Ἀντιφώνηση τοῦ Σεβ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου,
στὴν προσφώνηση τοῦ Δημάρχου Σπάτων κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του (26/6/2004).

Πολυαγαπημένε λαὲ τῶν Σπάτων,

Εἶναι ἀρκετὰ παράδοξο νὰ ὑποδέχεσθε αὐτὴ τὴ στιγμὴ μὲ τόση ἐγκαρδιότητα καὶ φιλόξενη διάθεση, καὶ ἀνοιχτοσύνη, ἕναν ἄγνωστο ποὺ δὲν ἐκλέξατε ἐσεῖς ἀλλὰ πρόκειται νὰ μπεῖ πολὺ βαθειὰ στὴ ζωὴ τοῦ τόπου σας.

Νομίζω πὼς παίρνετε ἕνα σημαντικὸ ρίσκο:

Νὰ ξοδέψετε τὰ ἄδολα αἰσθήματά σας καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα νὰ μετανοιώσετε γιὰ τὴν ἀγάπη σας.

Δὲν θὰ συμβεῖ αὐτό, εἶμαι βέβαιος.

Ἐγὼ ὅμως πολὺ σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ αὐτὴ τὴν ἀρχοντιά σας.

Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδετε δὲν ἀπευθύνεται τόσο στὸ πρόσωπό μου, ὅσο ἐκφράζει τὴν ἀμέριστη ἐμπιστοσύνη σας στὴν κρίση τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, οἱ ἀποφάσεις τῆς ὁποίας εἶναι πολὺ πιὸ φωτισμένες ἀπὸ τὶς δικές μας. Νὰ ξέρετε ὅτι καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴ μεριά μου σέβομαι τὴν ἀγάπη σας καὶ τιμῶ τὸν αὐθορμητισμὸ τῆς ἐμπιστοσύνης σας.

Ἐσεῖς βρίσκεστε στὴν κατεξοχὴν πόλη τῆς ὑποδοχῆς. Μία ποὺ τὰ Σπάτα εἶναι μία ἑλληνικὴ γωνιά, ποὺ μὲ τὸ ἀεροδρόμιό της ὑποδέχεται ὅλο τὸν κόσμο στὴν πατρίδα μας καὶ μία ἀγκαλιά, ποὺ μὲ τὴν καρδιὰ τῆς φιλοξενεῖ ὅλα τὰ Μεσόγεια καὶ τὴν Λαυρεωτική. Αὐτὸ τὸ αἰσθάνομαι γι᾿ αὐτὸ καὶ σᾶς εὐγνωμονῶ.

Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔρχομαι στὴν πόλη σας. Εἶναι ὅμως ἡ τελευταία ποὺ τὴν ἀποκαλῶ ἔτσι. Ἀπὸ ἐδῶ κι ἐμπρὸς γίνεται πόλη μας, γίνεται καὶ δικό μου σπίτι. Γίνεται καὶ δικός μου τόπος.

Δίπλα στὴν Θεσσαλονίκη ποὺ μὲ γέννησε, τὴν Κόνιτσα ποὺ μοῦ πρόσφερε τὸ δῶρο τῆς ἱερωσύνης, στὸν Βύρωνα καὶ τὸ μετόχι τῆς Ἀναλήψεως ποὺ ρούφηξε τὶς σταγόνες τοῦ ἱδρῶτα τῆς διακονίας μου, τὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ φιλοξένησε τοὺς εὐγενέστερους πόθους τῆς μοναχικῆς κλήσεώς μου, ἡ γῆ τῆς Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς αἰσθάνομαι πὼς ὑποδέχεται τὴν ὑπόσχεσή μου:

Νὰ τῆς δώσω ὅ,τι ἔχω ὡς δυνάμεις, ὡς ὅραμα, ὡς ἀποστολή, ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό μου.

Ἔρχομαι μὲ τὸ φρόνημα τοῦ μονιμώτερου κατοίκου αὐτοῦ τοῦ τόπου. Καὶ τὴ συστολὴ τοῦ πιὸ νέου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν σᾶς πλησιάζω μὲ δικαιώματα ἀλλὰ μόνο μὲ ὑποχρεώσεις.

Ἐσεῖς κ. Δήμαρχε –οἱ κοσμικοὶ ἄρχοντες- εἶστε ἐκλεγμένοι νὰ διοικεῖτε τὸ λαό.

Ἐγὼ εἶμαι ὁρισμένος νὰ ὑπηρετῶ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.

Καὶ λαὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνον ὅσοι ἀνάβουν κεριά, νηστεύουν, ἢ δηλώνουν τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε πάλι μόνον ὅσοι γνήσια καὶ αὐθεντικὰ ζοῦν τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι, καὶ ὅσοι ψάχνουν καὶ ἀναζητοῦν, ὅσοι σκανδαλίζονται καὶ ἀμφισβητοῦν, ὅσοι ἀποῤῥίπτουν καὶ ὀλιγοπιστοῦν. Εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ χωρέσει μόνο τοὺς λίγους ποὺ Τὸν ὁμολογοῦν, μία ποὺ ὁ Θεὸς βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. Ὁ λαὸς ποὺ ἐμεῖς διακονοῦμε, εἶναι ἴδιος μὲ τὸν λαὸ ποὺ ἐσεῖς ἐκπροσωπεῖτε.

Λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλοι ὅσοι πονοῦν καὶ πεινοῦν.

Δὲν ἀμβλύνεται ὁ πόνος μὲ ἁγιογραφικὰ χωρία, πατερικὲς συμβουλὲς καὶ κηρύγματα. Οὔτε ὅμως καὶ μὲ ὑπουργικὲς ἢ πολιτικὲς ὑποσχέσεις. Ἡ διάλεκτος τῆς γλώσσας καὶ τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς λογικῆς ἢ τῶν ἐπαγγελιῶν τῆς φαντασίας εἶναι πολὺ φτωχὴ γιὰ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο.

Μόνον ἡ διάλεκτος τῆς ἀγάπης, τῶν ματιῶν, τῶν δακρύων, τῶν ἡρωϊκῶν προτύπων καὶ τῆς πεντακάθαρης ζωῆς μπορεῖ νὰ στάξει λίγη ἐλπίδα.

Μόνον ἡ διάλεκτος τοῦ ζωντανοῦ καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ δώσει φωτισμὸ καὶ παρηγοριά.

Οὔτε πάλι ἡ βαθειὰ ἀνθρώπινη πεῖνα χορταίνεται μὲ τὴν πολυτέλεια καὶ τὴν λαμπρότητα τῶν πανηγύρεων ἢ τὴν ἐξωτερικὴ φαντασμογορία ἐκδηλώσεων σὰν κι αὐτὴν μὲ τὴν ἐπιφάνεια καὶ τὴν ἐπίδειξη.

Σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωτίστως ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ δεύτερο λόγο, ἡ διακονία τοῦ λαοῦ.

Δὲν μᾶς συνδέει κ. Δήμαρχε ὁ σκοπὸς καὶ ὁ ρόλος.

Οἱ ρόλοι μας εἶναι ἀναντίῤῥητα –ὅπως ἐσχάτως συνηθίσαμε νὰ λέμε- διακριτοί.

Μᾶς συνδέει ὅμως ὁ λαός.

Γι᾿ αὐτὸ ἔχουμε καὶ τὴ διάθεση καὶ τὴν ὑποχρέωση, μαζὶ στενὰ νὰ συνεργαστοῦμε.

Εἶναι πεποίθησή μου ὅτι ἡ ἀξία τῶν Σπάτων δὲν ἔγκειται στὴν ἐγγύτητα τοῦ ἀεροδρομίου ποὺ τὰ ἔκανε γνωστά, οὔτε στὴν οἰκονομικὴ ἀξία τῆς γῆς, ποὺ τελευταία σκαρφάλωσε ψηλά.

Οὔτε στὸν προαστιακὸ καὶ τὸ περίφημο Ἀττικὸ Πάρκο.

Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ, ὅτι οὔτε ἀκόμη στὸ ἱερὸ προσκύνημά της.

Ἡ ἀξία τους δὲν ἔγκειται σ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχουν, ἀλλὰ σ αὐτὸ ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν. Ἡ ἀξία τους θὰ φανεῖ, ἂν ἀποδείξουμε ὅτι ὅλοι μαζὶ μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε τὴν ἀποστολή μας, νὰ ὑπηρετοῦμε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν ἄνθρωπο, νὰ ἀντικρύζουμε ὅμως τὴν ζωή μας καὶ τὸ Θεό.

Πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν πληροφορήθηκα ὅτι ἑτοιμαζόσαστε νὰ κρεμάσετε πανὼ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» καὶ ζήτησα τὴν ἀπομάκρυνσή τους, φοβούμενος μήπως μπερδέψετε τὸ γαϊδουράκι μὲ τὸν μὴ ὀρώμενο ἅγιο ἀναβάτη του.

Ἕνας εἶναι ὁ Ἐρχόμενος. Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὸ ὑποζύγιο. Ἐπιτρέψτε μου λοιπὸν νὰ σᾶς προσφέρω τὸν ἑαυτό μου ὡς ὑπηρέτη καὶ τὸν Χριστὸ ὡς πραγματικὰ καὶ πάντοτε ἐρχόμενο. Καὶ ἔτσι νὰ σᾶς προσκαλέσω νὰ ὑποδεχτεῖτε ὄχι ἐμένα στὸν τόπο σας, ἀλλὰ Αὐτὸν στὴν καρδιὰ καὶ στὴ ζωή σας.

Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους αἰσθάνομαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἔρθω διακριτικά, ἥσυχα, ὅπως ὁ Χριστός, χωρὶς ὑποδοχὲς καὶ ἐπισημότητες. Τὰ πράγματα ὅμως ἀλλιῶς συμβαίνουν, γιὰ νὰ μᾶς ταπεινώνουν.

Ἀποδίδω ἀπόλυτα τὴν τιμὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ σᾶς ἀντιπροσφέρω τὴν εὐγνωμοσύνη μου γιὰ τὴν εὐγένεια.

Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ καὶ εἶμαι γιὰ πάντα στὴ διάθεσή σας, ἕτοιμος νὰ ἐργαστοῦμε μαζί.

Σᾶς εὐχαριστῶ.