Σπάτα Ἀττικῆς, 26 Ἰουνίου 2004
«Θύρα γάρ μοι ἀνέωγε μεγάλη καὶ ἐνεργὴς καὶ ἀντικείμενοι
πολλοί»
(Α´ Κορ. ιστ´ 9)
Μακαριώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς,
Ἐξοχώτατοι κύριοι Ὑπουργοί,
Κύριε Περιφερειάρχα, κύριε Νομάρχα,
Κύριοι Δήμαρχοι καὶ Κοινοτάρχες,
Εὐλαβέστατοι πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι,
Πολυαγαπημένε λαὲ τῆς Ἀνατολικῆς Ἀττικῆς,
Ἀγαπητοὶ φίλοι καὶ ἀδελφοί,
Ἐνώπιον τῆς ἀρχιερωσύνης
Ἡ παροῦσα τελετὴ εἶναι γνωστὴ ὡς ἐνθρόνιση, ποὺ σημαίνει ἐγκατάσταση σὲ θρόνο. Σίγουρα ἡ ἀνάδειξη κάποιου σὲ Μητροπολίτη ἀποτελεῖ ὕψιστη τιμὴ καὶ ἐξυπονοεῖ τὴ συνετὴ καὶ ἐν πνεύματι Θεοῦ ἄσκηση ἐξουσίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἀπαραίτητη ἡ ἐνθρόνισή του. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ ἐνθρόνιση δὲν εἶναι τόσο ἄνοδος σὲ θρόνο ἐξουσίας ὅσο εἴσοδος σὲ ἱερὸ ὕψιστης διακονίας. Κάπως ἔτσι κι ἐγὼ αἰσθάνομαι αὐτὴ τὴ στιγμή· ὅτι εἰσέρχομαι στὸ ἱερὸ αὐτῆς τῆς θεοσώστου ἐπαρχίας, στὸ ἱερὸ καὶ ἄβατο τῆς ζωῆς τόσων ἀνθρώπων, τῆς σχέσης τους μὲ τὸν Θεό, στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ ἄγνωστου σὲ μένα θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἀντικρύζοντας ἐσᾶς, τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὶς εἰκόνες Του, ὅλους μαζὶ καὶ τὸν καθένα χωριστὰ στὰ μάτια, αἰσθάνομαι πὼς στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς προσωπικῆς μου ἱστορίας δὲν μὲ καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ διορθώσω τοὺς ἄλλους ἀλλὰ νὰ ἀλλάξω τὴ ζωή μου, νὰ μεταμορφώσω τὴ λογική μου, νὰ ἀνιχνεύσω τὴ νέα κλήση μου, νὰ γεννήσω τὸν καινούργιο ἑαυτό μου.
Εἰσῆλθα πρὸ δύο μηνῶν στὸ ἱερὸ τῆς ἀρχιερωσύνης, στὸ ἱερὸ τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Δὲν περίμενα ὁ Θεὸς νὰ μοῦ κάνει τέτοιο δῶρο. Δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ κάποιον θνητὸ καὶ φθαρτὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ νὰ γίνει ἐπίσκοπος καὶ μάλιστα στὶς μέρες μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ νοιώθω βαθειὰ συντετριμμένος. Ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ ἔμεινα στὴν ἐσωτερικὴ συνοχὴ τῶν συνεπειῶν τῆς ἀποστολῆς ποὺ ξανοίγεται μπροστά μου, στὴν ἀπορία ποὺ γεννᾶ ὁ δύσκολος γάμος τῶν μοναδικῶν προκλήσεων μὲ τὴν συνείδηση τῆς ἀκαταλληλότητός μου, στὴν πάλη ποὺ προξενεῖ ἡ αἴσθηση ὅτι ἀφήνω τὴν κλήση τὴν ὁποία ἐπέλεξα καὶ ἀπήλαυσα καὶ ἀκολουθῶ ἕνα κάλεσμα τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν ὁραματίσθηκα.
Ἡ πεποίθηση ὅμως ὅτι ὁ πάνσοφος Θεὸς μπορεῖ «νὰ ἐγείρῃ ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἐκ κοπρίας νὰ ἀνυψώσῃ πένητα» (Ψαλμ. ριβ´ 7) τονώνει τὴν πίστη μου καὶ μεταμορφώνει τὸ σκότος μου σὲ φῶς, τὴν ἀμηχανία μου σὲ ἐνθουσιασμό, τὴ συστολή μου σὲ κίνηση ἀγάπης καὶ κοινωνίας μαζί σας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μέσα στὰ βάθη τοῦ εἶναι μου διαπιστώνω μιὰ χαρὰ γιὰ τὸ ὅτι καλοῦμαι πλέον κάθε στιγμή, κάθε σκέψη, κάθε ἰκμάδα, κάθε στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεώς μου νὰ τοῦ δώσω ἔκφραση πνευματικὴ καὶ μόνο, νὰ τὸ προσφέρω συνολικὰ καὶ ἀπόλυτα στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ στὶς εἰκόνες Του, σὲ ἐσᾶς, τὰ παιδιά Του. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ξεπερνᾶ κάθε φόβο τῆς ψυχῆς μου, κάθε ἀναστολὴ τῆς διαθέσεώς μου, κάθε ἐπιβεβαίωση τῆς ἀνεπάρκειάς μου.
Ὁ ἐπίσκοπος ἵσταται «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ». Τύπος του εἶναι ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς καὶ τόπος του ὁ Γολγοθάς. Θρόνος λοιπὸν τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ὁ σταυρὸς καὶ τιμὴ καὶ ἐνθρόνισή του ἡ σταύρωση, ἡ θυσία, ἡ κατὰ Θεὸν ἄσκηση. Ὄχι ὁ Γολγοθὰς τῆς ἀδικίας, ἀλλὰ ὁ σταυρὸς τῆς ἀγάπης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἐπίσκοπος προσφέρεται ὁλόκληρος, ὁλότελα, σὲ ὅλους, κατὰ πάντα καὶ γιὰ πάντα, γιὰ νὰ εἶναι «ὅλος ἱερωμένος Θεῷ». Ἐπίσκοπος σημαίνει ὄχι ὅτι δίνεις πολλά, ἀλλὰ ὅτι δὲν κρατᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου τίποτα· εἶσαι διαρκῶς «κλώμενος» καὶ «ἐκχυνόμενος», «προσφερόμενος» καὶ «διαδιδόμενος».
Μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ
Σήμερα ὅμως εἰσέρχομαι καὶ στὸ ἱερὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐθύνης μου, στὸ ἄβατο τῆς δικῆς σας σχέσης τοῦ καθενὸς μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ μυστήριά Του. Χαίρομαι πολὺ ποὺ καλοῦμαι νὰ ἱερουργήσω στὰ θυσιαστήρια τῶν ψυχῶν χιλιάδων ἀνθρώπων ποὺ μοῦ ἐμπιστεύεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ βούληση τῆς Ἐκκλησίας. Χαίρομαι ποὺ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μὲ καθιστᾶ τὸν πιὸ στενὸ συγγενῆ σας, τὸν πιὸ κοντινό σας, ὄχι γιὰ νὰ ξέρω τὰ μυστικά σας, ὄχι γιὰ νὰ ἀπολαμβάνω τὴν ἐμπιστοσύνη σας, ὄχι γιὰ νὰ ξεγελιέμαι ἐγωιστικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη σας. Χαίρομαι ποὺ γίνομαι ἐπίσκοπός σας γιὰ νὰ μοιρασθῶ μαζί σας ὅ,τι ἔχω καὶ ὅ,τι εἶμαι προσδοκώντας νὰ καταθέσετε ἐσεῖς στὴν τράπεζα τῆς εὐλογημένης σχέσης μας ὅ,τι θέλετε.
Ἂν ὣς τώρα στόχος καὶ ἐπιδίωξή μου ἦταν νὰ ζήσω τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὴν ἀφάνεια καὶ τὸ συμμάζεμά μου, τώρα ἀντιλαμβάνομαι πολὺ καλὰ ὅτι ἡ βίωση τῆς χάριτος καὶ τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ περνάει μέσα ἀπὸ τὸ κομμάτιασμα καὶ τὸ μοίρασμά μου. Δὲν πρέπει νὰ ζῶ οὔτε μιὰ στιγμή, οὔτε τὸν Θεὸ πλέον μόνος μου. Καλοῦμαι νὰ γίνω μοναχὸς ποὺ δὲν ζεῖ μόνος του. Ἐσεῖς ἀποτελεῖτε ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς τὸ περίγραμμα τῆς ζωῆς μου, τὸ ἐπίκεντρο τῶν ἐνδιαφερόντων μου, τὸν κορμὸ τῆς σωτηρίας μου, τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου, τὸ ὁρατὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μου.
Ἔρχομαι κοντά σας γιὰ νὰ μάθω ὄχι νὰ ἐπιβάλω· νὰ γίνω ὄχι νὰ κάνω· νὰ μαθητεύσω στὶς ἀρετές σας· νὰ σεβασθῶ τὰ δῶρα σας, τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ στὴ ζωή σας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν φαντάζομαι τὸν ρόλο μου στὸ πόστο κάποιου ποὺ ἔχει ὁράματα ποὺ ἐφαρμόζουν οἱ ἄλλοι. Ποτὲ δὲν θὰ ἤθελα τὰ χαρίσματα τοῦ καθενὸς νὰ πνίγονται στὸ ἕλος τῶν προσωπικῶν μου φιλοδοξιῶν. Στόχος μου εἶναι νὰ συμπαρασταθῶ σὲ ὅποιον ἔχει ὅραμα νὰ τὸ ἀναπτύξει καὶ νὰ τὸ καλλιεργήσει καὶ σὲ ὅποιον δὲν ἔχει νὰ τοῦ προσφέρω ἐναλλακτικὰ ὁράματα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή.
Ὅλα αὐτὰ δὲν θέλουν σχέδια καὶ ἀποφασιστικότητα· θέλουν ὑπομονή, σεβασμὸ καὶ χρόνο. Ὅσοι ἀπὸ σᾶς βιάζονται νὰ δοῦν σύντομα ἔργα καὶ ἀποτελέσματα θὰ ἀπογοητευθοῦν. Ἡ ἀντιπρόταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν πίεση τῶν γεγονότων δὲν εἶναι ἡ βιασύνη τοῦ ἐπιβεβλημένου καλοῦ οὔτε ἡ σπουδὴ τῆς διορθώσεως τῶν κακῶς ἐχόντων. Ἀντιπρότασή της εἶναι ἡ ὑπομονὴ τῆς «ἄλλης» λογικῆς. «Μὴ ζήτει πρὸ καιροῦ τὰ τοῦ καιροῦ ἵνα μὴ ζημιωθῇς τὰ τοῦ καιροῦ ἐν τῷ καιρῷ». Θὰ εἶμαι ἀπόλυτα εὐτυχὴς ἂν τελικὰ τὸ πέρασμά μου ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς εἶναι μία μαρτυρία διακονίας καὶ σεβασμοῦ παρὰ μία παραγωγὴ ἔργων καὶ ἀναπαραγωγὴ ἐγωισμοῦ· μιὰ ὁμολογία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν θυμόμαστε τὶ ἔκανε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ξεχάσουμε τὸ πῶς καὶ πόσο σεβάσθηκε τὸν τόπο, τὶς συνθῆκες, τὰ γεγονότα, τοὺς ἀνθρώπους.
Οἰκονομικὴ Ἀνάπτυξη
Ἡ ἐπαρχία μας θεωρεῖται ἀπὸ τὶς πλέον ἀναπτυσσόμενες τῆς πατρίδας μας. Ἂν ὅμως ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη δὲν συνδυασθεῖ καὶ μὲ παράλληλη πνευματική, τότε αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πρόοδο θὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν πολιτισμική μας καταστροφή.
Ἡ πορεία μας ὡς Ἐκκλησίας εἶναι μονόδρομος. Εἶναι ἡ ἐλευθερία μας ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ παράμετρο καὶ λογική. Στὰ αὐτιά μου ἠχοῦν, Μακαριώτατε, τὰ λόγια ποὺ πρόσφατα ἐκφωνήσατε ἀπευθυνόμενος στὸν Μακαριώτατο Πατριάρχη Γεωργίας κ. Ἠλία· «Σήμερον, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ κόσμος θεωρεῖ τὰ πάντα μὲ μέτρον τὰ χρήματα, ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρέπει νὰ διέλθῃ ἀπὸ τὴν περιφρόνησιν πρὸς αὐτά, ἀπὸ τὸν κατακρημνισμὸν τοῦ ψεύτικου αὐτοῦ Θεοῦ» (14.5.2004).
Δὲν πιστεύουμε σὲ Ἐκκλησία ποὺ ζητάει, ἀλλὰ ποὺ τὴν ἐμπιστευόμαστε. Οὔτε σὲ Ἐκκλησία ποὺ στηρίζει τὴν ἀποστολή της σὲ τράπεζες καὶ ἀναπτυξιακὰ προγράμματα, ἀλλὰ σὲ Ἐκκλησία ποὺ ἡ λιτότητά της τὴν ἐγκαθιστᾶ σὰν μάννα στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν. Μιὰ τέτοια Ἐκκλησία ὄχι μόνον συντηρεῖ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ διαρκῶς ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός της. Ἐκκλησία ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ παγκάρι, τὸν δίσκο, τὴν ἐνοχλητικὴ αἴτηση δωρεῶν, τὰ οἰκονομικὰ προγράμματα, εἶναι τόσο ριζωμένη στὸν κόσμο αὐτὸν ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ μᾶς μεταφέρει στὸν ἄλλον, τὸν ἀληθινό. Τὰ ἐγκόσμια προβλήματά μας ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι νὰ τὰ λύσουν. Ποιός ὅμως θὰ ἀπαντήσει στὸν πόνο μας, στὰ καθημερινὰ δράματα καὶ ἀδιέξοδά μας, στὰ ἀναπάντητα «γιατί» καὶ ἐρωτήματά μας; ποιός θὰ μᾶς ἀναστήσει στὴ λογικὴ ποὺ ἐλευθερώνει; ποιός θὰ μᾶς προσφέρει τὸν Θεό ποὺ λυτρώνει; Δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ κηρύττει Θεὸ ποὺ εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ ἀπὸ τὴ ζωή της ἀπών.
Εἶναι ἀδιανόητο στὰ ἔξοδα γάμου καὶ βαπτίσεων, δίπλα στὰ κεράσματα, τὰ δῶρα, τὶς ὑποχρεώσεις καὶ τὰ κουφέτα, νὰ ὑπάρχει τὸ οἰκονομικὸ χρέος πρὸς τὸν ἱερέα, τὸν ναὸ καὶ τὴ Μητρόπολη. Ὅταν οἱ πάντες δίνουν δῶρα, τότε πῶς ἡ σχέση μας μὲ τὴν Ἐκκλησία καταντάει χρέος; Ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται στὰ ἔσοδα τῶν παγκαριῶν· βασίζεται στὴν μία ἔξοδο ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τὴ μυωπία μας πρὸς τὴ διέξοδο τῆς αὐταπάρνησης καὶ τὸ φῶς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Κεντρικὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ φιλοπτωχία, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης στοὺς πτωχούς, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης τῆς δικῆς μας προσωπικῆς λιτότητος καὶ πτωχείας. Λέγει ἐκφραστικὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας· «Ἂν πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία συναντήσεις ἕναν φτωχό, πάρτον στὸ σπίτι σου· κάνεις τὸ σπίτι σου ναό. Βάλτον νὰ καθήσει στὸ τραπέζι σου· κάνεις τὸ τραπέζι σου Ἁγία Τράπεζα. Δώστου νὰ φάει ἀπὸ τὸ φαγητό σου· κάνεις τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί σου θεία κοινωνία».
Ἂν ὅμως ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἀδελφὸ εἶναι τόσο μεγάλη ἐπειδὴ μᾶς ἑνώνει μαζί του, ἡ ἀγάπη τῆς δικῆς μας ἐπιλεγμένης πτωχείας εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη ἐπειδὴ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Κύριο ποὺ «ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν», ποὺ ἡ ζωή Του εἶναι συνυφασμένη, μὲ τὰ σπάργανα καὶ τὸν σταῦλο τῆς γεννήσεώς Του, μὲ τὸ λέντιο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, μὲ τὸ γαϊδουράκι τῆς ἐπίσημης εἰσόδου Του, μὲ τὴν ἔλλειψη τόπου καὶ στέγης νὰ γύρει τὸ κεφάλι Του.
Μόνον ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ καταστήσουμε τοὺς μακρὰν πλησίον, νὰ μεταμορφώσουμε τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀδικημένους σὲ ἀδελφούς, νὰ μεταφράσουμε τὴν προσευχή μας σὲ οὐσιαστικὴ ἀγαθοεργία. Ἐπιλέγουμε τὴ λιτότητα γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀγκαλιάζουμε τὴν προσωπικὴ ἀνάγκη τοῦ καθενός, τὸν ἀγώνα τῆς κάθε μέρας, τὴν ἀσθένειά του· νὰ κατανοοῦμε τὸν πόνο καὶ τὸ παράπονό του. Εὐθύνη μας δὲν εἶναι νὰ λύνουμε ὅλα τὰ προβλήματα -αὐτὸ ὑπεβαίνει τὶς δυνάμεις μας. Εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ φορτώνεται ὅλα καὶ ὅλων τὰ προβλήματα. Μόνον ἔτσι μποροῦμε ἐν εἰλικρινείᾳ νὰ ποῦμε· «τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β´ Κορ. ια´ 29) Τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πόσα οἱ πιστοὶ δίνουν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πῶς ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς σας -καὶ κυρίως ὁ ἐπίσκοπος- ζοῦμε.
Μόνον ἔτσι μποροῦμε ὡς Ἐκκλησία νὰ συμπορευθοῦμε μὲ τὴν ἀλήθεια, τὴν πρόοδο καὶ τὴ δημιουργία καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ οὐσιαστικὰ καὶ μεγάλα ἔργα προσφορᾶς. Ἔργα μεγαλόπνοα, σύγχρονα, τολμηρά, πρωτότυπα. Ἔργα ποὺ δείχνουν ὅτι δὲν ἔχουμε καμμία σχέση μὲ τὴ μιζέρια, τὴν προχειρότητα, τὴν ἰδιοτέλεια, τὸν συντηρητισμό. Ἔργα ποὺ καταδεικνύουν ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος λόγος μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ προοδευτικὸς καὶ πειστικὸς καὶ παγκόσμιος καὶ διεισδυτικός. Μόνον μία ὀλιγαρκὴς Ἐκκλησία διαχειρίζεται σωστὰ τὴν πρόκληση τῆς ὕλης καὶ τὸν πειρασμὸ τῆς αὐτοπροβολῆς. Μόνον μία προσευχόμενη Ἐκκλησία μπορεῖ παραγωγικὰ νὰ δραστηριοποιεῖται.
Μοναχισμός
Ἡ Μητρόπολή μας εἶναι διάσπαρτη ἀπὸ μοναστηράκια καὶ παρεκκλήσια. Αὐτὸ προσδιορίζει καὶ τὴ μορφὴ τῆς ποιμαντικῆς διακονίας μας. Παράλληλα μὲ τὸ κύτταρο τῆς ἐνορίας θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ δοθεῖ ὡς ἐναλλακτικὴ πρόταση λειτουργικῆς καὶ ποιμαντικῆς ἀναπαύσεως ἡ ἔμφαση στὸ μοναχικὸ πυρήνα καὶ τὸ ξωκκλήσι. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ὅλη διακονία μας θὰ μποροῦσε νὰ βασισθεῖ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἡσυχία, στοιχεῖα ποὺ τόσο χρειάζεται ὁ κουρασμένος κόσμος μας.
Στὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ δεσποτικὸς θρόνος δὲν εἶναι στραμμένος πρὸς τὸν λαό, ἀλλὰ ἀτενίζει τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Ὁ ἐπίσκοπος, πρὸς τὸν ὁποῖο στρέφεται ὁ λαὸς προσατενίζει πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ παρατήρηση προσδιορίζει καὶ τὸν χαρακτήρα τοῦ μοναχοῦ ἐπισκόπου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιμένουμε κυρίως τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς καὶ τῆς συνεποῦς μοναχικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς παρὰ τὴ λαμπρότητα τοῦ ἀκτιβιστικοῦ βίου.
Μέσα στὶς τεράστιες προκλήσεις τοῦ πολυμορφικοῦ χαρακτήρα της, ἡ Μητρόπολή μας μπορεῖ δώσει ἐναλλακτικὴ πρόταση πνευματικῆς ζωῆς θεμελιωμένη στὴ μοναχικὴ παράδοση καὶ ἀσκητικότητα. Ὄχι ἀντιπαραθετικὰ οὔτε συγκριτικά. Γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει ἀντίπαλο στρατόπεδο ποὺ πρέπει νὰ συντρίψουμε οὔτε ἀδελφοὶ ποὺ πῆραν λάθος δρόμο καὶ πρέπει ἐμεῖς νὰ διορθώσουμε. Γιὰ μᾶς ὑπάρχει ἡ ἀδιαπραγμάτευτη εὐθύνη νὰ δώσουμε τὴ μαρτυρία μας, αὐτὸ ποὺ ξέρουμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐμπνέει, αὐτὸ ποὺ ζοῦμε ὡς στόχο, ὡς πόθο, ὡς ἀλήθεια, ὡς ἐμπειρία. Εἴμαστε σίγουροι πὼς κάθε καλοπροαίρετος ἀδελφὸς θὰ μποροῦσε νὰ φιλοξενήσει μέσα του αὐτὸ τὸ ἦθος ὄχι ὡς στοιχεῖο ποὺ ἀπομακρύνει καὶ ἀποξενώνει ἀλλὰ ὡς περιουσία ποὺ ἑνοποιεῖ καὶ συμπληρώνει. Ἡ πρόταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς λιτότητος καὶ μοναχικῆς πνευματικότητος σὲ σύγχρονο κοσμικὸ περιβάλλον ἴσως ξενίζει, ἀλλὰ εἶναι βαθειὰ ριζωμένη στὴν εὐλογημένη Ὀρθόδοξη παράδοσή μας καὶ δεμένη σφιχτὰ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὶς βαθύτερες προσδοκίες της.
Ἱερωσύνη
Καλῶ τοὺς ἱερεῖς μας -ὅλους ἀνεξαιρέτως- νὰ θυμηθοῦν δύο μέρες τῆς ζωῆς τους· τὴν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τους καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου παραστάσεώς τους. Καὶ οἱ ἱερομόναχοι τὴν ἡμέρα τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεών τους. Ὁ ἱερέας εἶναι γιὰ νὰ «βαστάζει τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ» (Γαλ. στ´ 17), νὰ φέρει τὴ μαρτυρία ἑνὸς ἄλλου κόσμου ποὺ ὅμως εἶναι ὑπαρκτός, ἀληθινὸς ἀλλὰ καὶ μεθεκτὸς ἀπὸ ὅλους μας. Ἡ ζωή του πρέπει νὰ προσκαλεῖ, ὄχι νὰ ἀποτρέπει· νὰ ἀνοίγει πόρτες, ὄχι νὰ τὶς κλείνει· νὰ προκαλεῖ δέος, ὄχι ἀποστροφή.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ δική σας ἐπίμονη προσδοκία καὶ ἀπαίτηση γιὰ ἐξαγιασμένο κλῆρο, ἀνάλογο τῆς ἀποστολῆς του, προστατεύει τὴν ἱερωσύνη καὶ γεννᾶ τοὺς διακόνους της, ἐνῶ ὁ συμβιβασμὸς τῶν δικαιολογιῶν τὴν καταρρακώνει. Ἀντὶ νὰ δικαιολογοῦμε τοὺς ἱερεῖς πρέπει νὰ περιφρουροῦμε τὴν ἱερωσύνη. Νὰ ἀπαιτεῖτε ἀπὸ μᾶς, τοὺς ἱερεῖς σας, τὴ συνέπεια, τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴ μαρτυρία τοῦ ἁγίου βίου, τὴ δύναμη τῆς πνευματικῆς λογικῆς. Καλύτερα δέκα ἱερεῖς ποὺ βεβαιώνουν μὲ τὴ ζωή τους τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ παρὰ ἑκατὸ ποὺ τὴ διαψεύδουν. Δὲν χρειαζόμαστε παπάδες ποὺ βαπτίζουν μὲ νερὸ ἀλλὰ ἱερεῖς ποὺ βαπτίζουν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Οὔτε παπάδες ποὺ μεταμορφώνουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ζωντανὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ σὲ κοσμικὸ σωματεῖο μὲ ὀπαδοὺς καὶ ἐξωτερικὰ σχήματα, σύμβολα, ὑποχρεώσεις καὶ συνήθειες. Δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ παντρεύει τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν τρόπο της νὰ προσυπογράφει τὸ διαζύγιό τους ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πίστη καὶ τὴ χάρι Του. Ἱερεῖς ποὺ ἀντὶ νὰ προσβλέπουν στὰ θυσιαστήρια τῶν ψυχῶν ἐπικεντρώνουν τὸ ἐνδιαφέρον τους στὰ παγκάρια τῶν ναῶν εἶναι ξένοι πρὸς τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν ἀποστολή τους. Μοναχοὶ ποὺ ἐπέλεξαν τὸν σταυρὸ τῆς ἀγαμίας καὶ ἀρνοῦνται τὰ καρφιὰ τῆς συνεποῦς μοναχικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας μοιάζουν μὲ παπάδες δίχως ράσα, μὲ διακονητὲς δίχως ποδιά, μὲ καντήλια δίχως φλόγα, μὲ ἐκκλησίες χωρὶς σταυρό, εἰκόνες καὶ δισκοπότηρο.
Ἱερεῖς ὅμως ποὺ ξέρουν νὰ ψηλαφοῦν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀγκαλιάζουν τὸν λαὸ μὲ τὴν πεντακάθαρη ζωή τους, μὲ τὴν ἀνάλαφρη προσευχή τους, μὲ ἀνάγλυφη τὴν πίστη τους, μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ ἐμφάνισή τους, μὲ τὴ μεταμορφωμένη λογική τους, μοιάζουν μὲ δροσιὰ μέσα στὸ κατακαλόκαιρο, μὲ ἀνάσα μέσα στὴν ἀσφυξία, μὲ ἐλπίδα μπροστὰ στὸ ἀδιέξοδο. Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς μας ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ εὐλογημένο αὐτὸ ὅραμα.
Παλαιοημερολογιτισμὸς
Ἡ ἐπαρχία μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ παλαιοημερολογιτικὰ μοναστήρια. Στὸ ὑφιστάμενο σχίσμα ἐμεῖς ἀντικρύζουμε τὸ δικό μας μερίδιο εὐθύνης. Ἡ ἔμφαση στὴν ἀκρίβεια καὶ συνέπεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀποτελεῖ τὸ πηδάλιο τῆς πνευματικῆς πορείας μας καὶ συνεπῶς ἀδιαπραγμάτευτο ὅρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ταυτότητός μας. Τὸ πιὸ σημαντικὸ στοιχεῖο ποὺ καταθέτει ὁ ἐπίσκοπος κατὰ τὴν χειροτονία του δὲν εἶναι ὁ λόγος του οὔτε ἡ συντριβή του οὔτε ἀκόμη καὶ ἡ προσευχή του· εἶναι ἡ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς του, ἡ ὁποία καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως καὶ τὴν ὑπόσχεση τῆς τηρήσεως τῶν ἱερῶν κανόνων. Πρῶτο μέλημά του πρέπει νὰ εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου παρακαταθήκης καὶ ἡ μαρτυρία τῆς βιωμένης πίστεως.
Ἡ τυχὸν συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ κοινὲς συναντήσεις καὶ ἐκδηλώσεις μὲ χριστιανοὺς ἄλλων δογμάτων καὶ ὁμολογιῶν κατανοεῖται μόνον ἂν ἔχει χαρακτήρα ὁμολογίας, ἱεραποστολῆς καὶ μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας καὶ ὄχι ὅταν ἀποτελεῖ ἀπόδειξη κοινωνικοῦ, ἐκκοσμικευμένου συγκρητισμοῦ.
Ἐκσυγχρονισμὸς ποὺ δὲν θεμελιώνεται πάνω στὴν εὐλογημένη μας παράδοση εἶναι ὕπουλος καὶ ἐπικίνδυνος, ὅπως καὶ παράδοση ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ σήμερα ἀποτελεῖ νεκρὸ γράμμα· ἄποψη καὶ ἰδεολόγημα ποὺ ἐγκλωβίζει καὶ ὄχι πίστη ποὺ ἐλευθερώνει. Ἡ δυναμικὴ τοῦ καινούργιου καὶ τοῦ σύγχρονου σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ δοκιμασμένο τῆς παραδόσεως εἶναι οἱ πόρτες μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες περνάει στὶς μέρες μας ὁ δρόμος καὶ ἡ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ζωῆς.
Πολυθρησκευτικότητα
Σὲ συνεργασία μὲ τὸ ἐκπεφρασμένο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ μας, σὲ συμφωνία μὲ τὶς ὣς τώρα ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μὲ σεβασμὸ στὴν ἄχρι τοῦδε διατυπωμένη βούληση τῶν ὑπευθύνων φορέων, μὲ κατανόηση ὅτι τὸ θέμα παρουσιάζει καὶ κοινωνικοπολιτικὲς διαστάσεις, ἐμεῖς τοποθετούμεθα καὶ στὸ ζήτημα τῆς πολυθρησκευτικότητος τῆς ἐπαρχίας μας. Ἂν εἴχαμε γεννηθεῖ λίγα χιλιόμετρα ἀνατολικότερα ἢ δυτικότερα, κάτω ἀπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες, ἐμεῖς θὰ εἴμασταν αὐτοὶ ποὺ θὰ διεκδικούσαμε τόπους λατρείας σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο. Σεβόμαστε ἀπόλυτα τὴν ἱστορία τῶν λαῶν καὶ τῶν προσώπων, τὶς συνθῆκες ποὺ ὁ Θεὸς παραχωρεῖ γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, τὴν πραγματικότητα καὶ τὶς ἀνάγκες ποὺ αὐτὴ ἡ ἱστορία διαμορφώνει. Ὅλα αὐτὰ συνηγοροῦν στὸν σεβασμὸ τοῦ δίκαιου καὶ λογικοῦ αἰτήματος τῶν ἑτεροδόξων ἢ ἀλλοθρήσκων συνανθρώπων μας.
Σεβόμαστε καὶ συγκλονιζόμαστε ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ δική μας ἱστορία, τὸν δικό μας τόπο, τοὺς συνειρμοὺς τῆς δικῆς μας ἰδιοπροσωπίας, κυρίως ὅμως τὰ βιώματα τῆς Ὀρθόδοξης ἀλήθειας ὡς μοναδικῆς καὶ τῆς ζωῆς δύο χιλιάδων ἐτῶν σὲ αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας του εἶναι ποτισμένη μὲ Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση, κάθε σελίδα τῆς λαογραφίας του εἶναι γραμμένη μὲ ἁγιογραφικὲς ἐκφράσεις καὶ ζωγραφισμένη μὲ ξωκκλήσια καὶ εἰκόνες, κάθε μόριο τοῦ ἀέρα του εὐωδιάζει θυμίαμα καὶ πατερικὸ λόγο, κάθε σημεῖο τῆς γῆς του εἶναι βαμμένο μὲ μαρτυρικὸ αἷμα καὶ ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες, κάθε στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ του παραπέμπει σὲ τρούλους καὶ σταυρούς, κάθε ἔκφραση τῆς λογικῆς του καὶ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς του φανερώνει τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἐνῶ ἡ ἀνάγκη τῶν συμπολιτῶν μας ποὺ προέρχονται ἀπὸ διαφορετικὲς μὲ μᾶς θρησκευτικὲς παραδόσεις πρέπει νὰ μελετηθεῖ μὲ πολὺ σεβασμό, τὸ μερίδιο τῆς μαρτυρίας τοῦ μοναδικοῦ θησαυροῦ μας εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὰ τὴ δική μας ὑποχρέωση. Πῶς, ἀλήθεια, νὰ ἀντιπαρέλθουμε τὴν βιωμένη ἐπιβεβαίωση ὅτι «οὔκ ἐστιν ἐν οὐδενὶ ἄλλῳ ἡ σωτηρία εἰ μὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ;» (Πράξ. δ´ 12)
Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα διερευνοῦμε ἂν οἱ λόγοι ποὺ παρουσιάζονται γιὰ τὴν οἰκοδόμηση συγκροτημάτων διαφορετικοῦ πολιτισμικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ προσανατολισμοῦ στὴν ἐπαρχία μας εἶναι ἀντικειμενικοὶ ἢ ὑπηρετοῦν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Ἂν πρέπει νὰ γίνουν, τέτοια οἰκοδομήματα θὰ γίνουν ὄχι γιὰ νὰ προκαλοῦν τὴν ἱστορία καὶ τὸ αἰσθητήριο τῆς ἰδιοπροσωπίας μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταδεικνύουν τὴν ἐλευθερία καὶ τὸν σεβασμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ νὰ καταθέτουν τὴ μαρτυρία της στὸν σύγχρονο κόσμο.
«Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὔκ ἐστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης»
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀρκεῖται μόνον σὲ αὐτοὺς ποὺ γνωρίζει καὶ τὴν ἀποδέχονται, ἀλλὰ καὶ ἀναγνωρίζει τὰ παιδιά της καὶ στὰ πρόσωπα αὐτῶν ποὺ τὴν ἀπορρίπτουν καὶ τὴν ἀμφισβητοῦν. Στὰ σπλάγχνα τῆς δικῆς μας ἀνεπάρκειας θὰ συναντήσουμε τὴ δικαιολογία τῶν ἄλλων, τὴ δυσκολία τους νὰ διακρίνουν τὸν Θεό, τὸ ἐπιχείρημά τους γιὰ τὴν ἀπόρριψή Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τέτοια στιγμὴ ἡ Ἐκκλησία μας δηλώνει ὅτι τὰ μάτια της τὰ ἔχει στραμμένα μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀμφισβητοῦν, τὴν κρίνουν, ἴσως καὶ τὴν πολεμοῦν, στὴν οὐσία ὅμως τὴν ἀναζητοῦν στὴν δυσδιάκριτη αὐθεντικὴ μορφή της. Οἱ πόρτες μας εἶναι ἀνοιχτὲς καὶ πρὸς τὰ ἔξω καὶ πρὸς τὰ μέσα. Τὰ κενὰ καθίσματα τῶν ναῶν μας προκαλοῦν τὴ γνήσια ἀγάπη μας καὶ γεννοῦν τὸν αὐθεντικὸ ἔλεγχο τῆς δικῆς μας ζωῆς. Κάθε τι ποὺ ὀνομάζεται αὐτοκριτική, κάθε τι ποὺ ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς μαρτυρίας καὶ τῆς ἱεραποστολῆς, συγκινεῖ βαθειὰ τὸν ὀργανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελεῖ ἐπίκεντρο τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς.
Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὡς Ἐκκλησία μιλοῦμε διάλεκτο μὴ κατανοητὴ ἀπὸ τὰ παιδιά μας καὶ ἀκολουθοῦμε τρόπους μὴ ἀποδεκτοὺς ἀπὸ τὴν ἐποχή μας. Ἀναλαμβάνουμε ἐμεῖς τὴν εὐθύνη γιὰ τὴ δυσκολία τῆς ἐπικοινωνίας μας. Οἱ ἀντιδράσεις τους ἐμᾶς ταπεινώνουν. Στὶς ἀμφισβητήσεις τους ἐμεῖς μαθητεύουμε. Ἀπὸ τὴν ἀπόρριψή τους ἐμεῖς διορθωνόμαστε. Ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινὰ νὰ μάθουμε τὴ γλῶσσα τους γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀντιπροσφέρουμε τὸ πνεῦμα μας. Ἕνα πνεῦμα ποὺ στὴ δική τους ζωὴ -εἴμαστε σίγουροι- θὰ βρεῖ καλύτερη ἔκφραση ἀπ᾿ ὅ,τι στὴ δική μας.
Σεβασμὸς στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀγαθόνικο
Ἡ ἐπαρχία μας εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ποὺ διαποιμαίνεται ἀπὸ καινούργιο Μητροπολίτη ἐνῶ ὁ προηγούμενος ἀκόμη ζεῖ. Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ προνόμιο γιὰ τὸν νέο νὰ ἀπολαύσει περισσότερο τὴν τιμή, ἀλλὰ μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ ὥστε θεμέλιο τῆς διακονίας του νὰ ἀποτελεῖ ἡ εὐχὴ τοῦ γέροντος καὶ ὁ σεβασμός του. Σεβασμιώτατε πάτερ, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκλογή μου, Σᾶς ζήτησα νὰ παραμείνετε στὴν ἐπισκοπικὴ κατοικία, νὰ κρατήσετε τὸ γραφεῖο σας καὶ τὸ αὐτοκίνητο τῆς Μητροπόλεως γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησή Σας. Ἐσεῖς ἀπὸ λεπτότητα καὶ εὐγένεια μετακινηθήκατε. Θὰ ἤθελα νὰ Σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι δὲν μετατοπισθήκατε καθόλου ὅμως ἀπὸ τὴν κεντρικὴ θέση τῆς καρδιᾶς μας. Ἐμένα ἡ ἀποστολή μου δὲν εἶναι νὰ ἐπέμβω ἀδιάκριτα στὸ ἔργο Σας, ἀλλὰ νὰ σεβασθῶ τὸ πνεῦμα Σας. Τὸ πνεῦμα τῆς γλυκύτητος, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς καλωσύνης Σας. Αὐτὸ γέννησε τοὺς καρποὺς τῶν λόγων Σας καὶ τὴν αὔρα τῆς πανθομολογούμενης ἀγαθῆς μαρτυρίας Σας. Σὲ ὅλα τὰ γραφεῖα τῶν ναῶν μας θὰ παραμείνει ἀναρτημένη ἡ φωτογραφία σας γιὰ νὰ μᾶς θυμἰζει ὅτι ἡ παραίτησή Σας δὲν ἔγινε γιὰ νὰ Σᾶς ἀντικαταστήσουμε μὲ ἀσέβεια, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσετε τὸ προσωπικὸ μεγαλεῖο Σας μὲ εὐγένεια.
Ἐπίλογος εὐγνωμοσύνης
Θὰ προσθέσω καὶ δυὸ λόγια πηγαίας καὶ εἰλικρινοῦς εὐγνωμοσύνης πρὸς ἐσᾶς Μακαριώτατε. Στὴ δικὴ σας καρδιὰ φύτεψε ὁ Θεὸς τὴν ἰδέα ἀπὸ τὴ φιλομοναχικὴ ἀπομόνωσή μου νὰ ξανοιχθῶ στὸ πέλαγος τῆς ἐπίσημης ἐκκλησιαστικῆς διακονίας. Ἐσεῖς, γνωρίζοντάς με περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, μὲ ἀγκαλιάσατε μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σας. Ἐσεῖς διακινδυνεύσατε τὴν ἐκκλησιαστικὴ προαγωγή μου. Ἀπὸ τὸ στόμα σας ἄκουσα τὴν ἀπόφαση τῆς ἱεραρχίας· ἀπὸ τὰ χέρια σας ἔλαβα τὴ χάρι τῆς ἀρχιερωσύνης· Ἐσεῖς ὡς τοποτηρητὴς τώρα μοῦ προσφέρετε τὸν θησαυρό αὐτῆς τῆς θεοσώστου ἐπαρχίας. Ἐσεῖς ἀποτελεῖτε τὸν ἐκφραστὴ τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μου. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ἕνα συγκυριακὸ ἱστορικὸ παρελθὸν ποὺ αὐτὴ τὴ στιγμὴ θὰ μποροῦσα καὶ νὰ ξεχάσω. Σᾶς ὑπόσχομαι ὅτι ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ μένα πάντοτε θὰ προβάλλεται πάνω στὸ ἐπίπεδο τῆς ἱερῆς εὐγνωμοσύνης μου στὸ σεπτὸ πρόσωπό σας.
Καὶ κάτι ἀκόμη. Ἡ Μητρόπολη Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς θεωρεῖ ὅτι ἡ σχέση σας μαζί της ὡς τοποτηρητοῦ εἶναι ἀνεξάληπτη. Ἐδῶ ὅποιος ἔρχεται καὶ ὅταν φεύγει παραμένει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ νὰ τὴ θεωρεῖτε ὡς προέκταση τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Μπορεῖ νὰ Σᾶς προσφέρει λίγη ξεκούραση, νὰ μοιρασθεῖ μαζί Σας τὶς πνευματικὲς ἀπολαύσεις της, νὰ Σᾶς ἐμπιστευθεῖ τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὰ ὁράματά της.
Νὰ κλείσω μὲ τὴν ἀνωτάτη ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Σεβασμιώτατοι, ἅγιοι πατέρες, ἡ σχέση μου μαζί σας εἶναι καθοριστικὴ τῆς συνεισφορᾶς μου στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγὼ αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶμαι ὁ τελευταῖος στὴ σειρὰ τῶν ἐπισκόπων. Θέλω νὰ γνωρίζετε ὅτι ἡ Ἱεροσυνοδική μου διακονία στηρίζεται σὲ τρεῖς ἄξονες· στὴ βαθειά μου εὐγνωμοσύνη καὶ τὸν σεβασμὸ στὰ πρόσωπά σας· στὴ διάθεσή μου νὰ μείνω γιὰ πάντα ὁ ἔσχατος τῶν ἐπισκόπων καὶ στὴν ἑτοιμότητά μου ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ θυσιάσω τὴ θέση ἀλλὰ καὶ τὴ διακονία μου στὴ βούληση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιαστικὴ κρίση τραυμάτισε βαθύτατα τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Μητρόπολη Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ἀναπόφευκτα παραπέμπει σὲ μία ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ ἐκκρεμότητα, ἡ ὁποία διακριτικὰ περιμένει τὴν μετὰ συνέσεως καὶ ἀνωτερότητος τακτοποίησή της. Θὰ ἤθελα νὰ γνωρίζετε, Μακαριώτατε, ὅτι, ἂν καὶ ὅποτε ἡ σοφὴ κρίση τῆς ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου θελήσει μακρόθυμα νὰ προβεῖ στὴν ἐξομάλυνση καὶ τῶν τελευταίων ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων -καὶ εὔχομαι αὐτὸ νὰ γίνει σύντομα-, ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος νὰ διευκολύνω τὴν κατάσταση καταθέτοντας ὅλα τὰ δικαιώματα τῆς θέσεως ποὺ αὐτὴ τὴ στιγμὴ μοῦ προσφέρετε πρὸς εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητά της ἀξίζει πολὺ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ καλύτερα ὁράματά μας.
Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους γιὰ τὸν κόπο τῆς παρουσίας Σας καὶ τὴν εὐθύνη τῆς ἀγάπης σας. Ὡς ἀντίδωρο αὐτῶν καὶ ὡς ἀναμνηστικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας θὰ προσφέρω σὲ ὅλους σας ἕνα καλαίσθητο κουτάκι μὲ θυμίαμα. Τὸ θυμίαμα εἶναι λίγο γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσετε. Εἶναι ὅμως πολὺ γιὰ νὰ σᾶς θυμίζει μιὰ ἀνάγκη. Ἂν ξέρετε νὰ προσεύχεσθε ζητῶ τὶς προσευχές σας γιὰ τὸν διακονοῦντα ἐπίσκοπό σας. Ἂν δὲν γνωρίζετε, μέχρις ὅτου μάθετε, ζητῶ τὴν ἀγάπη σας ὄχι στὸ πρόσωπό μου, ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία μας.
«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ἡμῶν, ἀδελφοί». Ἀμήν.