π. Νικόλαος Χατζηνικολάου

Χειροτονητήριος λόγος

Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς Ἀθηνῶν - 30 Ἀπριλίου 2004

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἐντιμότατοι ἄρχοντες τῆς κοινωνίας μας, σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Μὲ αἰσθήματα βαθιᾶς ἐσωτερικῆς συνοχῆς αὐτὴ τὴ στιγμὴ βρίσκομαι ἀνάμεσά σας, μπροστὰ στὴν εὐθύνη τοῦ ἑαυτοῦ μου, κυρίως ὅμως ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴν ὥρα νιώθω γυμνὸς ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ τιμὴ καὶ λαμπρότητα τῶν φαινομένων, ξένος ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς πανηγύρεως. Ἀντικρύζω μόνο τὴν βαρύτητα τῆς ἀποφάσεώς Σας, τὸ μέγεθος τῶν προσδοκιῶν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀδυναμία καὶ παράλληλη ὑποχρέωσή μου νὰ ἀξιολογήσω τὸ γεγονός, τὴν ἄγνωστη σὲ μένα ἀλλὰ ἱερὴ βούληση τοῦ Θεοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπιτρέψτε μου, σὰν ἕνα ἀντίδωρο τῆς σημερινῆς δικῆς Σας ἱερῆς παρουσίας, νὰ μὴν ἐκθέσω σκέψεις καὶ ὁράματα, ἀλλὰ νὰ ἐκφράσω τὸ βάθος τῶν ἐσωτερικῶν διλημμάτων μου καὶ νὰ καταθέσω τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησή μου.

Πρέπει νὰ ὁμολογήσω τὴ δυσκολία μου ποὺ ἔχω μέσα μου αὐτὲς τὶς μέρες. Αἰσθάνομαι πὼς τὸ δρᾶμα τῆς προσωπικῆς μου κλήσεως, αὐτὸ ποὺ μὲ μεταμόρφωσε ἀπὸ ἐπιστήμονα σὲ ἱερέα καὶ μοναχό, ἔχει πλέον ἀπομυθοποιηθεῖ, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς. Ὁ στόχος τοῦ ἀπολύτου ἔχει νοθευθεῖ ἀπὸ τὸ μικρόβιο τῆς ὑποχώρησης καὶ τὴ δικαιολογία τοῦ ἐσωτερικοῦ συμβιβασμοῦ.

Τὰ μειονεκτήματά μου

Ἀντιλαμβάνομαι πὼς ἔχω μεγάλες ἀδυναμίες γιὰ τὴν ἀποστολὴ γιὰ τὴν ὁποία μὲ τὴν μὲ προορίζεται, πὼς αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀναθέτετε μὲ ὑπερβαίνει. Δὲν εἶμαι οὔτε αὐτὸς ποὺ φαντάζεσθε οὔτε καὶ αὐτὸς ποὺ ἀκούγεται. Εἶμαι ἀπόλυτος ἄνθρωπος, δυσκολεύομαι ἐσωτερικὰ νὰ συμβιβασθῶ, ἀδυνατῶ νὰ κατεβάσω τὸ κριτήριο ἢ νὰ στενέψω τὸν ὁρίζοντα τῶν προοπτικῶν μου. Φοβοῦμαι πὼς ἕνας τέτοιος χαρακτῆρας δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἐπισκόπου.

Οὔτε ὅμως καὶ ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ μὲ ἐνθουσιάζει, ὅπως τουλάχιστον τὴ γνωρίζω. Προσπαθῶ νὰ ταιριάσω τὴν εἰκόνα μου στὸ πλαίσιο τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας καὶ παραμορφώνομαι. Συγχωρέστε μὲ ποὺ δημόσια θὰ ἐκφράσω ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ αἰσθάνομαι. Πῶς νὰ ἀνταλλάξω τὸ γλυκόηχο νόημα τοῦ πατέρα μὲ τὸν σκληρὸ τίτλο τοῦ δεσπότη; Πῶς νὰ θυσιάσω τὴ ζεστὴ προσφώνηση τοῦ παπᾶ στὴν καταιγίδα τῶν ὑπερθετικῶν προσωνυμίων; Πῶς, ἐνῷ δὲν ἔχω μισθὸ καὶ περιουσία, τώρα νὰ περιμένω τὴν μηνιαία ἐπιταγή; Πῶς, ἐνῷ ἔμαθα νὰ θαυμάζω τὴν ἁπλὴ ἀμφίεση ποὺ θυμίζει τοὺς πρεσβύτερους τῆς Ἀποκαλύψεως, τώρα νὰ ταυτισθῶ μὲ τὴν πολυτελῆ ἐμφάνιση ποὺ παραπέμπει στὴ ζωὴ τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων; Πῶς, ἐνῷ μὲ συγκινεῖ τὸ στασίδι τῆς προσευχῆς, τώρα νὰ ἀνέβω στὸ θρόνο τῆς ἐξουσίας καὶ τιμῆς; Θὰ ἔπρεπε νὰ ὁμολογήσω πὼς νιώθω καὶ ἀνέτοιμος. Οὔτε ὅραμα πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἔχω ὡς τώρα γεννήσει οὔτε καὶ γνώση τῆς ἐπισκοπικῆς ἀποστολῆς διαθέτω. Ἡ ἀρχιερωσύνη, κατανοῶ, εἶναι ἡ τέλεια καὶ πλήρης ἱεροσύνη, ἀλλὰ γιὰ μένα ἦταν κάτι πολὺ μεγάλο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χωρέσει στὰ στενὰ τῶν ἐνδιαφερόντων μου ἢ νὰ προβληθεῖ στὸ ἐπίπεδο τῶν μυωπικῶν προοπτικῶν μου. Ἦταν κάτι ποὺ περισσότερο τὸ θαύμαζα καὶ καθόλου δὲν ἐπιθυμοῦσα. Κάτι πολὺ μεγάλο μέσα μου, ἀλλὰ γιὰ ἄλλους, παρὰ ἕνας στόχος γιὰ μένα. Κάτι ποὺ κι ἂν τὸ μελετοῦσα καὶ ξόδευα χρόνο μαζί του, δὲν θὰ τὸ κατανοοῦσα. Ὁμολογῶ ὅτι ἀναλαμβάνω μία τεράστια εὐθύνη-δυσανάλογα μεγάλη πρὸς τὴ φαινομενικὴ τιμή-, ὄντας ὅμως συνειδητὰ ἐντελῶς ἀνέτοιμος. Λυποῦμαι πραγματικὰ μήπως ὁ κόσμος τῆς Ἀνατολικῆς Ἀττικῆς, τῆς Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς πληρώσει τὸ τίμημα τοῦ αἰφνιδιασμοῦ μου καὶ τῆς ἐνδεχομένως ἀπερίσκεπτης συγκαταθέσεώς μου.

Ἀλλὰ καὶ οἱ πολυδιαφημιζόμενες ἱκανότητές μου καὶ τὰ χαρίσματά μου δὲν νομίζω πὼς ἀποτελοῦν προσὸν ἀλλὰ μᾶλλον μειονέκτημα, διότι ἀπομακρύνουν τὴν ἐλπίδα τοῦ «σημείου» καὶ τῆς θεϊκῆς ἐπέμβασης ἀπὸ τὴν διακονία μου. Τὸ νὰ καταφέρει ἕνας ἔξυπνος, ἱκανὸς ἢ μορφωμένος δὲν ξενίζει. Τὸ νὰ πετύχει ὅμως ἕνας ἁπλὸς καὶ ἀσήμαντος ἄνθρωπος στὸ ἱερὸ ἔργο τῆς ἀποστολῆς του, αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὸν Θεό.

Εἶμαι καὶ θεολογικὰ πτωχός. Πῶς λοιπὸν νὰ ἀναλάβω μία διακονία ποῦ τὸ βασικό της στοιχεῖο εἶναι ἡ βιωμένη θεολογία; Οὔτε ὁ τύπος, οὔτε οἱ γνώσεις μου, οὔτε ἡ ζωή μου, οὔτε ὁ προσανατολισμός μου, οὔτε τὸ συναίσθημα, οὔτε ἡ βούλησή μου φαίνονται νὰ συνεργάζονται πρὸς τὴν προοπτική της ἀρχιεροσύνης. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ πάντοτε ἀπέφευγα νὰ συναινέσω πρὸς μία τέτοια ἐξέλιξη στὴ ζωή μου.

Τὸ σφυροκόπημα ὅλων αὐτῶν τῶν σκέψεων μὲ ὁδηγεῖ στὸ ἀποκαρδιωτικὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ ἄξιοι δὲν ὑπάρχουν πιὰ στὶς μέρες μας ἢ ὑπάρχουν μέν, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς ἀναγνωρίζει, ἢ τοὺς βλέπει ἀλλὰ δὲν τοὺς θέλει. Μόνον ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ καταλήξει στὴ δική μου ἐπιλογή, στὴν ἄκομψη ὁμολογία τῆς τραγικῆς ἔλλειψης προσώπων. Καὶ τώρα; Τώρα ψάχνω τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ «σημεῖο» τῆς συναινέσεώς μου καὶ δὲν τὸ βρίσκω. Τὸν ἕνα λόγο τῆς συγκαταθέσεώς μου καὶ δὲν ὑπάρχει. Τὴ λογικὴ τῆς πράξεώς μου καὶ δὲν τὴν ἀναγνωρίζω. Σκανδαλίζομαι μὲ τὸν ἑαυτό μου. Ἀφοῦ καταλαβαίνω ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας προτιμᾷ τὴ συστολὴ καὶ ἄρνησή μου, γιατί ἐγὼ ξεγελάσθηκα καὶ συναινῶ; Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει εἶναι νὰ ζητήσω δημόσια συγγνώμη ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴν Ἐκκλησία του γιὰ τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποδοχῆς μου.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι πλευρά, ἴσως ἡ εὐκολία τῶν ἀρνήσεών μου νὰ ἀποτελεῖ παγίδα ψευτοταπεινοφροσύνης ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἔκφραση ἰδιορρυθμίας ἢ ἴσως δειλίας ἢ πάλι ἀνεπίτρεπτα προκλητικῆς παρρησίας. Γνωρίζετε Ἐσεῖς, Μακαριώτατε, πὼς ἐγὼ ὁ ἴδιος Σᾶς ἀρνήθηκα τὴν ἐγγραφή μου στὸν κατάλογο τῶν ἐκλογίμων πρὸς ἀρχιερατείαν πρὸ τεσσάρων περίπου ἐτῶν, ἡ ὁποία ἔγινε κατὰ τὴν ἀπουσία μου στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἡ καρδιά μου, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο, περνοῦσε ἀπὸ τὸ Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὴ ἡ καθημερινὴ συνεχὴς μνημόνευση τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος δὲν ἦταν γιὰ μένα ἕνας τύπος, μία πράξη ἁβροφροσύνης, κάτι τὸ ὑποχρεωτικὸ καὶ μηχανικό, ἀλλὰ μία σαφὴς αἰτία ποὺ μοῦ δημιούργησε ἕναν ἰσχυρὸ καὶ ἀκατάλυτο λειτουργικὸ σύνδεσμο μαζί του, τέτοιον ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ διασαλευθεῖ, ἀκόμη καὶ ἂν κάποτε βρισκόμουν σὲ μία Ἐκκλησία ποὺ δὲν θὰ προϋπόθετε τὴν μνημόνευσή του, ἀκόμη καὶ ἂν αἰσθανόμουν κάποια ἐσωτερικὴ διαφοροποίηση μαζί του, ἀκόμη κι ἂν μὲ σκανδάλιζαν συγκεκριμένες ἐνέργειες ἢ ἐπιλογές του. Σὲ κάθε περίπτωση, θὰ προτιμοῦσα νὰ δεχθῶ ὅτι ἐγὼ σφάλλω παρὰ τὸ Πατριαρχεῖο μας. Μέσα ἀπὸ τὸν λειτουργικὸ σύνδεσμο μαζί του, κατενόησα τὴ μαρτυρικότητα τῆς διαχρονικῆς πορείας του, τὴ συνεκτικότητα ποὺ δημιουργεῖ ὁ οἰκουμενικὸς χαρακτῆρας του, τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεώς του. Εἶναι τόσο μεγάλο ποὺ τὴν ἐξουσία τοῦ τὴν ἔχει, δὲν τὴν διεκδικεῖ. Στ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὀφείλουμε τὴν ἱστορικὴ ἀπόδειξη ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική». Τὸ Πατριαρχεῖο μας ἀποτελεῖ κομμάτι τῆς ὑποστάσεώς μας καὶ ὡς Ἑλλήνων καὶ ὡς Ὀρθοδόξων.

Ἔχει ἱστορία ποὺ τὸ αἷμα τῆς περνάει ἀπὸ τοῦ καθενός μας τὴν καρδιά. Στηρίζει τὸ γένος ὄχι ἐθνικά, ἀλλὰ πνευματικά. Πέρασε ἀπὸ μακροχρόνιους διωγμοὺς καὶ μαρτύρια ὅσο καμία ἴσως ἄλλη Ἐκκλησία καὶ μέχρι σήμερα παραμένει ὄρθιο. Ὁ θεὸς τὸ κράτησε. Εἶναι τὸ καλύτερο δῶρο Του σὲ μᾶς. Ἡ πορεία τοῦ ἀποτελεῖ ἕνα θαῦμα ποὺ γιὰ αἰῶνες τροφοδοτεῖ τὴν πίστη. Ἡ οἰκουμενικότητα τοῦ τὸ ἴδιο. Καὶ σήμερα αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ σίγουρη, τὴν πιὸ ἐγγυημένη, τὴν πιὸ ἐμπειρικὰ ἐπαληθευμένη καὶ δοκιμασμένη, τὴν πιὸ ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὴν πρόκληση τῆς παγκοσμιοποίησης τῶν κοινωνιῶν καὶ τὸν κίνδυνο τῆς βατικανοποίησης τῶν ἐκκλησιῶν μας. Ὅσο πιὸ Οἰκουμενικὸ εἶναι τὸ Πατριαρχεῖο μας, ὅσο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα, τὶς πολιτικὲς καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας, τόσο πιὸ συνοδικὴ γίνεται ἡ Ἐκκλησία μας, τόσο πιὸ μέσα στὴν πίστη καὶ στὴν ἴδια μας τὴν ὑπόσταση ἀνακαλύπτουμε τὴν ἐν Χριστῷ δόξα του. Τὸ Πατριαρχεῖο μας εἶναι οἰκουμενικὸ γιὰ νὰ ἀγκαλιάζει ὅλους, νὰ ἑνώνει τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα.

Αὐτὰ τὰ βιώματα πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μας αὐτὴ τὴ στιγμὴ καταθέτω ὡς ὁμολογία, ὡς βεβαιωμένη μαρτυρία καὶ ὡς τὸ καλύτερο δῶρο μου, καθώς, ἀπὸ ἐδῶ κι ἐμπρός, ἡ λειτουργικὴ ἀναφορά μου περνάει μέσα ἀπὸ τὴν πολυαγαπημένη μου Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Στὴ δική της ἀγκαλιά, στὴ δική της πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ ἐγὼ καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς γεννηθήκαμε, καὶ μεγαλώσαμε ἐν Χριστῷ. Αὐτῆς τὴν παράδοση γευθήκαμε, στὰ δικά της πρόσωπα ὀφείλουμε τὴν εὐγνωμοσύνη, αὐτὴ αἰσθανόμαστε ὡς μάνα μας. Αὐτὴ καὶ σὲ μένα ἔδωσε τὴ χάρη τῆς ἱερωσύνης. Καὶ τώρα Αὐτῆς ἡ Σύνοδος μὲ ἐξέλεξε. Αὐτῆς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἱ ἱεράρχες αὐτὴν τὴ στιγμὴ ἀναλαμβάνουν τὴν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νὰ ἐμπιστευθοῦν τὴ χάρη τῆς ἀρχιερωσύνης πάνω μου.

Ἡ καρδιά μου πλέον καλεῖται νὰ ζήσει τὸ μυστήριό της ἑνότητος. Οἱ δυὸ Ἐκκλησίες εἶναι μία. Καλεῖται νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ ὀρθολογισμὸ τοῦ ἀνήκειν στὴν πνευματικὴ λογικὴ τοῦ κοινωνείν, ἀπὸ τὴ στενοκαρδία τῶν δικαιωμάτων, τῶν διεκδικήσεων, τῶν διαμαρτυριῶν, τῶν συμφωνιῶν καὶ διαφωνιῶν στὴ φωτεινὴ ἐμπειρία τοῦ «ἶνα πάντες ἐν ὦσιν» καὶ τῆς εὐλογίας τοῦ «τὴ τιμὴ ἀλλήλους προηγούμενοι». Μοῦ εἶναι ἀδύνατον αὐτὴν τὴ στιγμὴ μέσα στὸ φόντο τῆς θυσίας τοῦ κυρίου, τῆς συγκαταβάσεως καὶ κενώσεώς Του, πάνω στὸ ἐπίπεδό του μυστηρίου, τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ πόνου, τῆς δίψας καὶ τῶν ἀναγκῶν τῶν συνανθρώπων σας, δὲν δέχθηκα τὴν τιμητικὴ γιὰ μένα θέση τοῦ ἐκπροσώπου Σας, μάλιστα σὲ ἰδιαίτερα κρίσιμη περίοδο γιὰ τὴ Ἐκκλησία μας. Ἀργότερα, ἀρνήθηκα ἐπίμονη πρότασή σας νὰ ἐκλεγῶ ἐπίσκοπος μὲ τὸν κίνδυνο νὰ παρεξηγηθῶ πὼς ἀπαξιώνω τὴν ἱερωσύνη. Πρὸ διμήνου, ὅταν πληροφορήθηκα τὴν ἐμπλοκὴ ποὺ προκαλεῖ τὸ πρόσωπό μου στὴν ὅλη πορεία ἐκκλησιαστικοῦ προβλήματος, σᾶς ξαναπρότεινα, ἐγγράφως, τὴ διαγραφὴ τοῦ ὀνόματός μου ἀπὸ τὸν περίφημο κατάλογο.

Παρὰ ταῦτα, αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὑπάρχει μπροστά μου ἡ ἀπόφασή Σας ποὺ περιμένει ἄμεσα τὴν ὑλοποίησή της. Ὅλα μου ὅτι ἡ ἐκλογή μου γιὰ τὴ Μητρόπολη Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς ἐπιλογές μου, κάτω δὲ ἀπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες δὲν ἀποτελεῖ μὲ κανένα τρόπο τιμή, ἀλλὰ μόνον ξεκάθαρη περιπέτεια καὶ ἴσως βαρειὰ δοκιμασία, πράγματα ποὺ μοῦ ἀποκλείουν κάθε δικαίωμα νὰ ἀρνηθῶ τὸ σταυρό μου καὶ καθιστοῦν τὴν ἐνδεχόμενη ἄρνησή μου μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπὸ τὴν ταπεινή, χωρὶς καμία λογική, συναίνεσή μου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἐλαφρυντικό μου.

Ἡ ἐμπειρία τῆς ἱερωσύνης

Βέβαια ὑπάρχει «ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ θεραπεύει τὰ ἀσθενῆ καὶ ἀναπληροῖ τὰ ἐλλειπόντα». Ἐφόσον ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Θεός, κάτι θὰ γίνει καὶ μὲ τὴν περίπτωσή μου. Ἐφόδιό μου δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἱκανότητά μου πρὸς ἄσκηση τῆς ἀρχιερωσύνης. Ἐφόδιό μου εἶναι ἡ ὡς τώρα ἐμπειρία τῆς ἱερωσύνης. Ἀπὸ αὐτὴν ἀντλῶ τὴν ἐλπίδα μου. Τὴν ἀγάπησα ὅσο τίποτε ἄλλο. Μοῦ μίλησε περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε στὴ γῆ. Ἀγκάλιασα τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ καθημερινὰ καταφιλῶ τὸ πετραχῆλι μου. Μὲ θάμπωσε τόσο πολὺ καὶ μοῦ μίλησε τόσο βαθειά, ποὺ ποτὲ δὲν διέκρινα στὸ στερέωμα τῶν δικῶν μου ὁραμάτων καὶ κάτι ἄλλο ἢ ἐπιπλέον. Ἡ ἱερωσύνη εἶναι τὸ ὅλον καὶ τὸ τέρμα μου. Ὁ θεὸς μέσα στὴν ἐμπειρία της μὲ πλημμύρισε μὲ σημεῖα. Μόνον κάτι πολὺ ἐντυπωσιακὸ καὶ μοναδικὸ θὰ ἔπρεπε νὰ μοῦ ἀλλάξει τὴν πορεία. Εἶδα θαύματα. Ἔζησα εὐλογίες. Πίστεψα μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑπάρξεώς μου. Μπορῶ νὰ πῶ, Μακαριώτατε, ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ καὶ ἐνώπιον οὐ Θεοῦ, πὼς νιώθω τὴ χαρὰ Τοῦ «ἐν ἐμοὶ πεπληρωμένην».

Ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ λειτουργικὴ ταυτότητά μου, ὑπάρχει καὶ ἡ ποιμαντική. Κατὰ τὸ πρότυπό του προστάτου μου, ἁγίου Νικολάου, προσπάθησα ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια νὰ ἀγκαλιάσω τὸν πόνο τῶν ἀδελφῶν μου, νὰ συμπαθήσω στὴ δοκιμασία, νὰ περιποιηθῶ τὶς πληγὲς τῆς ἁμαρτίας, νὰ ἀναδεχθῶ τὶς ἀναζητήσεις, τὶς ἀμφιβολίες, τὴν ἐσωτερικὴ σύγχυση ποὺ γεννᾷ ἡ λαθεμένη αἴσθηση ἑνὸς Θεοῦ ποὺ ἀγαπᾷ νὰ ἀπουσιάζει, νὰ εἶναι ἀφηρημένος, νὰ συγγενεύει περισσότερο μὲ τὴν φαντασία παρὰ μὲ τὴν πραγματικότητα. Πρέπει νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι τὸ πετραχῆλι μου εἶναι κουρελιασμένο ἀπὸ τὴν χρήση. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ δικαιολογοῦσε κάθε ἐσωτερικὴ ἄρνηση νὰ ἐγκαταλείψω τὶς ψυχὲς ποὺ μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς προαγόμενος σὲ ἐπισκοπικὴ διακονία. Ἡ μόνη μου παρηγοριὰ τώρα εἶναι ἡ γεωγραφικὴ ἐγγύτητα μὲ τοῦ ἀνθρώπους αὐτούς, μαζὶ μὲ τοὺς ὁποίους μοιραστήκαμε τὰ προβλήματα, τὶς χαρές, τὴν ἀναζήτηση καὶ τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ κάνω μία μικρὴ ἀναφορὰ στὴ λειτουργικὴ ταυτότητά μου. Ὡς τώρα, ἐνῷ εἶμαι ἴσως ὁ μόνος κληρικὸς τοῦ Λεκανοπεδίου Ἀττικῆς ποὺ καθημερινὰ στὶς ἀκολουθίες γιὰ 15 χρόνια μνημονεύω τοῦ σεπτοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου, παράλληλα διακονοῦσα ἀπὸ ὑπεύθυνη θέση τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐκπροσωπώντας ταυτόχρονα καὶ τὸν ἁγιορείτικο μοναχισμό.

Μοναχικὴ καὶ φιλόπτωχη πολιτεία

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐνῷ γίνομαι ἐπίσκοπος συνειδητὰ ἐπιλέγω ὡς πρότυπο ζωῆς αὐτὸ τοῦ μοναχοῦ. Αὐτοῦ ποὺ ἔχει ὑποκαταστήσει τὴ σκέψη μὲ τὴν προσευχή, τὰ ὁράματα μὲ τὴν θυσία, τὰ ἐπιχειρήματα μὲ τὴ μακροθυμία. Μὲ αὐτὸν τὸ στόχο ξεκίνησα, μὲ τὸν ἴδιο καὶ θέλω νὰ ξοφλήσω τὸ ἐπίγειο χρέος μου, μὲ αὐτὴν τὴν κληρονομιὰ ἐπιθυμῶ νὰ ταξιδεύσω τὴν αἰώνια πορεία μου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτόν, ἐκφράζω δημόσια τὴν ἐπιθυμία μου -καὶ πρὸς τοὺς πολιτικούς μας ἄρχοντες- νὰ μὴν μὲ μεταχειρισθεῖτε ὡς ἀνώτατο δημόσιο ὑπάλληλο μὲ μηνιαῖο μισθὸ καὶ δῶρο ἑορτῶν καὶ θερινῶν διακοπῶν, μὲ παραστάσεις σὲ δεῖπνα, δεξιώσεις, παρελάσεις καὶ ἐγκαίνια. Λέξεις ὅπως μισθός, σύνταξη, ἰδιοκτησία, ἀσφάλεια ζωῆς, διακοπές, προσωπικὲς φιλίες, τιμητικὲς διακρίσεις κ.λ.π., ποὺ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴ μοναχικὴ ζωή, θὰ ἤθελα νὰ παραμείνουν ξένες πρὸς τὸ λεξιλόγιο τῆς προσωπικῆς μου πολιτείας. Στὴν καρδιά μου ἀντηχεῖ ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἱερέας πρέπει νὰ εἶναι ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὁ ἐπίσκοπος ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Τὸ πρῶτο δὲν θὰ τὸ ἐπιβάλλω σὲ κανέναν. Τὸ δεύτερο, ὅμως, ἀποτελεῖ γιὰ μένα ἀδιαπραγμάτευτο ὄρο καὶ ἀπαράβατο στόχο ζωῆς. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ πληρώνομαι, ἀλλὰ μόνον νὰ ξοδεύομαι, οὔτε νὰ ἀσφαλίζομαι στὶς ἐπίγειες τράπεζες ἀλλὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, οὔτε νὰ ξεκουράζομαι μακριὰ ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ποιμνίου μου στὶς ὄμορφες γωνιὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύομαι μέσα στὴ δρόσο τῆς καμίνου τῶν δοκιμασιῶν ὅλων μας. Ἡ ζωὴ ποὺ ἐπιθυμῶ νὰ μὴ θυμίζει σὲ μεγαλοπρέπεια τὴν εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία μου, ἀλλὰ σὲ λιτότητα καὶ ἀναζήτηση μυστικοῦ βάθους τὴ μοναχικὴ κουρά μου.

Παρὰ τὸ ξεχείλισμα τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ νοιώθω ἀπέναντι ὅλων ὑμῶν, ἐπιτρέψτε μου κατακλείοντας νὰ μὴν εὐχαριστήσω διὰ στόματος καὶ φραστικῆς ἀναφορᾶς κανέναν. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ κινδυνέψω νὰ μεταμορφώσω τὸ μυστήριό της ἱεροσυνοδικῆς ἀποφάσεως σὲ ἀποτέλεσμα ἐπίγειων ἐπιλογῶν καὶ νὰ μολύνω τὴν ἀπροσμέτρητη ἱερότητα αὐτῶν τῶν στιγμῶν μὲ ὑποψίες κοσμικῆς εὐγένειας καὶ ἁβροφροσύνης. Θὰ ἀποφύγω, λοιπόν, κάθε ἀναφορὰ σὲ συγκεκριμένα τῆς ὡς τώρα ζωῆς μου, στὸν πιστὸ λαὸ ποὺ σὲ λίγο θὰ πάρει τὴν εὐθύνη νὰ ἐπικυρώσει τὴν ἱεροσυνοδικὴ ἀπόφαση, σὲ κάποιους ποὺ πίστεψαν στὴν ἐκλογή μου, στοὺς γονεῖς, τὰ ἀδέλφια καὶ συγγενεῖς μου, στοὺς πνευματικοὺς πατέρες καὶ γεροντάδες μου, στὴν προσφιλῆ πνευματικὴ οἰκογένειά μου στὸ Μετόχι τῆς Ἀναλήψεως, ἀκόμη καὶ σὲ Σᾶς, Μακαριώτατε, ποὺ κάτω ἀπὸ τόσο λεπτὲς καὶ δύσκολες συνθῆκες διακινδυνεύετε τὴν χειροτονία μου.

Θὰ ἀρκεσθῶ μόνον στὴν ἔκφραση τῆς μυστικῆς εὐγνωμοσύνης μου γιὰ τὴ σημερινὴ λειτουργικὴ παρουσία σας, γιατὶ ὅλοι ἐσεῖς, ἐπίσκοποι καὶ κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ἀναλαμβάνετε τὴν εὐθύνη νὰ προσδιορίσετε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μου.

Καὶ θὰ ἐπικαλεσθῶ τὴν εὐχὴ τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανοῦ, ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ὁποίου ἔλαβα τὴ χάρη τῆς ἱερωσύνης καὶ τὴν ἔμπνευση τῆς ἀσυμβίβαστης ὁμολογίας, τῆς συνεποῦς καὶ πεντακάθαρης ζωῆς καὶ τῆς ἡρωϊκῆς μαρτυρίας, ὅπως καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ πολυσέβαστου καὶ καλοκάγαθου ποιμενάρχου τῆς θεοσώστου αὐτῆς Ἐπαρχίας Μητροπολίτου πρώην Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Ἀγαθονίκου, τὸ παράδειγμα, ἡ παρουσία, ἡ εὐγένεια καὶ ἡ ἀνωτερότητα τοῦ ὁποίου, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀποτελοῦν ἀταλάντευτο ὁδηγὸ στὴ δική μου πορεία, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ, μὲ ἐπιφορτίζουν μὲ τὸ βαρύτατο χρέος τῆς ἀπόδοσης εἰλικρινοῦς τιμῆς καὶ βαθειᾶς εὐγνωμοσύνης.

Ἡ εὐγνωμοσύνη μου θὰ ἐκφρασθεῖ μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεό, ποὺ γιὰ μία ἀκόμη φορά, Αὐτὸς μοῦ δείχνει τὴν ἀντίθετη μὲ τὸ θέλημα τὶς συνειδητὲς ἐπιλογές μου πορεία καὶ κατεύθυνση. Αὐτὸν ποὺ οἰκονομεῖ νὰ ὁδηγοῦμε σὲ μία ἐπισκοπικὴ χειροτονία ποὺ γίνεται κάτω ἀπὸ ὄρους τέτοιους, ὥστε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ἀναδίδεται τὸ ἄρωμα τῆς ἀμφισβήτησης στὸ πρόσωπό μου, ἡ εὐωδία τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μου, τὸ θυμίαμα τῆς ἀνάγκης γιὰ προσευχὴ παρὰ γιὰ πανηγύρι. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν ζητῶ τὶς κοινωνικὲς εὐχές Σας. Ζητῶ τὶς προσευχές Σας. Δὲν θὰ ἤθελα ἡ χειροτονία μου νὰ κλείσει μὲ χειροκροτήματα. Θὰ προτιμοῦσα ἡ νέα μου ζωὴ νὰ ἀνοίξει μὲ κραυγὲς ἱκεσίας. Ζητῶ τὶς πρεσβεῖες τοῦ προστάτου μου Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου -λείψανα τῶν ὁποίων φέρω ἐπὶ τοῦ στήθους μου- τοῦ ὁσίου Σίμωνος τοῦ Μυροβλύτου καὶ τῆς Ἁγίας Μυροφόρου Μαγδαληνῆς.

Λίγες μέρες πρὶν ἐγκαταλείψω τὰ ἐγκόσμια εἶχα ἐπισκεφθεῖ τὸν μακαριστὸ πατέρα Πορφύριο. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ξεδίπλωμα τοῦ ἑαυτοῦ μου, κατελήφθη ἀπὸ ἔντονη ἀγωνία, μεγάλη ἀνησυχία καὶ γιὰ ἀρκετὴ ὥρα κάθιδρος μοῦ ἐπαναλάμβανε πὼς θὰ πονέσω πολὺ στὴ ζωή μου. Τὸν ἐρώτησα ἐπίμονα ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτρέψω τὰ σχέδιά μου. Ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτὰ δακρυρόου σιωπῆς, ἡ ἀγωνία του μεταστράφη σὲ γλυκύτητα καὶ ἐλπίδα καὶ τελικὰ μὲ ἀσπάσθηκε καὶ μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του. Ἡ προσδοκία τοῦ σταυροῦ ἀποτέλεσε τὸν ἄξονα τῆς ζωῆς μου. Ἀποφάσισα ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ ἐμπιστευθῶ ἀπόλυτα στὸν Θεὸ τὴ εὐθύνη τοῦ μέλλοντός μου, ἀφετέρου δὲ νὰ μὴν ἀρνοῦμαι ποτὲ τὸν σταυρό μου. Αὐτὴν τὴ στιγμὴ νομίζω ἀρχίζει ἡ ἀνηφόρα μου. Μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐκλογή μου δὲν ἀποτελεῖ ἐπιβράβευση, ἀλλὰ δοκιμασία, ὅτι τὴν τιμὴ μπορῶ νὰ τὴν ἀρνηθῶ ὄχι ὅμως καὶ τὸν σταυρό μου, ὅτι ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ δὲν ἐκφράζεται μὲ τὶς ἐπιλογές μου, ἀλλὰ φανερώνεται μὲ τὶς ἀποφάσεις Σας,

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἀγαπητοὶ συμπρεσβύτεροι, προσφιλεῖς διάκονοι, πιστὲ λαὲ τοῦ Θεοῦ, στὴν κρίση, τὴ βούληση καὶ τὴ συνείδησή σας παραδίδω τὸ μέλλον καὶ τὴ ζωή μου.

«Ἐγὼ δὲ οὐκ ἀπειθῶ οὐδὲ ἀντιλέγω», καὶ οὐδὲ ἀντιλέγω σημαίνει οὐδὲ κἂν διερωτῶμαι.

«Κύριε, ποίησόν με οἷον θέλεις καὶ ὡς θέλεις κἂν θέλω κἂν μὴ θέλω».

«Αὐτῷ πρέπει πᾶσα τιμή, προσκύνησις, δόξα καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».