π. Νικόλαος Χατζηνικολάου

Τὸ σήμερα, τὸ χθὲς καὶ τὸ γιὰ πάντα τῆς ταφῆς καὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν

π. Νικόλαος Χατζηνικολάου.
Ὁμιλία στὴν ἡμερίδα μὲ θέμα: «Ἡ καύση τῶν νεκρῶν», Ἀθῆναι, Τετάρτη 3 Μαρτίου 1999.
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/tafi_i_kaysi_hatzinikolaou.html

Ὁ συγγραφέας εἶναι πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Βιοηθική.


Ὅταν τὸν περασμένο Ἰανουάριο δημοσιεύθηκαν στὴν «Καθημερινὴ» κάποιες σκέψεις μου, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ προσδιορίσουν τὸ ἦθος καὶ τὸ φρόνημα τῆς πίστεως καὶ παραδόσεὼς μας σχετικὰ μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν, ὑπῆρξε μιὰ ἐπιστολὴ ἐντόνου ἀντιθέσεως πρὸς τὰ γραφόμένα μου, γραμμένη ὅμως μὲ εὐγένεια, εἰλικρίνεια καὶ σοβαρότητα τέτοια, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσα εὔκολα νὰ ἀντιπαρέλθω.

Ὁ ἐπιστολογράφος κατὰ τὴν γνώμη μου ἦταν δικαιολογημένος ἀλλὰ δὲν εἶχε δίκιο. Μιλοῦσε σωστὰ γιὰ τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ δὲν ἀκομποῦσε τὴν ἀλήθεια. Ὁ λόγος τοῦ θεολογικοῦ βιώματος τῆς διαχρονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἡ βαθύτερη ελπίδα τῶν πραγμάτων τοῦ φάνηκε προκλητικὰ καὶ ὑπερβολικὰ «ἐξωραϊσμένος». Ἔπαυσε ἡ κοινωνία μας νὰ ἔχει ἀντίστοιχα βιώματα.

Σκέφθηκα, λοιπόν, πὼς χρέος μου σήμερα, σ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμερίδα, θὰ ἦταν νὰ ἀναφερθῶ λίγο στὴ σημερινὴ καὶ τὴν παραδοσιακὴ πραγματικότητα τοῦ τρόπου τῆς ταφης τῶν νεκρῶν, ἀφηνοντας μέσα ἀπὸ αὐτὴν νὰ διαφανεῖ ἡ πνευματικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν πρόταση καύσης τῶν νεκρῶν, ὅπως τὴν ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ πρόταση αὐτὴ προφασίζεται τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ τὰ γεγονότα, διαψεύδεται ὅμως ἀπότὴν βαθύτερη ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.

1. Ἡ πραγματικὴ εἰκόνα σήμερα

Σὲ μιὰ πόλη μεγάλη σὰν τὴν Ἀθήνα ἔχει πλέον δημιουργηθεῖ μιὰ νέα εἰκόνα τῆς κηδείας. Ὁ νεκρὸς δὲν διανυκτερεύει στὸ σπίτι του, ἀλλὰ σὲ ψυγεῖο. Οὔτε θάβεται τὴν ἑπομένη, ἀλλὰ συνήθως καθυστερεῖ. Οἱ γείτονες, ἀποξενωμένοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ ἐρμητικὰ κλεισμένοι στὸν ἑαυτό τους ὁ κάθενας ἀρνοῦνται τὸ θέαμα καὶ τὴν κατάσταση ποὺ αὐτὸ δημιουργεῖ. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ δὲν γίνεται πλέον ἀπὸ τὸ σπίτι του -τὸν τόπο τῆς ἐκφράσεώς του -, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ δημόσιο κοιμητήριο -τὸν τόπο τῆς δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεὼς του. Ἔτσι δὲν τὸν ξαγρυπνοῦμε. Ὁ χῶρος ἀποχαιρετισμοῦ του εἶναι τὸ ἀπρόσωπο περιβάλλον τοῦ κοιμητηρίου, καὶ μάλιστα μαζὶ μὲ ἄλλους. Τὸ γεγονὸς χάνει τὴ μοναδικότητά του.

Οἱ μεταφορεῖς τῆς σωροῦ, οἱ νεκροθάπτες, οἱ ψάλτες εἶναι ἄγνωστοι, ποὺ πληρώνονται καὶ ποὺ συνεχῶς αὐτὴ τὴν δουλειὰ κάνουν. Πρόσωπα ἐθισμένα καὶ ὡς ἄγνωστα ἐντελῶς ἀμέτοχα στὴν ἱερότητα ἢ τουλάχιστον στὸ συναισθηματικὸ δράμα τῆς ἀκολουθίας καὶ στὸ πραγματικὸ τῆς οἰκογενείας. Οἱ φίλοι καὶ οἱ γνωστοὶ δὲν συμμετέχουν ἐνεργὰ στὴν πρακτικὴ διαδικασία τῆς κηδείας, ἁπλὰ παρακολουθοῦν παθητικά.

Ὁ ἱερέας, τὸ ἴδιο κουρασμένος, ψυχρὸς καὶ συχνὰ ἀδιάφορος. Ὅπως ὁ γιατρὸς ἔχει συνηθίσει τοὺς ἀσθενεῖς, αὐτὸς ἔχει συνηθίσει νὰ βλεπει τοὺς νεκρούς. Ἀδυνατεῖ νὰ συμμετάσχει. Τὰ λερωμένα του ἄμφια, ἡ σκληρὴ καὶ ξερὴ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴ συνήθεια φωνή του, ἡ μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στὸν κακόγουστο διάκοσμο-ἀπογοητευτικὸ ἀποτέλεσμα τυποποιημένης ἐπαγγελματικῆς διαδικασίας καὶ ὄχι εὐλαβοῦς εὐαισθησίας προσφιλῶν προσώπων, -τὰ χιλιοπατημένα χαλιά, τοὺς ἀνούσιους λόγους, καὶ τὶς παγερὲς ὄψεις τῶν δημοτικῶν ὑπαλλήλων τοῦ κοιμητηρίου ἢ τὶς ἐπαγγελματικὲς τῶν ἐργολάβων, δεμένων μὲ τοὺς δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμοὺς μιᾶς παράταιρης χορωδίας ἢ τὴν μοιρολογικὴ φωνὴ ἑνὸς ψάλτη τῆς παλαιοληθικῆς ἐποχῆς, συνθέτουν μιὰ εἰκόνα ποὺ θυμίζει πιὸ πολὺ τὸ θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ὁ ἴδιος ὁ νεκρός.

Ἡ κηδεία κατήντησε νὰ εἶναι περισσότερο μιὰ τελετὴ συμπαραστάσεως στοὺς συγγενεῖς, παρὰ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἔκφραση συντόνου καὶ ἐντόνου προσευχῆς γιὰ τὸν ἀποθανόντα. Μιὰ πράξη ἀνθρώπινης παρηγοριᾶς παρὰ μιὰ κίνηση ἐκζητήσεως τῆς θεϊκῆς παρακλήσεως. Κάτι ποὺ γίνεται γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μένουν πίσω, παρὰ κάτι ποὺ ἐπιτελεῖται γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναχωρεῖ.

Ὅλο αὐτὸ τὸ σενάριο δημιουργεῖ σὲ ὁρισμένους τέτοια τραυματικὴ ἐμπειρία συναισθηματικῆς καὶ ἰδεολγικῆς ἀποστροφῆς πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται, θέλουν ὁριστικὰ νὰ τὴν ξεχάσουν. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν γίνεται, θέλουν νὰ ὑποβαθμίσουν τὸ γεγονός. Αὐτὸ εὔκολα στὶς μέρες μας ὁδηγεῖ στὴν πρόταση γιὰ καύση τῶν νεκρῶν. Αὐτὸ θὰ ὁριστικοποιήσει τὴν ἀσέβεια.

2. Τὸ παραδοσιακὸ παρελθὸν

Δίχως νὰ πέσουμε στὴν παγίδα μιᾶς ἐξωραϊσμένης παρελθοντολογίας, νομίζω δὲν θὰ ἀδικούσαμε τὴν ἀλήθεια, ἂν λέγαμε ὅτι τὸ παρελθὸν εἶχε πολὺ περισσότερη ἀνθρωπιά, σεβασμὸ καὶ ὑπογραμμισμένα τὰ πρόσωπα.

Ο κοινωνίες ἦσαν μικρότερες, οἱ δεσμοὶ καὶ οἱ σχέσεις πολὺ πιὸ ἔντονες καὶ αὐθεντικές. Γι ᾿ αὐτὸ καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ καθενὸς σὲ τόσο ἰδιαίτερες στιγμὲς πολὺ πιὸ προσωπική. Στὰ χωριὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου ἦταν γεγονὸς ποὺ φαινόταν. Ἐπικέντρωνε τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων. Μονοπωλοῦσε τὶς συζητήσεις. Ἔδινε ταυτότητα στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ συνόλου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἐπισφράγισμα τοῦ θανάτου, ἡ κηδεία καὶ ἡ ταφὴ εἶχαν σεβασμό, χρόνο, διάρκεια καὶ προσωπικὴ συμμετοχή.

Ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἡ κηδεία, σταματοῦσε κάθε κοσμικὴ ἢ ἐμπορικὴ συναλλαγή. Οἱ καταστηματάρχες κατέβαζαν τὰ στόρια - στὴ Θράκη καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀκόμη καὶ οἱ τοῦρκοι καὶ οἱ μωαμεθανοί, -ὅλοι σταυροκοπιόνταν, σταματοῦσε καὶ τὸ ἀντίθετο ῥεῦμα τῆς κυκλοφορίας γιὰ νὰ ἀποδώσει κι αὐτὸ τὸ σεβασμό του.

Ἡ ἴδια εἰκόνα διατηρεῖται σήμερα καὶ στὰ μονασήρια. Ὅλα ἐπιτελοῦνται μὲ μοναδικὴ προσοχὴ στὶς λεπτομέρειες -αὐτὲς ὑπογραμμίζουν τὴν πίστη μας στὸ μυστήριο καὶ τὸ σεβασμό μας σ᾿ αὐτὰ ποὺ διακηρύττουμε. Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ναὶ στὴν καύση τῶν μοναχῶν δὲν μπορεῖ νὰ συγκατατεθεῖ ποτὲ καὶ τὴν καύση τῶν μοναχῶν δὲν μπορεῖνὰ συγκατατεθεῖ ποτὲ καὶ μὲ τὴν καύση τοῦ οἱουδήποτε πιστοῦ της.

Σήμερα στὴν ἐκταφή, ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου ἔχει τὰ γάντια του γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ, ἁπλώνει μιὰ τυποποιημένη σακκούλα «σκουπιδιῶν» ἢ «ἀποῤῥιμάτων»- ἔτσι γράφει ἡ κορδέλλα -ἀπὸ τὸν Βασιλόπουλο ἢ τὸν Μαρινόπουλο καὶ ἀρχίζει βιαστικὰ νὰ σκάβει καὶ νὰ ψάχνει γιὰ τὰ ὀστᾶ. Δίπλα του, ἕνα καταλερωμένο καροτσάκι γεμάτο χώματα, ἄχρηστα ἀντικείμενα καὶ ἐργαλεῖα, τὸ ἴδιο μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ μεταφορὰ τῶν σκουπιδιῶν τοῦ κήπου, σοῦ ὑπενθυμίζει ἀπάνθρωπα τὸ ἐνδεχόμενο νὰ δεῖς τὸν ἀγαπημένο σου ἄλειωτο σκουπίδι νὰ πετιέται σὲ μιὰ γωνιὰ γιὰ ἕνα ἀκόμη χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὰ κάνει αὐτὰ ἐδῶ πληρώνεται. Σοῦ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τοῦ πεῖς νὰ προσέξει μήπως κάτι παραμείνει θαμμένο. Μπορεῖ καὶ νὰ θυμώσει.

Τὸ παρελθὸν καὶ ἐδῶ εἶναι διαφορετικό· γυναῖκες μὲ καθαρὲς λεκάνες, ἄνδρες μὲ κασμάδες καὶ φτυάρια -ποὺ ἄφησαν γιὰ τὴ μέρα τὴ δουλειά τους, -ὁ παπὰς καὶ οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν γιὰ τὴν ἐκτάφή. Ἁπλώνουν πρῶτα ἕνα πεντακάθαρο σεντόνι ἢ μιὰ ἀχρησιμοποίητη πετσέτα, ὅλα ἄσπρα καὶ μέσα σὲ ὑποβλητικὴ ἡσυχία, μὲ συγκίνηση καὶ ἀγωνία, στὸν ἀπόμερο χῶρο τοῦ κοιμητηρίου, δίχως θορύβους ἐπιτελεῖται ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἐκταφῆς. Ἀντὶ γιὰ ἀδικαιολόγητους φόβους, ὁ πόθος τῆς καινούργιας συναντήσεως. Ἀντὶ γιὰ ψυχρὴ ἐπαγγελματικὴ βιασύνη, ἡ τρυφερότητα τῶν αἰσθημάτων καὶ ἡ ὑπομονὴ τοῦ σεβασμοῦ. Ὁ χρόνος τραβάει, διαρκεῖ. Ὅλα πλένονται ὄχι σὲ φορμόλη ἢ ἄλλα χημικά, ἀλλὰ σὲ ἁγνὸ κρασάκι ἀπὸ τὸ ἀμπέλι καὶ μὲ πεντακάθαρο νερό. Ἔτσι ξανασυναντᾶ κανεὶς τὸ τελευταῖο ὑπόλειμμα τοῦ θησαυροῦ τοῦ προσώπου. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ σκεφθεῖ κανεὶς νὰ τὸ κάψει. Δὲν μπορεῖ.

Σίγουρα ἡ εἰκόνα αὐτὴ μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανέλθει στὴ σημερινὴ πραγματικότητα. Ἡ γνώση ὅμως καὶ ἡ διαρκὴς ἀνάμνησή της εἶναι βασικὴ προϋπόθεση στὴ διαμόρφωση μιᾶς σύγχρονης πνευματικῆς πρακτικῆς, συμβατῆς μὲ τὰ δεδομένα τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος καὶ τῆς αἰώνιας καὶ διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας.

Ἡ κηδεία ἀπὸ ὑπόθεση δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεως πρέπει νὰ ξαναγίνει ἱερὴ πράξη καθαρὰ ἐκκλησιαστικῆς φύσεως.

3. Οἱ προφάσεις γιὰ τὴν καύση τῶν νεκρῶν

Οἱ λόγοι ποὺ συνήθως παρουσιάζονται γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν καύση τν νεκρῶν εἶναι οἱ ἑξῆς:

α. Ἔλλειψη χώρου

Τὸ πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ ἔλλειψη χώρου. Αὐτὸ ἰσχύσει κυρίως για τὴν Ἀθήνα. Μιὰ τεράστια πόλη μὲ δυσανάλογο πρὸς τὴν ἔκτασή της πληθυσμὸ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ διαθέτει περιορισμένης ἐκτάσεως κοιμητήρια γιὰ νὰ φιλοξενήσουν ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἀριθμὸ νεκρῶν. Εἶναι ὅμως αὐτο τὸ ἐπιχείρημα πειστικό; εἶναι ἡ δυσκολία ἀνυπέρβλητη; Κατὰ καιροὺς ἔχουν προταθεῖ λύσεις, λιγότερο ἢ περισσότερο πρακτικές, σχετικὰ μὲ τοὺς οἰκογενειακοὺς τάφους ἢ τὴν ἀποσυμφόρηση τῶν κοιμητηρίων μὲ μετάθεση τῆς ταφῆς στὴν ἐπαρχία, ὅπου αὐτὸ εἶναι δυνατὸν κ.ο.κ.

Στὴν οὐσία, τὸ ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ἔχουμε χῶρο στὰ κοιμητήρια μας ἢ χώρους γιὰ κοιμητήρια ἀποτελεῖ πρόφαση, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ προσβολή. Ἂν δὲν ἔχουμε, νὰ δημιουργήσουμε χῶρο. Ὅπως εἶναι ἀνάγκη στὴν πολύκοσμη Ἀθήνα να δημιουργηθοῦν χῶροι γιὰ parking, ἀναψυχή, πολυκαταστήματα κ.λπ., ἔτσι μπορεῖ νὰ ληφθῆ καὶ ἡ δέουσα πρόνοια γιὰ τοὺς νεκρούς. Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς δημιουργοῦν καὶ χῶρο καὶ προϋποθέσεις. Ἂν καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀνάγκη νὰ σεβασθοῦμε τοὺς νεκρούς μας εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὁποιαδήποτε πρακτικὴ ἀνάγκη, τότε θὰ βρεθοῦν καὶ οἱ κατάλληλοι χῶροι.

Ἡ κοινωνία μας συχνὰ ἐκφράζει καὶ τὴ στενότητα ποὺ νοιώθει ὄχι γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐπερχομένους ζωντανούς. Οὔτε γι᾿ αὐτοὺς δὲν ἔχει χῶρο ὁ κόσμος μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ νομιμοποιεῖ τὶς ἀμβλώσεις. Ἔτσι, νόμιμα πλέον καταστρέφουμε τὸ σπαρμένο στὰ σπλάγχνα τῆς μητέρας ἔμβρυο. Κατὰ ἀνάλογο τρόπο, καῖμε τὸ σῶμα στὰ σπλάγχνα τῆς γῆς γιὰ νὰ μὴν ζήσει αιώνια. Ὄχι γιατί δὲν θέλουμε αὐτὸ νὰ ζήσει, ἀλλὰ γιατὶ δὲν θέλουμε ἐμεῖς να ζήσουμε αἰώνια. Ἡ ὕπαρξη, ἡ ζωή του μᾶς θυμίζει τὴν αἰωνιότητα. Ἐμεῖς μ᾿αὐτὴν ἔχουμε πρόβλημα, ὄχι μὲ τὸν νεκρό, μὲ τὸν Θεό.

Στὶς μωαμεθανικὲς χῶρες, ποὺ ἀπαγορεύεται ἡ ἐκταφὴ ἢ ἡ κατακόρυφη σὲ ἐπίπεδα ταφή, ποὺ οἱ πληθυσμοὶ εἶναι πυκνοὶ καὶ αὐξανόμενοι, οἱ θάνατοι πιὸ σύντομοι, πῶς χωροῦν τὰ κοιμητήρια;

Ἐὰν τελικὰ ἰσχύσει τὸ κριτήριο τῆς ἔλλειψης του χώρου, τότε σύντομα θὰ περάσουμε καὶ σ᾿ ἕνα πρόβλημα, τὴν ἔλλειψη τοῦ χρόνου. Δὲν θὰ ὑπάρχει χρόνος γιὰ τὴν κηδεία. Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ ἑπόμενο βῆμα καὶ θὰ εἶναι πιὸ λογικό. Δὲν θὰ προλαβαίνουμε. Ἀφοῦ καταργήσουμε τὴν ταφή, θὰ ἀντικαταστήσουμε τὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας μὲ μιὰ εὐχὴ «ἀναπαύσεως» γιὰ νὰ συντομεύσουμε τὴν διαδικασία. Ἡ Ἐκκλησία πάντα θὰ προτιμᾶ τὴν διανυκτέρευση στὸ σπίτι, στὴν κηδεία στὴν ἐνορία καὶ τὴν ταφὴ στὸ κοιμητήριο. Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τηρήσουμε αὐτὸ τὸν τύπο τῆς ταφῆς, ἂς μὴ θυσιάσουμε τὴν οὐσία τῆς τιμῆς.

β. Λόγοι ὑγείας, ἀποφυγὴ μικροβίων

Ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ ἀκούγεται συχνὰ ὅτι ἐπιβάλλει τὴν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ λόγοι ὑγιεινῆς. Ἀλλὰ τί εἰρωνεία! Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου, ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα καὶ ἀπὸ χιλιάδες αἰτίες, ἔχει καταμολυνθεῖ τὸ οἰκοσύστημα καὶ ὅπου ἀπειλεῖται μὲ ἀπονέκρωση τὸ σύνολο τῆς γήινης βιόσφαιρας, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ πετοῦμε πιὸ πολλὰ ἀπ᾿ ὅσα χρησιμοποιοῦμε, ποὺ εἰσπνέουμε περισσότερο διοξείδιο τοῦ ἄνθρακος ἀπ᾿ ὅσο ἐκπνέουμε, ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀθήνας θυμίζει ἀτμόσφαιρα ἀνθρακωρυχείου καὶ οἱ γειτονιές της χωματερές, εἶναι πράγματι ὑποκριτικό, ἐνῶ καταστρέψαμε περιβαλλοντικὰ ὅ,τι φαίνεται καὶ ζεῖ, τώρα νὰ νοιώθουμε πὼς κινδυνεύουμε ἀπὸ τὰ μικρόβια τῶν νεκρῶν, ποὺ οὔτε φαίνονται, οὔτε ἀπειλοῦν, οὔτε φυσικὰ ὑπάρχουν στὰ κοιμητήρια· ὑπάρχουν μόνο στὰ μυαλὰ τῶν συγχρόνων μηδενιστῶν.

Τὴ μόλυνση τὴν δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί, ὄχι οἱ νεκροί.

γ. Ἀνθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση εὐθανασίας;

Ἕνας ἰσχυρὸς λόγος, ποὺ κάποιοι προτάσσουν γιὰ τὴν καύση, εἶναι τὰ λεγόμενα ἀνθρώπινα καὶ ἀτομικὰ δικαιώματα. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου· ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ὑποχρέωση σεβασμοῦ καὶ ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς -κι ἂς ἀποκαλεῖται αὐτὸ δικαίωμα -νὰ προσκρούει στὴν ἀνάγκη γιὰ σεβασμὸ τοῦ συνόλου- ἂν βέβαια ὑπάρχει κάτι τέτοιο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δικαίωμα κάποιου νὰ τὸν κάψουμε ἐμεῖς!

Αὐτὸ τὸ σημεῖο ἰδιαίτερα ἐνόχλησε τὸν ἐπιστολογράφο τῆς «Καθημερινῆς». Ἂν κάποιος θέλει νὰ καεῖ μετὰ θάνατον πῶς ἐμεῖς θὰ τὸν ἀφήσουμε; καὶ δὲν διερωτᾶται, γιατί αὐτὸς ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς νὰ δέχεται-αὐτὸ τὸ καταλαβαίνουμε, -ἀλλὰ νὰ ἐπιθυμεῖ ἔντονα νὰ καεῖ; τί βαθύτερο καὶ συνάμα ἀνώτερο κρύβει μιὰ τέτοια ἐπιθυμία, ὥστε νὰ κληρονομεῖ σὲ μᾶς τὸ σύνολο τὴν ὑποχρέωση τῆς καύσης;

Τὸ κοινωνικὸ ἀγαθὸ ὡς ἀξία εἶναι ἀνώτερο κάθε ἀτομικῆς ἐπιλογῆς. Ἂν ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ ἀξία, τότε ἡ καύση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα. Ἂν πάλι ἡ ἐπιθυμία ἑνὸς νὰ καεῖ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἀνάγκης τῆς κοινωνίας γιὰ σεβασμὸ τοῦ νεκροῦ σώματος, τότε τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρει στὸ προσκήνιο ἀπὸ νέα ὀπτικὴ τὸ θέμα τῆς εὐθανασίας; Ἂν ἡ κοινωνία ἔχει ὑποχρέωση νὰ κάψει ὅποιον τὸ ἐπιθυμεῖ, τότε θὰ εἶναι καὶ ὑποχρεωμένη νὰ διευκολύνει καὶ τὸν θάνατο αὐτοῦ ποὺ τῆς τὸ ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρηση στὴν καύση τῶν νεκρῶν μὲ τὸ αἰτιολογικὸ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θὰ καταστήσει τὴν εὐθανασία ἐπιβεβλημένη κοινωνικὴ ὑποχρέωση.

δ. Τὸ ἀποτρόπαιον τοῦ θανάτου

Ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ ἀναντίῤῥητα μιὰ συναισθηματικὴ πολὺ δύσκολη εἰκόνα. Βλέπεις το οἰκεῖο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, γιὰ τελευταία φορὰ νὰ κατεβαίνει ἀνεπίστρεπτα στὰ σπλάγχνα τῆς γῆς. Δὲν θὰ ξαναντικρύσεις τὴν οἰκεία ὄψη. Σὲ λίγα λεπτὰ θὰ ἀκολουθήσει ἡ διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεώς του. Ὁ πειρασμὸς νὰ ἀποφύγει κανεὶς τὴν ἐμπειρία δὲν εἶναι ἀμελητέος. Ἡ στρουθοκαμηλικὴ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας προκρίνει τὸ νὰ ἀγνοοῦμε ἢ νὰ μὴν ἀντικρύζουμε τὴν πραγματικότητα, παρὰ νὰ τὴν προβάλουμε πάνω στὴν ἀλήθεια. Προτιμάει κανεὶς νὰ βλέπει ἕνα κουτάκι παρὰ νὰ ἀντικρύζει ἕνα πτῶμα. Τὸ πρῶτο εἶναι ἁπλὸ ἀντικείμενο. Τὸ σῶμα εἶναι νεκρὸ ὑποκείμενο. Βλέποντας τὸ πρῶτο ξεχνᾶς τὸ πρόσωπο. Ἀντικρύζοντας τὸ δεύτερο θυμᾶσαι τὸ θάνατό του, αἰσθάνεσαι τὸ θάνανατό του καὶ αὐτὸ πονᾶ.

4. Βαθύτερα αἴτια τοῦ αἰτήματος τῆς καύσης

Πέραν ὅμως τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια ποὺ τὸ θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν κατὰ καιροὺς ἐμφανίζεται στὸ προσκήνιο. Αὐτὰ εἶναι ὁ μηδενιστικὸς τρόπος ζωῆς, ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικο ποιήσεως τῆς κοινωνιας καὶ ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης εἰς βάρος τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῶν ἀξιῶν.

Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ προσπάθεια πρόκλησης τῆς Ἐκκλησίας καὶ σταδιακῆς νέκρωσης τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ψυχῆς ὅλο καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς μας. Κάθε τί ποὺ τὴν ὑπενθυμίζει καὶ διακριτικὰ τὴν ὑπογραμμίζει βαθμιαία γίνεται ἀνεπιθύμητο στὴν ἀποδοχὴ καὶ ἐντοχλητικὸ στὴν πρακτική του.

Ἡ ταφὴ ἔχει μιὰ τελετουργία ἐμφανῶς πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὴν καύση. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσης δημιουργεῖ μιὰ ἀπότομη ἀλλοίωση στὰ κοινωνικά μας ἤθη καὶ εἰσάγει εἰκόνες, στὸν τρόπο μας. Αὐτὸ τὸ νεο σκηνικὸ καίρια προσβάλλει τὸ μονοπώλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μεταφυσικῆς εἰκόνας τῆς κηδείας ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ταφή. Ἡ ταφὴ εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καύση τελετὴ ἢ διαδικασία.

Ἡ πρακτικὴ καὶ χρηστικὴ ἀντίληψη ἔχουν ἐπικρατήσει καὶ μᾶς ἔχουν πείσει, γιατὶ μέσα στὴν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατίσει ἡ πνευματικὴ καὶ βιωματικὴ διάσταση τοῦ γεγονότος. Ὅλα γίνονται βιαστικὰ καὶ τυπικά. Ὅ,τι ὅμως δὲν ἔχει ὑπομονὴ δὲν ἔχει οὔτε βάθος, οὔτε διάρκεια· οὔτε ῥίζες, οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψέλνουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» ἀλλὰ ταυτόχρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτὰ κλεισμένη· προσπαθοῦμε νὰ ξεχάσουμε.

Τέλος, δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ ἐπικαλοῦνται καὶ οἰκονομικοὺς λόγους γιὰ τὴν καύση, ἄσχετα ἂν τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ δὲν φαίνεται ἀντικειμενικὰ νὰ εὐσταθεῖ. Ἡ ἀναγωγὴ ὅμως καὶ μόνον τοῦ θέματος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ λειψάνου τοῦ σώματος σε οἰκονομικὴ λογικὴ τί ἄλλο δείχνει παρὰ ὅτι οἱ ἀξίες καὶ οἱ ἰδέες τελοῦν ἐν διωγμῷ στὶς κοινωνίες μας;

5. Τὸ χρέος τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ Ἐκκλησία βαθειὰ μέσα στὶς ῥίζες τῆς παραδόσεώς της κρύβει τὸ θησαυρὸ τῶν ἐμπειριῶν της, τὸν ὁποῖο ἔχει μεγάλο χρέος νὰ παρουσιάσει καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὴν πράξηη της. Κατόπιν τούτων ὀφείλει:

α. Νὰ περιγράψει τὴ ζωντάνια τῆς ψυχῆς

Ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι οὔτε φαντασία οὔτε ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει τέτοια δύναμη καὶ τόση ζωὴ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντλήση τὰ ἀποθέματα της σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή· γι αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ζεῖ αἰώνια.

β. Ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴν ταφὴ μπορεῖ νὰ ἐκφράσει:

Λένε πολλοὶ ὅτι ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι δογματικὸ θέμα. Κάθε τί ὅμως ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὴν ψυχή του καὶ τὴ ἰσόῤῥοπη σχέση τους, ἀναφέρεται στὸ δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως, τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴ θεανθρώπινη δυνατότητά του. Μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει δογματικὴ διατύπωση, σίγουρα ὅμως ὑπάρχει δογματικὴ ἀλήθεια. Δόγμα δὲν εἶναι μιὰ διατύπωση ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ παραβοῦμε, ἀλλὰ μιὰ ἀλήθεια ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ἐξαγιασθοῦμε.

Τὸ λείψανο ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε γιὰ χρόνια ἀνυποχώρητη τὸν ἀγώνα της γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν εἰκόνων της, ἔτσι καὶ τώρα καλεῖται νὰ ὑποστηρίξει τὶς ἀνθρώπινες εἰκόνες, τὰ ὑπολείμματα, τὶς ὑπομνήσεις τῆς ψυχῆς σ᾿ ἀυτὸν τὸν κόσμο. Κάθε προσπάθεια καύσης τοῦ σώματος εἶναι εἰκονοκλαστικὴ στὴ φύση της καὶ προσβάλλει τὸ χριστολογικὸ δόγμα.

Ἡ καθημερινὴ συνήθεια, ἡ ἱστορικὴ παράδοση καὶ ἡ διαχρονικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας συντήρησαν ἕνα φρόνημα τὸ ὁποῖο καλλιέργησαν καὶ ἐνίσχυσαν καὶ ἐγέννησαν, μιὰ ἐμπειρία δογματικῆς ἀλήθεια ποὺ ἴσως μὲ τὴ σημερινή της κοινωνικὴ πίεση περιμένει πλέον καὶ τὴ θεολογική της διατύπωση. Δογματικὸ δὲν εἶναι μόνον ὅ,τι ἔχει πεῖ κάποια Οἰκουμενμικὴ Σύνοδος μὲ τὸ φωτισμένο λόγο της, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἔχει ἀδιάψευστα ἐπαναλάβει ἡ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία μὲ τὸ ἐξαγιασμένο καὶ καθολικὸ μήνυμά της καὶ τὴν καθημερινὴ πράξη της.

γ. Νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ἱερότητα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου

Ὁ ἄνθρωπος ξεκινάνει μὲ ἄκρα ταπείνωση -τὴν κυτταρικὴ μορφή του- καὶ καταλήγει πάλι ταπεινὰ -μὲ τὴ λειψανικὴ μορφή του. Ἡ τέλεια ἐξουθένωσή του συγχρονίζεται μὲ τὴν τέλεια ταπείνωσή του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση βρίσκεται στὴ μεγαλύτερη της ἔνταση καὶ δυναμική, ὅταν ἐγκαθίσται ἡ ψυχὴ στὸ σῶμα -ἔμβρυο - ἢ ὅταν ἀποχωρίζεται ἀπὸ αὐτὸ -λείψανο. Οἱ δύο αὐτὲς καταστάσεις εἶναι οἱ μοναδικὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἁμαρτάνει. Τότε ποὺ αὐτὸς δὲν ἔχει φωνὴ τοῦ ἀναγνωρίζουμε ἐμεῖς τὴν ταυτότητα. Καταστρέφοντας καὶ τὰ ἔμβρυα καὶ τὰ ὀστᾶ εἶναι σὰν νὰ καταστρέφουμε τὴν ἀνθρώπινη ταπείνωση.

Τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀντιμεωπίζεται ὡς μεμονωμένο γεγονὸς -κάποιος πέθανε - ἀλλὰ ὡς ἐκκλησιαστικὸ καὶ κοινωνικὸ γεγονὸς -κάποιος μᾶς ἔφυγε καὶ ἡ ἀναχώρησή του ἔχει ἄμεση σχεση μὲ τὴ ζωή μας.

δ. Νὰ ἀποτυπώσει τὸ θεολογικὸ βίωμά της στὴν πράξη της.

Ἡ λογική της πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογικὴ τοῦ σεβασμοῦ, ἡ δὲ πρακτική της ἀπόλυτα ξεκομμένη ἀπὸ κάθε χρηματικὴ ἢ οἰκονομικὴ ἀντίληψη καὶ ἐντελῶς ξένη ἀπὸ πάσης φύσεως συναλλαγές, συμφωνίες καὶ διαπραγματεύσεις.

«Κηδεία» σημαίνει τὴν τελευταία καὶ ἱερότερη φροντίδα μας στὸν νεκρό. Ἐτυμολογικὰ προέρχεται ἡ λέξη ἀπὸ τὸ ῥῆμα «κήδομαι» φροντίζω. Ὅταν κάποιον θέλεις νὰ τὸν φροντίσεις, τότε οὔτε τὴν ἱερότητά του περιορίζεις οὔτε καὶ τὴ φυσικὴ ὑπόστασή του λιγοστεύεις. Ἀρνεῖσαι τὴ βία ἐπάνω του, ὄχι γιὰ νὰ μὴν πονέσει τὸ σῶμα του, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν πονέσει ἡ ψυχή σου.

Μὲ τὴν ταφὴ ὅμως, ὅταν αὐτὴ γίνεται ὅπως πρέπει, μποροῦν οἱ συγγενεῖς νὰ πάρουν τεράστια ἐλπίδα· αἰσθάνονται ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ὑπάρχει, κάπου εἶναι καὶ κάτι περιμένει· σίγουρα δὲν τέλειωσε. Ὅσο τὸ σῶμα διατηρεῖται καὶ δὲν τελειώνει, τόσο καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ψυχῆς συνεχίζει νὰ ὑπάρχει μέσα μας καὶ νὰ μᾶς ὑποβοηθεῖ στὴν ἀνάμνησή της. Ἡ ταφὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀρχὴ ζωῆς, σπορά.

Κάθε μνημόσυνο, κάθε ἀνάμνηση, κάθε προσευχή, κάθε τρισάγιο, κάθε ψυχοσάββατο εἶναι ἕνα πότισμα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς σπόρους ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴ γῆ, στοὺς κήπους, στὰ περιβόλια τῶν κοιμητηρίων. Ἡ Ἐκκλησία μας φυτεύει κάθε σῶμα μὲ ἱερὰ αἰσθήματα, ὄχι μόνο ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατ᾿ ἐξοχὴν πνευματικὰ καὶ ἐκεῖ ἐναποθέτει ὅλη της τὴν πίστη καὶ ὅλη μας τὴν ἐλπίδα στὴν αἰωνιότητα καὶ στὴν ἀνάσταση κατεβάζοντας τὸν κάθε σπόρο, τὸ κάθε σῶμα, μέσα στὰ σπλάγχνα τῆς γῆς. Ἂν τὰ καίγαμε τὰ σποράκια, ὅσο νερὸ καὶ νὰ ῥίχναμε ἀπὸ πάνω ποτὲ δὲν θὰ βλάσταινε.

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι πτώματα τὰ νεκρὰ σώματα. Οὔτε εἶναι κόκκαλα τὰ ἀπομεινάρια τῶν λειωμένων πτωμάτων. Γιὰ τὴν κοινωνία μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι τέτοιο ἢ νὰ εἶναι ὀστᾶ. Γιὰ μᾶς ὑπάρχει ἡ ἱερὴ λέξη λείψανα· αὐτὴ περιγράφει τὴν οὐσία τους, διότι αὐτὴ ὑπογραμμίζει τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς της.

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀρνεῖται τὴν καύση, γιατὶ ἀρνεῖται τὸ ἀνθρώπινο τέλος καὶ τὴ βία πάνω στὸν ἄνθρωπο. Ἐπιλέγει τὴν ταφή, γιατὶ ἔχει πίστη καὶ ἐλπίδα στὸ αἰώνιο μέλλον τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀναθέτει στὴ φύση τὴν εὐθύνη τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἀνθρώπου.

6. Συμπεράσματα

Ὁ σύγχρονος κόσμος θέλει νὰ κάψει τοὺς νεκρούς. Τοὺς λειπει τὸ αἰώνιο, τὸ θεϊκό, ἡ τιμὴ τοῦ ὑλικοῦ, τὸ ἐπέκεινα, τὸ μετὰ ταῦτα. Ἀρνεῖται τουλάχιστον σκεφθεῖ τὴ ζωὴ ποὺ ὑπάρχει χωρὶς ὅμως νὰ φαίνεται. Οὔτε στὰ σπλάγχνα ὡς ἔμβρυο τὴν δέχεται, οὔτε στὸν τάφο ὡς λείψανο, οὔτε στὴν σκέψη ὡς αἰώνιο προόσωπο, οὔτε στὸν πόθο ὡς ὑπέρτατη ἀξία, οὔτε στὴν ψυχὴ ὡς χάρη θεώσεως. Τὰ δεσμὰ τοῦ ἐδῶ καὶ τώρα σπάζουν μόνο κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῆς αἰώνιας ἀλήθειας.

Καῖμε ὅ,τι ἔχει ἀξία, ὀμορφιὰ καὶ ζωή. Ὅ,τι ἔχει χρόνο μέσα του καὶ διάρκεια. Καῖμε τὰ δάση, καῖμε τὶς περιουσίες μας, καῖμε τὶς αἰώνιες ἀξίες μὲ τοὺς νόμους, καῖμε τὶς παραδόσεις μας (ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων κ.λπ.). Τώρα θέλεουμε νὰ καῖμε καὶ τὰ σώματά μας. Ὅταν κάψουμε τὴν ὑπόμνηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς καὶ τοῦ θανάτου μας, θὰ ἔχουμε προσδώσει στὸ τοπίο τῆς ζωῆς μας τὴν εἰκόνα ποὺ ἀντικρύζουμε μπροστὰ σὲ ἕνα καμμένο δάσος. Ἡ Ἐκκλησία δυσκολεύεται νὰ ἐνταχθεῖ σὲ μιὰ τέτοια λογική.

Πνεύμονες τῆς ζωῆς εἶναι τὰ δάση. Πνεύμονες τῆς ψυχῆς εἶναι τὰ λείψανα. Στὰ μοναστήρια μποροῦμε νὰ συναντήσουμε τὴν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τὰ κεντρικά τους σημεῖα, ἐκεῖ ποὺ διαφυλάσσεται ὁ πνευματικὸς θησαυρός τους εἶναι τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, οἱ λειψανοθῆκες καὶ τὸ ὀστεοφυλάκιο. Στὸ πρῶτο ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο-προσφέρεται ὁ Θεός, - ἀπὸ τὸ δεύτερο προχέεται ἡ χάρις τῶν ἁγίων- προβάλλει ἡ Ἐκκλησία- καὶ τὸ τρίτο ἀποτελεῖ τὸ Πανεπιστήμιο τῆς ἐν Χριστῷ φιλοσσφοίας, τὸ ἐργαστήριο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου -ἀναδύει τὸ πρόσωπο. Καὶ τὰ τρία ἔχουν λείψανα. Καὶ τὰ τρία δὲν θὰ ὑπῆρχαν, ἂν ἡ Ἐκκλησία υἱοθετοῦσε τὴν καύση τῶν νεκρῶν της. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποῤῥίψει τὴν παράδοσή της, δὲν μπορεῖ νὰ προσδώσει τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστη της· ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ κάψει τὰ σπλάγχνα καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό της.