πηγή: ἔντυπο «Συνάντηση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ Ὑπέρλογα Ρίσκα», ἐκδ. Ἀντ. Ν. Σάκκουλα, 2001
Ἢ ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ τοῦ ἀξίζουν τὰ πάντα, ἢ δὲν ὑπάρχει καὶ νὰ τελειώσει τὸ «παραμύθι». Καὶ ὑπάρχει... Καὶ μάλιστα ὑπάρχει γιὰ νὰ κοινωνεῖται. Ὁ Θεὸς εἶναι πρῶτον ὑπαρκτός, δεύτερον ἀληθινὸς καὶ τρίτον μεθεκτός, κοινωνήσιμος καὶ κοινωνούμενος.
Ἡ σημερινὴ λοιπὸν δική μας συνάντηση θέλει νὰ παραπέμψει σὲ αὐτὴν τὴν συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Μιὰ συνάντηση ποὺ ἐνίοτε προκύπτει μέσα ἀπὸ μιὰ ἀνεξήγητη ἐσωτερικὴ ἀποκάλυψη ἢ ἀπὸ μιὰ ασυνήθη θαυματουργικὴ ἐμπειρία.
Ἄλλοτε πάλι ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα εἰλικρινοῦς ἀναζήτησης ἢ φυσικὴ συνέπεια πνευματικὰ ὑγιοῦς ἀγωγῆς. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἔλθει καὶ ὡς καρπὸς ἑνὸς ὑπέρλογου ρίσκου. Ὁ Θεὸς βέβαια ἐμφανίζεται καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα, ἀνιχνεύεται μέσα στὴν ἰσορροπία τῆς μεσότητος, συναντᾶται ὅμως κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν ἀκρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ βούλησης. Στὸ μεθόριο τοῦ φυσικοῦ μὲ τὸ ὑπερβατικὸ ἀνιχνεύει κανεὶς τὰ ἀποτυπώματα τῆς θεϊκῆς παρουσίας. Ὅταν ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὸ ἄγνωστο, τὸν κίνδυνο, τὸν πόνο, τὴν ἀδικία, τὰ ἀναπάντητα διλήμματα, τὶς ἐσωτερικὲς κρίσεις, τότε ἡ πιθανότητα νὰ συναντήσουμε τὸν Θεὸ αὐξάνει. Ὅταν οἱ μαθητὲς ἦταν μὲ τὸν Κύριο στὴ Γαλιλαία, Τὸν καταλάβαιναν ὡς διδάσκαλο. Ὅταν ἔφθασαν στὴνἹερουσαλήμ, Τὸν ἔνοιωσαν ὡς βασιλέα. Στὸν Γολγοθᾶ Τὸν ἔχασαν καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση Τὸν ἀνεγνώρισαν μέν, ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ».
Σὲ αὐτὴν τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν γνωριμία τῆς «ἑτέρας μορφῆς» Του σκέφθηκα νὰ ἀφιερώσουμε τὴν ὁμιλία μας ἀπόψε. Στὴν «ἄλλη λογική», ποὺ ὅλο καὶ ξεθωριάζει καθὼς ἡ πάχυνση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ σκέψης αὐξάνει ἐπικίνδυνα.
Ἡ τάση σήμερα εἶναι νὰ ἐπαγγελλόμεθα μιὰ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν αὐθάδεια ἐκσυγχρονιστικῶν προσπαθειῶν ἐντελῶς ἐπίγειου προσανατολισμοῦ εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν δειλία καὶ τὴν ἀνασφάλεια συντηρητικῶν καὶ σχολαστικῶν ἐπιλογῶν προσκολλημένων σὲ μιὰ δοξασμένη ἀλλὰ στείρα καὶ δύσκαμπτη παράδοση.
Ὁ φόβος ὅμως τοῦ Θεοῦ, στοιχεῖο τόσο ἀπαραίτητο στὸ πλησίασμά Του,στὴν οὐσία του κρύβει τόλμη, ἀποφασιστικότητα, ἐλευθερία καὶ σύνεση. Κρύβει ρίσκο. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ διψασμένος ἄνθρωπος. Ἡ ἀνάγκη τῆς συνάντησής τους σκοπὸς τῆς ὅλης δημιουργίας· μυστήριο μέγα.
Στὶς συναντήσεις Του μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται ὅλο καὶ μὲ καινοφανεῖς μορφές. Κάθε πρόσωπο καὶ κάθε ἐμφάνιση σημαδεύει κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο. Ὅπως κατὰ τὴν γονιμοποίηση ἑνὸς ὠαρίου ἀπὸ ἕνα σπερματοζωάριο μπορεῖ νὰ προκύψουν ἄπειρα σχεδὸν (10 40 ) διαφορετικὰ ζυγωτά, τὸ καθένα μὲ τὴν δική του πρωτόγνωρη γενετικὴ φυσιογνωμία, ὅπως οἱ ἄνθρω ποι ὅσο κι ἂν μοιάζουμε δὲν ἔχουμε ἐπαναλαμβανόμενες μορφές, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ὁ καθένας μας εἶναι προικισμένος μὲ τὴν δυνατότητα καὶ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ δώσει μιὰ νέα ἔκφραση τοῦ θεϊκοῦ προσώπου σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν φαίνεται ἀπόμακρος, ἐπειδὴ ἡ ἐκφρασή Του στὴν δική μας ζωὴ καὶ ψυχὴ εἶναι ἀκόμη ἄγνωστη, ἀδημιούργητη. Μόλις ὅμως γίνει ἡ συνάντηση μαζί Του, μιὰ καινούργια, πρωτότυπη, ἀνεπανάληπτη ἔκφρασή Του θὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Τὸ πρόσωπό Του θὰ ἔχει δημιουργήσει μιὰ ἄγνωστη ὣς τώρα εἰκόνα Του, ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ὁμοίωμά Του.
Αὐτὸ σημαίνει συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐρώτημα, φιλοσοφικὸ ζητούμενο καὶ ἀμφισβήτηση γίνεται πλέον ἐμπειρία. Ἀπὸ ἀπόμακρος καὶ δύσκολος γίνεται οἰκεῖος καὶεὔκολος. Γίνεται «ὁ ἐν ἡμῖν».
Συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ γεύεσαι τὸν τότε ἀπηγορευμένο ἀλλὰ τώρα εὐλογημένο καρπό. Δὲν ἦταν κακὸ νὰ γνωρίζουν οἱ πρωτόπλαστοι τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἦταν τῆς ὥρας. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἄλλοτε ἀπηγορευμένου καρποῦ. Τώρα εἶναι κακὸ νὰ μὴν γευθεῖς τὸν καρπό. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς θεογνωσίας. Τότε ὁ Θεὸς ζήτησε ὑπακοή· τώρα δίνει ευκαιρία»· προσφέρει εὐκαιρίες.
Αὐτὴ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία τοῦ καινούργιου ποὺ ἀγνοεῖται, τοῦ ἀγνώστου ποὺ ὅμως ἐλπίζεται, τοῦ μεγάλου ποὺ κρύβεται, τοῦ ρίσκου ποὺ ἀποφασίζεται, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ φυσικὴ δύναμη ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει βάλει μέσα μας γιὰ νὰ Τὸν συναντοῦμε, νὰ γευόμαστε τὸ θεϊκό Του ποὺ μετέχεται.
Εἶναι καμπύλος ὁ χῶρος Του, ὅπως τὸ σύμπαν. Ὄχι εὐθὺς καὶ ἐπίπεδος. Ὄχι σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος. Δὲν εἶναι γραμμικὴ ἐξίσωση μὲ μία λύση, ἀλλὰ ἀπειροδιάστατος χῶρος ποὺ γεννᾶ καὶ ἀξιοποιεῖ τὴν ἐλευθερία σου. Χῶρος ὅπου τὸ καλὸ παύει νὰ εἶναι καλὸ ὅταν ὑπάρχει τὸ καλύτερο. Ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία ἡ ἐλάσσων ἐλευ θερία τῶν ἐπιλογῶν καταρρέει. Ἐδῶ ἐλευθερία δὲν εἶναι τὸ νὰ ἐπιλέγεις αὐτὸ ποὺ σοῦ προσφέρεται, ἀλλά, μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα πολὺ καλοῦ, διαρκῶς νὰ δημιουργεῖς τὸ καλύτερο. Ὁ Θεὸς εἶναι σὰν μαύρη τρύπα, ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν στὸ σύμπαν.
Δὲν βλέπεται· διαπιστώνεται. Ἔχει τόσο ἰσχυρὸ βαρυτικὸ πεδίο ποὺ τοὺς πάντας προσελκύει χωρὶς ὅμως νὰ φαίνεται. Αὐτὸ ποὺ ἀναδίδει δὲν εἶναι ἡ ταυτότητά Του, ἀλλὰ ἡ δυνατότητά μας νὰ Τὸν διαπιστώνουμε γιὰ νὰ Τὸν πιστεύουμε. Εἶναι εὐγενὴς ὁ Θεός. Κρύβεται· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν ψάξουμε. Ἡ ἀγάπη Του ὑποτάσσεται στὸ αὐτεξούσιό μας»· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν διεκδικήσουμε.
Εἶναι πολὺ πολὺς καὶ πολὺ ἄλλος γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν τολμήσουμε.
Ἁπλὰ πρέπει νὰ βροῦμε τὶς διόδους μας, τὰ περάσματά μας· νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν «ἄλλη λογική». Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολο. Ἡ ἴδια ἡ ἀνόργανη φύση τὸ εἴπαμε καὶ παραπάνω τὰ πιὸ λεπτὰ μυστικά της τὰ περιφρουρεῖ μὲ μεταφυσικὴ λογική. Ἀμύνεται ἀπέναντι στὴ σκληρότητα τῆς νομοτέλειας καὶ τῶν αἰσθήσεων μὲ μηχανισμοὺς ποὺ ἀποκαλύπτουν νόμους καὶ ἀρχὲς ἀνατρεπτικὲς τῆς φυσικῆς λογικῆς.
Ἔτσι στὸν μικρόκοσμο ἡ αἰτιοκρατία γίνεται ἀπροσδιοριστία καὶ ἀβεβαιότητα (ἀρχὴ τοῦ Heisenberg), ἐνῷ στὸν μακρόκοσμο ἡ ἀπολυτότητα τῆς παντοδυναμίας τῶν μεγάλων μεγεθῶν ἐμφανίζεται ὡς σχετικότητα (θεωρία τῆςσχετικότητος). Κατὰ ἀντίστροφη ἀναλογία, ἡ λογικὴ τοῦ Θεοῦ τὴν φαινομενικὴ ἀπροσδιοριστία Του τὴν μεταλλάσσει σὲ βεβαιότητα καὶ τὴν σχετικότητα τῆς εἰκόνος Του τὴν μεταμορφώνει σὲ ἀπολυτότητα τοῦ προσώπου Του.
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα ποὺ πρέπει νὰ πιστέψεις, οὔτε ἡ προσωποποίηση τοῦ καλοῦ ποὺ πρέπει νὰ θαυμάσεις οὔτε μιὰ ἀπόμακρη ὀντότητα ποὺ πρέπει νὰ ἀνακαλύψεις. Ὁ Θεὸς εἶναι πρόσωπο ποὺ πρέπει ὁ κάθε ἕνας μας νὰ συναντήσει. Εἶναι «ἕτερος» ὡς πρὸς τὴν εἰκόνα, ποὺ ὅμως ἐμφανίζεται στοὺς «ἑτεροποιημένους» ὡς πρὸς τὴν λογικὴ καὶ τὴν φύση. Ἡ λογικὴ τοῦ εὐαγγελίου διαποτίζεται ἀπὸ τὴν λογικὴ τοῦ σταυροῦ. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλόν ἐστι, Ἕλλησι δὲ μωρία, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία».
Στὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ παράδοση ὁ ἐσταυρωμένος εἶναι «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Ἡ λογικὴ τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τοῦ ληστοῦ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ δὲν πίστεψαν σὲ διδάσκαλο οὔτε σὲ θαυματουργὸ οὔτε καὶ σὲ ἀναστημένο ἄνθρωπο· αὐτοὶ πίστεψαν σὲ σταυρωμένο Θεό. Αὐτοὶ δὲν ἦταν οἱ «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» ποὺ ἐμακάρισε τὸ στόμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἰδόντες τὰ ἀντίθετα καὶ μὴ πιστεύσαντες σὲ αὐτά. Εἶναι οἱ πιστεύσαντες στὰ «ἄλλα» ποὺ εἶδαν καὶ αἰωνίως μακαρίζονται.
Ἀλλὰ καὶ ποιά ἡ συμβατότητα τοῦ «ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν» ἢ τοῦ «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» μὲ τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη λογική; Ποιός ποὺ θέλει νἄναι πρῶτος συμβιβάζεται μὲ τὴν τελευταία θέση; Ποιός ποὺ θέλει νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ἐκ τῶν προτέρων καὶ συνειδητὰ συναινεῖ μὲ τὴν ἀπώλειά της;
Ποιός ἱδρυτὴς μιᾶς νέας θρησκείας, ὅσο ἀληθινὴ καὶ ὄμορφη κι ἂν αὐτὴ ἦταν, θὰ ξεκινοῦσε τὸ προσκλητήριό του προτρέποντας τοὺς ἐκπροσώπους του νὰ στηρίζονται περισσότερο στὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ λιγότερο στὶς ἱκανότητες ἢ τὴν προετοιμασία τους; «Ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε»· τὸ γὰρ ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν».
Ἀλλὰ καὶ ὁ μακαρισμὸς τῶν πτωχῶν καὶ τῶν κλαιόντων, «Μακάριοι οἱ πτωχοί... μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν...» ἢ τὸ «ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ἂν δὲν ἀποτελοῦν ἀνοησία, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ βασικοὶ ἄξονες μιᾶς λογικῆς ποὺ μεταφέρει ἀπὸ τὴν φιλία μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν θάνατο στὴν συνάντηση τοῦ Θεοῦ;
Πῶς ἡ Ἐκκλησία ποὺ συνεχῶς διδάσκει τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν ταυτόχρονα προβάλλει τὴν ἐρημία τῶν μοναχῶν; Πῶς ὅταν ἡ διδασκαλία της εἶναι ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ «ναὸ τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος» κατανοεῖ τὴν λογικὴ τῶν βιαστῶν τῆς φύσεως καὶ τῆς σάρκας, δέχεται τὴν ζωὴ τῶν ἀσκητῶν; Πῶς τὸ κήρυγμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς μεσότητός της συνδυάζεται μὲ τὸν θαυμασμὸ τῶν ἀκροτήτων της;
Ἡ ὑπέρλογος λογικὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ διεκδικήσεις, μὲ συγκρίσεις, μὲ ὑπεροχικὲς ἀντιλήψεις. Ἐξισώνει τοὺς ἐχθροὺς μὲ τοὺς φίλους, τὸν θάνατο μὲ τὴν ζωή, τὸν χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα. Μεταμορφώνει τὸ ἐδῶ καὶ τώρα σὲ ἀπὸ ἐδῶ καὶ παντοῦ καὶ γιὰ πάντα, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία σὲ δύναμη, τὸν φυσικὸ φόβο σὲ πνευματικὴ παρρησία, τὸ ἄγχος σὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, τὶς «βαρεῖες» ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου σὲ «χρηστὸ ζυγό», τὴν σκλαβιὰ τῆς σάρκας σὲ κατὰ Θεὸν ἐλευθερία. Δίνει στὰ ἀνθρώπινα θεϊκὸ ἄρωμα. Κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό· «ὑμεῖς θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες».