Ἐρ.: Ὡς ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν Θεό, πῶς θὰ ἀκούγατε ὅτι κάποιος θέλει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ σύγχρονη ἔρευνα, μάλιστα αὐτὴν ποὺ τελικὰ ἀμφισβητεῖ τὸν Θεό, ὅπως ἡ γενετικὴ μηχανική, ἡ κοσμολογία, ἡ νευρολογία;
Ἀπ.: Μιὰ ἔρευνα ποὺ γίνεται γιὰ νὰ ἀμφισβητήσει τὸν Θεό, ἔχει τὴν ἀρρώστια τῆς προκατάληψης. Ἡ ἔρευνα γίνεται γιὰ νὰ ἀνακαλυφθεῖ μία ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια. Ποιὸ τὸ πρόβλημα κάποιος νὰ διευρύνει τοὺς ὁρίζοντες τῆς σκέψης καὶ τῆς γνώσης του; Ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς προσεγγίζεται καλύτερα. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἰδεολόγημα ποὺ πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ ὑπερασπιστοῦμε, ἀλλὰ Τὸν πιστεύουμε ἐπειδὴ εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτήν, καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια Αὐτὸν φανερώνει. Ἂν πάλι Τὸν ἀμφισβητεῖ, καιρὸς νὰ τὸ μάθουμε. Ἕνας πιστὸς ποὺ φοβᾶται τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, φοβᾶται τὴν ἀλήθεια. Μᾶλλον εἶναι πιστὸς ποὺ … δὲν πιστεύει.
Ἐρ.: Τί θὰ λέγατε γιὰ τὴ θεωρία τῆς ἐξέλιξης; Αὐτὴ δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας;
Ἀπ.: Γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας βασίζεται στὸ θεόπνευστο βιβλίο τῆς Γεννήσεως. Αὐτὸ δὲν εἶναι βιβλίο Φυσικῆς ἢ Βιολογίας. Τὸ σημαντικὸ δὲ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει δὲν εἶναι ἂν ὁ Θεὸς πλάθοντας τὸν ἄνθρωπο πῆρε χῶμα καὶ ποῦ τὸ βρῆκε, ἀλλὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Ὅλα τα ἄλλα εἶναι λεπτομέρειες. Αὐτὸ πῶς νὰ τὸ ἀνατρέψει ἡ ἐπιστήμη; Ἀπὸ ῾κεῖ καὶ πέρα, ἂν ἡ ἐπιστήμη βελτιώνει τὴν ἑρμηνεία αὐτοῦ του κόσμου καὶ τὴν εἰκόνα μας γι᾿ αὐτόν, αὐτὸ γιατὶ νὰ τὸ ἀμφισβητήσουμε; Τὸ πολὺ πολὺ νὰ ποῦμε ὅτι μερικὰ πράγματα τὰ κατανοοῦμε καλύτερα.
Τὴ θεοείδεια ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι δηλαδὴ εἶναι πλασμένος μὲ θεϊκὴ πνοὴ καὶ χαραγμένος μὲ προορισμὸ θεϊκῆς ὁμοιώσεως, αὐτὸ δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ τὸ ἀλλάξει ἡ ἐπιστήμη. Ἁπλὰ μποροῦν νὰ τὸ ἀμφισβητοῦν ἀλαζονικὰ κάποιοι ἐπιστήμονες.
Ἐρ.: Δηλαδὴ δὲν ἔχει σημασία τὸ ἂν ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὰ ζῶα;
Ἀπ.: Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ἡ θεϊκὴ καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ συγγένειά του μὲ τὸν Θεό, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε, ὄχι τὸ πῶς μᾶς ἔπλασε. Καὶ ἐπίσης ὁ κίνδυνος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὄχι νὰ κατάγεται ἀπὸ τὰ ζῶα, ἀλλὰ νὰ καταντήσει σὰν αὐτά, «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὗ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. μη´ 13). Ἐνῷ ὁ προορισμός μας εἶναι νὰ ὁμοιάσουμε στὸν Θεό, ἐμεῖς νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἀποδείξουμε ὅτι εἴμαστε ζῶα.
Τὸ πρόβλημα συνεπῶς δὲν εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς ἐξέλιξης, ἀλλὰ ἡ προσήλωση στὴν ἀρρωστημένη ἑρμηνεία της. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο δὲν ἀποδεικνύει τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐμπαθῆ μυωπία τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ ἀνταλλάσσεται ἡ θεϊκὴ προοπτικὴ μὲ ἕναν ἀσύνετο ἐκφυλισμὸ σὲ ζῶο! Αὐτὸ οὔτε τὰ ζῶα δὲν θὰ τὸ ἤθελαν.
Ἐρ.: Πάντως ἔχουμε σημαντικὲς ὁμοιότητες μὲ τὰ ζῶα καὶ πρέπει νὰ βροῦμε τὴ σημασία τους.
Ἀπ.: Μὲ ἐκπλήσσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὰ ζῶα. Ἂν ὑπῆρχε ἀνάλογο ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὴν συγγένεια μὲ τὸν Θεό, πόσο διαφορετικὰ θὰ ἦταν τὰ πράγματα! Τὴ σημασία αὐτῆς τῆς συγγένειας θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνακαλύψουμε. Ὅσο γιὰ τὰ ζῶα, ἀσφαλῶς καὶ ὑπάρχουν ὁμοιότητες. Τὸ σῶμα μας οὕτως ἢ ἄλλως μοιάζει μὲ αὐτὸ τῶν ἀνώτερων θηλαστικῶν. Ἀκόμη καὶ μαθητεύουμε στὰ ζῶα καὶ στὶς ἐνστικτώδεις ἀρετές τους. Τόσα καὶ τόσα παραδείγματα ὑπάρχουν στὴν Ἁγία Γραφή. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία Τοῦ μᾶς καλεῖ νὰ «ἐμβλέψουμε στὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ» καὶ κατὰ κάποιον τρόπο νὰ τὰ μιμηθοῦμε.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἔχει σημασία εἶναι οἱ διαφορές μας ἀπὸ τὰ ζῶα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικός. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς ἀξίας του. καιρὸς νὰ στρέψουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὰ ζῶα στὴν δυνατότητα ὁμοίωσης πρὸς τὸν Θεό.
Σχόλιον: Εἶναι ἔγκυρες οἱ ἀπαντήσεις. Ἐπιπροσθέτως, τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» δηλοῖ τὴν κατάστασι προθέσεως καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τὴν ἀγάπη, συνυφασμένη ἄρα ὡς πρωταρχικὴ ἔκφρασι τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν εἰκόνα του λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς παρακοῆς ἁμαυρώνει καὶ τῆς διαρκοῦς ἀποστασίας ἀποξενώνει παντελῶς τὴν υἱϊκὴ ἰδιότητα.