἕναν ἀσκητὴ ποὺ βρίσκεται στὸ κελλάκι του: Εἶναι βράδυ καὶ μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἀπόλυτης ἡσυχίας, ἔχει ξεκινήσει τὴν ἀγρυπνία του μὲ τὴ λαχτάρα τῆς συνάντησης τοῦ Θεοῦ. Κάθεται ἥσυχος, παίρνει τὸ κομποσχοίνι του καὶ ἀφήνει τὴν καρδιά του ἐλεύθερη καὶ τὸ νοῦ του καθαρό. Δὲν ἔχει τὶς μέριμνες ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Δὲν ἔχει ἐμπάθειες μὲ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Δὲν ἔχει προβλήματα ἄμεσα ποὺ πρέπει νὰ ἐπιλύσει, δὲν ἔχει δυνατὲς κινήσεις ἐσωτερικῶν παθῶν. Δὲν τυραννιέται ἀπὸ συγκρίσεις, μειονεξίες, ἀνασφάλειες, φόβους. Δὲν ἔχει ὄνειρα, πράγματα ποὺ περιμένει, ἀνάγκες γήινες. Τὸ μόνο ποὺ κυριαρχεῖ μέσα του εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὴν τὴν ποθεῖ, ὄχι γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴν ἐμπειρία της, οὔτε γιατί κατὰ κάποιο τρόπο τὴν δικαιοῦται, ἢ γιατί θέλει νὰ τὴν κατακτήσει, ἀλλὰ γιατὶ ἔχει ἀνάγκη νὰ ταπεινωθεῖ μέσα στὴν ἀτμόσφαιρά της καὶ γιατὶ αἰσθάνεται πὼς ὁ Θεὸς πρέπει νὰ ἐνεργήσει στὴν καρδιά του. Πρέπει νὰ σβήσει ὁ ἴδιος καὶ νὰ ἐμφανισθεῖ ὁ Θεός· νὰ ἁγιαστεῖ ὁ τόπος καὶ ἡ στιγμὴ μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Δὲν θέλει νὰ συνομιλήσει μαζί Του, ἀλλὰ νὰ ζήσει τὴν παρουσία Του καὶ νὰ ἀφεθεῖ στὴν ἀγκαλιά Του. Κάθεται λοιπόν, καὶ καθὼς εἶναι λευκασμένος ὁ ἐσωτερικός του κόσμος ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀκούει τὸ μόνο καὶ τελευταῖο ὑπόλειμμα ποὺ τοῦ μένει, ὡς ταπεινὴ ὑπόμνηση τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου: τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς. Ὅλες μας οἱ αἰσθήσεις, ὅλες οἱ λειτουργίες τοῦ σώματος, ὅλα τὰ ὄργανα δὲν εἶναι αἰσθητά. Τὰ νεφρά μας δὲν τὰ καταλαβαίνουμε, οὔτε τὸ συκώτι μας, οὔτε τὸν ἐγκέφαλό μας. Μόνο τους πνεύμονες αἰσθανόμαστε μὲ τὸ ρυθμὸ τῆς ἀναπνοῆς καὶ τὸ ἀνεβοκατέβασμα τοῦ στήθους, καθὼς καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ χτύπο της μὲ τὴν ἁφὴ καὶ τὴν ἀκοή. Ὅταν λοιπὸν ὁ προσευχόμενος ἀσκητὴς ἔχει τοποθετήσει τὴν προσευχὴ πάνω στὴν ἀναπνοὴ ἀκολουθώντας τὸ ρυθμό της, γίνεται κι αὐτὴ ἡ λειτουργία ἀνεπαίσθητη. Δὲν τὴν καταλαβαίνει, γιατί καθὼς εἰσπνέει καὶ ἐκπνέει ἀφήνεται στὴν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς. Καὶ ἴσως τότε ἀκούει -διότι τότε μόνο ἀκούγεται- τὴν καρδιά.

Αὐτὴ ἡ τελευταῖα ὑπόμνηση στὸν ἀσκητὴ ὅτι εἶναι καὶ φυσικὸς ἄνθρωπος, εἶναι πολὺ γλυκιά. Δὲν θέλει νὰ μὴν εἶναι φυσικὸς ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἡ φυσικὴ ὑπόσταση ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς ταπεινώνει. Αὐτὸ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, αὐτὴ εἶναι ἡ κληρονομιὰ τῆς δημιουργίας Του, αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο Του δῶρο: νὰ εἴμαστε κτίσματά Του. Δὲν θὰ θέλαμε νὰ εἴμαστε ἄχτιστοι, ἀσώματοι, ἢ κάτι ποὺ δὲν εἴμαστε, ἀλλὰ αὐτὸ καὶ μόνο ποὺ Ἐκεῖνος κατὰ τὴ σοφή Του κρίση μᾶς ἔπλασε. Ἀναπαυόμαστε στὴ σκέψη ὅτι εἴμαστε ἔτσι ὅπως μᾶς δημιούργησε: κτίσματα δικά Του ποὺ φέρουν ὑλικὸ σῶμα. Συναντοῦμε λοιπὸν τὴ δημιουργία μας, ἀνακαλύπτουμε τὴ φύση μας. Αὐτὸ τὸ γλυκὸ ταπεινὸ βίωμά μας τὸ δίνει ἡ ὑπόμνηση τοῦ καρδιακοῦ χτύπου κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς προσευχῆς- ὅπως τὴν περιγράψαμε παραπάνω. Βέβαια, γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ περιγράψαμε, ἀπαιτεῖται ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ ἡσυχία καὶ κάποιες συνθῆκες ζωῆς. Αὐτὰ δὲν γίνονται ἀπὸ μία νοικοκυρὰ μέσα στὴν κουζίνα, οὔτε ἀπὸ ἕνα δάσκαλο τὴν ὥρα ποὺ διδάσκει - μιὰ τέτοια προσπάθεια μόνο ζημιὰ θὰ προξενοῦσε στὴν ψυχή. Τί ὡραία ὅμως ποὺ εἶναι νὰ ξέρει κανεὶς ὅτι κάποιοι ἄνθρωποι, δικοί Του ἄνθρωποι, σὰν κι αὐτόν, «νυκτὸς μετὰ τῆς καρδίας των ἀδολεσχοῦσι καὶ σκάλλει τὸ πνεῦμα αὐτῶν»· ὅτι ἀγωνίζονται νὰ πλησιάσουν τὸ Θεὸ καὶ παλεύουν ἀκατάπαυστα νὰ βγοῦν λίγο ἀπὸ τὴν παχύτητα τῆς φύσεως, διατηρώντας ὅμως πάντοτε ἕνα εὐλογημένο ὑπόλειμμα. Αὐτοὶ τροφοδοτοῦν τὴν οἰκουμένη μὲ τὰ «πέραν», τὰ «ἐπέκεινα» καὶ τὰ «μείζονα». Αὐτὸ εἶναι ἡ «καθαρὰ καρδία», ἡ ὁποία δὲν σώζει μόνο ἕναν -τὸν ἀσκητή- ἀλλὰ μοιράζεται καὶ μοιράζει τὸ ἀγαθὸ τῆς Ἐκκλησίας σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο.

Ἄλλη ἔννοια στὴν ὁποία ἀναφέρονται οἱ Πατέρες μὲ τὸν ὅρο «καρδιά» εἶναι τὸ συναίσθημα, ὁ συναισθηματικός μας κόσμος. Εἶναι ἡ ἕδρα αὐτῶν τῶν στοιχείων ποὺ ἐκφράζουν τὸ θυμικὸ τῆς ψυχῆς. Κυρίως ὅμως, μὲ τὸν ὅρο «καρδιά» ἐννοοῦν κάτι πολὺ βαθύτερο καὶ πολὺ ἐσωτερικότερο: Τὴν καρδιὰ τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τὴν ἕδρα τῶν ἁγίων ἀναβάσεων -«ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν διέθετα»- τὴν πηγὴ τῶν ἱερῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ κέντρο τῆς ἀγάπης - «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου». Εἶναι τὸ βαθύτερο καὶ ἐσώτερο σημεῖο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο συναντοῦμε τὸ Θεό.

Αὐτὸ τὸ σημεῖο πλατύνεται, ἀνοίγεται, διευρύνεται κι ἔτσι κάνουμε λόγο γιὰ «πλατυσμὸ τῆς καρδιᾶς» - μιὰ πολὺ ὡραία ἔκφραση ποὺ ἀπαντᾶ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ στὴν Καινή, καὶ σημαίνει τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ἀνοιχτὴ τὴν ψυχή του, νὰ διευρύνει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, νὰ μπορεῖ νὰ δέχεται τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ φιλοξενεῖ γεγονότα, σχέσεις, ἀλήθειες, νὰ χωρεῖ τοὺς ἀδελφούς του, νὰ ἀντέχει τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη.

Μὲ ἄλλα λόγια, «πλατυσμὸς τῆς καρδιᾶς» σημαίνει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος δεκτικὸς καὶ χωρητικός. Νὰ μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ, νὰ μπορεῖ νὰ ἀνέχεται, νὰ μπορεῖ νὰ ὑπομένει τὸν ἀδελφό του, νὰ μπορεῖ νὰ περιμένει τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν βιάζεται, δὲν στηρίζει τὴν ἀνυπομονησία μας. Μᾶς θέλει μὲ ὑπομονὴ νὰ Τὸν προσδοκοῦμε, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος μακροθυμεῖ καὶ περιμένει. Αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς, αὐτὸ ποὺ γεμίζει μὲ χαρὰ καὶ ἐσωτερικὴ πανήγυρη τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸ εἶναι ὁ πλατυσμὸς τῆς καρδιᾶς.


Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐποχή μας ἀδικεῖ μία μεγάλη εὐλογία ποὺ ἔχει δώσει ὁ Θεός. Τὴν εὐλογία τῶν ἐντολῶν. Θεωρεῖ ὅτι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν ἀποτελεῖ μία μηχανική, ἐπιφανειακὴ ἠθικὴ καὶ ὅτι ὁ λόγος περὶ τηρήσεως τῶν ἐντολῶν εἶναι μία ἠθικολογία ποὺ προάγει τὸν εὐσεβισμό.

Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι τὰ πράγματα. Ἂν προσέξομε, θὰ δοῦμε ὅτι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ πατερικὴ γραμματολογία καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γεμάτα ἀπὸ προτροπὲς γιὰ τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ προσδιορίζουν τὴν ἁγιότητα- μεταξὺ ἄλλων- καὶ ὡς ἔκφραση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν· «ἐὰν ἀγαπᾶτε με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε», λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἡ προσπάθεια τηρήσεως τῶν ἐντολῶν μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία καὶ τοὺς ἐπικίνδυνους ἀκροβατισμοὺς τῶν «βιωμάτων», στὴν πραγματικότητα τῶν ἀδυναμιῶν μας.

Διαβάζουμε συχνὰ ἕνα βιβλίο, κάνουμε μία ὡραία συζήτηση, μιλᾶμε γιὰ τὸν πλατυσμὸ τῆς καρδιᾶς, γιὰ τὶς ἀναρριχήσεις τοῦ νοός, γιὰ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο μᾶς διακόπτει ὁ ἄντρας ἢ, ἡ γυναίκα μας στὸ σπίτι, καὶ ἀντιδροῦμε μὲ ἔνταση καὶ ἐκνευρισμό. Τί ἔννοια ἔχουν τότε ὅλες αὐτὲς οἱ συζητήσεις; Κρατᾶμε τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι, τηροῦμε ἴσως τὶς νηστεῖες ἐπειδὴ ἔτσι μάθαμε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τῆς ἀγάπης, τῆς ὑπομονῆς, καὶ τῆς ἀμοιβαίας ἀνοχῆς, τῆς συγχωρητικότητας, νοεῖται τὸ ἑξῆς φαινόμενο: Ἐνῶ ἐμφανιζόμαστε μὲ μία μοναχικοῦ χαρακτήρα παραδοσιακότητα εἴμαστε πολὺ σκληρόκαρδοι ἄνθρωποι. Αὐτὸ ποὺ μαλακώνει τὴν ψυχὴ σὰν σφυρὶ ποὺ τὴ χτυπάει, εἶναι οἱ ἐντολὲς καὶ ὁ ἀγώνας τους.

Οἱ ἐντολὲς ὑπάρχουν γιὰ δυὸ λόγους: Πρῶτον, γιὰ νὰ μᾶς ταπεινώνουν καί, δεύτερον, γιὰ νὰ μᾶς δείχνουν τὴν πορεία μας.

Πόσο ἀγώνα ἔχει μία ἐντολή! Πόση προσπάθεια! Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ διαβάσουμε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία ἢ τὰ Ἀσκητικὰ τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, νὰ νομίσουμε ὅτι τὸ καταλάβαμε καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι φτάσαμε σὲ μία δῆθεν «πνευματικὴ κατάσταση», ἀπὸ τὸ νὰ προσπαθήσουμε νὰ μὴν ποῦμε ἕνα ψέμα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλοῦμε συμβατικὰ ψέματα, ἢ ἀπὸ τὸ νὰ δεχθοῦμε τὸ παιδί μας ὅπως εἶναι, ἢ νὰ ἀνεχθοῦμε τοὺς γονεῖς μας ἢ ἀμοιβαῖα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὅταν προσπαθοῦμε νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς δυσκολευόμαστε πολύ. Κι ἔτσι, ταπεινωνόμαστε ἐνώπιόν τους. Οἱ ἐντολὲς ὅμως πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μᾶς ταπεινώνουν, λειτουργοῦν καὶ ὡς ὁδοδεῖκτες στὴν πορεία μας. Βλέπει κανεὶς πολλὲς φορὲς στοὺς ὀρεινοὺς δρόμους νὰ ὑπάρχουν στὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς ἀσφάλτου, πάσσαλοι μὲ φθορίζουσα ὕλη πάνω τους, ὥστε νὰ δείχνουν τὸ δρόμο, ὅταν αὐτὸς καλύπτεται ἀπὸ τὰ χιόνια. Τὸ ἴδιο κάνουν κι οἱ ἐντολές· μᾶς δείχνουν ποῦ πορευόμαστε. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἀναζητήσει κανείς, μὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ πνευματικοῦ του, νὰ προσδιορίσει τὶς ἐντολὲς γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ στὴ ζωή του. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μαθητεύει συνεχῶς στὸ συγκεκριμένο ἀγώνα του. Δὲν δικαιολογεῖ εὔκολα τὸν ἑαυτό του ὅταν δὲν τὰ καταφέρνει, δὲν ἀδιαφορεῖ. Στέκεται μὲ τιμιότητα ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια. Δὲν ψεύδεται, οὔτε ξεγελᾶ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ κοιτάζει ποιὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐντολὲς θὰ ἐφαρμόσει καὶ σὲ ποιὸ βαθμό. Ἔτσι, διακρίνει τὸ δρόμο καὶ τὴν πορεία του, καὶ στὴ συνέχεια ζητάει μὲ τὴν προσευχή του τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία Του ὥστε, ἂν κάποια ἀπὸ τὶς ἐντολὲς μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ ἐμπειρία προσωπική, αὐτὸ νὰ γίνει μόνο μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Στὴν πνευματικὴ ζωή, οἱ ἀρετὲς δὲν ἀποτελοῦν κατάκτηση ἢ ἐπίτευγμα, ἀλλὰ δῶρο Θεοῦ καὶ καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σὲ μᾶς ἀνήκει ἡ συναίνεση καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὴ χάρι Του.


Ἡ συστολὴ τοῦ ἐγώ

Τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων, τὰ συναξάρια, δὲν τὰ διαβάζουμε γιὰ νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε -εἶναι ἀδύνατο ὅ,τι διαβάζουμε νὰ τὸ μεταφέρουμε στὴ ζωή μας. Δὲν μποροῦμε, παραδείγματος χάριν, ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε τὸ κουράγιο νὰ σταθοῦμε ἔστω μία ὥρα μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἅγιο Ἀλύπιο τὸν Κιονίτη, ποὺ ἔζησε 53 χρόνια πάνω σὲ ἕνα στύλο. Καθὼς ὅμως διαβάζουμε τὸ βίο του, λέμε: «Θεέ μου, Τί χάρι ἔδωσες σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο! Πῶς εἶχε τέτοια ἀντοχή, ὑπομονὴ καὶ ζῆλο! Τί ἀγάπη πρέπει νὰ εἶχε ἡ ψυχή του! Τότε, προσευχόμαστε· «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν»· καὶ ἀμέσως ἐπιστρέφουμε πρὸς τὸν Κύριο καὶ λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς». Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀπορρέει μὲ μεγάλη φυσικότητα μέσα ἀπὸ τὸ μεγαλειῶδες παράδειγμα ἑνὸς ἐνχριστωμένου καὶ χαριτωμένου ἀνθρώπου.

Διαβάζουμε λοιπὸν ἕνα κείμενο, ποὺ μιλάει γιὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα ἢ μαρτυρικὴ ζωή, γιὰ ὕψιστες ἐκφράσεις τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεό, καὶ συγκρίνουμε ταπεινὰ τὸν ἑαυτό μας μὲ αὐτὸ τὸ μέτρο. Ἡ σύγκριση αὐτὴ μᾶς βάζει πάντοτε στὸν παρονομαστή. Ὁ παρονομαστὴς διευκολύνει τὴν ταπείνωση καὶ ἡ σύγκριση προσελκύει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ θράσος τῆς δῆθεν κατανόησης τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἢ τῆς ψευτοεμπειρίας τῶν εὐλογημένων καταστάσεων ἐξαφανίζεται. Ἄλλοτε πάλι, συναντώντας στὰ ἀσκητικὰ βιβλία τὸ σοφὸ φρόνημα ποὺ περικλείει ἡ ἔκφραση «πάντες σώζονται, ἐγὼ δὲ μόνος ἀπόλλυμαι», ἀνεβάζουμε ἀμέσως τοὺς ἄλλους μέσα μας καὶ ὑποβιβάζουμε τὸ ἐγώ μας. Στὴν καρδιὰ καὶ στὴ σκέψη μας οἱ ἄλλοι ὑπερτεροῦν, σώζονται, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμεῖς χανόμαστε καὶ καταστρεφόμαστε μὲ δική μας ὑπαιτιότητα. Μπορεῖ ἄραγε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα νὰ εὐδοκιμήσει μία κατάκριση, μία ἔπαρση, μιὰ σκληροκαρδία;

Ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος τρόπος νὰ καλλιεργήσει κανεὶς τὴν ἐσωτερικὴ ταπείνωση. Τὸ ἐγώ μας ἐκφράζεται εἴτε βουλητικὰ ὡς ἀπαίτηση, εἴτε συναισθηματικὰ ὡς δικαίωμα καὶ ὑπερβολικὲς εὐαισθησίες, ἢ διανοητικὰ ὡς πείσμων ἄποψη καὶ δύσκαμπτη γνώμη. Θωπεύοντας τὸ ἐγώ μας δὲν μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε τὸν ἀδελφό μας καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀδυνατοῦμε νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀρνούμαστε νὰ υἱοθετήσουμε στὴ ζωή μας καὶ νὰ κατανοήσουμε τὸ θέλημα τοῦ ἄλλου καὶ γι᾿ αὐτὸ δυσκολευόμαστε νὰ δεχθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀδελφοὶ μᾶς δόθηκαν γιὰ νὰ ἀποτελοῦν τὶς ὁρατὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Ἐπιτρέποντας τὸ πέρασμα τοῦ θελήματός τους στὴ ζωή μας, διευκολύνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ υἱοθετηθεῖ ἀπ᾿ αὐτήν. Σκεπτόμενοι τὰ δικά τους δικαιώματα καὶ ὄχι τὰ δικά μας, διακρίνουμε τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Ἀκούγοντας μὲ σεβασμὸ τὴ δική τους ἄποψη, ἀφήνουμε τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ νὰ λειτουργήσει μέσα μας. Ὅταν λοιπὸν φοβᾶται κανεὶς τὸ θέλημά του, δὲν ἐμπιστεύεται τὴν κρίση του καὶ ἀρνεῖται τὰ δικαιώματά του, μένει προστατευμένος ἀπὸ αὐτὰ ἀρχίζει νὰ συστέλλει τὸ ἐγώ του. Αὐτὰ ὅλα μᾶς ταπεινώνουν καὶ ταυτόχρονα μᾶς ἐλευθερώνουν.

Ἐχθρὸς καὶ ἀντίπαλος στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν ὑπάρχουν. Ἕνας εἶναι ὁ ἐχθρός μας: ὁ ἑαυτός μας. Μία εἶναι ἡ ἀρρώστια: ὁ ἐγωισμός μας. Πολεμώντας τὸν ἐγωισμό μας οἰκοδομοῦμε σιγὰ-σιγὰ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ταπείνωσης μέσα μας. Καὶ τὸν ἐγωισμό μας τὸν καταλαβαίνουμε ἐνίοτε ὡς κενοδοξία, ἄλλοτε ὡς περιαυτολογία, πολλὲς φορὲς ὡς ἐγωπαθὴ φιλαυτία, ἢ ὡς ἐγωκεντρισμὸ· ἄλλοτε μὲ πολὺ φανερὲς μορφές, ὅπως ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἀλαζονεία, καὶ ἄλλοτε μὲ πολὺ λεπτές, ὅπως ἡ ὑπερβολικὴ εὐαισθησία, τὸ παράπονο, οἱ παρεξηγήσεις, ἡ εὐθιξία κ.λπ.

Ἕνα μικρὸ παράδειγμα ἀρκεῖ γιὰ νὰ καταδειχθεῖ τὸ εὖρος αὐτοῦ τοῦ κρυμμένου ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ἀφανοῦς ἀνελευθερίας: Ἂν τύχει νὰ κοιτάξουμε μία φωτογραφία ποὺ ἀπεικονίζει πέντε ἄτομα -μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸ δικό μας πρόσωπο ποιὸ πρόσωπο θὰ ψάξουμε, πρῶτο ἀπ᾿ ὅλα, νὰ βροῦμε στὴ φωτογραφία καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε; Ἀσφαλῶς, τὸ δικό μας. Καὶ ἂν τύχει ἡ φωτογραφία νὰ εἶναι ἐκπληκτικὴ στὸ φόντο της, στὰ χρώματά της καὶ στὶς ἐκφράσεις ὅλων τῶν προσώπων, ἀλλὰ τὸ δικό μας πρόσωπο νὰ ἔχει βγεῖ μὲ λίγο κλειστὰ μάτια -δὲν εἶναι σπάνιο κάτι τέτοιο- τότε δὲν μᾶς ἀρέσει ἡ φωτογραφία, ἐνῶ ἀρέσει σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δείχνει πῶς λειτουργεῖ ὁ λεπτὸς ἐγωισμός μας.

Κατ᾿ ἀναλογία, πολὺ ἔντονη εἶναι μέσα μας καὶ ἡ τάση δικαιολόγησης τοῦ ἑαυτοῦ μας. Δὲν ἀντέχουμε νὰ ἀδικούμαστε. Κι ἀκόμα, δὲν ἀντέχουμε τοὺς συνανθρώπους μας ποὺ παρουσιάζουν χαρακτήρα ἀσύμβατο μὲ τὸ δικό μας καὶ μᾶς δυσκολεύουν. Δὲν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μπορεῖ μὲν οἱ καλοὶ συνάνθρωποί μας (οἱ ἐνάρετοι, οἱ «εὔκολοι») νὰ εἶναι οἱ πλησίον μας ἀδελφοί, ἀλλὰ οἱ δύσκολοι (οἱ λεγόμενοι «ἁμαρτωλοί», αὐτοὶ ποὺ στεροῦνται ἴσως ἀρετῶν καὶ μᾶς ἐρεθίζουν καὶ μᾶς προκαλοῦν) εἶναι ἀκόμα καλύτεροι, διότι εἶναι οἱ ἀγαπημένοι ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ἀντιστεκόμαστε σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα κι ἔτσι ἀρνούμαστε νὰ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι, οἱ φίλοι, οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ζοῦμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας εἴτε μέσα ἀπὸ συγκεκριμένες λεπτομερεῖς μορφές, εἴτε μέσα στὴν ἡσυχία μας, ὅταν αἰσθανόμαστε τὸ ἐγώ μας σὰν ὁμίχλη νὰ παρεμποδίζει τὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν πολὺ ἔντονα μέσα μας, εἶναι κυρίως ἡ γνώμη μας ὡς ἄποψη, τὸ δικαίωμα ὡς συναίσθημα καὶ τὸ θέλημα ὡς βουλητικὴ ἔκφραση τῆς ἐγωπάθειάς μας. Καλὸ εἶναι αὐτὰ νὰ τὰ πολεμήσουμε. Πηγαίνουμε στὸν πνευματικό μας, κάνουμε λίγη ὑπακοή, ἀγωνιζόμαστε ὅσο μποροῦμε, κι ἔτσι καλλιεργοῦμε τὸ φιλόσοφο νοῦ. Θὰ λέγαμε πὼς χρειάζεται νὰ ἀποκτήσουμε καὶ λίγο «μυαλό» πνευματικό. Συνήθως εἴμαστε ἐπιστήμονες στὸ νὰ ἀνιχνεύουμε τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη τῶν ἄλλων καὶ ἐντελῶς τυφλοὶ στὸ νὰ ἀντικρίζουμε τὶς δικές μας. Ἔτσι ὅμως ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεό. Περιορίζουμε τὸ δικαίωμά Του νὰ μᾶς μεταμορφώσει ἀπὸ εἰκόνες σὲ ὁμοιώματά Του.


Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ

Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἁγίας βουλήσεώς Του. Ὁ Θεὸς «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Θέλημά Του εἶναι ἡ σωτηρία μας καὶ ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς Του. Οἱ ἐντολές, στὶς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε νωρίτερα, καὶ ἡ τήρησή τους (ἢ τουλάχιστον ἡ ἐπιθυμία μας νὰ ζήσουμε τὸ πνεῦμα τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ) προσδιορίζουν τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ χαρίζουν τὸν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς Του φωτισμό. Εἶναι βέβαια ἀλήθεια ὅτι ἡ ζωή μας ξεδιπλώνεται μέσα ἀπὸ διλήμματα, εὐκαιρίες καὶ δυνατότητες, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν ἰδιαίτερα τὴν ἐλευθερία μας· κι ἀκόμα μέσα ἀπὸ ἐπιλογὲς ποὺ συχνὰ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ παλινδρομοῦμε μεταξὺ τῆς ἔκφρασης τοῦ δικοῦ μας θελήματος καὶ τῆς ἀναγνώρισης τοῦ δικοῦ Του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν λειτουργεῖ σὰν γραμμικὴ ἐξίσωση μὲ μία λύση, διότι τότε θὰ ἔφτιαχνε ἄνθρωπο χωρὶς ἐλευθερία. Ὁ Θεὸς γιὰ κάθε ἄνθρωπο καὶ κάθε περίσταση, γιὰ κάθε στιγμὴ προσφέρει ὡς θέλημά Του ἄπειρες δυνατότητες, ποὺ ὅλες ὅμως ἐκφράζουν τὴ βούλησή Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν μοιάζει μὲ τὸ ἐγωιστικὸ δικό μας. Δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ δεσμεύει τὴν ἐλευθερία μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἐνεργοποιεῖ καὶ νὰ τὴ ζωντανεύει. Τὸ ἕνα θέλημα μᾶς καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ὑποδουλώνει στὸν ἐγωισμό μας. Τὰ ἄπειρα θελήματα τοῦ Θεοῦ μᾶς βοηθοῦν νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐλευθερία ὡς ὕψιστο δῶρο.

Ἡ ὑποταγὴ καὶ ἡ ταύτιση τῆς βούλησής μας στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, φωτίζει τὸ νοῦ, γεννᾶ τὴν ἀπόφαση καὶ ἀναδεικνύει τὸ πρόσωπο. Ὑπάρχει μία θαυμάσια μονολόγιστη προσευχὴ ποὺ ἐκφράζει αὐτὸ τὸ φρόνημα: «Κύριε, ποίησόν με οἶον θέλεις καὶ ὡς θέλεις· κἂν θέλω, κἂν μὴ θέλω». Ἂν ἡ καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ προσεύχεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, εἶναι δυνατὸν νὰ διερωτᾶται ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεὸς ἔχει ἄπειρα θελήματα ποὺ τὰ προσφέρει ὁ καθένας μας ὡς εὐκαιρίες καὶ δυνατότητες. Ὅταν ἐμεῖς ταυτιστοῦμε μὲ τὴ βούλησή Του, τότε διακρίνουμε τὸ ἕνα ποὺ μποροῦμε νὰ ἐπιλέξουμε καὶ ξεκάθαρα νὰ ἀποφασίσουμε.

Ἡ κοσμικὴ ἠθική, ἡ ἠθικὴ τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων φιλοσόφων, στηριζόταν στὴν ὑποταγὴ τῆς φύσεως στὴ βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, ἡ πνευματικὴ ἠθικὴ βασίζεται στὴν ὑποταγὴ τῆς ἀνθρώπινης βούλησης στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ. Τὸ πρῶτο γεννᾶ ἐγωισμό· τὸ δεύτερο, ταπείνωση ποὺ προσελκύει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὑποτάσσεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος -ψυχὴ καὶ σῶμα, φύση καὶ πνεῦμα -στὴ χάρι Του. Ἔτσι γίνεται «Θείας κοινωνὸς φύσεως» καὶ «ἐγνωσμένος ὑπὸ Θεοῦ».


Ἡ ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ Θεὸς δὲν γνωρίζεται μὲ γνωστικὲς μεθόδους. Δὲν εἶναι μαθητικὴ ἐξίσωση ποὺ προσφέρεται πρὸς ἐπίλυση. Ὁ Θεὸς εἶναι ὄντως μυστήριο ποὺ ἀποκαλύπτεται στὶς καρδιὲς ἀνθρώπων καὶ οἱ ἄνθρωποι Τὸν πλησιάζουμε μὲ αὐτὴ τὴ βαθύτερη ἐσωτερικὴ διεργασία, τῆς ὁποίας τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ μᾶς κάνει ἀνοιχτοὺς μπροστὰ στὴ χάρι καὶ τὴν εὐλογία Του.

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἴμαστε πνιγμένοι ἀπὸ τὰ προβλήματα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἀρρωσταίνει τὸ παιδί μας, δὲν πᾶνε καλὰ οἱ δουλειές μας, δυσκολευόμαστε νὰ παντρευτοῦμε ἢ νὰ ἀποκτήσουμε ἕνα παιδί, ἢ παντρευόμαστε καὶ μετὰ συμβαίνει ἕνα ἀτύχημα ποὺ δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα στὴ συνέχιση πλέον τῆς κοινῆς μας ζωῆς· ἄλλοτε πάλι μᾶς ἀπασχολοῦν οἱ σχέσεις μας μὲ τὰ παιδιά μας ἢ μὲ τοὺς γονεῖς μας, ἢ τὸ Τί θὰ σπουδάσουμε, τὸ ἄν, ποῦ καὶ πότε θὰ βροῦμε μία δουλειά· ἀνησυχοῦμε γιὰ τὰ παιδιά μας ἢ τὰ ἀδέλφια μας ποὺ ἐμφανίζουν μία περίεργη συμπεριφορά, ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ ψυχικὲς ἀρρώστιες -ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν βασικὰ καθημερινὰ προβλήματα ποὺ τὰ πολλαπλασιοῖ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα σύγχρονης κοινωνικῆς ἀντίληψης. Τέτοια προβλήματα μᾶς κάνουν νὰ νομίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπών. Κι αὐτό, διότι πιστεύουμε σὲ ἕνα Θεό-ὑπηρέτη τῶν καθημερινῶν μας ἀναγκῶν: ἀρρωσταίνουμε καὶ Τοῦ ζητᾶμε νὰ μᾶς κάνει καλά, ἢ φοβόμαστε τὶς ἐξετάσεις μας στὸ πανεπιστήμιο καὶ θέλουμε νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ πετύχουμε. Ὅμως εἶναι ἀναγκαῖο νὰ καταλάβουμε ὅτι αὐτὸς ὁ ἀνθρωπόμορφος Θεὸς ποὺ ἔχουμε κατασκευάσει, καὶ ποὺ θυμίζει ἀρκετὰ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες ἀρχαιοελληνικῶν Θεῶν, δὲν ὑπάρχει.

Εἴμαστε ὅλοι, λίγο ἢ πολύ, τραυματισμένοι ἄνθρωποι. Ἔχει ἕνα δάκρυ μέσα της ἡ ζωή μας, ἕνα κλάμα ἢ μία ἀπορία ἢ μία ἀγωνία, μιὰ ἀνησυχία ποὺ πολλαπλασιάζεται ἀπὸ τὴν ἴδια μας τὴ ζωή. Θέλουμε λοιπόν, αὐτὰ τὰ θέματα κάπου νὰ τὰ ἀκουμπήσουμε. Κάποιοι βρίσκουν τὴ διέξοδο τῶν Ψυχολόγων, τῶν ψυχιάτρων, τῶν οἰκογενειακῶν συμβούλων ἤ, ἂν δὲν θέλουν νὰ πᾶνε ἐκεῖ, κάποιων φίλων τους ποὺ τοὺς ἐμπιστεύονται. Στὸν τόπο μας ὅμως, παρὰ τὴν πολεμικὴ ποὺ γίνεται, ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀνθρώπων ἐμπιστεύεται ἀκόμα τὴν Ἐκκλησία. Τὴν νιώθει μητέρα του καὶ θέλει νὰ Τὴν πλησιάσει, νὰ ἐκκλησιοποιήσει κάπως τὸ πρόβλημά του καὶ νὰ τῆς ἐμπιστευθεῖ.

Ὁ κόσμος λοιπόν, πλησιάζει τὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ λύσει τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Ὅμως αὐτὰ φανερώνουν συχνὰ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει μὲ πολλὴ κατανόηση τὰ ἄμεσα καὶ καθημερινὰ προβλήματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλει νὰ βοηθήσει οὐσιαστικὰ τὸν ἄνθρωπο, τοῦ δίνει ταυτόχρονα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ἀντικρίσει τὸν ἐσωτερικό του χῶρο, νὰ δεῖ τὴν πνευματικὴ προοπτική του καὶ νὰ ἀντιληφθεῖ τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς του. Ἕνα πρόβλημα ποὺ κάποιον μπορεῖ νὰ τὸν συνθλίβει, γιὰ κάποιον ἄλλο μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ ὡς εὐλογία. Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τὸ καταλάβουμε, ὄχι γιὰ νὰ ἀλλάξουμε συμπεριφορά, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀλλάξουμε φρόνημα, νὰ ἀποκτήσουμε δηλαδὴ βαθύτερη ἀντίληψη τῶν πραγμάτων.

Ἔλεγε κάποτε ὁ πατὴρ Παΐσιος τὸ ἑξῆς: «Κάθε φορὰ ποὺ χτυπάει ἡ πόρτα μου, σφίγγεται ἡ ψυχή μου. Τὸ ἕνα τρίτο τῶν προβλημάτων ποὺ κουβαλοῦν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὰ διαζύγια, τὸ ἄλλο εἶναι καρκίνοι ἢ ἀρρώστιες καὶ τὸ τρίτο εἶναι τὰ ψυχολογικά». Καὶ σ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τί μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ; Ἴσως χρειάζεται νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μόνο ὁ λόγος της, ἀλλὰ καὶ - κυρίως- ἡ προσευχή Της.

Ἦρθε κάποτε νὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ ἕνας παλιός μου συμφοιτητὴς καὶ φεύγοντας μοῦ εἶπε: «Ἄκου νὰ σοῦ πῶ, ἐσὺ ἔγινες παπάς, ἐγὼ παντρεύτηκα· ἔχω τοῦ κόσμου τὰ προβλήματα· δὲν ἔχω χρόνο νὰ προσεύχομαι. Θὰ προσεύχεσαι ἐσὺ γιὰ μένα». Τί ὡραῖο πράγμα εἶναι τὸ νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ στηρίζει τὴ ζωή του στὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας! Εἴτε στὴ λειτουργική Της προσευχή, στὶς ἀκολουθίες, εἴτε στὴν προσευχὴ κάποιων ἀνθρώπων ποὺ μποροῦν νὰ προσεύχονται στὸ κελλάκι τους. Ἔχω βρεῖ στὸν τόπο τῆς διακονίας μου κάποιες γριοῦλες καὶ κάποιους γέροντες, στῶν ὁποίων τὴν καρδιὰ ἀνακάλυψα τὸ θησαυρὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ- κι ἔτσι, ὅταν κάποιοι ἄλλοι ἄνθρωποι μοῦ ἐμπιστεύονται μεγάλα προβλήματά τους σὲ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι. Ζητῶ τὴν συμπαράστασή τους. Πιστεύω πιὸ πολὺ στὴ δική τους προσευχή, παρὰ στὴ δική μου. Μακάρι νὰ εἴχαμε κοντά μας καὶ ἄλλα μοναστηράκια, ἀνθρώπους δηλαδὴ ποὺ πραγματικὰ βομβαρδίζουν μὲ τὶς προσευχές τους τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ καλύπτουν τὸ δικό μας ἀγώνα μὲ τὴ δύναμη τῶν δικῶν τους προσευχῶν. Μιὰ ποιμαντικὴ προσευχῆς εἶναι πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ μία ποιμαντικὴ λόγου, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν χρειάζεται καὶ ὁ λόγος – «καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν».

Πάντως, μέσα στὴν Ἐκκλησία τὰ πάντα εἶναι κοινά: κοινὰ τὰ προβλήματά μας, κοινὲς οἱ ἀρετές μας, κοινὲς οἱ ἁμαρτίες μας, κοινοὶ οἱ ἀγῶνες μας. Μ᾿ αὐτὸ τὸ φρόνημα ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία ἕνα πρόβλημά μας. Σήμερα ἔχασα ἐγὼ τὸ παιδί μου, αὔριο κάποιος ἄλλος ἀντιμετωπίζει μία δυσκολία στὴ δουλειά του, κι ἔτσι ὅλοι μαζὶ περνᾶμε μέσα ἀπ᾿ τὸ πρόβλημα καὶ ἀφήνουμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσει τὴ λύση του. Μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ δώσει μέσα ἀπὸ μία σκέψη, μέσα ἀπὸ τὰ παιδιά μας, μέσα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶναι «τῆς Ἐκκλησίας», μέσα ἀπὸ μία ἐσωτερικὴ νεύση, ἀπὸ ἕνα ἀνάγνωσμα. Κι ἀκόμη δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς φωτίζει καὶ τὸν πνευματικό μας πατέρα, ἰδιαίτερα μάλιστα ὅταν στηριζόμαστε περισσότερο στὸ δικό του φωτισμό, παρὰ στὸ δικό μας. Πρέπει βέβαια, ὁ πνευματικὸς νὰ εἶναι ὄντως «πνευματικός», νὰ εἶναι πατέρας, νὰ εἶναι ἱερέας, νὰ μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ, νὰ προσεύχεται, νὰ ξέρει νὰ ἀκουμπάει στὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴν εἶναι ἕνας ἁπλὸς κοινωνικὸς ἐργάτης ποὺ κάνει ἕνα «θρησκευτικὸ χόμπι». Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι σύμβουλος ποὺ δίνει συμβουλές· δὲν εἶναι δάσκαλος ποὺ διδάσκει, οὔτε εἰσαγγελέας ποὺ ἐλέγχει. Ὁ πνευματικὸς εἶναι πατέρας ποὺ ἀγκαλιάζει, φίλος ποὺ ἐλευθερώνει, ἀδελφὸς ποὺ συγχωρεῖ· εἶναι μυσταγωγὸς ποὺ ἱερουργεῖ τὸ μυστήριο τῆς ψυχῆς. Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ξέρει· εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ ὡς πατέρα του καὶ τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ πνευματικὸς ἔχει τὴ χάρι τῆς ἱεροσύνης, ἀρκεῖ νὰ τὴν κρατάει ζεστὴ καὶ ἐνεργὸ μέσα του. Ἂν ἔτσι τὴ διατηρεῖ, τότε ὁ Θεὸς δίνει πολλὰ καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς εἴμαστε ὑπηρέτες, διάκονοι. Τίποτα ἄλλο· Μόλις τὸ καταλάβουμε, γινόμαστε τὰ χαλιὰ πάνω στὰ ὁποῖα πατάει ὁ Θεός.

Γινόμαστε τὰ ποδόμακτρα ποὺ πατάει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ -αὐτὰ τὰ χαλάκια ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα - καὶ μαζεύουμε τὶς λάσπες γιὰ νὰ μπαίνει ὁ κόσμος καθαρός. Αὐτὴ εἶναι ἡ διακονία μας. Καὶ εἶναι ὑπέροχο ὅταν αὐτὸ τὸ καταλαβαίνει κανεὶς καὶ δὲν προσπαθεῖ νὰ κάνει κάτι παραπάνω - ἐκτὸς βέβαια ἂν ὁ Θεὸς φωτίσει, ὁπότε ἐπειδὴ Αὐτὸς ἐνεργεῖ, μᾶς κάνει καὶ μᾶς νὰ ἐνεργοῦμε κατὰ Θεόν.

Ἡ ψυχὴ εἶναι τόσο ἱερή! Τὴν πλησιάζει ὁ πνευματικὸς ὅπως τὸν ἅγιο Ἄρτο τὴν ὥρα ποὺ λέει «πρόσχομεν τὰ ἅγια τοῖς ἅγιοις». Καὶ μὲ τὰ δυὸ δάχτυλα, δηλαδὴ μὲ τὶς κατὰ τὸ δυνατὸν λιγότερες κινήσεις, Τὸν ὑψώνει, Τὸν προσφέρει στὸ Θεὸ καὶ Τὸν κατεβάζει. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ μὲ τὴν ψυχή. Δὲν παρεμβαίνει ἄτσαλα διαλύοντας καὶ συντρίβοντάς την, ἀλλὰ ἁπλὰ τὴν ἀγγίζει. Ἀποδίδει τὸ σεβασμὸ ποὺ τῆς ἀνήκει -ἀφοῦ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ- καὶ τὴν ἐπανατοποθετεῖ στὸ δισκάριο τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ὅπως στὴ Θεία Εὐχαριστία, ἔτσι κι ἐδῶ, ὁ ἱερέας καλεῖται νὰ κάνει τὴ μεταβολή: Παίρνει τὸν ἄνθρωπο τὸν τεθραυσμένο, τὸν κομματιασμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ συντετριμμένο ἀπὸ τὶς δοκιμασίες, καὶ τὸν ἐκθέτει στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ· καὶ αὐτὴ τὸν μεταμορφώνει. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱερουργία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.

Εἴπαμε παραπάνω πὼς μέσα στὴν Ἐκκλησία τὰ πάντα εἶναι κοινά. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα κατανοοῦνται καὶ οἱ σχέσεις μας μὲ τοὺς ἁγίους, «οἱ πρεσβεῖες τῶν ἁγίων». Ἡ αἴτηση τῆς πρεσβείας τῶν ἁγίων μᾶς φέρνει κοντά τους. Δὲν εἶναι κάτι τὸ ἐντελῶς τεχνικό: ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους νὰ πρεσβεύουν -πηγαίνουν αὐτοὶ καὶ πρεσβεύουν- ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ τὸ αἴτημά μας. Δὲν λειτουργεῖ ἔτσι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς δὲν λειτουργεῖ μὲ τὰ αἰτήματα τῶν ἁγίων, ἀλλὰ μὲ τὶς σχέσεις τους μαζί μας.

Ἐπειδὴ θέλουμε ἡ σωτηρία μας νὰ μὴν εἶναι μόνο δικό μας «ἐπίτευγμα», νὰ μὴν εἶναι κάτι ποὺ ἐμεῖς μόνοι μας, μὲ τὶς ἀσθενεῖς μας δυνάμεις θὰ προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε, προσευχόμαστε ὡς ἑξῆς: «Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν. Θέλουμε σ᾿ αὐτὸ τὸν ἀγώνα μας νὰ εἶστε κι ἐσεῖς συναγωνιστές· μερίδιο στὴν ἐπιτυχῆ ἔκβασή του νὰ ἔχετε κι ἐσεῖς, ὡς οἱ μεγάλοι μας ἀδελφοί, οἱ προστάτες μας. Ποθοῦμε νὰ εἴμαστε ὅλοι κοινωνοὶ τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ γίνεται στὴ δική μας ζωή. Κι ἐσεῖς ἔχετε παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς Τὸν εὐαρεστήσατε. Γι᾿ αὐτὸ ἐσεῖς νὰ προηγεῖστε κι ἐμεῖς νὰ ἀκολουθοῦμε». Αὐτὴ εἶναι ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.

Τί πιὸ ὡραῖο πράγμα, λοιπόν, ἀπὸ τὸ νὰ κοινωνοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους τὴν ἀνάγκη καὶ τὸν πόθο τῆς σωτηρίας μας! Τί πιὸ ὡραῖο ἀπὸ τὸ νὰ μὴν εἶναι ἡ σωτηρία μας κατόρθωμα τοῦ καθενὸς χωριστά, ἀλλὰ δῶρο ἑνὸς κοινοῦ ἀγώνα! Τί πιὸ εὐλογημένο ἀπὸ τὸ νὰ βλέπει καὶ ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν κοινὴ πορεία! Νὰ μὴ βλέπει τὸν καθένα μόνο του νὰ ἀγωνίζεται, νὰ πέφτει, νὰ λιώνει, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, στρατευόμενη καὶ θριαμβεύουσα, νὰ ἐγείρεται στὸ πλευρό του! Νὰ ζητᾶ ὁ πιστὸς τὴν εὐχὴ τοῦ πνευματικοῦ του, τῆς μάνας του, τῶν φίλων ποὺ τὸν ἀγαποῦν, τῶν ἁγίων ποὺ εἶναι ζωντανοὶ καὶ ἔχουν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ! Ἡ σκέψη αὐτὴ εἶναι συγκλονιστικὴ καὶ δὲν εἶναι μία πολὺ ὄμορφη ἰδέα, ποὺ τὴν κάνει ἕνας μὴ ὀρθολογιστής· εἶναι κίνηση μὲ ἀντίκρισμα.

Ἐπιπλέον, ὁ κάθε ἀγωνιζόμενος πιστὸς δὲν ἔχει μόνο τοὺς ἁγίους στὸ πλευρό του, ἔχει καὶ τὸ φύλακα ἄγγελό του. Ὄχι τὴν ἀφηρημένη αἴσθηση τοῦ ἀγγέλου, ἀλλὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπειρία ὅτι στὸ πλευρό του ἔχει τὸν ἄγγελό του καὶ σηκώνει κι αὐτὸς τὸ βάρος τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα.

Κι ἀκόμα, ἔχουμε τὸν προστάτη ἅγιό μας. Ἔχουμε τοὺς ἁγίους του ναοῦ στὸν ὅποιο διακονοῦμε, ἢ τῆς ἐνορίας στὴν ὁποία προσευχόμαστε. Ἔχουμε τοὺς ἁγίους ποὺ εὐλαβούμαστε ἐπειδὴ πήγαμε καὶ ζήσαμε μία κατάσταση στὰ προσκυνήματά τους: Τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ἢ τὸν ἅγιο Ραφαήλ, ἢ κάποιον ἄλλο ἅγιο. Ἔχουμε αὐτοὺς τῶν ὁποίων τὸ βίο διαβάσαμε καὶ συγκλονίστηκε ἡ ψυχή μας. Ἔχουμε τὴν εὐχὴ τῶν πνευματικῶν μας.

Ὅλοι ἀγωνιζόμαστε μαζί. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ ἐκκλησιοποιημένου ἀγώνα μας: ὅτι ὁ ἀγώνας μας γίνεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἀντλοῦμε δυνάμεις νὰ ................ βλέποντας αὐτὴ τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν καὶ ἁγίων μέσα στὴν Ἐκκλησία, παραβιάζει τὸ νόμους Του, ἀνατρέπει τὰ φαινόμενα σχέδια Του καὶ συγκινεῖται περισσότερο ἀπὸ τὸν κοινὸ ἀγώνα, παρὰ ἀπὸ τὸ ὁποιοδήποτε αἴτημά μας

Οἱ ἅγιοι δὲν πρεσβεύουν μόνο στὶς δυσκολίες μας, ἄλλα καὶ στὶς ἐπιτυχίες μας. Ὅπως μοιραζόμαστε τὴ δοκιμασία, μοιραζόμαστε καὶ τὸ δῶρο. Κι ἔτσι δὲν προκύπτει ἔπαρση, ἀλλὰ γεννιέται γλυκιὰ ταπείνωση.

Ὅλα αὐτὰ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι μία ψιλὴ διδασκαλία, ἀλλὰ μία ζωντανὴ ἐμπειρία. Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν πρεσβειῶν τῶν ἁγίων, ζεῖ τὴ συνέπεια μὲ τὴν ὁποία οἱ ἅγιοι, ὅταν ἐμεῖς ἐναποθέτουμε στὴ δική τους παρρησία τὸ δικό μας ἀγώνα καὶ τὴ σωτηρία μας, προωθοῦν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ τὸ αἴτημά μας κι Ἐκεῖνος ἀνταποκρίνεται.

Οἱ ἅγιοι δὲν πεθαίνουν, δὲν σταματοῦν. Παρεμβαίνουν στὴ ζωή μας καὶ τὴν παρακολουθοῦν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τοὺς ἀποκαλοῦμε παγκόσμιους. Εἶναι αἰώνιοι· δὲν περιορίζονται ἀπὸ τὸ χρόνο, οὔτε ἀπὸ τὸν τόπο, οὔτε ἀπὸ τὸ ἄτομό τους. Τὸ δῶρο τους ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία κι ἐμᾶς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ζητοῦμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἐλεήσει μὲ τὶς πρεσβεῖες τους.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴ Βίβλο τοῦ ἀββᾶ Βαρσανουφίου. Ρωτοῦν κάποιοι τὸν Ἅγιο, «πῶς δὲν ξεσπάει ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ζοῦμε μὲ αὐτὸ τὸν ἄθλιο καὶ διεστραμμένο τρόπο;». Κι αὐτὸς τότε τοὺς ἀποκαλύπτει ἕνα ἐντυπωσιακὸ γεγονός· τοὺς λέει ὅτι στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ συναντῶνται οἱ προσευχὲς τριῶν ἁγίων: Κάποιου ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα -κατὰ πᾶσα πιθανότητα εἶναι ὁ ἴδιος- ἑνὸς Ἡλία ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ ἑνὸς Ἰωάννη ἀπὸ τὴ Ρώμη. Γνώριζε δηλαδή, ὁ Ἅγιος τὴν προέλευση τῶν προσευχῶν ποὺ ἔβλεπε νὰ συναντῶνται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Θεὸς νὰ βάζει «τὴν ρομφαία εἰς τὸν κολεόν», τὸ σπαθὶ στὴ θήκη. Εἶναι μία μεταφορικὴ εἰκόνα, ποὺ καταδεικνύει τὴν ἀποτελεσματικότητα ποὺ ἔχουν οἱ προσευχὲς τῶν ἁγίων τόσο τῶν ζώντων, ὅπως τὸ παραπάνω παράδειγμα, ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ τώρα ἀνήκουν στὴ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καὶ τὴν κληρονομία τῶν ὁποίων ἐμεῖς θέλουμε νὰ ἀξιοποιήσουμε. Μέσα ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν πάντων στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται καὶ τὸ «θαῦμα». Μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια προοπτικὴ ποὺ εἴδαμε παραπάνω. Τὸ θαῦμα εἶναι καλὸ ὄχι γιατί θεραπεύει ἕναν, ἀλλὰ γιατί φανερώνει τὸ Θεὸ σὲ ὅλους. Ἂς τὸ δοῦμε ὅμως λίγο πιὸ ἀναλυτικά. Στὴν καθημερινὴ διάλεκτο ἡ λέξη «θαῦμα» σημαίνει κάτι συγκλονιστικό, ποὺ καταργεῖ τοὺς νόμους τῆς φύσης, ἀνατρέπει τὴ λογικὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε, καὶ μᾶς ἐπιβάλλεται μὲ ἕναν ἐντελῶς ἐντυπωσιακὸ τρόπο. Δὲν ἔχουμε δεῖ, ἐπὶ παραδείγματι, ἕνα νεκρὸ νὰ ἀνασταίνεται, γι᾿ αὐτὸ καὶ κάτι τέτοιο εἶναι ἕνα θαῦμα γιὰ τὸ μυαλό μας. Ἢ ἔχουμε ἕνα βαριὰ ἄρρωστο, ποὺ οἱ γιατροὶ μᾶς λένε ὅτι δὲν ἔχει ἐλπίδες, καὶ ὀνομάζουμε θαῦμα τὸ γεγονὸς ὅτι τελικὰ θεραπεύεται.

Ἢ ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕνα ἀνυπέρβλητο οἰκονομικὸ πρόβλημα καὶ κάτι συμβαίνει, μὲ ἕνα ἐντελῶς ἀπροσδόκητο καὶ ἀνερμήνευτο τρόπο, νὰ τὸ ξεπερνοῦμε. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνομάζουμε θαῦμα. Ἕνας ἄλλος ὅμως ὅρος, ἁγιογραφικός, μοιάζει νὰ εἶναι γιὰ τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, πιὸ κατάλληλος, πιὸ ἐκφραστικός, ἀπὸ τὸν ὅρο «θαῦμα». Εἶναι ἡ λέξη «σημεῖο». Τὸ σημεῖο δὲν εἶναι κάτι ποὺ βολεύει τὴ ζωή μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ φανερώνει τὸ Θεό. Εἶμαι ἄρρωστος καὶ γίνομαι καλά. Αὐτὴ ἡ θεραπεία, ποὺ εἶναι τόσο ἀνθρώπινη, ἀποτελεῖ τὸ «λίγο»τοῦ θαύματος· τὸ «πολύ», εἶναι τὸ σημεῖο, τὸ ὅτι δηλαδὴ φανερώνεται ὁ Θεός.

Εἶμαι ἐγὼ ἄρρωστος καὶ εἶναι ἄρρωστος καὶ κάποιος ἄλλος συνάνθρωπός μου. Ξαφνικά, γίνεται καλὰ ἐκεῖνος μὲ ἕνα θαυματουργικὸ τρόπο. Ἔχω ἄραγε μέσα μου χαρά; Μπορῶ νὰ δοξολογήσω τὸ Θεό, πρῶτον, ἐπειδὴ φανερώθηκε στὴ ζωὴ τοῦ συνανθρώπου μου, καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ θεραπεύτηκε, ἢ μήπως μοῦ μένει ἡ λύπη ποὺ τὸ γεγονὸς δὲν συνέβη σὲ μένα; Τὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, ὄχι ἡ θεραπεία καθ᾿ αὐτήν. Ποιὸς ἀπὸ μᾶς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ: «Καλύτερα νὰ εἶμαι ἄρρωστος, μὲ ζωντανὴ τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸν ἀδελφό μου, παρὰ νὰ γίνω καλὰ καὶ νὰ μὴν καταλάβω τίποτε»;

Σημεῖο λοιπόν, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ Θεό. Λέει κάπου ὁ Κύριος, « ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰμὴ τὸ σημείον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ κόσμος ζητάει ἕνα σημεῖο, ἀλλὰ δὲν θὰ τοῦ δοθεῖ τὸ σημεῖο ποὺ ζητάει, ἀλλὰ τὸ σημεῖο ποὺ ὁ Θεὸς θὰ δώσει, τὸ σημεῖο τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐμεῖς ζητοῦμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους νὰ μᾶς στηρίζουν καὶ νὰ μᾶς θεραπεύουν κι ἀσφαλῶς κάτι τέτοιο δὲν εἶναι κακό. Ἴσως ὅμως αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχή μας νὰ μὴν εἶναι τὸ ἐνδεχόμενο «ξεγέλασμα» ἑνὸς θαύματος, ποὺ μᾶς θεραπεύει καὶ μετὰ μᾶς ἀφήνει νὰ ξεχνοῦμε τὸ Θεό, ἀλλὰ ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας Του. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία εἶναι τὸ σημεῖο.

Τὸ θαῦμα λοιπὸν εἶναι καλὸ ὄχι γιατί θεραπεύει ἕναν, ἀλλὰ γιατί φανερώνει τὸ Θεὸ σὲ ὅλους. Διαφορετικά, ἂν τὸ θαῦμα ἦταν μόνο μιὰ «εὔνοια» τοῦ Θεοῦ σὲ κάποιον, θὰ ἦταν ἀδικία. Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς κάποιους νὰ θεραπεύει καὶ στοὺς ὑπόλοιπους νὰ κωφεύει. Ὅταν ὅμως κάτι θαυματουργὸ συμβαίνει, ἔστω σὲ ἕναν, τὸ γεγονὸς τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μεθεκτὸ ἀπὸ ὅλους, καθίστα τὸ θαῦμα καὶ δική μας προσωπικὴ ἐμπειρία! Τὸ παράμεναν δὲν εἶναι τὸ θαῦμα ὡς θεραπεία, ἀφοῦ σύντομα ὁ θάνατος ἀναιρεῖ κάθε εὐεργετικὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Τραγικὸ δὲν εἶναι νὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο δίχως θαῦμα, ἀλλὰ νὰ φύγουμε δίχως σημεῖο, δίχως νὰ ἔχουμε τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἡ ζωὴ αὐτὴ μᾶς δίνεται ὄχι ὡς δοκιμασία, ἀλλὰ ὡς εὐκαιρία, εὐκαιρία νὰ Τὸν ζήσουμε ἀπὸ τώρα. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει τώρα, ὄχι ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια μας -τότε συνεχίζεται. «Σημεῖο» λοιπόν, καὶ «θαῦμα» εἶναι αὐτὲς οἱ ἀφορμὲς τῆς ἐπιβεβαίωσης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Μακάρι νὰ ἐπενδύσουμε κάποια στιγμὴ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι τὰ ἐπιτόκιά της εἶναι πολὺ ψηλά. Τόσο ψηλὰ ποὺ δὲν ὑπάρχει σὲ Αὐτὴν χρόνος, δὲν ὑπάρχει φόβος, δὲν ὑπάρχουν ἀναστολές, μειονεξίες, ἀνασφάλειες, ἐνοχὲς – τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ μᾶς ἀπασχολοῦν. Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐλογία τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ πρέπει νὰ ζωντανέψουν μέσα μας ἐδῶ στὴ γῆ. Ἕως ὅτου ὁ καθένας μας θὰ μπορέσει ἀπὸ χρονικὸς νὰ γίνει αἰώνιος, ἀπὸ μονοδιάστατα ἀνθρώπινος νὰ γίνει πνευματικός.